«Μαγειρική και συνταγές στη μεσογειακή αστυνομική λογοτεχνία»
Φίλιππος Φιλίππου*
Αφορμή για το γράψιμο του παρόντος άρθρου είναι η έκδοση ενός σχετικού βιβλίου. Συγγραφέας του είναι η Ιταλίδα Στεφάνια Κάμπο, αρχιτέκτων το επάγγελμα, και τιτλοφορείται Τα μυστικά της κουζίνας του Μπονταλμπάνο (μτφρ. Φωτεινή Ζερβού, Εκδόσεις Πατάκη, 2019). Στο εξώφυλλο υπάρχει και υπότιτλος: «Οι συνταγές του Αντρέα Καμιλλέρι». (
Όπως σημειώνει η συγγραφέας στον πρόλογό της, στο αστυνομικό μυθιστόρημα «το φαγητό παίζει σημαντικό ρόλο, είναι βασικό συστατικό και ανοίγει στον αναγνώστη την όρεξη να καταβροχθίσει τις σελίδες της ιστορίας με περιέργεια και ανυπομονησία, προκειμένου να ανακαλύψει το αποτέλεσμα της έρευνας, να μάθει τελικά ποιος είναι ο δολοφόνος».
Μας θυμίζει ακόμα πως ο επιθεωρητής/αστυνόμος Σάλβο Μονταλμπάνο είναι λαϊκός άντρας, βαθιά δεμένος με την πόλη του, τη Βιγκάτα της Σικελίας, τη θάλασσα, το φαγητό και τη γυναίκα του, τη Λίβια. Κάθεται στο τραπέζι στη βεράντα του σπιτιού του σε μια περιοχή της Ραγκούζα και τρώει. «Ο σκοπός του δεν είναι μόνο να γευτεί τα νόστιμα παραδοσιακά φαγητά, αλλά και να γιορτάσει τη σικελική του ταυτότητα· για τον αστυνόμο, το φαγητό ως ύψιστη έκφραση του εαυτού του, της ιστορίας του, του τρόπου που βλέπει τη ζωή, αντιπροσωπεύει το μέσο επιβεβαίωσης της ατομικής και εθνικής του ταυτότητας».
Στο σπίτι, τα μυστικά χρηματοκιβώτια του Μονταλμπάνο είναι ο φούρνος και το ψυγείο, σε αυτά φυλάγονται οι θησαυροί της γεύσης που τον κάνουν ευτυχισμένο. Από τα αγαπημένα του πιάτα, εκείνο που του προκαλεί τη μεγαλύτερη ικανοποίηση είναι μια πάστα, δηλαδή μια μακαρονάδα σε ταψί στο φούρνο, που τη φτιάχνει η Αντελίνα, η γυναίκα που τον φροντίζει. Ο αστυνόμος, άνθρωπος έντιμος και ακέραιος, έχει ένα αδύναμο σημείο, το οποίο τον εξισώνει με τους άλλους ανθρώπους: δεν μπορεί ν’ αντισταθεί σε ένα νόστιμο πιάτο. Μάλιστα, για να ικανοποιήσει τη λαιμαργία του, προκειμένου να γευτεί ένα υπέροχο σπιτικό φαγητό, επινοεί κάποιο αθώο ψέμα.
Ο Ζαν-Κλοντ Ιζό στο μυθιστόρημά του Το τσούρμο (μτφρ. Αλέξης Εμμανουήλ, Εκδόσεις Πόλις, 2000) μας μεταφέρει στη Μασσαλία, στις γειτονιές της και στα εστιατόριά της. Εκεί, περιγράφει μια σκηνή με τη γυναίκα που μαγείρευε στην κουζίνα, σκουπίζοντας τα χέρια στη μαύρη ποδιά της. Διαβάζουμε πως: «Η μπουγιαμπέσα της ήταν απ’ τις πιο νόστιμες στη Μασσαλία. Σκορπίνες, πέρκες, χειλούδες, καπόνια, κεφαλόπουλα, βατραχόψαρα, σπάροι… Μερικά καβούρια, επίσης, και σε ειδικές περιπτώσεις κάνας αστακός. Μονάχα πετρόψαρα. Όχι σαν τους άλλους. Και για τη ρούιγ [καυτερή μαγιονέζα], ήξερε να δένει με το σκόρδο και την καυτερή πιπεριά και τη σάρκα του αχινού».
Στο σπίτι, τα μυστικά χρηματοκιβώτια του Μονταλμπάνο είναι ο φούρνος και το ψυγείο, σε αυτά φυλάγονται οι θησαυροί της γεύσης που τον κάνουν ευτυχισμένο.Πριν από μερικά χρόνια, είχε εκδοθεί το βιβλίο του Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν Οι συνταγές του Πέπε Καρβάλιο (μτφρ. Κλεοπάτρα Ελαιοτριβιάρη, Μεταίχμιο, 2003). Στον πρόλογό του, ο συγγραφέας σημειώνει: «Εγώ συνηθίζω να αντιλαμβάνομαι τη μαγειρική ως μια μεταφορά για τον πολιτισμό. “Τρώω” σημαίνει σκοτώνω και καταβροχθίζω μια ύπαρξη που ήταν ζωντανή, είτε πρόκειται για ζώο είτε για φυτό. Εάν καταβροχθίζαμε απευθείας το νεκρό ζώο ή το ξεριζωμένο μαρούλι, θα θεωρούμασταν άγριοι. Αν όμως μαρινάρουμε το ζώο, για να το μαγειρέψουμε στη συνέχεια με αρωματικά μυρωδικά από την Προβηγκία και μ’ ένα ποτήρι γλυκό παλιό κρασί, τότε έχουμε πραγματοποιήσει ένα εξαιρετικό πολιτισμικό εγχείρημα, το οποίο δεν παύει, βέβαια, να βασίζεται στην αγριότητα και στο θάνατο».
Στο μυθιστόρημα Τατουάζ (μτφρ. Αγγελική Βασιλάκου, Μεταίχμιο, 2019) ο Μονταλμπάν μιλάει για το έδεσμα που λέγεται παν κον τομάτε, δηλαδή ψωμί με ντομάτα. «Μπορούμε», γράφει, «να θεωρήσουμε ότι συγγενεύει με την πίτσα, αλλά την ξεπερνά όσον αφορά την ευκολία της παρασκευής του. Το αλεύρι στην πίτσα πρέπει να ψηθεί. Αντίθετα, το παν κον τομάτε είναι ίσα ίσα αυτό: ψωμί και ντομάτα, λίγο αλάτι και λάδι».
Υπάρχει κι άλλο σχετικό βιβλίο, σε επιμέλεια Κιμ Αράνδα, το Ο Καρβάλιο στην κουζίνα (μτφρ. Χριστίνα Θεοδωροπούλου, Μεταίχμιο, 2002) με υπότιτλο «Το συμπόσιο του ντετέκτιβ». Σύμφωνα με έναν ήρωα του Μονταλμπάν, η μαγειρική είναι μια από τις νευρωτικές εκδηλώσεις του Καρβάλιο, ένα θεμελιώδες χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς του, όπως για τον Σέρλοκ Χολμς είναι το βιολί και η σύριγγα.
Από τη μεριά του, ο Πέτρος Μάρκαρης στο πρώτο του αστυνομικό μυθιστόρημα, το Νυχτερινό δελτίο (Γαβριηλίδης, 1995), αρχίζει με μια σκηνή φαγητού ανάμεσα στον ήρωά του, τον αστυνόμο Κώστα Χαρίτο, και τη σύζυγό του, την Αδριανή: «…ακούω από την κουζίνα τη φωνή της Αδριανής. “Άντε, έλα να φάμε”. Το λέει, αλλά η ίδια δεν τρώει. Κάθεται απέναντί μου και με κοιτάζει. “Έχω νέα”, μου λέει, μόλις φέρνω το πιρούνι με το παστίτσιο στο στόμα μου». Επίσης: «Το τραπέζι της κουζίνας είναι γεμάτο με μια πιατέλα γεμιστά. Παίρνω αμέσως το μήνυμα. Είναι ο τρόπος της Αδριανής για να μου πει ότι ήρθε η ώρα ν’ αγαπήσουμε. Μας έχει μείνει από τον πρώτο μας καβγά […] Ώσπου μια μέρα, η Αδριανή μού έφτιαξε γεμιστά. Ήξερε πως είναι η αδυναμία μου, αλλά δεν μου τα είχε φτιάξει ποτέ. Μόλις τα είδα, έλιωσα σαν το κερί».
Ο Μάρκαρης σε κείμενό του στο περιοδικό Πολάρ (αρ. 5, Δεκέμβριος 2019), έναν αποχαιρετισμό στον Αντρέα Καμιλέρι, γράφει: «Η κουζίνα αποτελεί ένα από τα κύρια συστατικά του μεσογειακού αστυνομικού μυθιστορήματος. Μπορεί ο συγγραφέας που άνοιξε το δρόμο να ήταν ο Ζορζ Σιμενόν με τη μαγειρική της μαντάμ Μαιγκρέ, αλλά οι συγγραφείς αστυνομικών της Μεσογείου είναι εκείνοι που την καθιέρωσαν: ο Μονταλμπάν με τις συνταγές του Πέπε Καρβάγιο, ο Καμιλλέρι με την Αντζελίνα, που φροντίζει τον Μονταλμπάνο, και ο Γάλλος Ζαν Κλοντ Ιζζό με τις συνταγές της Μασσαλίας».
Θα κλείσουμε τούτο το άρθρο με την άποψη της Στεφάνια Κάμπο: «Το αστυνομικό μυθιστόρημα, πέρα από το να ψυχαγωγεί και να διασκεδάζει τον αναγνώστη, αποκτά και μια σημαντική κοινωνική αξία, επειδή εκφράζει όσα συμβαίνουν καθημερινά στο περιβάλλον όπου εξελίσσονται οι υποθέσεις από τις οποίες τροφοδοτείται».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου