Τετάρτη, Δεκεμβρίου 11, 2019

H Mαρίνα της απελπισίας και της ελπίδας: ένα εμβληματικό ποίημα του Τ. Σ. Έλιοτ

Το ποίημα του Τ.Σ. Έλιοτ  Μαρίνα ανήκει στην ομάδα ποιημάτων που έχουν χαρακτηριστεί ως «Aerial Poems» και  γράφτηκαν από το 1927 έως  το 1930. 
Μετά την μεταστροφή του στον αγγλικανισμό,  το 1927, ο Έλιοτ άρχισε να γράφει ένα νέο είδος ποίησης που "φαίνεται να αντιπροσωπεύει την απόσυρσή του  από τον εξωτερικό κόσμο και την εξερεύνηση μιας  εσωτερικής ζωής υπό την καθοδήγηση του Χριστιανισμού". 
Στο ποίημα ( που αφορμάται από το Σεξπιρικό δράμα Περικλής και τη χαμένη κόρη του (Μάριαν)  που τελικά  βρίσκει ο ήρωας ) κυρίαρχα μοτίβα είναι η σημασία της πατρότητας , η συνειδητοποίηση της ανθρώπινης φθαρτότητας αλλά και  της ελπίδας για την έλευση μιας εποχής που θα δώσει στο άτομο  τη δυνατότητα να ζει μακριά   από την οχλοβοή του  ανοημάτιστου μαζικού βίου και την προσμονή μιας νέας ζωής .
 Εικόνες σε ρέοντα ρυθμό δείχνουν τα αισθήματα φθοράς και απώλειας  που συνέχουν αρχικά  τον  πατέρα-αφηγητή. Τα παραδείγματα εντυπωσιακά:  περήφανα άλλοτε καράβια με την αρματωσιά τους σε κατάρρευση , σπουδαίοι άνθρωποι εξαφανισμένοι από το άγγιγμα του θανάτου. 
Το θαλάσσιο στοιχείο και η διάβρωση που προκαλεί  είναι ζωτικής σημασίας για το ποίημα όχι μόνο στο θέμα των θεμάτων και των εικόνων, αλλά και διαρθρωτικά.
 Το τέλος όμως του ποιήματος αντιστρέφει τις εικόνες φθοράς με την ελπίδα ότι νέα καράβια θα φτιαχτούν για να αρμενίσουν  προς ειρηνικές  ακροθαλασσιές . Ο πατέρας διαβεβαιώνει την αγαπημένη κόρη του ότι το μέλλον θα είναι διαφορετικό : ο  θαλάσσιος κόσμος από εχθρικός προς τον άνθρωπο θα γίνει φιλικός και ο κόσμος των ονείρων για μια ειρηνική, εσωτερική  ζωή θα γίνει πραγματικότητα. 
Gerontakos



MARINA
By T.S. Eliot
 
(1888-1965)

First published September 25, 1930.


Numbered 29 in the series.

Drawings by E. McKnight Kauffer.

Numbered A17 in Gallup’s bibliography of Eliot’s works

***************

Quis hic locus, quae regio, quae mundi plaga?



What seas what shores what grey rocks and what islands
What water lapping the bow
And scent of pine and the woodthrush singing through the fog
What images return
O my daughter.


Those who sharpen the tooth of the dog, meaning
Death
Those who glitter with the glory of the hummingbird, meaning
Death
Those who sit in the sty of contentment, meaning
Death
Those who suffer the ecstasy of the animals, meaning
Death


Are become insubstantial, reduced by a wind,
A breath of pine, and the woodsong fog
By this grace dissolved in place


What is this face, less clear and clearer
The pulse in the arm, less strong and stronger—
Given or lent? more distant than stars and nearer than the eye
Whispers and small laughter between leaves and hurrying feet
Under sleep, where all the waters meet.


Bowsprit cracked with ice and paint cracked with heat.
I made this, I have forgotten
And remember.
The rigging weak and the canvas rotten
Between one June and another September.
Made this unknowing, half conscious, unknown, my own.
The garboard strake leaks, the seams need caulking.
This form, this face, this life
Living to live in a world of time beyond me; let me
Resign my life for this life, my speech for that unspoken,
The awakened, lips parted, the hope, the new ships.
What seas what shores what granite islands towards my timbers
And woodthrush calling through the fog

My daughter.
 ΜΑΡΙΝΑ
[Μετάφραση 1: Γιώργος Σεφέρης/ Από τη  συλλογή του Τ.Σ. Έλιοτ "Η Έρημη Χώρα" (Τhe Waste Land)]

Ποια πέλαγα ποιοι γιαλοί ποια γκρίζα βράχια και ποια νησιά
Και ποιο νερό γλείφοντας την πλώρη
Και το άρωμα του πεύκου κι η τσίχλα τραγουδώντας μέσα στην καταχνιά
Ποιες ζουγραφιές γυρίζουν
Ω κόρη μου.
Αυτοί που ακονίζουν το δόντι του σκύλου, σημαίνοντας
Θάνατο
Αυτοί που λάμπουν με τη δόξα του τροχίλου*, σημαίνοντας
Θάνατο
Αυτοί που κάθονται στο στάβλο της ικανοποίησης σημαίνοντας
Θάνατο
Αυτοί που υποφέρουν την έκσταση του ζώου, σημαίνοντας
Θάνατο
Εγίναν ανυπόστατοι, τους υπόταξε ένα φύσημα,
Μια πνοή του πεύκου, κι η δασοκελάηδιστη καταχνιά
Εκείνη η χάρη τους έχει πάρει
Τι πρόσωπο είναι αυτό, πιο σκοτεινό και πιο φωτεινό
Ο σφυγμός στο χέρι, πιο αδύνατος και πιο δυνατός –
Δοσμένο ή δανεισμένο; πιο μακριά από τ’ άστρα και πιο κοντά απ’ το μάτι
Ψιθυρισμοί και ψιλά γέλια ανάμεσα σε φύλλα και πόδια βιαστικά
Στα βάθη του ύπνου, όπου σμίγουν όλα τα νερά.
Μποπρέσο**  ραγισμένο στην παγωνιά, ραγισμένη στην κάψα μπογιά.
Το έκανα αυτό, το ξέχασα
Και το θυμούμαι.
Η αρματωσιά δίχως αντοχή και το καραβόπανο σάπιο
Ανάμεσα σ’ έναν Ιούνιο κι έναν άλλο Σεπτέμβρη.
Το έκανα αυτό μισοσυνείδητος, ανήξερος, άγνωστος, δικό μου.
Τα μαδέρια κάνουν νερά, οι αρμοί θέλουν καλαφάτισμα.
Τούτο το σχήμα, τούτο το πρόσωπο, τούτη η ζωή
Ζώντας για να ζει σ’ έναν κόσμο καιρού πέρα από μένα· ας
Αφήσω τη ζωή μου γι’ αυτή τη ζωή, το λόγο μου γι’ αυτόν τον ανείπωτο,
Τον ξυπνημένο, χωρισμένα χείλια, την ελπίδα, τα νέα καράβια.
Ποια πέλαγα ποιοι γιαλοί ποια νησιά γρανίτες προς τ’ άρμενά μου
Κι η πρόσκληση της τσίχλας μέσα απ’ την καταχνιά
Κόρη μου.

Γλωσσάρι
 *Τροχίλος (Hummingbird): το πουλί κολιμπρί
 ** Μπομπρέσο (πρόβολος): κατάρτι  ιστιοφόρου που προβάλλει έξω από την πλώρα
______________
[Μετάφραση 2: Γιάννης Αντιόχου
(Από το blog: http://poetrybookshop.wordpress.com)]


 ΜΑΡΙΝΑ

Quis hic locus, quae regio, quae mundi plaga?
Σενέκας (περ.. 5 π.Χ. –  65 μ.Χ.), «Ηρακλής μαινόμενος» , στ,1138.


Ποιες θάλασσες ποιες ακτές ποια γκρίζα βράχια και ποια νησιά
Ποιο νερό γλείφοντας την πρώρα
Και ποιο άρωμα πεύκου κι η κίχλη* τραγουδώντας μέσα απ’ την ομίχλη
Ποιες εικόνες επιστρέφουν
Ω κόρη μου εσύ.


Αυτοί που ακονίζουν το δόντι του σκύλου, εννοώντας
Θάνατο
Αυτοί που απαστράπτουν με τη δόξα του κολιμπριού, εννοώντας
Θάνατο
Αυτοί που κάθονται στο αχούρι της ικανοποίησης, εννοώντας
Θάνατο
Αυτοί που υποφέρουν την έκσταση των ζώων, εννοώντας
Θάνατο


Αυτοί εξαϋλώνονται, ελαττωμένοι από έναν άνεμο,
Μία του πεύκου αναπνοή, και την ομίχλη του δασώδους τραγουδιού
Από τη χάρη τούτη ξεθώριασαν επί τόπου


Ποιο είναι αυτό το πρόσωπο, ολοένα λιγότερο και λιγότερο καθαρό
Ο σφυγμός στο χέρι, ολοένα λιγότερο και λιγότερο δυνατός—
Δοσμένο ή δανεισμένο; περισσότερο μακρινό απ’ ότι τα αστέρια και πιο κοντά από ένα βλέμμα
Ψίθυροι και κρυφά γελάκια ανάμεσα στα φύλλα και επιταχύνοντας το βήμα
Στον ύπνο μέσα, εκεί που όλα τα νερά ενώνονται.


Πρόβολος σπασμένος με πάγο και μπογιά σκασμένη από τη ζέστα,
Εγώ το έκανα αυτό, το είχα ξεχάσει
Και το θυμάμαι.
Τα άρμενα αδύναμα και το καραβόπανο σάπιο
Ανάμεσα σε ένα Ιούνη και σ’ άλλο Σεπτέμβρη.
Αυτό το έκανα χωρίς να το ξέρω, μισοσυνείδητος, άγνωστος, εγώ ο ίδιος.
Των πιστρόφιων η σειρά μπάζει νερά, οι αρμοί χρειάζονται καλαφάτισμα.
Αυτό το σχήμα, αυτό το πρόσωπο, αυτή η ζωή
Ζώντας για να ζει σ’ ένα κόσμο του καιρού πέρα από μένα˙ ας
Παραιτηθώ απ’ τη ζωή μου γι’ αυτή τη ζωή, η λαλιά μου γι’ αυτό που δεν ειπώθηκε,
Αυτό που αφυπνίστηκε, χείλη μισανοιγμένα, την ελπίδα, τα νέα πλοία.
Ποιες θάλασσες ποιες ακτές ποια γρανιτένια νησιά μπροστά στα μαδέρια μου
Και η κίχλη καλώντας μέσα απ’ την ομίχλη
Κόρη μου.
_____________________
Γλωσσάρι
 *Κίχλη: στρουθιόμορφο πουλί , κοινώς τσίχλα
 Αποτέλεσμα εικόνας για κίχλη
  • Add to Phrasebook
    • No word lists for English -> Greek...
    • Create a new word list...
  • Copy
  • Add to Phrasebook
    • No word lists for Greek -> Greek...
    • Create a new word list...
  • Copy

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΡΓΥΡΙΟΥ (1921-2009) : ο οικοδόμος του κριτικού λογοτεχνικού λόγου (Δεκαπέντε χρόνια από τον θάνατό του)

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΡΓΥΡΙΟΥ: ο οικοδόμος του  κριτικού λογοτεχνικού λόγου     Αλέξανδρος Αργυρίου(1921-2009) 1 .ΑΡΓΥΡΙΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ(Βιβλία) 2...