Κυριακή, Απριλίου 26, 2020

ΤΑ ΤΡΙΑ ΜΑΞΙΛΑΡΙΑ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥΣ

1. ΜΑΞΙΛΑΡΙ
μαξιλάρι το [maksilári] Ο44 : 1. αντικείμενο κατασκευασμένο συνήθ. από ύφασμα και γεμισμένο με μαλακό υλικό, το οποίο χρησιμοποιείται για τη στήριξη διάφορων μερών του σώματος, όταν ο άνθρωπος κάθεται, ή του κεφαλιού, όταν αυτός είναι ξαπλωμένος: Mαλακό / σκληρό / αναπαυτικό ~. Kάθομαι / ακουμπάω σε ~. Yφαντό / κεντημένο ~. Ένα ~ για τον καναπέ / για τις καρέκλες. ~ του ύπνου, προσκέφαλο. Kαμπούριασε, γιατί κοιμάται με δύο μαξιλάρια. 2. (μτφ.) για κάθε μικρό αντικείμενο που χρησιμοποιείται για να ακουμπά και να στηρίζεται καλά κτ. άλλο. μαξιλαράκι το YΠΟKΟΡ. μαξιλάρα η MΕΓΕΘ στη σημ. 1.
[μσν. μαξιλ(λ)ά ριον < λατ. maxillar(is) `του σαγονιού΄ -ιον· μαξιλάρ(ι) μεγεθ. ]

Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

_____________________________________
ΠΟΥ ΕΦΤΙΑΞΕ  Ο ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΣ 
ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΖΕΤΑΙ ΣΗΜΕΡΑ Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ 
ΩΣ "ΜΑΞΙΛΑΡΙ  ΤΩΝ ΘΗΛΑΣΜΩΝ" __
_________________________________________________
 3. TO MAΞΙΛΑΡΙ ΤΟΥ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Κάτω απ' το μαξιλάρι
Κάτω απ' το μαξιλάρι
είναι ένα βαθύ πηγάδι
που μέσα κατοικούν
οι ψυχές που σ' αγαπούν.
*
Παλεύουν κάθε βράδυ
με τα κιούγκια στο σκοτάδι
να φτάσουν στα ψηλά
πλάι στο μαχαραγιά.
*
Να σου μιλάν στον ύπνο,
να σε μπάζουνε σε κήπο
με μ' Αϊ Γιάννη και λωτούς
με χειμωνανθούς.
*
Κι όταν σ' αναταράσσει
για τα σκάρτα που 'χεις πράξει
κύμα φαρμακερό,
να σου δίνουν φυλαχτό.
*
Χαϊμαλί από μετάξι,
που 'χουν μέσα του φυλάξει
άχυρο απ' τη γη
που 'χει μείνει απάτητη.
*
Έρχονται και σε μένα
πρόσωπα λησμονημένα,
άδεια και χλωμά
από πριν κι από μετά.
*
Μου κρατάν το χέρι
στο ταξίδι, στο καρτέρι
στον ύπνο τον βαθύ.
Είναι λίγοι, είναι πολλοί.
*
Μέσα στο πηγάδι
κάτω απ' το μαξιλάρι
ρίχνονται οι ψυχές
Ήλιε μου τώρα βγες!

Δεν υπάρχουν σχόλια: