Σάββατο, Φεβρουαρίου 26, 2022

«…των αρχαίων Κυβερνητών τα έργα πληρώνοντας η Χτίσις, θα φρίξει»...

 

Φωτογραφικό οδοιπορικό στα νεοκλασικά κτίρια της Αθήνας, που απαθανάτισε ο Σ. Β. Σκοπελίτης δεκαετίες πριν

Φωτογραφικό οδοιπορικό στα νεοκλασικά κτίρια της Αθήνας που απαθανάτισε ο Σ. Β. Σκοπελίτης δεκαετίες πριν
Χίου 4, Μεταξουργείο (Σ. Β. Σκοπελίτης & Αργυρώ Αναστασίου/Eurokinissi)

Μια συζήτηση με τον Σ. Β. Σκοπελίτη, με αφορμή την επανέκδοση του λευκώματός του «Νεοκλασικά της Αθήνας και του Πειραιά» από τις εκδόσεις Αίολος

 

«…των αρχαίων Κυβερνητών τα έργα πληρώνοντας η Χτίσις, θα φρίξει».

«Έτσι ζητώντας την αλήθεια ήρθε ο Μεσαίων της ελληνικής αρχιτεκτονικής, οι σκοτεινοί χρόνοι. Τα γκρεμίσματα από τον πόλεμο και μετά ήταν τόσο συχνά, που δεν πρόφταινες όχι να τα σχεδιάσεις προτού εξαφανιστούν, αλλά, ούτε καν να τα φωτογραφίσεις […] Οι αξίες πέφτανε και αντικαθίσταντο από αξιοποιήσεις» σημείωνε o Γιάννης Τσαρούχης στην εισαγωγή της πρώτης έκδοσης του φωτογραφικού λευκώματος «Νεοκλασικά της Αθήνας και του Πειραιά» (1975) του συγγραφέα και φωτογράφου Σ. Β. Σκοπελίτη.

Με την ευκαιρία της επανέκδοσης του βιβλίου από τις εκδόσεις Αίολος αναζητήσαμε τον Στέλιο Σκοπελίτη για να μιλήσουμε αναφορικά με τη χαμένη ομορφιά της πρωτεύουσας, αλλά και τη χαμένη τιμή της πολιτικής και της οικονομικής ελίτ της χώρας.

Παράλληλα, αναζητήσαμε κάποια από τα κτίρια –το αποτύπωμα του αισθητικού όνειδους των εργολάβων της χουντικής και μεταπολιτευτικής Ελλάδας– τα οποία πλέον έχουν αντικαταστήσει εκείνα που είχε καταγράψει ο κ. Σκοπελίτης. Σπίτια τσαπατσούλικα, μονόχνωτα, άστοργα ή όπως γράφει ο Γιάννης Τσαρούχης στη δεύτερη έκδοση του βιβλίου (1981): «[…] αφού οι άνθρωποι γίνηκαν από τσιμέντο, αλουμίνιο και πλαστικό διεθνώς, διερωτώμαι τι λόγος υπάρχει να κατοικούν σε σπίτια καμωμένα με στοργή από μάρμαρο, ξύλο, ασβέστη και κεραμίδια».

ΝΕΟΚΛΑΣΙΚΑ ΚΤΙΡΙΑ
Πειραιώς 76, Μοσχάτο (Σ. Β. Σκοπελίτης & Αργυρώ Αναστασίου/Eurokinissi)

Εσωτερικός μετανάστης στην πρωτεύουσα

Γεννημένος στη Μυτιλήνη και πλέον αποτραβηγμένος σε ένα χωριό της Σύρου, ήρθε στην Αθήνα το 1962 και «περιδιάβαινα τους δρόμους της για να τη μάθω φωτογραφίζοντας, μέχρι το 1967 όταν όλα ανατράπηκαν και φάνηκε η γύμνια των πολιτικών – πλην της Αριστεράς οι οποίοι είχαν προειδοποιήσει σχετικά. Εγώ όμως συνέχιζα να φωτογραφίζω κάτω από δύσκολες οικονομικές και μη συνθήκες. Η συγκίνησή μου για τα νεοκλασικά και τις λαϊκές γειτονιές των Αθηνών ήταν σαν υπόγειο κανάλι συνάντησης με τις δύο πόλεις μου – δεν είναι άσχετο που το δεύτερο βιβλίο μου ήταν οι “Πύργοι Μυτιλήνης”». Τα «Νεοκλασικά της Αθήνας και του Πειραιά» τέλειωσαν όχι στο σύνολό τους το 1975, όταν έγινε και η πρώτη τους έκδοση.

Σημαντικό ρόλο για την αντίληψή του σχετικά με τα νεοκλασικά κτίρια διαδραμάτισε ο Γιάννης Τσαρούχης. «Διδάχτηκα πολλά από αυτόν… πώς αλλιώς θα μπορούσε να γίνει; Ήμουν μόλις 24 χρόνων όταν τον γνώρισα. Διαμόρφωσε το ήθος μου, τη στάση μου απέναντι στις κρίσιμες καταστάσεις και σε διλήμματα που φέρνει η “γαμημένη ζωή”, όπως γράφει ο Μπέκετ». Εκείνος του φύτεψε την ιδέα και του καλλιέργησε την ανάγκη να αρχίσει να φωτογραφίζει τα νεοκλασικά. «Πάντα μιλούσε με λύπη για την κατεδάφισή τους και για την απαίδευτη αστική τάξη που δεν γνώριζε τι είχε πετύχει» θυμάται.

ΝΕΟΚΛΑΣΙΚΑ ΚΤΙΡΙΑ
Γεωργίου Ανδρούτσου 14, Κουκάκι (Σ. Β. Σκοπελίτης & Αργυρώ Αναστασίου/Eurokinissi)

Τον πρώτο χρόνο που διέμενε στην Αθήνα συχνά τον έπαιρνε μαζί του στις περιδιαβάσεις του και τον έβλεπε να φωτογραφίζει με μια απλή μηχανή νεοκλασικά και εικόνες δρόμου για να γίνουν στη συνέχεια πίνακες στο μικρό του εργαστήρι. «Με άλλα λόγια, πέρα από τη λύπη μου που τα κοιτούσα ερειπωμένα, σαν ανθρώπινες υπάρξεις σε οδυρμό, καθότι έχουν μορφή (βλέπετε να έχουν μορφή οι πολυκατοικίες και οι επαύλεις, πλην ολίγων εξαιρέσεων;), πέρα από τον θαυμασμό μου γι’ αυτά, άρχισα τη μεθοδική φωτογράφισή τους με διττό σκοπό: να διασώσω την εικόνα τους και να ωριμάσω ιστορικά ως πολίτης, ως συνειδητός κάτοικος εσωτερικής μετανάστευσης – δεν σας κρύβω βέβαια ότι εξακολουθώ να νιώθω μετανάστης».

Η αγάπη του για την αρχιτεκτονική ωστόσο μάλλον προϋπήρχε: «Αν ήταν διαφορετική η οικονομική κατάσταση της οικογένειάς μου, σίγουρα θα σπούδαζα αρχιτεκτονική και –ποιος ξέρει;– ίσως σήμερα να ήμουν ένας καλός αρχιτέκτων και όχι ένας καταγραφέας κτισμάτων. Σε όποια πόλη πήγαινα φωτογράφιζα την αρχιτεκτονική της και τα νεκροταφεία της. Στα κτίσματα διακρίνεται ο τρόπος ζωής και στα νεκροταφεία η αγάπη και ο σεβασμός των ζωντανών προς τους νεκρούς. Στην αρχιτεκτονική διαβάζουμε την ιστορία τής πόλης, τον πολιτισμό της – είτε λαμπρό είτε σκοτεινό. Θα έλεγα επίσης ότι μπορούμε να διακρίνουμε αν οι κάτοικοι είναι ερωτικοί ή απαθείς» επισημαίνει ο φωτογράφος.

ΝΕΟΚΛΑΣΙΚΑ ΚΤΙΡΙΑ
Ιπποκράτους 67 (Σ. Β. Σκοπελίτης & Αργυρώ Αναστασίου/Eurokinissi)

Ο Τσαρούχης υπογράφει τα εισαγωγικά κείμενα σε δυο προηγούμενες εκδόσεις του βιβλίου και δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Μια άγνωστη λέξη έγινε η αφορμή για τη γνωριμία τους που τόσο καθόρισε τον Σκοπελίτη. «Ήταν την εποχή που χτιζόταν το Μουσείο Θεόφιλου στη Μυτιλήνη σε δικό του σχέδιο με δαπάνη Τεριάντ. Τότε υποκρινόμουν τον δημοσιογράφο για την τοπική (δεξιά θαρρώ) εφημερίδα “Λεσβιακός Κήρυξ”. Ενα ανοιξιάτικο βραδάκι έτυχε να παίρνω συνέντευξη από έναν Αυστριακό θεατράνθρωπο και μια άγνωστη σε ’μένα αγγλική λέξη τη μετέφρασε ο Τσαρούχης, ο οποίος καθόταν στο διπλανό τραπέζι στο εστιατόριο του ξενοδοχείου Λέσβιον. Eτσι ξεκίνησε μια μακρόχρονη φιλία μέχρι τον θάνατό του. Οπου να ’ναι θα τον συναντήσω και θα του πω: “Γιάννη, λογικεύτηκα. Kι ας με αποκαλούσες ο “τρελός Σκοπελίτης”».

Πλουτοκρατία μεν, πτωχή τω πνεύματι δε

Αναρωτιέμαι εάν η πολυκατοικιοποίηση της Αθήνας και του Πειραιά, εξαιτίας του κύματος αστυφιλίας, ήταν όντως κάτι αναπόφευκτο, όπως υποστηρίζουν πολλοί «ειδικοί». O συνομιλητής μου είναι άκρως καταγγελτικός: «Αυτοί οι ειδικοί και επαΐοντες έχουν καταστρέψει τον κόσμο. Αηδίαζα, αηδιάζω όταν ακούω περί “αδήριτης ανάγκης” και περί “αξιοποίησης”. Αμόρφωτοι και απαίδευτοι εκστομίζουν τέτοια κούφια λόγια. Γι’ αυτούς τους ληστές αττικής γης και απάτριδες καταστροφείς περιβάλλοντος και “σκηνογραφικού” άστεως θα ήταν αληθινό να γραφεί ότι ήταν πέρα για πέρα αμόρφωτοι και άπληστοι όπως και οι σημερινοί κυβερνώντες».

ΝΕΟΚΛΑΣΙΚΑ ΚΤΙΡΙΑ
Ο συγγραφέας και φωτογράφος Στέλιος (Σ. Β.) Σκοπελίτης

Κάπως έτσι η συζήτηση φτάνει στο κρίσιμο ζήτημα της ανυπαρξίας κτηματολογίου στη χώρα μας, θέμα που συνέβαλε σε αυτή την κατάσταση. «“Πού να τους βάλω;” λέγεται πως ρώτησε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής σε μια υπουργική συνάθροιση πριν από τη χούντα – πριν δηλαδή από το μεγάλο ρεζιλίκι της πατρίδας μου από Νεοέλληνες χιμπατζήδες. Δεν είναι τυχαίο που η πρώτη κουβέντα για κτηματολόγιο έγινε αμέσως μετά τη μεταπολίτευση από τον Θανάση Κανελλόπουλο· δεν ξεκίνησε τότε, όμως θα έπρεπε να το ξεκινούσε το ΠΑΣΟΚ, ήταν ιστορικά υποχρεωμένο.

Και τι τραγικό, η τότε κυβέρνηση έλαβε χρήματα από την Ευρώπη για να ξεκινήσει το κτηματολόγιο και οι επιτήδειοι τα έφαγαν, αλλά τους έπιασαν και τα επέστρεψαν, όχι όμως τα φαγωμένα, πάνε αυτά, τα επέστρεψαν από δικά μας χρήματα. Να γιατί σιχαίνομαι (ένας λόγος είναι μόνο αυτός) τους ΠΑΣΟΚΙΝΑΛ-ιστές. Σοβαρό κτηματολόγιο ξεκίνησε ο ΣΥΡΙΖΑ – αυτή είναι η μεγάλη αλήθεια. Τότε έβγαινε ένας δεξιός τσιφλικάς και βροντοφώναζε βάζοντας συρματοπλέγματα: “Από εδώ μέχρι εκεί δικά μου τα στρέμματα”, “πωλούνται οικόπεδα δέκα λεπτά από την Αθήνα με νερό, τηλέφωνο και ηλεκτρικό”. Μπορούμε να τα ξεχάσουμε αυτά;».

 

ΝΕΟΚΛΑΣΙΚΑ ΚΤΙΡΙΑ
Χίου 4, Μεταξουργείο (Σ. Β. Σκοπελίτης & Αργυρώ Αναστασίου/Eurokinissi)
Χαριλάου Τρικούπη 78 (Σ. Β. Σκοπελίτης & Αργυρώ Αναστασίου/Eurokinissi)

Στο κείμενό του για τη δεύτερη έκδοση του βιβλίου τού Σ. Β. Σκοπελίτη ο Τσαρούχης αναφέρει χαρακτηριστικά: «Αν η Αθήνα κατεστράφη και ασχήμυνε και μετετράπη σε άθλια εργατούπολη, αυτό οφείλεται στον ιδεολογικό υλισμό της λεγόμενης αριστοκρατίας». Τον ρωτώ εάν τον βρίσκει σύμφωνο αυτή η τοποθέτηση. «Ο Τσαρούχης όταν χρησιμοποιούσε τη λέξη “αριστοκρατία” εννοούσε τη “φτωχή” πλουτοκρατία. Και βέβαια συμφωνώ: η Αθήνα εκτός από τρεις πέντε γειτονιές δεν είναι πλέον εργατούπολη αλλά μεταναστούπολη. Ας μη λέμε όμως τέτοια λόγια γιατί οι ρατσιστές και οι φασίστες μπορεί να αρχίσουν να σφάζουν άμοιρους μετανάστες. Φασίστας και πολιτισμική μνήμη είναι δύο διαφορετικά πράγματα».

Πόλεμοι, εμφύλιοι, πτωχεύσεις και δικτατορίες

[........................]ΣΥΝΕΧΙΣΤΕ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ

Φωτογραφικό οδοιπορικό στα νεοκλασικά κτίρια της Αθήνας που απαθανάτισε ο Σ. Β. Σκοπελίτης δεκαετίες πριν

Μια συζήτηση με τον Σ. Β. Σκοπελίτη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Duy Huynh: δημιουργός αιθέριων χαρακτήρων που λικνίζονται μέσα σε ένα σουρεαλιστικό ή ονειρικό σύμπαν

Ο Philippe Entremont είναι ο βιρτουόζος του πιάνου που παίζει Satie και  Debussy. Η τέχνη είναι του Βιετναμέζου Duy Huynh, του οποίου οι ...