Alice Munro*: Ο κύκλος της προσευχής
(μτφρ. Νάνση Βεκιαρέλλη)
- ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ Ο ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΚΑΙ ΤΙΣ ΤΕΧΝΕΣ
Ανέκδοτο στα ελληνικά διήγημα της νομπελίστριας Alice Munro σε μετάφραση της Νάνσης Βεκιαρέλλη
***
Η Τρούντυ πέταξε ένα κανάτι πέρα στο δωμάτιο. Δεν βρήκε τον τοίχο απέναντι, δεν τραυμάτισε κανέναν, ούτε καν έσπασε.
Ήταν το κανάτι χωρίς χερούλι, στο χρώμα του τσιμέντου, με καφέ γραμμώσεις, τραχύ σαν στρατσόχαρτο στην αφή, το είχε φτιάξει o Νταν το χειμώνα που μάθαινε αγγειοπλαστική. Είχε φτιάξει και έξι μικρές κούπες δίχως χερούλι. Το κανάτι και οι κούπες υποτίθεται πως ήταν για το σάκε, αλλά η κάβα της περιοχής τους δεν πουλάει σακέ. Κάποτε είχαν φέρει ένα μπουκάλι από κάποιο ταξίδι, αλλά δεν τους πολυάρεσε. Έτσι το κανάτι που έφτιαξε ο Νταν πήρε την θέση του στο πιο ψηλό ράφι της κουζίνας, όπως και κάποια παλιά αντικείμενα αξίας. Τη βέρα της Τρούντυ και το δαχτυλίδι των αρραβώνων, το μετάλλιο που κέρδισε η Ρόμπιν ως αριστείο για το σύνολο των επιδόσεών της στην Τρίτη γυμνασίου, ένα μακρύ κολιέ με δύο σειρές χάντρες από μαύρο αχάτη, που η μητέρα του Νταν είχε αφήσει κληρονομιά στην Ρόμπιν, η Τρούντυ δεν θα την άφηνε ακόμα να το βάλει.
Η Τρούντυ γύρισε από τη δουλειά στο σπίτι, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, μπήκε στο δωμάτιο στα σκοτεινά. Μόνο το φως από τη μικρή σόμπα έφεγγε -εκείνη και η Ρόμπιν πάντα την άφηναν αναμμένη η μια για την άλλη. Η Τρούντυ δεν χρειαζόταν περισσότερο φως. Σκαρφάλωσε σε μια καρέκλα δίχως καν να αφήσει την τσάντα της, κατέβασε το κανάτι κι άρχισε να το ψαχουλεύει.
Δεν ήταν πουθενά. Μα βέβαια. Το περίμενε.
Διέσχισε το σκοτεινό σπίτι και τράβηξε για το δωμάτιο της Ρόμπιν, ακόμη με την τσάντα στον ώμο και το κανάτι στο χέρι. Άνοιξε το πάνω φως. Η Ρόμπιν αναστέναξε, και γύρισε από την άλλη, κουκουλώθηκε με το μαξιλάρι. Δήθεν μου τάχα.
«Της γιαγιάς σου το κολιέ», είπε η Τρούντυ. «Γιατί το ‘κανες αυτό; Παλάβωσες;»
Η Ρόμπιν έβγαλε ένα ψεύτικο νυσταλέο στεναγμό. Ήταν σαν όλα της τα ρούχα, παλιά, καινούργια, βρώμικα και καθαρά να ήταν σκόρπια στο πάτωμα, στην καρέκλα, στο γραφείο, στην συρταριέρα ακόμη και πάνω στο κρεβάτι. Στον τοίχο υπήρχε ένα τεράστιο πόστερ μιας ιπποποταμίνας με την λεζάντα από κάτω, «Γιατί να γεννηθώ τόσο όμορφη;» Κι ένα άλλο πόστερ με τον Τέρρυ Φοξ να τρέχει μες στην βροχή σ έναν αυτοκινητόδρομο, με μια ολόκληρη πομπή αυτοκινήτων ξοπίσω του. Βρώμικα ποτήρια, άδεια κεσεδάκια από γιαούρτι, σχολικές σημειώσεις, ένα ταμπάξ ακόμα με το περιτύλιγμά του, το πάνινο φίδι κι η τίγρης που η Ρόπιν τα είχε πριν καν πάει σχολείο. Ένα κολάζ με φωτογραφίες από το γατί της το Λουκάνικο, που το είχε πατήσει αυτοκίνητο πριν δυο χρόνια. Κόκκινες και μπλε κορδέλες έπαθλα από τους αγώνες στο άλμα, ή στο τρέξιμο, ή για τα καλάθια που είχε βάλει στο μπάσκετ.
«Απάντησέ μου!» είπε η Τρούντυ «Γιατί το έκανες;»
Πέταξε το κανάτι. Αλλά ήταν πιο βαρύ απ’ ότι είχε φανταστεί, ή μπορεί τη στιγμή που πήγε να το πετάξει να κλονίστηκε, γιατί δεν κτύπησε στον τοίχο, έπεσε στο χαλάκι δίπλα από τη συρταριέρα, κύλησε στο πάτωμα, άθικτο.
Πέταξες το κανάτι στο κεφάλι μου; Μπορεί και να με είχες σκοτώσει.
Όχι και πάνω σου. Δεν το πέταξα σε σένα.
Μπορεί να με σκότωνες.
Απόδειξη ότι η Ρόμπιν προσποιούταν:
Τινάχτηκε επάνω τρομαγμένη, αλλά δεν ήταν εκείνη η τρομάρα, όλο απορία, κάποιου που τον έπιασαν στον ύπνο. Κοίταξε φοβισμένη, αλλά κάτω από εκείνο το παιδιάστικο, τρομοκρατημένο βλέμμα υπήρχε ένα άλλο βλέμμα- πεισματάρικο, ραδιούργο, περιφρονητικό.
«Ήταν τόσο όμορφο. Και είχε μεγάλη αξία. Ήταν της γιαγιάς σου».
«Νόμιζα πως ήταν δικό μου», είπε η Ρόμπιν.
«Αυτό το κορίτσι δεν ήταν ούτε καν φίλη σου. Χριστέ μου, μέχρι σήμερα το πρωί δεν είχες πει ούτε μια καλή κουβέντα γι’ αυτήν».
«Εσύ δεν ξέρεις ποια είναι φίλη μου και ποια όχι!». Το πρόσωπο της Ρόμπιν φωτίστηκε μ’ ένα ρόδινο χρώμα και τα μάτια της γέμισαν δάκρυα, όμως η περιφρονητική, πεισματάρικη έκφρασή της δεν άλλαξε. «Την ήξερα, της μιλούσα! Άντε παράτα με, λοιπόν!»
Η Τρούντυ δουλεύει στο Άσυλο για Ενήλικες με Διανοητικά Προβλήματα. Ελάχιστοι είναι εκείνοι που το λένε έτσι. Οι μεγαλύτεροι στην πόλη ακόμη το αποκαλούν το σπίτι των Δεσποινίδων Γουέιρ, και κάμποσοι άλλοι, ανάμεσά τους και η Ρόμπιν, και πιθανότατα οι περισσότεροι της ηλικίας της, το λέγανε ο Οίκος των Βλαμμένων.
Το σπίτι τώρα έχει μια ράμπα για αναπηρικές καρέκλες, αφού κάποιοι που έχουν διανοητικά προβλήματα μπορεί να έχουν και κινητικά. Έχει και μια πισίνα στην πίσω αυλή, θέμα αρκετών συζητήσεων όταν τη φτιάχνανε με λεφτά των φορολογούμενων. Κατά τα άλλα φαντάζει σχεδόν όπως παλιά-οι άσπροι ξύλινοι τοίχοι, τα ελικοειδή σχήματα στα αετώματα, η κωνική σκούρα στέγη, η σκεπαστή βεράντα στο πλάι, και μπροστά οι σφένδαμοι να ρίχνουν τη σκιά τους πάνω στο πυκνό γρασίδι.
Αυτόν τον μήνα η Τρούντυ είχε βάρδια 4-12. Χτες το απόγευμα πάρκαρε το αυτοκίνητο της μπροστά, άρχισε να ανηφορίζει τον ιδιωτικό δρόμο και αναλογιζόταν πόσο όμορφο φαινόταν το σπίτι, ήρεμο, όπως στις μέρες των Δεσποινίδων Γουέιρ, που πρέπει να σερβίριζαν παγωμένο τσάι και να διάβαζαν βιβλία από την βιβλιοθήκη, ή να έπαιζαν κροκέ, ό,τι τέλος πάντων έκαναν οι άνθρωποι τότε.
Πάντα κάποια νέα, κάποιος καβγάς ή αναστάτωση, με το που έμπαινες μέσα.
Ήρθαν οι άνθρωποι να φτιάξουν την πισίνα μα δεν την έφτιαξαν, έφυγαν πάλι. Ακόμη δεν φτιάχτηκε.
«Δεν μας χρησιμεύει σε τίποτα, σε λίγο τέρμα το καλοκαίρι», είπε η Τζόζεφιν.
«Δεν είμαστε ούτε καν στα μέσα Ιουνίου, κι εσύ λες ότι πάει το καλοκαίρι» είπε ο Κέλβιν «σκέψου πριν μιλήσεις. Τα ‘μαθες τα νέα για την κοπέλα που σκοτώθηκε, κάπου εδώ στην περιοχή»; ρώτησε την Τρούντυ.
Η Τρούντυ είχε αρχίσει να ανακατεύει δυο δόσεις λεμονάδας που έβγαλε από την κατάψυξη, μία ροζ και μία σκέτη.
Όταν της ανακοίνωσε το γεγονός εκείνη κτύπησε με τέτοια δύναμη το κουτάλι πάνω στο παγωμένο κομμάτι που πετάχτηκε το υγρό και πιτσίλισε τον τόπο.
«Πώς έγινε αυτό, Κέλβιν»;
Φοβήθηκε πως θα ακούσει ότι παρέσυραν ένα κορίτσι σε κάποιο επαρχιακό δρόμο, το βίασαν στο δάσος, το στραγγάλισαν, το χτύπησαν, το παράτησαν εκεί. Η Ρόμπιν τρέχει στους επαρχιακούς δρόμους, με το άσπρο σορτς και το μακό της μπλουζάκι, με μια κορδέλα στα φουριόζικα μαλλιά της. Είναι χρυσαφένια τα μαλλιά της Ρόμπιν, και τα πόδια και τα χέρια της είναι κι αυτά χρυσαφένια. Τα μάγουλα και τα άκρα της είναι χνουδωτά, δεν λαμπυρίζουν-δεν θα ξαφνιαζόσουν καθόλου αν έβλεπες ένα σύννεφο γύρης να αιωρείται διακριτικά και να κατακάθεται πίσω της, την ώρα που τρέχει. Τα αυτοκίνητα τής κορνάρουν κι εκείνη δεν δίνει σημασία. Τη λούζουν με βρωμόλογα και φοβέρες, κι αυτή ανταποδίδει τα ίσα.
«Οδηγούσε ένα φορτηγό» αποκρίθηκε ο Κέβιν.
Η καρδιά της Τρούντυ πήγε στη θέση της. Η Ρόμπιν δεν ήξερε ακόμη να οδηγεί.
«Δεκατεσσάρων χρονών, δεν ήξερε να οδηγεί», είπε ο Κέλβιν. «Μπήκε στο φορτηγό, και στο άψε σβήσε, το ΄ριξε πάνω σ ένα δέντρο. Θα ‘θελα να ξέρω, πού ήταν οι γονείς της. Δεν είχανε το νου τους; Μπήκε στο φορτηγό ενώ δεν ήξερε να οδηγεί, και το στούκαρε πάνω στο δέντρο. Δεκατεσσάρων χρονών. Πολύ μικρή».[..................................]
ΣΥΝΕΧΙΣΤΕ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου