Διαδικτυακή εκδήλωση / Μετά τις ομοσπονδιακές εκλογές του 2021. Ποια Γερμανία, σε ποια Ευρώπη; - Video & ομιλίες
Στη συζήτηση, που συντόνισε ο δημοσιογράφος Κώστας Αργυρός, αναδείχθηκαν οι κοινωνικές διεργασίες που αποτυπώνονται στα εκλογικά αποτελέσματα, οι διαφορετικές στρατηγικές, οι επιτυχίες και οι αδυναμίες των επιμέρους κομμάτων, οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι γερμανικές πολιτικές δυνάμεις, στην προσπάθεια σχηματισμού της νέας κυβέρνησης, αλλά και ευρύτερα, καθώς και η νέα δυναμική στη σχέση και στο ρόλο της Γερμανίας στην Ευρώπη.
Μερικά από τα θέματα που απασχόλησαν τους ομιλητές και τις ομιλήτριες - Γιάννη Κωνσταντινίδη, αναπληρωτή καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης, Arne Schildberg, διευθυντή του γραφείου του ιδρύματος Friedrich-Ebert στην Αθήνα, Henri Bohnet, επικεφαλής του ιδρύματος Konrad-Adenauer για την Ελλάδα και την Κύπρο, Μιχάλη Γουδή, διευθυντή του γραφείου της Θεσσαλονίκης του ιδρύματος Heinrich-Böll, δρ. Αθανάσιο Γραμμένο, συντονιστή των δραστηριοτήτων του ιδρύματος Friedrich-Naumann στην Ελλάδα, Maria Oshana, διευθύντρια του γραφείου της Αθήνας του ιδρύματος Rosa-Luxemburg, Anne Mehrer, πολιτική επιστήμονα και συνεργάτιδα του παρατηρητηρίου κατά του ακροδεξιού εξτρεμισμού Miteinander, και Χρήστο Χατζηιωσήφ, ομότιμο καθηγητή Ιστορίας Νεότερων Χρόνων - ήταν μεταξύ άλλων και τα εξής
- Η νέα δομή του κομματικού συστήματος της Γερμανίας, με τον κατακερματισμό του και την ανάδειξη νέων κομμάτων με δυναμική, όπως οι Πράσινοι και οι Φιλελεύθεροι.
- Η διαφοροποίηση της εκλογικής συμπεριφοράς των νέων, που απομακρύνθηκαν από τα καθιερωμένα κόμματα, αλλά και συνολικά η μεγάλη συμμετοχή.
- Η υποβάθμιση της ευρωπαϊκής διάστασης από την προεκλογική συζήτηση, παρά τον κεντρικό ρόλο που διαδραματίζει η Γερμανία στην ΕΕ.
- Η σημαντική αναβάθμιση της ατζέντας για το κλίμα και οι προκλήσεις της πράσινης μετάβασης της γερμανικής και της ευρωπαϊκής οικονομίας.
- Το ζήτημα των ανισοτήτων και οι προκλήσεις της κοινωνικής πολιτικής.
- Η εδραίωση, παρά την εκλογική του κάμψη, του AfD.
Ακολουθούν ορισμένα βασικά σημεία της συζήτησης:
Ο Γιάννης Κωνσταντινίδης, αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, παρουσίασε κάποια βασικά στοιχεία για τα αποτελέσματα των εκλογών της 26ης Σεπτεμβρίου, εστιάζοντας σε τέσσερις σημαντικές διαιρέσεις που εντοπίζονται στο εκλογικό σώμα, γεγονός που δυσκολεύει την εγγενώς στο γερμανικό σύστημα επιδιωκόμενη συναίνεση, κατά τον ίδιο. Πρόκειται για τις διαφοροποιήσεις στη γεωγραφία, στην αστικότητα, στην ηλικία και στη στη μόρφωση του εκλογικού σώματος, που επηρεάζουν την εκλογική συμπεριφορά, όπως έδειξε.
Επίσης, ο Γ. Κωνσταντινίδης αναφέρθηκε σε τέσσερις "μύθους", όπως τους χαρακτήρισε, στη βάση των οποίων διαβάζονται στην Ελλάδα τα αποτελέσματα των γερμανικών εκλογών, ισχυριζόμενος ότι η έκταση της νίκης των Σοσιαλδημοκρατών, αλλά και το περιεχόμενο της πολιτικής τους ατζέντας, μας αναγκάζει να ξανασκεφτούμε τα περί "επιστροφής της σοσιαλδημοκρατίας στην Ευρώπη", απορρίπτοντας την άποψη που θέλει το πρόσωπο του Armin Laschet ως τον κύριο παράγοντα που συντέλεσε στην ήττα του CDU, αναδεικνύοντας την πολιτική διάσταση των επιλογών των Πρασίνων και των Φιλελευθέρων ως προς τις συμμαχίες τους, αλλά και αμφισβητώντας την εκτίμηση ότι η ακροδεξιά "ξεφούσκωσε".
Ο Arne Schildberg, διευθυντής του γραφείου του ιδρύματος Friedrich-Ebert στην Αθήνα, εστίασε περισσότερο στην οπτική των Σοσιαλδημοκρατών, εκτιμώντας ότι "μπορούμε να μιλήσουμε για έναν σαφή νικητή στις γερμανικές εκλογές [το SPD] και μπορούμε να πούμε επίσης σαφώς ότι οι άνθρωποι θέλουν τον Olaf Scholz καγκελάριο“. Ως προς την εξήγηση του αποτελέσματος, ανέφερε ότι “ο κόσμος επιθυμούσε μια μικρή αλλαγή – όχι μεγάλη, αλλά κάποια αλλαγή – στην καγκελαρία και ταυτόχρονα επιθυμούσε και σταθερότητα”.
Ο A. Schildberg παρουσίασε επίσης τα βασικά θέματα της ατζέντας του SPD (κλιματική αλλαγή, μεταρρύθμιση του εργασιακού χώρου, αύξηση του κατώτατου μισθού και εξασφάλιση μιας ευρωπαϊκής ενότητας), ενώ στάθηκε ιδιαίτερα στην έμφαση που έδωσε η καμπάνια του SPD στην έννοια του σεβασμού προς τους προβληματισμούς και τις ανησυχίες των απλών ανθρώπων, εκφράζοντας την πεποίθηση ότι είναι αναγκαία η δημιουργία μιας γέφυρας μεταξύ των αστών, των μεσαίων στρωμάτων, των πιο μορφωμένων κ.λπ. και των λιγότερο προνομιούχων, με αιχμή το κοινωνικό κράτος.
Τάχθηκε τέλος υπέρ ενός κυβερνητικού συνασπισμού του ‘φωτεινού σηματοδότη’ (SPD-Πράσινοι-FDP) με καγκελάριο τον Olaf Scholtz, περιγράφοντας ως προτεραιότητες της επόμενης κυβέρνησης τη φορολογική μεταρρύθμιση, την αύξηση του ελάχιστου μισθού, το ζήτημα της οικονομικά προσιτής κατοικίας και την υγεία, ενώ σημείωσε ότι η Ευρώπη είχε δευτερεύοντα ρόλο στην προεκλογική περίοδο και υπενθύμισε το ρόλο του Olaf Scholz ως υπουργού Οικονομικών στη δημιουργία του Ταμείου Ανάκαμψης.
Εισφέροντας στη συζήτηση στοιχεία και σχετικά με τη στρατηγική, τις επιδιώξεις και την ανάλυση των Χριστιανοδημοκρατών, ο επικεφαλής του ιδρύματος Konrad-Adenauer για την Ελλάδα και την Κύπρο, Henri Bohnet, εξήρε το μεγάλο ποσοστό συμμετοχής στις τελευταίες εκλογές και εξέφρασε την ικανοποίησή του για τα αποτελέσματα που αφορούσαν τα άκρα, όπως τα χαρακτήρισε του πολιτικού φάσματος. Αναγνώρισε ότι η μετά-Merkel εποχή έχει επιφέρει πολλές αλλαγές στο CDU, αλλά και το ότι υπήρξαν "πολλά προβλήματα, τα οποία αποτυπώθηκαν και στο εκλογικό αποτέλεσμα”, ενώ στάθηκε ιδιαίτερα στην εκλογική συμπεριφορά των νέων και στην αδυναμία των καθιερωμένων κομμάτων να τους προσεγγίσουν, αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι “ως CDU δεν καταφέραμε να δημιουργήσουμε νέες ιδέες, ούτε να παρουσιάσουμε πώς οι αλλαγές θα επιφέρουν καινούργιες εξελίξεις στην εποχή μετά την καγκελάριο Merkel”.
Στο ζήτημα των προοπτικών για την Ευρώπη, ο H. Bohnet εξέφρασε αμφιβολίες για το αν θα υπάρξουν πάρα πολύ μεγάλες αλλαγές στην ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική και ειδικότερα σε τομείς όπως οι σχέσεις με την Τουρκία, το προσφυγικό, η ενέργεια, ενώ άφησε ανοιχτά τα ερωτήματα των ξεκάθαρων σχέσεων με την Κίνα και επισήμανε τη σπουδαιότητα των επικείμενων γαλλικών εκλογών.
Τέλος, ως προς τις προοπτικές σχηματισμού κυβέρνησης, ο H. Bohnet υπενθύμισε ότι το CDU έλαβε ελάχιστες ψήφους λιγότερες από τον Olaf Scholz και εκτίμησε ότι “δεν είναι τελείως απίθανο να δημιουργηθεί μια κυβέρνηση συνασπισμού τύπου ‘Τζαμάικα’ (CDU-Πράσινοι-FDP)”.
Ο διευθυντής του γραφείου της Θεσσαλονίκης του ιδρύματος Heinrich-Böll, που πρόσκειται στους Πράσινους, Μιχάλης Γουδής, εξέφρασε την ελπίδα του να ευοδωθεί η πρωτοβουλία των Πρασίνων για το σχηματισμό μιας κυβέρνησης "σηματοδότη" (SPD-Πράσινοι-FDP), ενώ εκτίμησε ότι το εκλογικό αποτέλεσμα είναι "ξεκάθαρη έκφραση αιτήματος για αλλαγή στη Γερμανία". Ειδικά για το κόμμα των Πρασίνων, ο Μ. Γουδής εκτίμησε ότι "η μεγαλύτερη επιτυχία των Πράσινων είναι ότι συνέβαλαν καθοριστικά στο να τεθεί η ατζέντα των εκλογών", ενώ η ενισχυμένη απήχησή τους, ειδικά στην ηλικιακή ομάδα κάτω των 30 ετών δείχνει κατά τον ίδιο ότι "έχουν έρθει για να μείνουν".
Στο ζήτημα των προοπτικών που ανοίγονται για τη γερμανική κοινωνία, ο Μ. Γουδής επισήμανε ότι η χώρα αντιμετωπίζει μια σειρά από κοινωνικές προκλήσεις (έλλειψη οικονομικά προσιτής κατοικίας, πρόσβαση σε παιδικούς σταθμούς, πολύ έντονες κοινωνικές ανισότητες κ.λπ.), γι' αυτό και ζητούμενο είναι "η δράση και η εφαρμογή διαφορετικών πολιτικών". Ενώ, για την Ευρώπη, σημείωσε ότι αυτή ελάχιστα απασχόλησε τις εκλογές, υπογραμμίζοντας ωστόσο ότι είναι σημαντικά θέματα όπως ο τρόπος λήψης των αποφάσεων στην ΕΕ, οι προοπτικές της πράσινης συμφωνίας, το μέλλον της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου κ.λπ.
Εστιάζοντας τέλος στην Ελλάδα, ο Μ. Γουδής εκτίμησε ότι την αφορούν τέσσερα ζητήματα : Πρώτον, η εξωτερική πολιτική και στάση που θα κρατήσει η επόμενη γερμανική κυβέρνηση στα ελληνοτουρκικά ή στα ευρωτουρκικά, δεύτερον τα δημοσιονομικά και το Σύμφωνο Σταθερότητας, τρίτον, το μεταναστευτικό και το προσφυγικό και, τέταρτον, το κλιμα. Σημείωσε ωστόσο ότι "οι προσδοκίες της Ελλάδας θα πρέπει να είναι συγκρατημένες και μετρημένες", διότι "δεν μπορεί κανείς βάσιμα να ελπίζει πως θα έχουμε μια ριζικά διαφορετική γερμανική πολιτική".
Από την πλευρά των Φιλελεύθερων, ο δρ. Αθανάσιος Γραμμένος, επικεφαλής των δραστηριοτήτων του ιδρύματος Friedrich-Naumann για την Ελευθερία στην Ελλάδα, στάθηκε ιδιαίτερα στην ψήφο της νέας γενιάς, εκτιμώντας ότι ίσως παράγει και αποτελέσματα ντόμινο σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ενώ εκτίμησε ότι το εκλογικό αποτέλεσμα που "γενικά βλέπει στο μέλλον", κρίνοντας από την ατζέντα των πιο ενδυναμωμένων κομμάτων αυτών των εκλογών, που κατά τον ίδιο είναι οι Πράσινοι και το FDP, ενώ άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο να ζούμε μια ριζική μεταβολή στο γερμανικό πολιτικό σύστημα.
Για την Ευρώπη, ο Αθ. Γραμμένος εξέφρασε την πεποίθηση ότι "οι πολιτικές προτεραιότητες αλλάζουν και ότι η ίδια βρίσκεται ενώπιον μιας βαθμονόμησης των πολιτικών προτύπων με έμφαση στη σχέση οικονομίας και περιβάλλοντος", ενώ εκτός των άλλων μεγάλων θεμάτων έκανε ειδική μνεία στη Βόρεια Μακεδονία, όπου "η ίδια η Ευρώπη έχει υποσχεθεί ότι αν το λύσει το ονοματολογικό θα ανοίξουν οι πόρτες και τελικά αυτό δεν έχει συμβεί μέχρι τώρα, επιτείνοντας και την αστάθεια στα Βαλκάνια", όπως είπε.
Προοπτικά ανέφερε ότι στο FDP υπάρχει η γνώση και η θέληση να γίνουν περισσότερα πράγματα στην Ευρώπη και διεθνώς, με γνώμονα πάντα το διεθνές δίκαιο και την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων", κάτι που όπως υπογράμμισε "έχει πυκνό νόημα, αν το σκεφτούμε και για τα ελληνικά συμφέροντα στην ευρύτερη περιοχή".
Τη σκοπιά της Αριστεράς παρουσίασε η διευθύντρια του γραφείου της Αθήνας του ιδρύματος Rosa-Luxemburg, Maria Oshana, τονίζοντας ότι η εξήγηση του κακού αποτελέσματος του Die Linke είναι σύνθετη, απαριθμώντας μεταξύ των σχετικών παραγόντων τη γήρανση της εκλογικής βάσης, αλλά και την έλλειψη συσπείρωσης και συνοχής στις θέσεις του κόμματος, ιδίως ως προς τη στρατηγική κυβερνητικών συμμαχιών.
Επίσης, σημείωσε ότι το SPD υιοθέτησε ως κεντρικά του θέματα κάποια κοινωνικά ζητήματα που παραδοσιακά πρέσβευε η Αριστερά, κάνοντας το πρόγραμμά του ελκυστικό, ενώ το αποτέλεσμα των Πρασίνων ήταν χαμηλότερο από τις προσδοκίες. Ως προς την Αριστερά, εκτίμησε ότι "το πρόγραμμα των αριστερών δεν έπεισε". Η M. Oshana εκτίμησε ότι θα υπάρξει ένας συνασπισμός μεταξύ SPD, Πρασίνων και FDP πριν τα Χριστούγεννα, εκφράζοντας όμως επιφυλάξεις κατά πόσο θα προωθηθεί επαρκώς η ατζέντα π.χ. των Πρασίνων και τονίζοντας παράλληλα ότι η πολιτική του Olaf Scholtz "δεν είναι μία αριστερή σοσιαλδημοκρατική ατζέντα".
Ως προς την Ευρώπη συμμερίστηκε την άποψη ότι δεν μπορεί να έχουμε πολύ μεγάλες προσδοκίες για μεγάλες αλλαγές, εκτιμώντας ότι "έχουμε μια διολίσθηση προς τα δεξιά και στην Ευρώπη", ενώ τέλος υπογράμμισε τη σημασία της κοινωνίας των πολιτών και των κινημάτων στην κατεύθυνση που θα πάρουν τελικά τα πράγματα.
Στην ακροδεξιά επικεντρώθηκε η παρέμβαση της Anne Mehrer, πολιτικής επιστήμονα και συνεργάτιδας του παρατηρητηρίου κατά του ακροδεξιού εξτρεμισμού Miteinander (Σαξονία-Άνχαλτ). Όπως είπε στο AfD παρατηρούμε μια διολίσθηση προς τα δεξιά και τη μετατροπή του από ένα ευρωσκεπτικιστικό κόμμα σε ένα εθνοφυλετικό κόμμα, ενώ υπογράμμισε ότι το κόμμα έχει καθιερωθεί και εκλογικά, αλλά επίσης έχει κοινωνική και μιντιακή/διαδικτυακή παρουσία και δράση.
Κατά την εκτίμησή της, το AfD αποτελεί πλέον έκφραση ταυτότητας για κάποιους ψηφοφόρους και σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να θεωρήσουμε την ψήφο προς το AfD μια ψήφο διαμαρτυρίας, υπενθυμίζοντας ότι σύμφωνα με μελέτες υπάρχει κοινωνική υποστήριξη για εθνοφυλετικά ζητήματα, ρατσιστικά ζητήματα, ενώ παρουσίασε ένα κλίμα εκφοβισμού και έναν "δομικό" όπως τον χαρακτήρισε ρατσισμό στους κόλπους της αστυνομίας, της δικαιοσύνης και των ενόπλων δυνάμεων. Ανέφερε δε ότι πρότυπο για το AfD είναι οι πολιτικοί της Πολωνίας και της Ουγγαρίας.
Τέλος, ο ομότιμος καθηγητής Ιστορίας Νεότερων Χρόνων στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, Χρήστος Χατζηιωσήφ, επισήμανε τη διάσταση ανάμεσα στο ενδιαφέρον που έχουν οι πολίτες στην Ευρώπη και σε άλλα μέρη του κόσμου για το αποτέλεσμα των γερμανικών εκλογών και την απουσία της εξωτερικής πολιτικής και της ευρωπαϊκής πολιτικής από τον προεκλογικό αγώνα, χαρακτηρίζοντάς τη "δείγμα της ισχύος της Γερμανίας, δηλαδή ότι μπορεί να είναι ένα αντικείμενο συζήτησης, φόβου, φθόνου, επιθυμίας και ταυτόχρονα να αδιαφορεί για αυτά τα συναισθήματα, τα οποία προκαλεί".
Στάθηκε ιδιαίτερα στο ερώτημα αν θα υπάρξει δημοκρατική σταθερότητα στη Γερμανία, θεωρώντας ότι αυτή δεν είναι δεδομένη, λόγω των δυσκολιών της προσαρμογής του παραγωγικού μοντέλου στις νέες συνθήκες και του κατά πόσο αυτή θα γίνει χωρίς να διευρυνθούν οι ανισότητες, ενώ στηλίτευσε το αίτημα για αλλαγή που κυριάρχησε, η οποία όμως στοχεύει "σε μείωση της προστασίας προς τα πιο αδύναμα μέλη της κοινωνίας" και συσχέτισε τον κατακερματισμό του πολιτικού σκηνικού με την ενίσχυση του ατομοκεντρισμού, που χαρακτηρίζει και άλλες ευρωπαϊκές κοινωνίες.
Επίσης, ο Χ. Χατζηιωσήφ παρουσίασε κριτικά κάποια βασικά σημεία των προγραμμάτων των κύριων κομμάτων, εκφράζοντας την άποψη ότι "το πρόγραμμα του SPD είναι αυτό που κάνει τον πειστικότερο συσχετισμό ανάμεσα στην εσωτερική και στην ευρωπαϊκή πολιτική", με βάση την κοινωνική του ατζέντα στο εσωτερικό και τις απόψεις του για το σύμφωνο Σταθερότητας και το σύμφωνο Ανθεκτικότητας και Ανάκαμψης στην Ευρώπη. Συνολικά πάντως, ο Χ. Χατζηιωσήφ εκτίμησε ότι - παρά την έναρξη των διερευνητικών επαφών ανάμεσα στα τρία κόμματα - "το μέλλον και η οριστική μορφή της κυβέρνησης και των κυβερνητικών πολιτικών είναι ανοικτά".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου