Οι Θεσσαλονικείς: Κωνσταντίνος Μπέσιος
Κάποιοι έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει στην Θεσσαλονίκη. Άλλοι απλά την επέλεξαν ή μετοίκησαν σε αυτήν ως εργασιακοί ή ερωτικοί μετανάστες. Ο καθένας και η καθεμία έχουν και από μια ιστορία ή μια ανάμνηση να αφηγηθούν με φόντο την πόλη. Είναι οι άνθρωποι που είδαν και έζησαν όλες τις αλλαγές της στο πέρασμα των χρόνων. Είναι οι Θεσσαλονικείς.
Γεννήθηκα στην Αθήνα την 1η Δεκεμβρίου 1949 σε μια ρημαγμένη Ελλάδα. Λίγο δηλαδή μετά το τέλος του εμφύλιου. Η οικογένεια μου έμεινε για δύο χρόνια εκεί και μετά μετακόμισε στην Βέροια από την οποία καταγόταν και έμενε πριν τον γάμο τους η μητέρα μου. Ο πατέρας μου ήταν έμπορος ξυλείας και μετέφερε την επιχείρηση του εκεί. Στην Βέροια γεννήθηκε και ο κατά τρία χρόνια μικρότερος αδελφός μου, που είχα την ατυχία να χάσω πολύ νωρίς. Ήμασταν μια κλασσική μικροαστική οικογένεια ποτέ δεν γίναμε πλούσιοι αλλά και ποτέ δεν μας έλειψε κάτι. Δεν έχω δηλαδή καμία μνήμη στέρησης ή απωθημένα. Αν και ο γάμος των δικών μου έγινε με προξενιό, τα είχαν βρει μια χαρά μεταξύ τους και δεν θυμάμαι ποτέ στο πατρικό μου σπίτι καυγάδες κι εντάσεις. Ζούσαμε σε μια πόλη γεμάτη με κήπους, λουλούδια, νερά που κατέβαιναν απ το Βέρμιο, τον Μακεδονικό κάμπο στα πόδια της γεμάτο με φρούτα και ζαρζαβατικά τον Αλιάκμονα λίγο πιο έξω. Καμάρι της οι 70 εκκλησιές της, κάποιες βυζαντινές όπως ο Χριστός και πολλές από την περίοδο της Τουρκοκρατίας, η πολύ όμορφη και καλοαναστηλωμένη σήμερα Εβραίικη γειτονιά η Μπαρμπούτα αλλά και τα πολλά παλιά Μακεδονίτικα αρχοντικά που μετά από λίγο στη δεκαετία του 60 η άναρχη ανοικοδόμηση κατέστρεψε. Οι εκδρομές μας μεταξύ άλλων προορισμών ήταν στη Βεργίνα που τότε ακόμα δεν ξέραμε τι ακριβώς πόσο σημαντική ήταν.
Το καλοκαίρι ανεβαίναμε στα γνωστά χωριά του Βερμίου το Σέλι και την Καστανιά, στο χωριό του πατέρα μου την Σαμαρίνα αλλά πηγαίναμε και στις παραλίες της Κατερίνης όπως ο Μακρύγιαλος και η Μεθώνη. Πάντως στα χρόνια του Δημοτικού υπήρχε πολύς χώρος για παιχνίδι και νομίζω το χορτάσαμε. Ευτυχισμένα χρόνια. Στην Βέροια τέλειωσα το Δημοτικό και το εξατάξιο Γυμνάσιο Αρρένων.
΄Έκανα πολλούς και καλούς φίλους που 55 χρόνια μετά την αποφοίτηση μας εξακολουθώ να συναντώ και να περνάμε όμορφα. Στην επαρχία του 60 που ζούσα έφτανε σιγά σιγά ο απόηχος της μεγάλης πολιτιστικής άνοιξης που είχε μπει για καλά στην Ευρώπη. Και εκεί για πρώτη φορά άκουσα για πολιτικές διώξεις και πολιτικούς κρατούμενους καθώς ακριβώς απέναντι από το σπίτι που μέναμε ήταν το σπίτι του αριστερού γιατρού Αληχανίδη (πατέρα του παιδικού μας φίλου Σάββα) που όσο καιρό δεν ήταν στην εξορία είχε κάτω από το σπίτι-ιατρείο του ένα χωροφύλακα να τρομοκρατεί τους ασθενείς του. Μπορώ να πω ότι μέχρι το 1967 ζω πολύ ωραία χρόνια , ανέμελα σαν του Κυριάκου Μητσοτάκη, οπότε ενώ είμαι ακόμα μαθητής έρχεται το πρώτο μεγάλο χτύπημα στην ζωή μου. Αρρωσταίνει και πεθαίνει ο πατέρας μου. Στις εισαγωγικές εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο τις γνωστές Πανελλήνιες, που πριν λίγα χρόνια είχαν αντικαταστήσει τις εισαγωγικές σε κάθε τμήμα σχολής αποτυγχάνω. Εν τω μεταξύ από τον Απρίλιο την Ελλάδα κυβερνά η χούντα των συνταγματαρχών.
Κι ενώ συμβαίνουν όλα αυτά στην οικογένεια, υπάρχει και μια μάνα δυνατή και αποφασισμένη να σπουδάσει τα παιδιά της. Υπάρχει βέβαια οικονομική στενότητα, άρα είναι απαραίτητο να βρω δουλειά. Κατεβαίνω στην Θεσσαλονίκη γράφομαι στην τεχνική σχολή «Ευκλείδης» και ψάχνω για δουλειά.
Ευτυχώς στην Θεσσαλονίκη έχει ήδη μετακομίσει η αδελφή της μητέρας μου, με την οποία είχαμε εξαιρετικά καλή σχέση και της οποίας τα παιδιά ήταν ήδη φοιτητές. Λόγω της θείας αυτής ήξερα κάπως την Θεσσαλονίκη μια και ένα μέρος από τις διακοπές μου το περνούσα εδώ. Είμαστε πια στο 1968 εγώ είμαι κάτοικος Θεσσαλονίκης, και σίγουρα από τους τυχερούς που πρόλαβαν να γνωρίσουν τους ποιητές όπως λέει κι ο Σαββόπουλος. Τι άλλο πρόλαβα; Την Νέα Παραλία να κατασκευάζεται , τους Σαλονικιούς να κολυμπάνε στην Μπότσαρη, το «Μακεδονία Παλλάς» ξενοδοχείο Τ.Α.Π.Ο.Τ.Ε τότε, να παίρνει άδεια από την χούντα και να χτίζεται παράνομα , ενώ μέχρι τότε απαγορευόταν να κτιστεί οτιδήποτε στην παραλία , τις μεγάλες ουρές ανθρώπων που περίμεναν τα καραβάκια για να πάνε στην Περαία, το Μπαχτσέ Τσιφλίκι και την Αγία Τριάδα.
Τα πράγματα άρχισαν να μπαίνουν σε μια τάξη, η απαραίτητη για την επιβίωση δουλειά βρέθηκε και στις καινούργιες Πανελλήνιες τα πράγματα πήγαν καλύτερα και ήμουν πια φοιτητής της Ανωτάτης Βιομηχανικής Σχολής Θεσσαλονίκης της μόνης σχολής εκτός Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου τότε. Σήμερα η Βιομηχανική σχολή έχει γίνει πια Πανεπιστήμιο με πολλές σχολές και τμήματα. Είναι το πολύ γνωστό Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Η Βιομηχανική στεγαζόταν σ ένα κτίριο που ήταν ιδιοκτησία της Μητρόπολης και βρισκόταν απέναντι από τον Μητροπολιτικό Ναό στην οδό Αγίας Σοφίας 3 . Σήμερα στο ισόγειο της τότε σχολής που στεγάστηκε μετά από χρόνια σε ιδιόκτητο κτίριο στην Πανεπιστημιούπολη στεγάζεται σούπερμάρκετ γνωστής μεγάλης αλυσίδας.
Η δουλειά που βρήκα μου επέτρεπε να βοηθώ την οικογένειά μου, αλλά και να αυτονομηθώ αποκτώντας το δικό μου φοιτητικό δωμάτιο κι έχοντας ένα καλό χαρτζιλίκι που μου επέτρεπε να συμμετέχω στη φοιτητική ζωή της πόλης. Και συνεχώς ανακάλυπτα πράγματα που με ενθουσίαζαν και που αγαπούσα. Για ποιο από όλα να πρωτομιλήσω; για τους κινηματογράφους που από το σχολείο μας απαγόρευαν να πηγαίνουμε κι εδώ είχα όσους ήθελα. Ποιον να πρωτοθυμηθώ από τους κινηματογράφους του κέντρου.
Οι πιο πολλοί έχουν μετατραπεί πια σε σουπερμάρκετ. Να πω για την ιστορία μερικά ονόματα από σκοτεινές αίθουσες στις οποίες ανακάλυψα την ομορφιά των εικόνων. Αίαντας, Αλέξανδρος, Αριστοτέλειον, Διονύσια, Εγνατία, Ηλύσια, Θυμέλη, Μακεδονικόν ,Ναυαρίνο, Ράδιο Σίτυ, Ριβολι, Σινεέπ, Τιτάνια, Φαργκάνη. Να μην ξεχάσω το Φεστιβάλ Κινηματογράφου που τότε γινόταν στο Θέατρο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών , το πανηγύρι εκείνης της εβδομάδας, τον Β΄ εξώστη τις βραδιές που ακολουθούσαν στο Ντορέ και μετά το στήσιμο έξω από τα εκδοτήρια των εισιτηρίων για να προμηθευτούμε τα εισιτήρια της επόμενης μέρας.
Τις παραστάσεις του Κρατικού δεν τις έχανα με τίποτε. Γύρω στο 1972 γνώρισα τους ηθοποιούς που απαρτίζανε το Θεατρικό Εργαστήρι της Τέχνης και που είχαν ανεβάσει μια εξαιρετική παράσταση με την Φαύστα του Μποστ. Γίναμε φίλοι και όποτε μπορούσα πήγαινα και τους βοηθούσα στην ταξιθεσία. Δύσκολα χρόνια καθώς λόγω των φοιτητικών κινητοποιήσεων η χούντα είχε αγριέψει και η αστυνομία ήταν παρούσα στα μέρη που μαζευόταν φοιτητές. Ήταν όμως όμορφα χρόνια ίσως επειδή ήμασταν νέοι και είχαμε κουράγιο να αντισταθούμε. Οι επισκέψεις σε ταβερνάκια ήταν πολλές και συνοδευόταν από πολύ τραγούδι. Με πολλή νοσταλγία αναπολώ κατεβάσματα με τα πόδια από την πάνω πόλη, με τραγούδι και πολλές πλάκες καθώς περνούσαμε τα νεκροταφεία. Αγαπούσα και εξακολουθώ να αγαπάω πολύ την περιοχή γύρω από τα κάστρα στην Πάνω Πόλη. Κάτω στο κέντρο τα πρώτα χρόνια το στέκι μας ήταν η χορτοφαγία του Γκιγκιλίνη, στην γωνία των οδών Τσιμισκή και Χρυσοστόμου Σμύρνης. Η λεμονάδα κόστιζε 3 δραχμές και οι πατάτες φούρνου 5. Ήταν προδικτατορικό στέκι καθώς στη Διαγώνιο βρισκόταν τότε τόσο τα γραφεία της Νεολαίας Λαμπράκη, όσο και τα γραφεία της ΕΔΗΝ της νεολαίας της Ένωσης Κέντρου.
[...............................]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου