Η μέρα που συνάντησα τον Μανώλη Γλέζο
Λένα Παπαδημητρίου
Οκτώβριος 2016. Εχω την τιμή και τη χαρά να βρίσκομαι στο γραφείο του Μανώλη Γλέζου στο Νέο Ψυχικό. Για μια συνέντευξη
με τον 94χρονο, τότε, αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης που θα κοσμούσε
το εξώφυλλο του «BΗΜΑgazino», ένθετου περιοδικού της εφημερίδας «Το
Βήμα», εν όψει της εθνικής επετείου της 28ης Οκτωβρίου.
Στην αρχή της κουβέντας μας, ο γραφικός αυτός «παλιόγερος» (δική του η λέξη) με κοιτάζει με μάτι γερακίσιο, εξεταστικό· με ζυγιάζει, θέλει να δει τι καπνό φουμάρω, να με «ψαρώσει». Ποσώς νιώθω άσχημα, ο τύπος τα έχει σούρει στον ίδιο τον Νικίτα Χρουστσόφ (το 1963, που ο σοβιετικός ηγέτης τον προσκάλεσε στη Μόσχα για να τον τιμήσει με το Βραβείο Λένιν), σε μένα θα «κιοτέψει»;
Ζητάει να γράψω σε ένα χαρτί τα στοιχεία μου, μου θυμίζει να μην
ξεχάσω να σημειώσω την ηλεκτρονική μου διεύθυνση. Με ρωτάει για τις
σπουδές μου και το μάτι του ανάβει όταν του λέω «Αγγλική Φιλολογία»·
έχει πάθος με τη γλώσσα, τις λέξεις, τις ντοπιολαλιές, μου μιλάει
παθιασμένα για τα βιβλία που ετοιμάζει (τέσσερα), για την ποίηση που
λατρεύει, για τους αρχαίους.
Είναι σαφές. Ο Μανώλης Γλέζος δείχνει αποφασισμένος να μην αρκεστεί στον ρόλο του τοτέμ της Αριστεράς με τα λευκά μουστάκια και την πύρινη αριστεροσύνη που δεν το ‘χει σε τίποτα να μπαίνει στο μάτι των πρώην συντρόφων. Είναι εδώ, εμπρός μου, μεγαλύτερος από όλα αυτά, ένας εμβριθής «λεβέντης», τόσο larger than life που του συγχωρείς έναν, συχνά αμετροεπή, πατριωτικό λυρισμό.
«Ενα σκελί σκόρδο κάθε πρωί»
Μετά την εισαγωγική «αυστηρότητα», η κουβέντα μαζί του μοιάζει με κατάδυση σε έναν ορμητικό χείμαρρο, όπου το προσωπικό συγχωνεύεται –σχεδόν ενορχηστρωμένα– με το ιστορικό. Διακόπτει συχνά για να απαγγείλει συγκινημένος στίχους, για να τσεκάρει εκ νέου τις γλωσσολογικές γνώσεις μου, για να δώσει αυστηρές οδηγίες στον βοηθό του στο γραφείο («Μάθε το όνομα του ανθρώπου που σου ζήτησα και πες το μου»).
Δεν αντέχω να μην τον ρωτήσω πώς καταφέρνει να διατηρεί την ενέργεια και τη ματιά εφήβου. «Κάθε πρωί καταπίνω –δεν μασάω– ένα σκελί σκόρδο» μου λέει αυτάρεσκα. «Πίνω μία λεμονάδα με μέλι. Και μετά τρώω μονάχα τρία παξιμάδια με λάδι και μαλακό τυρί. Αυτό είναι το πρωινό μου. Τρώω πέντε γεύματα την ημέρα. Δεν κάνω καταχρήσεις, ούτε στο φαγητό, ούτε στο ποτό». Είμαι σχεδόν βέβαιη ότι δεν θα αρκεστεί στις πρακτικές συμβουλές. «Θεωρώ, επίσης, ότι η βούληση νικάει τα πάντα, ακόμα και τις ασθένειες» επιβεβαιώνει τη διαίσθησή μου. «Οταν μετά τα βασανιστήριά μου στις φυλακές Αβέρωφ, το 1942, γύρισα σπίτι, γέμισα μια λεκάνη αίμα. Η μάνα μου τρελάθηκε, φώναξε τον γιατρό, με εξέτασε και τον άκουσα στο διάδρομο να της λέει: “Κάντε του τη ζωή ευχάριστη διότι σε δύο τρεις μέρες πεθαίνει”. Ερχεται η μάνα μου, της γράφω σε ένα χαρτί: “Μην ακούς τον γιατρό, μάνα, δεν πρόκειται να πεθάνω”. Είχα 42 πυρετό. Περνάνε τρεις μήνες, πέφτει ο πυρετός στους 39, πηγαίνω στο γιατρό. Οταν βλέπει την ακτινογραφία, μου λέει να ανάψω μια λαμπάδα ίσαμε με το μπόι μου».
Αλήθειες και ψέματα της Κατοχής
Η κουβέντα μας λαμβάνει χώρα 75 χρόνια αφότου ο ίδιος κατέβασε (στις 31 Μαΐου 1941, παρέα με τον Λάκη Σάντα) τη σημαία με τον αγκυλωτό σταυρό από την Ακρόπολη, μια πράξη αντίστασης για την οποία καταδικάστηκε ερήμην εις θάνατον. Τον ρωτώ πώς αισθάνεται ως ένας από τους τελευταίους μάρτυρες της Κατοχής, ως θεματοφύλακας της ελληνικής Ιστορίας… «Αμα είναι ένας ο θεματοφύλακας χαθήκαμε!» έρχεται ελαφρώς οργισμένη η απάντηση. «Είναι και άλλοι. Πέθανε π.χ. πριν από λίγες μέρες ο φίλος μου, ο σεμνός αγωνιστής Φάνης Πασπαλιάρης. Μην κοιτάτε που η δημοσιότητα για διάφορους λόγους έχει ρίξει τα φώτα πάνω μου. Δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν οι αμνημόνευτοι αγωνιστές. Στην πραγματικότητα γι’ αυτούς αγωνίζομαι μέχρι σήμερα. Για τα ανέστια όνειρά τους». Κάνει μια παύση, παίρνει ένα χαρτί και γράφει τη λέξη «αλήθεια». Υστερα γυρίζει και με ρωτάει: «Ξέρατε ότι το στερητικό “α” μαζί με τη λήθη, δηλαδή τη λησμονιά, κάνουν την αλήθεια; Είναι η μοναδική γλώσσα που έχει αυτού τού είδους την εξήγηση. Τι είναι δηλαδή η αλήθεια; Η κατάργηση της λήθης. Μπορούμε εμείς να λησμονήσουμε το παρελθόν; Αποκλείεται. Οποιος λησμονήσει το παρελθόν χάνεται και δεν έχει μέλλον».
Μου δίνει ένα αντίτυπο του βιβλίου που έχει γράψει για τον αδελφό του Νίκο (ο οποίος εκτελέστηκε από τους Ναζί σε ηλικία 19 ετών). Σπεύδω να τον ρωτήσω αν πιστεύει ότι υπάρχουν ακόμα σκοτεινά κομμάτια της Κατοχής, χαοτικά κενά ή ταμπού στην ιστοριογραφία. «Εγώ μέχρι σήμερα αγωνίζομαι να προσκαλούμαστε να μιλάμε στα σχολεία όλοι εμείς οι αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης. Μπορεί βέβαια να υπάρχει έντονο το προσωπικό στοιχείο, αλλά αυτή είναι η Ιστορία. Ολες οι πτυχές της Κατοχής είναι καταγραμμένες αλλά δεν είναι δημοσιοποιημένες όπως θα΄πρεπε. Κυριαρχεί η σκόπιμη διαστρέβλωση της Ιστορίας. Το να αγνοεί π.χ. ο υπουργός Παιδείας της σημερινής κυβέρνησης την Ιστορία και στην ουσία να βλασφημεί…».
Αναφέρεται φυσικά στις δηλώσεις του τότε υπουργού Παιδείας Νίκου Φίλη περί αδράνειας της Εκκλησίας στην Κατοχή. «Μα δεν είναι γνωστά όλα αυτά;» συνεχίζει. «Είναι. Αλλά παρεμβαίνει η σκοπιμότητα. Ακόμα και αν υποθέσουμε ότι στην πορεία της, η Ιερά Σύνοδος δεν συμπεριφέρθηκε πάντοτε όπως έπρεπε, το γεγονός και μόνο ότι εξέδωσε πρόσφατα αυτό το βιβλίο (“Συνεργασία και ανυπακοή”, εκδ. Εστία), που αναφέρεται στη δράση της Εκκλησίας στα χρόνια της Κατοχής και αποκαθιστά τους ιεράρχες που πήρανε το όπλο στο χέρι, είναι μια αυτοκριτική. Τι δηλαδή, το ότι, για παράδειγμα, ο Μιχάλης Τυρίμος, που ήταν μέλος του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΕ, πρόδωσε και έγινε συνεργάτης των κατακτητών, σημαίνει ότι όλο το Κομμουνιστικό Κόμμα πρόδωσε;»
Με τη δύναμη της Απεράθου
«Πρέπει να λάβετε υπ’ όψιν σας ότι είμαι από τ’ Απεράθου της Νάξου» θα μου πει κάποια στιγμή με στόμφο. Σε όλη τη διάρκεια της κουβέντας μας, το ορεινό χωριό του πανταχού παρόν. Και οι Financial Times όταν έκαναν το προφίλ του σχεδόν ένα μήνα νωρίτερα, φωτογραφίες από το σπίτι του εκεί, δίπλα από τον φούρνο, φιλοξένησαν.
«Δεν είμαι πλάσμα ουρανοκατέβατο, δεν έχω DΝΑ, είμαι πλάσμα Απεραθίτικο», μου λέει και η ματιά του αστράφτει. Υστερα γλυκαίνει πάλι καθώς αφηγείται μια ακόμη ιστορία από τα παλιά: «Στην Αστόρια της Νέας Υόρκης καθόταν ένας Απεραθίτης και ήρθε το γκαρσόνι και τον ρώτησε: “How do you do?”. Γυρίζει ο άλλος και του λέει του γκαρσονιού: “Μωρέ Απεραθίτης είσαι;”. Tον κατάλαβε από τον τρόπο που είπε “How do you do?”, από τη μουσικότητα της ντοπιολαλιάς».
«Αυτή η μουσικότητα δεν έχει αποτυπωθεί» μου λέει εμφατικά και αρχίζει και μου μιλάει σε άπταιστα απεραθίτικα. Υστερα σταματάει και με κοιτάει πάλι με μάτι αυστηρό, εξεταστικό: «Πήρες χαμπάρι τίποτα από ό,τι έλεγα;». Τα «μασάω», δεν έχω, βέβαια, καταλάβει γρυ. «Οταν ήρθε η γυναίκα μου στο χωριό, δεν καταλάβαινε τίποτε. Τώρα αναγκαστικά καταλαβαίνει… Δεν ξέρω αν έχεις ακουστά τον αρχιτέκτονα Δημήτρη Βασιλειάδη. Ε, αυτός ήρθε στο χωριό να κάνει διατριβή τους για τους ανεφαμούς (καπνοδόχους), έτσι το λέμε εμείς, η λέξη είναι από τα αρχαία ελληνικά. Δεν καταλάβαινε τίποτε και ζήτησε διερμηνείς. Του παρουσιαστήκαμε ο ιστορικός Βασίλης Σφυρόερας και εγώ. Για να μπορεί να συνεννοηθεί με τους κατοίκους του χωριού». Στην Απέραθο ήταν που πήγε ο Γλέζος και εφάρμοσε για 12 χρόνια τη δική του «άμεση δημοκρατία».
«Τελικά ποιος είναι ο γνήσιος Απεραθίτης»; σπεύδω να τον «τσιγκλίσω» λίγο ακόμα. Το βλέμμα πάλι αγριεύει. «Απεραθίτης είναι αυτός που δεν ορρωδεί μπροστά σε τίποτα. Αμα κάτι τον σκιάζει, τον φοβίζει δεν είναι Απεραθίτης». «Είναι όλοι οι Απεραθίτες έτσι;» επιμένω. «Ολοι. Εντάξει, μπορεί να χουμε και καμιά εξαίρεση. Ομως έτσι πλαθόμαστε. Σκεφτείτε ότι το πρώτο πράγμα που έπρεπε να μάθουμε είναι να χτυπάμε βολιά στο κότσι του χωροφύλακα για να πονέσει και να μη μας πιάσει. Αν μας έπιανε δεν ήμασταν Απεραθίτες».
Σε φυλακές, αρρώστιες και εξορίες από το χωριό του έπαιρνε δύναμη. «Ποτέ δεν επικαλέστηκα τον Θεό. Δύναμη έπαιρνα από από τ΄Απεράθου. Αφού και πριν από την ημέρα της προγραμματισμένης εκτέλεσής μου, το ‘49, είχα γράψει ένα ποίημα για το χωριό μου». Αρχίζει και διαβάζει το ποίημα. H απαγγελία παίρνει ώρα πολλή, είναι το μόνο σημείο, στη διάρκεια της κουβέντας μας που ο θαλερός Γλέζος μοιάζει να ξεχνάει εντελώς τον τόπο και τον χρόνο. Η φωνή του συχνά σπάει από τη συγκίνηση. «“Στη θάλασσα της μνήμης μου, φύσα μελτέμι κυκλαδίτικο…”. Είδατε να λέω κουβέντα για Θεό;».
Ενας γραμματιζούμενος κλητήρας στην κατεχόμενη Αθήνα
Η συζήτηση θα έρθει ξανά και ξανά στα βιβλία που έχει στα σκαριά, κάποια είναι γλωσσολογικά. Του επισημαίνω ότι αυτή η πλευρά του είναι μάλλον αφανής. «Θα σας πω πάλι μια ιστορία για να καταλάβετε καλύτερα», αδράχνει την ευκαιρία.
«Το 1944 ανακάλυψε η μάνα μου ότι ο διευθυντής του ελληνικού τμήματος του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού ήταν Απεραθίτης. Πήγε λοιπόν και τού είπε: “Δεν παίρνεις τον Μανώλη;” Η όλη ιστορία δεν ήταν ο μισθός, ήταν οι επτά οκάδες τρόφιμα που θα΄χαμε το μήνα. Μεγάλη ιστορία τότε, επτά οκάδες ήτανε ζωή. Με πήρε κλητήρα. Ημουν 22 χρονών. Στην αίθουσα ήτανε πολλές υπηρεσίες. Την πρώτη μέρα ένας υπάλληλος μου ζήτησε να του φέρω ένα ποτήρι νερό. Την ώρα που ‘μπαινα μέσα με το ποτήρι άκουγα που συζητάγανε από που βγαίνει η λέξη “νερό” αφού οι αρχαίοι έλληνες λέγανε “ύδωρ”. “Μου επιτρέπετε;” τούς είπα. Με κοιτάξανε παράξενα. “Και τι έχεις να πεις εσύ;”. Τους είπα: “Είναι από τα αρχαία ελληνικά: ‘Δος μοι κύπελλον νηρού ύδατος’ δηλ. “φρέσκου νερού”. Με φωνάζει ένας: “Ελα εδώ παιδί μου. Τι σπουδές έχεις κάνει;”. Λέω: “Eίμαι του Οικονομικού Πανεπιστημίου”. “Και πώς τα ξέρεις αυτά για τη γλώσσα;” Του απαντώ: “Εχω μια μανία για τη γλώσσα και τα έχω μάθει”. Λέει: “Από αυτή τη στιγμή γίνεσαι υπάλληλός μου. Θα το κανονίσω εγώ με τον διευθυντή”. Με διόρισε υπάλληλο για την καταγραφή των θανάτων, μας έστελναν τους καταλόγους τα αστυνομικά τμήματα. Γι΄αυτό όταν όταν λέω 400 νεκροί την ημέρα στην Κατοχή στην Αττική, από ασιτία οι περισσότεροι, είναι άμεση γνώση…. Στην πορεία βέβαια δεν μου φαινόταν σωστή η θεωρία μου εκείνη και συνέχισα να ψάχνω τις αρχικές ρίζες του νερού… Και το ψάχνω ακόμα. Τώρα για να καταλάβετε αναζητώ τις πρώτες θεματικές ρίζες του νερού πχ το “αχ” είναι μία απ΄αυτές: Aχελώος, Αχέροντας κ.ο.κ.»
Και η ποίηση όμως ποτέ έπαψε να τον «πιλατεύει». Έχει ήδη γράψει τρεις ποιητικές συλλλογές. Τον ρωτώ γιατί τελικά δεν ασχολήθηκε με τα Γράμματα, αφού είναι πάντα τέτοια η σαγήνη τους πάνω του. Μου μιλάει για τον Μανώλη Φουρτούνη, τον κρατούμενο, στη διάρκεια της δικτατορίας, ποιητή, στο Παρθένι της Λέρου. «Του έδειξα τα ποιήματά μου και τρελάθηκε. Μου είπε: “Aν ασχοληθείς με οτιδήποτε άλλο, εκτός από την ποίηση δεν θα΄χεις την καλημέρα μου”. “Δεν γίνεται” τού είπα και πράγματι μου έκοψε την “καλημέρα”. Την ξαναπόκτησα μετά τη δεύτερη ποιητική συλλογή μου! Το “γιατί δεν γινόταν” του το εξήγησα. Μου το λέγανε και για πάρα πολλά άλλα. Γιατί, λέει, δεν καταπιάστηκες μοναχά με έναν τομέα…..[…] Απαντώ: “Γιατί δεν μπορώ να προδώσω τους συντρόφους μου”. Ρωτούσα καθέναν που πήγαινε να εκτελεστεί: “Τι ήθελες να γίνεις;” και μου’ λεγε. Θέλω λοιπόν να πραγματώσω το όνειρό του. Θέλω τα ανέστια όνειρά του να τα εστιάσω, όχι μόνο στην καρδιά μου, αλλά στην πράξη».
«Δεν θέλω τάφο, δεν θέλω μνημεία»
Του λέω ότι μπορεί να δηλώνει ότι τα έχει καλά με τον Θεό, αλλά οι φήμες λένε ότι έχει ζητήσει από τον αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο να αναλάβει την κηδεία του. Γελάει.
«Έτσι έχει φτάσει στ’ αφτιά σας;». Τι διημείφθη επακριβώς με τον Αρχιεπίσκοπο; «Είχα πάει στον Ιερώνυμο για άλλο θέμα και ήρθε η κουβέντα και σ’ αυτό. Τού δήλωσα: “Επειδή πιστεύω ότι η θρησκεία βοηθά σημαντικά στην αναστολή της έκλυσης των ηθών και επειδή πιστεύω ακράδαντα στον ουσιαστικό ρόλο της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στην ύπαρξη του Έθνους, όταν κηδευτώ, με τα έθιμα του χωριού μου φυσικά, μπορείς να κάνεις την τελετή της παρασημοφόρησης μου”. Αυτή είναι η αληθινή ιστορία. Για να ξέρετε πάντως, το έχω γράψει στη διαθήκη μου, το κορμί μου θα πάει για το μάθημα ανατομίας των φοιτητών. Και ό,τι περισσέψει, θα καεί και θα σκορπιστεί στη θάλασσα. Δεν θέλω τάφο, δεν θέλω μνημεία».
[..................................................]
Στην αρχή της κουβέντας μας, ο γραφικός αυτός «παλιόγερος» (δική του η λέξη) με κοιτάζει με μάτι γερακίσιο, εξεταστικό· με ζυγιάζει, θέλει να δει τι καπνό φουμάρω, να με «ψαρώσει». Ποσώς νιώθω άσχημα, ο τύπος τα έχει σούρει στον ίδιο τον Νικίτα Χρουστσόφ (το 1963, που ο σοβιετικός ηγέτης τον προσκάλεσε στη Μόσχα για να τον τιμήσει με το Βραβείο Λένιν), σε μένα θα «κιοτέψει»;
Είναι σαφές. Ο Μανώλης Γλέζος δείχνει αποφασισμένος να μην αρκεστεί στον ρόλο του τοτέμ της Αριστεράς με τα λευκά μουστάκια και την πύρινη αριστεροσύνη που δεν το ‘χει σε τίποτα να μπαίνει στο μάτι των πρώην συντρόφων. Είναι εδώ, εμπρός μου, μεγαλύτερος από όλα αυτά, ένας εμβριθής «λεβέντης», τόσο larger than life που του συγχωρείς έναν, συχνά αμετροεπή, πατριωτικό λυρισμό.
«Ενα σκελί σκόρδο κάθε πρωί»
Μετά την εισαγωγική «αυστηρότητα», η κουβέντα μαζί του μοιάζει με κατάδυση σε έναν ορμητικό χείμαρρο, όπου το προσωπικό συγχωνεύεται –σχεδόν ενορχηστρωμένα– με το ιστορικό. Διακόπτει συχνά για να απαγγείλει συγκινημένος στίχους, για να τσεκάρει εκ νέου τις γλωσσολογικές γνώσεις μου, για να δώσει αυστηρές οδηγίες στον βοηθό του στο γραφείο («Μάθε το όνομα του ανθρώπου που σου ζήτησα και πες το μου»).
Δεν αντέχω να μην τον ρωτήσω πώς καταφέρνει να διατηρεί την ενέργεια και τη ματιά εφήβου. «Κάθε πρωί καταπίνω –δεν μασάω– ένα σκελί σκόρδο» μου λέει αυτάρεσκα. «Πίνω μία λεμονάδα με μέλι. Και μετά τρώω μονάχα τρία παξιμάδια με λάδι και μαλακό τυρί. Αυτό είναι το πρωινό μου. Τρώω πέντε γεύματα την ημέρα. Δεν κάνω καταχρήσεις, ούτε στο φαγητό, ούτε στο ποτό». Είμαι σχεδόν βέβαιη ότι δεν θα αρκεστεί στις πρακτικές συμβουλές. «Θεωρώ, επίσης, ότι η βούληση νικάει τα πάντα, ακόμα και τις ασθένειες» επιβεβαιώνει τη διαίσθησή μου. «Οταν μετά τα βασανιστήριά μου στις φυλακές Αβέρωφ, το 1942, γύρισα σπίτι, γέμισα μια λεκάνη αίμα. Η μάνα μου τρελάθηκε, φώναξε τον γιατρό, με εξέτασε και τον άκουσα στο διάδρομο να της λέει: “Κάντε του τη ζωή ευχάριστη διότι σε δύο τρεις μέρες πεθαίνει”. Ερχεται η μάνα μου, της γράφω σε ένα χαρτί: “Μην ακούς τον γιατρό, μάνα, δεν πρόκειται να πεθάνω”. Είχα 42 πυρετό. Περνάνε τρεις μήνες, πέφτει ο πυρετός στους 39, πηγαίνω στο γιατρό. Οταν βλέπει την ακτινογραφία, μου λέει να ανάψω μια λαμπάδα ίσαμε με το μπόι μου».
Αλήθειες και ψέματα της Κατοχής
Η κουβέντα μας λαμβάνει χώρα 75 χρόνια αφότου ο ίδιος κατέβασε (στις 31 Μαΐου 1941, παρέα με τον Λάκη Σάντα) τη σημαία με τον αγκυλωτό σταυρό από την Ακρόπολη, μια πράξη αντίστασης για την οποία καταδικάστηκε ερήμην εις θάνατον. Τον ρωτώ πώς αισθάνεται ως ένας από τους τελευταίους μάρτυρες της Κατοχής, ως θεματοφύλακας της ελληνικής Ιστορίας… «Αμα είναι ένας ο θεματοφύλακας χαθήκαμε!» έρχεται ελαφρώς οργισμένη η απάντηση. «Είναι και άλλοι. Πέθανε π.χ. πριν από λίγες μέρες ο φίλος μου, ο σεμνός αγωνιστής Φάνης Πασπαλιάρης. Μην κοιτάτε που η δημοσιότητα για διάφορους λόγους έχει ρίξει τα φώτα πάνω μου. Δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν οι αμνημόνευτοι αγωνιστές. Στην πραγματικότητα γι’ αυτούς αγωνίζομαι μέχρι σήμερα. Για τα ανέστια όνειρά τους». Κάνει μια παύση, παίρνει ένα χαρτί και γράφει τη λέξη «αλήθεια». Υστερα γυρίζει και με ρωτάει: «Ξέρατε ότι το στερητικό “α” μαζί με τη λήθη, δηλαδή τη λησμονιά, κάνουν την αλήθεια; Είναι η μοναδική γλώσσα που έχει αυτού τού είδους την εξήγηση. Τι είναι δηλαδή η αλήθεια; Η κατάργηση της λήθης. Μπορούμε εμείς να λησμονήσουμε το παρελθόν; Αποκλείεται. Οποιος λησμονήσει το παρελθόν χάνεται και δεν έχει μέλλον».
Μου δίνει ένα αντίτυπο του βιβλίου που έχει γράψει για τον αδελφό του Νίκο (ο οποίος εκτελέστηκε από τους Ναζί σε ηλικία 19 ετών). Σπεύδω να τον ρωτήσω αν πιστεύει ότι υπάρχουν ακόμα σκοτεινά κομμάτια της Κατοχής, χαοτικά κενά ή ταμπού στην ιστοριογραφία. «Εγώ μέχρι σήμερα αγωνίζομαι να προσκαλούμαστε να μιλάμε στα σχολεία όλοι εμείς οι αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης. Μπορεί βέβαια να υπάρχει έντονο το προσωπικό στοιχείο, αλλά αυτή είναι η Ιστορία. Ολες οι πτυχές της Κατοχής είναι καταγραμμένες αλλά δεν είναι δημοσιοποιημένες όπως θα΄πρεπε. Κυριαρχεί η σκόπιμη διαστρέβλωση της Ιστορίας. Το να αγνοεί π.χ. ο υπουργός Παιδείας της σημερινής κυβέρνησης την Ιστορία και στην ουσία να βλασφημεί…».
Αναφέρεται φυσικά στις δηλώσεις του τότε υπουργού Παιδείας Νίκου Φίλη περί αδράνειας της Εκκλησίας στην Κατοχή. «Μα δεν είναι γνωστά όλα αυτά;» συνεχίζει. «Είναι. Αλλά παρεμβαίνει η σκοπιμότητα. Ακόμα και αν υποθέσουμε ότι στην πορεία της, η Ιερά Σύνοδος δεν συμπεριφέρθηκε πάντοτε όπως έπρεπε, το γεγονός και μόνο ότι εξέδωσε πρόσφατα αυτό το βιβλίο (“Συνεργασία και ανυπακοή”, εκδ. Εστία), που αναφέρεται στη δράση της Εκκλησίας στα χρόνια της Κατοχής και αποκαθιστά τους ιεράρχες που πήρανε το όπλο στο χέρι, είναι μια αυτοκριτική. Τι δηλαδή, το ότι, για παράδειγμα, ο Μιχάλης Τυρίμος, που ήταν μέλος του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΕ, πρόδωσε και έγινε συνεργάτης των κατακτητών, σημαίνει ότι όλο το Κομμουνιστικό Κόμμα πρόδωσε;»
Με τη δύναμη της Απεράθου
«Πρέπει να λάβετε υπ’ όψιν σας ότι είμαι από τ’ Απεράθου της Νάξου» θα μου πει κάποια στιγμή με στόμφο. Σε όλη τη διάρκεια της κουβέντας μας, το ορεινό χωριό του πανταχού παρόν. Και οι Financial Times όταν έκαναν το προφίλ του σχεδόν ένα μήνα νωρίτερα, φωτογραφίες από το σπίτι του εκεί, δίπλα από τον φούρνο, φιλοξένησαν.
«Δεν είμαι πλάσμα ουρανοκατέβατο, δεν έχω DΝΑ, είμαι πλάσμα Απεραθίτικο», μου λέει και η ματιά του αστράφτει. Υστερα γλυκαίνει πάλι καθώς αφηγείται μια ακόμη ιστορία από τα παλιά: «Στην Αστόρια της Νέας Υόρκης καθόταν ένας Απεραθίτης και ήρθε το γκαρσόνι και τον ρώτησε: “How do you do?”. Γυρίζει ο άλλος και του λέει του γκαρσονιού: “Μωρέ Απεραθίτης είσαι;”. Tον κατάλαβε από τον τρόπο που είπε “How do you do?”, από τη μουσικότητα της ντοπιολαλιάς».
«Αυτή η μουσικότητα δεν έχει αποτυπωθεί» μου λέει εμφατικά και αρχίζει και μου μιλάει σε άπταιστα απεραθίτικα. Υστερα σταματάει και με κοιτάει πάλι με μάτι αυστηρό, εξεταστικό: «Πήρες χαμπάρι τίποτα από ό,τι έλεγα;». Τα «μασάω», δεν έχω, βέβαια, καταλάβει γρυ. «Οταν ήρθε η γυναίκα μου στο χωριό, δεν καταλάβαινε τίποτε. Τώρα αναγκαστικά καταλαβαίνει… Δεν ξέρω αν έχεις ακουστά τον αρχιτέκτονα Δημήτρη Βασιλειάδη. Ε, αυτός ήρθε στο χωριό να κάνει διατριβή τους για τους ανεφαμούς (καπνοδόχους), έτσι το λέμε εμείς, η λέξη είναι από τα αρχαία ελληνικά. Δεν καταλάβαινε τίποτε και ζήτησε διερμηνείς. Του παρουσιαστήκαμε ο ιστορικός Βασίλης Σφυρόερας και εγώ. Για να μπορεί να συνεννοηθεί με τους κατοίκους του χωριού». Στην Απέραθο ήταν που πήγε ο Γλέζος και εφάρμοσε για 12 χρόνια τη δική του «άμεση δημοκρατία».
«Τελικά ποιος είναι ο γνήσιος Απεραθίτης»; σπεύδω να τον «τσιγκλίσω» λίγο ακόμα. Το βλέμμα πάλι αγριεύει. «Απεραθίτης είναι αυτός που δεν ορρωδεί μπροστά σε τίποτα. Αμα κάτι τον σκιάζει, τον φοβίζει δεν είναι Απεραθίτης». «Είναι όλοι οι Απεραθίτες έτσι;» επιμένω. «Ολοι. Εντάξει, μπορεί να χουμε και καμιά εξαίρεση. Ομως έτσι πλαθόμαστε. Σκεφτείτε ότι το πρώτο πράγμα που έπρεπε να μάθουμε είναι να χτυπάμε βολιά στο κότσι του χωροφύλακα για να πονέσει και να μη μας πιάσει. Αν μας έπιανε δεν ήμασταν Απεραθίτες».
Σε φυλακές, αρρώστιες και εξορίες από το χωριό του έπαιρνε δύναμη. «Ποτέ δεν επικαλέστηκα τον Θεό. Δύναμη έπαιρνα από από τ΄Απεράθου. Αφού και πριν από την ημέρα της προγραμματισμένης εκτέλεσής μου, το ‘49, είχα γράψει ένα ποίημα για το χωριό μου». Αρχίζει και διαβάζει το ποίημα. H απαγγελία παίρνει ώρα πολλή, είναι το μόνο σημείο, στη διάρκεια της κουβέντας μας που ο θαλερός Γλέζος μοιάζει να ξεχνάει εντελώς τον τόπο και τον χρόνο. Η φωνή του συχνά σπάει από τη συγκίνηση. «“Στη θάλασσα της μνήμης μου, φύσα μελτέμι κυκλαδίτικο…”. Είδατε να λέω κουβέντα για Θεό;».
Ενας γραμματιζούμενος κλητήρας στην κατεχόμενη Αθήνα
Η συζήτηση θα έρθει ξανά και ξανά στα βιβλία που έχει στα σκαριά, κάποια είναι γλωσσολογικά. Του επισημαίνω ότι αυτή η πλευρά του είναι μάλλον αφανής. «Θα σας πω πάλι μια ιστορία για να καταλάβετε καλύτερα», αδράχνει την ευκαιρία.
«Το 1944 ανακάλυψε η μάνα μου ότι ο διευθυντής του ελληνικού τμήματος του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού ήταν Απεραθίτης. Πήγε λοιπόν και τού είπε: “Δεν παίρνεις τον Μανώλη;” Η όλη ιστορία δεν ήταν ο μισθός, ήταν οι επτά οκάδες τρόφιμα που θα΄χαμε το μήνα. Μεγάλη ιστορία τότε, επτά οκάδες ήτανε ζωή. Με πήρε κλητήρα. Ημουν 22 χρονών. Στην αίθουσα ήτανε πολλές υπηρεσίες. Την πρώτη μέρα ένας υπάλληλος μου ζήτησε να του φέρω ένα ποτήρι νερό. Την ώρα που ‘μπαινα μέσα με το ποτήρι άκουγα που συζητάγανε από που βγαίνει η λέξη “νερό” αφού οι αρχαίοι έλληνες λέγανε “ύδωρ”. “Μου επιτρέπετε;” τούς είπα. Με κοιτάξανε παράξενα. “Και τι έχεις να πεις εσύ;”. Τους είπα: “Είναι από τα αρχαία ελληνικά: ‘Δος μοι κύπελλον νηρού ύδατος’ δηλ. “φρέσκου νερού”. Με φωνάζει ένας: “Ελα εδώ παιδί μου. Τι σπουδές έχεις κάνει;”. Λέω: “Eίμαι του Οικονομικού Πανεπιστημίου”. “Και πώς τα ξέρεις αυτά για τη γλώσσα;” Του απαντώ: “Εχω μια μανία για τη γλώσσα και τα έχω μάθει”. Λέει: “Από αυτή τη στιγμή γίνεσαι υπάλληλός μου. Θα το κανονίσω εγώ με τον διευθυντή”. Με διόρισε υπάλληλο για την καταγραφή των θανάτων, μας έστελναν τους καταλόγους τα αστυνομικά τμήματα. Γι΄αυτό όταν όταν λέω 400 νεκροί την ημέρα στην Κατοχή στην Αττική, από ασιτία οι περισσότεροι, είναι άμεση γνώση…. Στην πορεία βέβαια δεν μου φαινόταν σωστή η θεωρία μου εκείνη και συνέχισα να ψάχνω τις αρχικές ρίζες του νερού… Και το ψάχνω ακόμα. Τώρα για να καταλάβετε αναζητώ τις πρώτες θεματικές ρίζες του νερού πχ το “αχ” είναι μία απ΄αυτές: Aχελώος, Αχέροντας κ.ο.κ.»
Και η ποίηση όμως ποτέ έπαψε να τον «πιλατεύει». Έχει ήδη γράψει τρεις ποιητικές συλλλογές. Τον ρωτώ γιατί τελικά δεν ασχολήθηκε με τα Γράμματα, αφού είναι πάντα τέτοια η σαγήνη τους πάνω του. Μου μιλάει για τον Μανώλη Φουρτούνη, τον κρατούμενο, στη διάρκεια της δικτατορίας, ποιητή, στο Παρθένι της Λέρου. «Του έδειξα τα ποιήματά μου και τρελάθηκε. Μου είπε: “Aν ασχοληθείς με οτιδήποτε άλλο, εκτός από την ποίηση δεν θα΄χεις την καλημέρα μου”. “Δεν γίνεται” τού είπα και πράγματι μου έκοψε την “καλημέρα”. Την ξαναπόκτησα μετά τη δεύτερη ποιητική συλλογή μου! Το “γιατί δεν γινόταν” του το εξήγησα. Μου το λέγανε και για πάρα πολλά άλλα. Γιατί, λέει, δεν καταπιάστηκες μοναχά με έναν τομέα…..[…] Απαντώ: “Γιατί δεν μπορώ να προδώσω τους συντρόφους μου”. Ρωτούσα καθέναν που πήγαινε να εκτελεστεί: “Τι ήθελες να γίνεις;” και μου’ λεγε. Θέλω λοιπόν να πραγματώσω το όνειρό του. Θέλω τα ανέστια όνειρά του να τα εστιάσω, όχι μόνο στην καρδιά μου, αλλά στην πράξη».
«Δεν θέλω τάφο, δεν θέλω μνημεία»
Του λέω ότι μπορεί να δηλώνει ότι τα έχει καλά με τον Θεό, αλλά οι φήμες λένε ότι έχει ζητήσει από τον αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο να αναλάβει την κηδεία του. Γελάει.
«Έτσι έχει φτάσει στ’ αφτιά σας;». Τι διημείφθη επακριβώς με τον Αρχιεπίσκοπο; «Είχα πάει στον Ιερώνυμο για άλλο θέμα και ήρθε η κουβέντα και σ’ αυτό. Τού δήλωσα: “Επειδή πιστεύω ότι η θρησκεία βοηθά σημαντικά στην αναστολή της έκλυσης των ηθών και επειδή πιστεύω ακράδαντα στον ουσιαστικό ρόλο της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στην ύπαρξη του Έθνους, όταν κηδευτώ, με τα έθιμα του χωριού μου φυσικά, μπορείς να κάνεις την τελετή της παρασημοφόρησης μου”. Αυτή είναι η αληθινή ιστορία. Για να ξέρετε πάντως, το έχω γράψει στη διαθήκη μου, το κορμί μου θα πάει για το μάθημα ανατομίας των φοιτητών. Και ό,τι περισσέψει, θα καεί και θα σκορπιστεί στη θάλασσα. Δεν θέλω τάφο, δεν θέλω μνημεία».
[..................................................]
ΣΥΝΕΧΙΣΤΕ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΕΔΩ:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου