Να ’τανε ποιο Εικοσιένα;
Αν οι επέτειοι αποτελούν -θεωρητικά πάντα- μιαν ακόμη ευκαιρία για συλλογικό αναστοχασμό πάνω στο κοινό παρελθόν (με το βλέμμα, εννοείται, πάντα στο μέλλον), στην περίπτωση των 200 χρόνων από το 1821 ένα τέτοιο στοίχημα αποδείχτηκε εξαρχής χαμένο από χέρι.
Οχι μόνο λόγω πανδημίας ή καταφανούς ανεπάρκειας των αρίστων που διευθύνουν τις τύχες μας, αλλά και για λόγους βαθύτατα πολιτικοϊδεολογικούς.
Μια επανάσταση περιλαμβάνει συνήθως δύο πράγματα. Κίνηση μαζών, ένοπλων και μη, από τη μια· μετωπική αντιπαράθεση ανάμεσα στον επαναστατικό και τον αντεπαναστατικό λόγο στις ποικίλες εκδοχές τους, από την άλλη. Η σχέση ανάμεσα στα δύο αυτά σκέλη είναι, φυσικά, διαλεκτική: η ιδεολογική αναμέτρηση συμβάλλει στην εκκόλαψη και (δευτερευόντως) στη συνέχιση της μαζικής κινητοποίησης· κυρίως, όμως, η κίνηση των μαζών επιδρά καθοριστικά στην εξέλιξη της πάλης των ιδεών, μετασχηματίζοντας τον τρόπο και τα όρια της σκέψης όχι μόνο των απλών ανθρώπων αλλά και των ίδιων των εκατέρωθεν οργανικών διανοουμένων.
Σε καιρούς πρόδηλα αντεπαναστατικούς, όπως ο δικός μας, όταν αυτό που διακυβεύεται στον δημόσιο χώρο είναι ακόμη και η εξισωτική ιδεολογική κληρονομιά του γαλλικού 1789 (και του δικού μας Εικοσιένα) μέσω της αποκατάστασης της κληρονομικής αριστοκρατίας σαν «αριστείας», ο επετειακός εορτασμός της επαναστατικής γέννησης του ελληνικού εθνικού κράτους ήταν μάλλον αναπόφευκτο να πάρει λίγο-πολύ γελοιογραφική μορφή. Πώς να τιμήσει κανείς στα σοβαρά ένα συλλογικό ξέσπασμα, στο ξεκίνημα του οποίου -κατά τον Κολοκοτρώνη- «ο Λαός είχε πάντοτε σκοπό να σκοτώση τους Αρχοντας» («Διήγησις συμβάντων», Αθήνησιν 1846, σ.88), όταν πρώτιστη πολιτική μέριμνα κυβερνώντων και ΜΜΕ συνιστά η πάταξη ακόμη και των ειρηνικότερων μορφών συλλογικής κινητοποίησης και διαμαρτυρίας;
Μοιραία, έτσι, η φετινή επέτειος επενδύθηκε επικοινωνιακά με καραγκιοζιλίκια σαν το τσαντάκι-τσαρούχι και τους ντουλαμάδες της Γιάννας, το μισοκακόμοιρο δείγμα στολών εποχής και αλόγων στην παρέλαση της 25ης Μαρτίου, τον μασκαρεμένο Κυριάκο στο (παραλίγο) εξώφυλλο του ΒΗΜΑgazino και, πάνω απ’ όλα, την πρωτοσέλιδη ποίηση της Ελένης Αρβελέρ στην κυριακάτικη «Καθημερινή», με βαθυστόχαστους κι εμπνευσμένους στίχους (ούτε καν) πρώτης Δημοτικού: «Κλέφτης κι αρματολός στον Μπότσαρη και στη Γραβιά Ανδρούτσος / ναύτης ήμουνα στον Κανάρη και στον Μιαούλη μούτσος»· «Είπα τη Μάντω αρχόντισσα, την Μπουμπουλίνα λεβεντιά / δώρα τούς έφερα στολίδια από τη Βενετιά» κι άλλα πολλά, όλα του αυτού επιπέδου –σχολιάστηκαν, άλλωστε, επαρκώς από τον Γιάννη Χάρη σε τούτη την εφημερίδα το περασμένο Σάββατο. Διαπιστώσαμε έτσι περίτρανα, για μιαν ακόμη φορά, ποιο ακριβώς είναι πλέον το διανοητικό και πολιτισμικό επίπεδο του αστισμού μας και της «αριστείας» του στην καθαρή μορφή τους, αφότου αποτίναξαν τις κουλτουριάρικες υβριδικές συμφύσεις της επάρατης Μεταπολίτευσης. Ή, τουλάχιστον, ποια είναι η πνευματική τροφή που αισθάνονται πως αρμόζει στη (δική τους) «πλέμπα»: επιστροφή τροχάδην στη λαϊκή μούσα της 21ης Απριλίου («Δυο τρανοί συνταγματάρχες / κι ο γενναίος Παττακός / ώρμησαν σαν καταρράκτες / όπως ένας κεραυνός»), έστω και με πανεθνικότερα σημεία αναφοράς.
Αν ο επαναστατικός λόγος του Εικοσιένα θεωρείται εκτός εποχής, ούτε το αντεπαναστατικό αντίβαρό του έχει καλύτερη τύχη. Οχι μόνο επειδή η πολιτικοϊδεολογική ιδιόλεκτος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας απαιτεί αναλυτικά εργαλεία κάπως σοβαρότερα από την εθνογηπεδική κουλτούρα των διακηρύξεων της «Επιτροπής Ελλάδα 2021», αλλά και γιατί οποιαδήποτε προσπάθεια εκλαϊκευτικής αποκωδικοποίησής της θα υπονόμευε τα κυρίαρχα σήμερα αστικά ιδεολογήματα, αποδεικνύοντας τη διαχρονική κοινή μήτρα των κηρυγμάτων «νόμου και τάξης».
Αξίζει, ως εκ τούτου, να δούμε από κοντά πώς ακριβώς διαχειρίστηκε το τότε (οθωμανικό) καθεστώς και οι (οργανικοί ή λαϊκοί) διανοούμενοί του την ανταρσία των ραγιάδων. Οδηγό μας σ’ αυτή την περιδιάβαση θα έχουμε δύο βιβλία που κυκλοφόρησαν πρόσφατα, στο πλαίσιο της επιστημονικής εκδοτικής έκρηξης (παντελώς άσχετης με τον επίσημο εορτασμό) που σημειώθηκε ενόψει της τρέχουσας επετείου. Εργα οθωμανολόγων, γνωστών στους αναγνώστες της στήλης από παλιότερα δημοσιεύματά τους, φέρνουν το ελληνικό κοινό σ’ επαφή με τη σχετική πολιτική φιλολογία για το Εικοσιένα, αξιοποιώντας πρωτογενείς πηγές της εποχής και τις σχετικές επεξεργασίες της διεθνούς ιστοριογραφίας.
Ληστές και νομιμόφρονες
Το πρώτο βιβλίο τιτλοφορείται «Η ελληνική επανάσταση μέσα από τα μάτια των Οθωμανών» (Αθήνα 2020, εκδ. Τόπος), υπογράφεται από τον Λεωνίδα Μοίρα, εντεταλμένο διδάσκοντα στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, κι αποτελεί ξαναδουλεμένη μορφή ενός τμήματος της διδακτορικής διατριβής του. Το πρώτο κεφάλαιο εξετάζει την εικόνα που η οθωμανική γραφειοκρατία και διανόηση είχαν σχηματίσει για τη γαλλική επανάσταση και τις εξεγέρσεις του 1770 στην Πελοπόννησο («Ορλοφικά») και του 1804-1813 στη Σερβία. Το δεύτερο ασχολείται με την υποδοχή της επανάστασης του 1821, το τρίτο με την αντιμετώπισή της μέχρι την ίδρυση του ελληνικού κράτους και το τέταρτο με την επίδραση που αυτή άσκησε στη μετεγενέστερη εξέλιξη της Αυτοκρατορίας.
Η πρόσληψη της ελληνικής επανάστασης σαν αφύσικη διατάραξη της μόνης νοητής, προαιώνιας κι απόλυτα νομιμοποιημένης τάξης πραγμάτων, διατάραξη οφειλόμενη πρώτα και κύρια στην καταχθόνια εξωτερική υποδαύλιση, διαπερνά το σύνολο όλων αυτών των θεωρήσεων. Γίνεται βέβαια παραδεκτό πως «εταιρείες των απίστων έχουν εξαπλωθεί παντού» (σ. 75), ως βασικός εχθρός λογίζεται όμως εκείνος που συγγραφείς και αξιωματούχοι γνωρίζουν από παλιά: «είναι φανερό ότι αυτή η υπόθεση εκίνησε με υποκίνηση της Ρωσίας και ίσως της Αυστρίας», αποφαίνεται ευθύς εξαρχής ο σουλτάνος Μαχμούτ (σ. 124), για να συμπληρώσει μετά την καταστροφή της Χίου -και τις ευρωπαϊκές αντιδράσεις- πως όλες οι Δυνάμεις «είναι ηλίου φαεινότερο ότι θέλουν να απελευθερώσουν τους υπηκόους από την κυβέρνησή μας» (σ. 125).
Για την τεκμηρίωση αυτής της συνωμοτικής ερμηνείας, πλέκονται φυσικά τα πιο απίθανα σενάρια. Σύμφωνα με τον επίσημο χρονικογράφο Σανιζαντέ, «ο ρωμέικης καταγωγής υψηλόβαθμος αξιωματούχος της Ρωσίας Καποδίστριας, με πρόσχημα ότι θέλει να επισκεφθεί την πατρίδα του έβγαλε λόγο και εξαπάτησε τους Ρωμιούς σχετικά με την παροχή βοήθειας από τους Ευρωπαίους ενάντια στους Οθωμανούς» (σ. 62). Λόγω ονόματος, η αντεπαναστατική Ιερά Συμμαχία περιγράφεται πάλι από τον ίδιο σαν σύμπραξη βασιλιάδων που «ευνοούσαν την απόλυτη ελευθερία όλων των χριστιανών» (σ. 111).
Ακόμη διαχρονικότερη είναι η αντιδιαστολή ανάμεσα στους καταχθόνιους επαναστάτες (αγνώμονες αξιωματούχους κι επαγγελματίες ληστές), από τη μια, και τους φύσει νομιμόφρονες παραγωγικούς ραγιάδες, από την άλλη. Χαρακτηριστικό απόσπασμα από το έργο του χρονικογράφου Μπαχίρ Εφέντη:
«Αυτοί που επαναστάτησαν στον Μοριά, στα νησιά και στις άλλες περιοχές ήταν οι επικεφαλής των Ρωμιών και κάποιοι άθλιοι. Οι άνθρωποι του μόχθου και οι φτωχοί αισθάνονταν ανήσυχοι γι’ αυτή την εξέγερση και είναι αλήθεια ότι συμμετείχαν με το ζόρι και με την υποκίνηση των παπάδων και των ληστών. Αν το Υψηλό Κράτος τούς είχε προστατεύσει, θα το ευγνωμονούσαν. Απόδειξη γι’ αυτό αποτελούν τα γεγονότα τα οποία διαδραματίστηκαν στη Λήμνο» (σ. 84).
Το χαρακτηριστικότερο (αρνητικό) παράδειγμα που επικαλούνται κάμποσα χρονικά, ακριβώς λόγω της καταλυτικής σημασίας του στην έκβαση της διεθνούς εικόνας του Εικοσιένα, είναι η «ατυχής» διαχείριση του ξεσηκωμού της Χίου. «Οι ραγιάδες της Χίου πολλές φορές είχαν εκλιπαρήσει τον Βαχίτ Πασά να τους προστατεύσει από τους ληστές Ρωμιούς όσο και από τους στρατιώτες Μουσουλμάνους», υποστηρίζει λ.χ. ο Μπαχίρ. «Ο Βαχίτ Πασάς όμως δεν μπόρεσε να προστατεύσει όχι μόνο ολόκληρο το νησί αλλά ούτε τα χωριά και τις κωμοπόλεις του. Κατ’ αυτό τον τρόπο οι ληστές που έφτασαν στο νησί προκάλεσαν μεγάλο κακό στους ραγιάδες» (σ. 84). Ο χρονικογράφος Εσαντ φροντίζει πάλι ν’ αποδώσει τη σφαγή σε ανεξέλεγκτα πλήθη «και στρατιώτες της Ανατολίας που ήταν συγκεντρωμένοι στα παράλια [και] έφτασαν στη Χίο με καΐκια ως όχλος και ανά ομάδες, με σκοπό να λαφυραγωγήσουν και να πάρουν παλλακίδες και νεαρούς σκλάβους», απαλλάσσοντας έμμεσα τον επιχώριο καϊμακάμη από κάθε ευθύνη: «ακούστηκαν διάφορες φήμες ότι ο Βαχίτ Πασάς ήταν ξεκάθαρα στενοχωρημένος για το μεγάλο λάθος που έγινε» (σ. 83).
Η ματιά ενός Μπέη
Το δεύτερο βιβλίο (Σοφία Λαΐου - Μαρίνος Σαρηγιάννης, «Οθωμανικές αφηγήσεις για την ελληνική επανάσταση. Από τον Γιουσούφ Μπέη στον Αχμέτ Τζεβντέτ Πασά», Αθήνα 2019, Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών), αποτελείται από δύο μέρη. Στο πρώτο αναλύεται η πρόσληψη του Εικοσιένα από τους επίσημους Οθωμανούς ιστοριογράφους και τις ελάχιστες προσωπικές μαρτυρίες που έχουν καταγραφεί και διασωθεί. Το δεύτερο -και μεγαλύτερο- μέρος παραθέτει αυτούσιο το κείμενο των αναμνήσεων ενός ανώτερου Οθωμανού αξιωματούχου της εποχής, του Μοραΐτη την καταγωγή Γιουσούφ Μπέη, από τους πρώτους μήνες της επανάστασης στην Πελοπόννησο, όπου ο ίδιος βρέθηκε για κάποια ζητήματα υπενοικίασης φόρων. Κείμενο ημιτελές, σωζόμενο σε τρία χειρόγραφα, συνιστά εξαιρετικά σπάνιο είδος (για τα τότε οθωμανικά δεδομένα) αυτοπρόσωπης εξιστόρησης των βιωμάτων του συντάκτη του. Το γεγονός δε πως ο Γιουσούφ Μπέης, πρώην βαλής στη Ναύπακτο, τα Γιάννενα, την Εύβοια και -πιθανότατα- τον Μοριά, είχε μητέρα χριστιανή (αιχμάλωτη στα Ορλοφικά) και διατηρούσε προσωπικές σχέσεις με ηγετικές φυσιογνωμίες της ελληνορθόδοξης κοινότητας, προσδίδει στη μαρτυρία του μια πρόσθετη, αυτονόητη αξία.
Φυσικά, ο λόγος του είναι πλήρως ευθυγραμμισμένος με την «αντισυμμοριακή» κουλτούρα της τάξης του: οι επαναστάτες, γράφει, «επιτίθονταν σαν σκύλοι με διαλεγμένο στρατό από διακόσιους γιους της συμφοράς των κατσικοκλεφτών και φημισμένους σκύλους καπεταναίους»· ο Πάνος Κολοκοτρώνης περιγράφεται σαν «γιος του διαβόητου λόγω ληστείας Κολοκοτρώνη, που από πάππου προς πάππου αποκτούσαν τα προς το ζην και τη φήμη από τη ληστεία»· όταν πάλι κατέφτασε η στρατιά του Δράμαλη, οι αρχηγοί των εξεγερμένων «με το ζόρι συγκέντρωσαν κακήν κακώς ένα σώμα από τρεις χιλιάδες περίπου περιφερόμενους χασάπηδες και αλήτες τσοπάνηδες» (σ. 162).
Εξίσου αναμενόμενη είναι η έμφαση στο μαρτύριο των ημετέρων –όχι μόνο στην Τριπολιτσά αλλά και στα μικρότερα κάστρα του Μοριά, όπου αναζήτησε καταφύγιο ο ντόπιος μουσουλμανικός πληθυσμός. Στη Μονεμβασιά, λ.χ., «οι κάτοικοι άντεξαν την πολιορκία για πέντε μήνες. Οταν τελείωσαν οι υπάρχουσες προμήθειες και το βάσανο της πείνας είχε φτάσει σε τέτοιο επίπεδο που για ένα διάστημα οικονομούνταν με το να τρώνε τους νεκρούς, αφού λόγω της μεγάλης πείνας πέθανε το ένα τρίτο, με στενοχώρια συνθηκολόγησαν» (σ. 115). Αλλά και στο Ναύπλιο, όπου βρισκόταν ο ίδιος, «επειδή μέρα με τη μέρα αυξανόταν η σφοδρή πείνα και επιδεινωνόταν η αδυναμία τους, πέθαιναν δέκα δεκαπέντε άτομα τη μέρα, με τον λιμό που είχε πέσει στους κατοίκους δεν έμεινε σε κανέναν δύναμη να βγει για μάχη. [...] Επαψαν τελείως να περπατούν και, εξαιτίας της πλήρους αδυναμίας, αρρώσταιναν και πέθαιναν ξαφνικά μέσα στην αγορά και τις συνοικίες» (σ. 124-5).
Από την άλλη, ο Γιουσούφ σχετικοποιεί τον εθνοθρησκευτικό διαχωρισμό, επικαλούμενος παραδείγματα έμπρακτης νομιμοφροσύνης μιας μερίδας του χριστιανικού πληθυσμού: «Οι [μουσουλμάνοι] κάτοικοι του Αργους είχαν από παλιά καλές και αρμονικές σχέσεις με τους απίστους της πόλης· έτσι, κάποιοι άντρες και γυναίκες από την τάξη των χριστιανών δεν ξέχασαν το δίκαιο του ψωμιού και του αλατιού και έδειξαν την αφοσίωσή τους: υπέδειξαν τις κακές προθέσεις του μιλλετιού των Ρωμιών για τους μουσουλμάνους, και ειδοποίησαν κρυφά ότι συσκέπτονταν [οι Ρωμιοί] για να επιτεθούν αιφνιδιαστικά στους μουσουλμάνους, και να έχουν το νου τους» (σ. 100-1). Παρόμοιες συμπεριφορές επικαθορίστηκαν κι από την αντοχή των προεπαναστατικών ιεραρχιών, όπως πιστοποιεί η περίπτωση κάποιου Ναζίφ από το Ναύπλιο, που βρέθηκε «στη διάρκεια των ταραχών» στο τιμάριό του στον καζά των Καλαβρύτων. Σε αντίθεση με τους συνοδούς του, που σκοτώθηκαν με συνοπτικές διαδικασίες, τον ίδιο «οι ραγιάδες του χωριού δεν τον παρέδωσαν στους ληστές και προσπάθησαν να τον σώσουν. Οταν οι άπιστοι θέλησαν να τον πάρουν με τη βία, είδαν ότι οι ραγιάδες του χωριού ήταν αποφασισμένοι μέχρι και να πολεμήσουν μαζί τους για να τον φυλάξουν, και παραιτήθηκαν από την προσπάθεια: τετρακόσιοι ραγιάδες του χωριού τον έφεραν όλοι μαζί και τον άφησαν μπροστά στο κάστρο» (σ. 107). Με μικροδιαφορές στις λεπτομέρειες, το ίδιο επεισόδιο έχει διασώσει και ο Φωτάκος.
Ακόμη καθοριστικότερες αποδείχθηκαν οι κατά τόπους προεπαναστατικές σχέσεις χριστιανών και μουσουλμάνων: «Οι κάτοικοι της Μονεμβασιάς είχαν από παλιά φιλίες με τους ραγιάδες των δικών τους καζάδων· εκτός από αυτή την παλιά οικειότητα, επειδή είχαν ανέκαθεν τη συνήθεια να παντρεύονται Ρωμιές, ήταν έτσι συγγενείς μεταξύ τους και αναμφίβολα αυτή ήταν και η αιτία της διάσωσης των περισσοτέρων». Στο Ναβαρίνο, αντίθετα, όπου οι πολιορκημένοι «φανέρωσαν τον ισλαμικό τους ζήλο ενάντια στους εχθρούς», τη συνθηκολόγηση διαδέχτηκε η ολοκληρωτική σφαγή τους (σ. 116). Τραγική υπήρξε επίσης η μοίρα των απλώς επαμφοτεριζόντων –όπως πέντε Αλβανοί του Ναυπλίου «και κάποιες άχρηστες για δουλειά μαύρες υπηρέτριες και φτωχές γυναίκες, σύνολο είκοσι», που προσπάθησαν να εγκαταλείψουν το πολιορκημένο κάστρο κι αργοπέθαναν βασανιστικά από την πείνα, εγκλωβισμένοι ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα (σ. 124).
Μεταξύ συναδέλφων
Το πιο ενδιαφέρον σημείο της αφήγησης του Γιουσούφ Μπέη είναι όμως η αναπαραγωγή της ιδιαίτερης συνομιλίας του με τον Υδραίο προύχοντα Ιωάννη Ορλάνδο, κατά τις διαπραγματεύσεις για την παράδοση του Ναυπλίου το καλοκαίρι του 1822. Συζήτηση που «φέρνει στο φως τους ενδοιασμούς μερίδας των επαναστατών, διαθλασμένους βέβαια από τη ματιά του οθωμανού συγγραφέα» (σ. 56). Κομβικό ρόλο σ’ αυτούς τους τελευταίους διαδραμάτιζε η «ανομία» που επέφερε η επανάσταση σε βάρος των βραχυπρόθεσμων συμφερόντων των ίδιων των επικεφαλής της:
«Βλέποντας την εξέγερση και την ταραχή που έχει προκύψει τώρα στην επικράτεια του Υψηλού Κράτους, και εάν τη συγκρίνουμε με την τάξη και την ηρεμία που επικρατούσε παλαιότερα», επιχειρηματολογεί ο Γιουσούφ, «δεν είναι ανεκτή με κανένα λογικό τρόπο. Προπάντων οι ραγιάδες των νησιών της Ασπρης Θάλασσας [του Αιγαίου], που μάταια θυσίασαν την ελευθερία, στην οποία κλίνουν από τη φύση τους, το εμπόριο, την ασφάλεια, την ηρεμία τους. Διαλέξατε μόνοι σας να φέρετε αυτό το βάρος και ίσως να είστε οι ίδιοι μάρτυρες ότι δεν θα πετύχει».
Στην απάντησή του, ο Ορλάνδος όχι μόνο παραδέχεται πως ήταν «άκαιρη η κίνηση και η επίσπευσή της», αλλά καταθέτει και τη δική του ταξική οπτική των πραγμάτων: «Αν και προσπαθήσαμε να το εμποδίσουμε για περίπου τέσσερις μήνες, με την υποκίνηση άφρονων ανθρώπων επικράτησε σύγχυση, και επειδή ο όχλος και οι χαμερπέστατοι άνθρωποι συντηρούν τους αρχηγούς τους λεηλατώντας και λαφυραγωγώντας, ίσως έχετε ακούσει ότι -θέλοντας και μη- υποχρεωθήκαμε να προσχωρήσουμε. Τι να γίνει; Ο,τι έγινε έγινε. Μετά από αυτό η υπόθεση είναι η εξής: επειδή μετά τον πόλεμο η δύναμή μας, η θέση μας, το νησί μας, δεν θα έχουν κανένα όφελος, δεν θα υπάρχει τόπος για την ασφάλειά μας εκτός από το να πάρουμε στα πλοία μας την περιουσία, τα παιδιά και τις οικογένειές μας και να φύγουμε στην Ευρώπη» (σ. 143-4).
Τελικά ο Ορλάνδος έφυγε όντως στην Ευρώπη την επόμενη χρονιά, για εντελώς διαφορετικό όμως λόγο: ως μέλος της τριανδρίας που διαπραγματεύτηκε τα δάνεια του Αγώνα από αγγλικές τράπεζες. Αποστολή που αποτέλεσε και το πρώτο σκάνδαλο κακοδιαχείρισης δημόσιου χρήματος στην ιστορία του ελληνικού κράτους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου