Μια βυζαντινή παρωδία για τις επικίνδυνες ιδιότητες του κρασιού
Ο Πωρικολόγος είναι ένα σύντομο σατιρικό έργο, που εντάσσεται στα τέλη του 12ου καις αρχές του 13ου αιώνα.
Το κείμενο, γραμμένο στη γλώσσα της εποχής, στην οποία είναι ευδιάκριτος πλέον ο νεοελληνικός λόγος, έχει τη μορφή των πρακτικών μιας δίκης στο βασίλειο των φυτών και μας δίνει πολύτιμες μαρτυρίες για τις διατροφικές δυνατότητες που είχε ο Βυζαντινός πολίτης , όσον αφορά τα φρούτα και τα λαχανικά .
Πέρα από τον ευδιάκριτο διδακτικό χαρακτήρα του , που αφορά τις βλαβερές συνέπειες της χωρίς μέτρο οινοποσίας, το κείμενο μας δίνει μια συγκαλυμμένη εικόνα του κόσμου των αξιωματούχων του βυζαντινού κράτους όπου βασιλεύουν η ίντριγκα και η διαβολή.
Ο βασιλιάς Κυδώνιος, μαζί με τον λογοθέτη Μήλο, τον πρωτοβεστιάριο Νεράντζι, τον μεγάλο δρουγγάριο Λεμόνι και άλλους επισήμους, δέχεται την καταγγελία της Σταφυλής ότι ορισμένοι άρχοντες συνωμότησαν κατά της εξουσίας του.
Στο δικαστήριο που συγκαλείται, μάρτυρες κατηγορίας προσέρχονται η ηγουμένη Ελιά, η οικονόμος του μοναστηριού Φακή, η μοναχή Σταφίδα κ.ά. Την υπεράσπιση της Σταφυλής αναλαμβάνει το Κρεμμύδι, αλλά τελικά αποκαλύπτεται ότι οι κατηγορίες ήταν συκοφαντίες.
Η τιμωρία της ενόχου είναι να κρέμεται από στραβό ξύλο, να κόβεται και να πατιέται από τους ανθρώπους· να πίνουν το αίμα της οι άνθρωποι, να λένε λόγια ασυνάρτητα, να μην μπορούν να κρατήσουν την ισορροπία τους και να τους κοροϊδεύουν όλοι.
Τα φυτά θαυμάζουν τη σοφία και τη δικαιοσύνη του βασιλιά και του εύχονται ευτυχία και μακροζωία. Παρόλο που σήμερα είναι σχεδόν αδύνατον να καταλάβουμε ποια είναι τα πρόσωπα που ο συγγραφέας ήθελε να διακωμωδήσει, η γενική θυμηδία δεν κρύβει το ηθικοπλαστικό νόημα του έργου, που δεν είναι άλλο από την καταδίκη του μεθυσιού.
******************************
«Πωρικολόγος» ή δίκη και καταδίκη της Σταφύλου
ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΥΩΧΟ
Πηγή: kathimerini.gr
(Φωτογραφία: Shutterstock)
«Και
μεις τώρα, μήνα Τρυγητή, λέμε αμήν και πότε να βράσει ο μούστος και να
βγουν τα πρώτα φρέσκα κρασιά, να ευφρανθεί η καρδία μας.»
Λέει ο Παλαμάς: «Στα τραχιά κλήματα βαριά τα ζουμερά σταφύλια / της
φτώχειας είναι ο θησαυρός, της ομορφιάς η ζήλια». Δεν θα συμφωνούσε όμως
ο άγνωστος συγγραφέας του βυζαντινού λαϊκού αφηγήματος του 12ου-13ου
αιώνα που φέρει τον τίτλο «Πωρικολόγος», δηλαδή αυτός που μιλάει για τις
οπώρες. Σ’ αυτό το άτεχνο πεζό, με τις πολλές σωζόμενες παραλλαγές,
προσωποποιημένη η Στάφυλος καταδικάζεται να είναι η γενεσιουργός όλων
των κακών της οινοποσίας.
Η δίκη της διεξάγεται «βασιλεύοντος του πανενδοξοτάτου Κυδωνίου», ο οποίος είναι και πρόεδρος του δικαστηρίου, «και ηγεμονεύοντος του περιβλέπτου Κίτρου». Δικαστές της ο Ρόδιος, ο Απίδιος, ο Μήλος, ο Νεράντσιος, ο Μοσχοκαρύδιος· όλοι τους αξιωματούχοι του Παλατίου. Γραμματείς του δικαστηρίου ο Σύκος, ο Βατσίνος (βατόμουρο), ο Τζίτζιφος και ο Κεράσιος.
Η Στάφυλος ισχυρίζεται ενώπιον του βασιλιά-προέδρου ότι οι άρχοντες Πιπέριος, Θρίμπος (θρούμπι) και Καναβούριος καταφρονούν τα προστάγματά του. Ο βασιλιάς τη ρωτάει αν έχει μάρτυρες, και η Στάφυλος του απαντά: «Ναι, δέσποτα βασιλεύ Κυδώνιε, έχω Ελαίαν την κυράν ηγουμένην, Φακήν την κυρά οικονόμισσα, Φάσουλον τον μαυρόματον». Πετιέται όμως εκείνη τη στιγμή «ο κύρις Κρουμμύδιας μετά κόκκινης στολής» διπλοντυμένος, τριπλοντυμένος, με το γένι του να σέρνεται κάτω, και όλος χολή λέει στον βασιλέα: «Ω δέσποτα βασιλεύ Κυδώνιε, ορκίζομαι στον αδελφό μου τον Σκόρδο και τον εξάδελφό μου τον Σινάπη και τον ανηψιό μου τον Ρεπάνη, τον συμπέθερό μου τον Πράσο τον μακρυγένη και τον θείο μου τον Κάρδαμο ότι ψέμματα σου λέει η Σταφυλή».
Ο βασιλέας Κυδώνιος απευθύνεται τότε στους παρισταμένους Μαρούλιο, Αντίδιο και άλλους και τους ζητά να κρίνουν τα όσα είπε ο Κρομμύδιος. Γίνεται συμβούλιο όλων των αρχόντων και κρίνουν ψεύτρα τη Στάφυλο. Τότε ο βασιλέας Κυδώνιος στρέφεται στη Στάφυλο και την καταδικάζει λέγοντας: «Στάφυλε ψεύτρια [...] από στραβού ξύλου να κρεμασθείς, υπό μαχαιρών κοπείς, υπό ανδρών πατηθείς, και το αίμα σου να πίνουν οι άνδρες να μεθούσιν», να μην ξέρουν τι κάνουνε, να λένε λόγια μπερδεμένα δαιμονιζόμενοι από το αίμα σου «και από τοίχον σε τοίχον να παραδέρνουν! Και οι όρνιθες να τους τσιμπούσιν» και αυτοί να μην παίρνουν χαμπάρι, «Στάφυλε ψεύτρια».
Και μετά από αυτά, είπαν οι άρχοντες στον Κυδώνιο: «Εις πολλά έτη, βασιλεύ Κυδώνιε, εις πολλά έτη, ότι εσέ πρέπει το βασίλειον, ως ευγενικός όντως όλων. Αμήν».
Και μεις τώρα, μήνα Τρυγητή, λέμε αμήν και πότε να βράσει ο μούστος και να βγουν τα πρώτα φρέσκα κρασιά, να ευφρανθεί η καρδία μας, κι ας λέει ό,τι θέλει ο βασιλέας Κυδώνιος, που μαγειρευτός δένει σε ωραία σάλτσα με κρασί κόκκινο, στο χρώμα της πορφύρας, όπως ταιριάζει σ’ έναν βασιλέα.
Αλλά μέχρι να ψηθεί το φρέσκο κρασί, ας απολαύσουμε τα όμορφα «ζουμερά σταφύλια» του Παλαμά.
Η δίκη της διεξάγεται «βασιλεύοντος του πανενδοξοτάτου Κυδωνίου», ο οποίος είναι και πρόεδρος του δικαστηρίου, «και ηγεμονεύοντος του περιβλέπτου Κίτρου». Δικαστές της ο Ρόδιος, ο Απίδιος, ο Μήλος, ο Νεράντσιος, ο Μοσχοκαρύδιος· όλοι τους αξιωματούχοι του Παλατίου. Γραμματείς του δικαστηρίου ο Σύκος, ο Βατσίνος (βατόμουρο), ο Τζίτζιφος και ο Κεράσιος.
Η Στάφυλος ισχυρίζεται ενώπιον του βασιλιά-προέδρου ότι οι άρχοντες Πιπέριος, Θρίμπος (θρούμπι) και Καναβούριος καταφρονούν τα προστάγματά του. Ο βασιλιάς τη ρωτάει αν έχει μάρτυρες, και η Στάφυλος του απαντά: «Ναι, δέσποτα βασιλεύ Κυδώνιε, έχω Ελαίαν την κυράν ηγουμένην, Φακήν την κυρά οικονόμισσα, Φάσουλον τον μαυρόματον». Πετιέται όμως εκείνη τη στιγμή «ο κύρις Κρουμμύδιας μετά κόκκινης στολής» διπλοντυμένος, τριπλοντυμένος, με το γένι του να σέρνεται κάτω, και όλος χολή λέει στον βασιλέα: «Ω δέσποτα βασιλεύ Κυδώνιε, ορκίζομαι στον αδελφό μου τον Σκόρδο και τον εξάδελφό μου τον Σινάπη και τον ανηψιό μου τον Ρεπάνη, τον συμπέθερό μου τον Πράσο τον μακρυγένη και τον θείο μου τον Κάρδαμο ότι ψέμματα σου λέει η Σταφυλή».
Ο βασιλέας Κυδώνιος απευθύνεται τότε στους παρισταμένους Μαρούλιο, Αντίδιο και άλλους και τους ζητά να κρίνουν τα όσα είπε ο Κρομμύδιος. Γίνεται συμβούλιο όλων των αρχόντων και κρίνουν ψεύτρα τη Στάφυλο. Τότε ο βασιλέας Κυδώνιος στρέφεται στη Στάφυλο και την καταδικάζει λέγοντας: «Στάφυλε ψεύτρια [...] από στραβού ξύλου να κρεμασθείς, υπό μαχαιρών κοπείς, υπό ανδρών πατηθείς, και το αίμα σου να πίνουν οι άνδρες να μεθούσιν», να μην ξέρουν τι κάνουνε, να λένε λόγια μπερδεμένα δαιμονιζόμενοι από το αίμα σου «και από τοίχον σε τοίχον να παραδέρνουν! Και οι όρνιθες να τους τσιμπούσιν» και αυτοί να μην παίρνουν χαμπάρι, «Στάφυλε ψεύτρια».
Και μετά από αυτά, είπαν οι άρχοντες στον Κυδώνιο: «Εις πολλά έτη, βασιλεύ Κυδώνιε, εις πολλά έτη, ότι εσέ πρέπει το βασίλειον, ως ευγενικός όντως όλων. Αμήν».
Και μεις τώρα, μήνα Τρυγητή, λέμε αμήν και πότε να βράσει ο μούστος και να βγουν τα πρώτα φρέσκα κρασιά, να ευφρανθεί η καρδία μας, κι ας λέει ό,τι θέλει ο βασιλέας Κυδώνιος, που μαγειρευτός δένει σε ωραία σάλτσα με κρασί κόκκινο, στο χρώμα της πορφύρας, όπως ταιριάζει σ’ έναν βασιλέα.
Αλλά μέχρι να ψηθεί το φρέσκο κρασί, ας απολαύσουμε τα όμορφα «ζουμερά σταφύλια» του Παλαμά.
ΔΙΗΓΗΣΙΣ ΤΟΥ ΠΩΡΙΚΟΛΟΓΟΥ.
el.wikisource.org
Βασιλεύοντος του πανενδοξοτάτου Κυδωνίου καὶ ἡγεμονεύοντος τοῦ περιβλέπτου Κίτρου, συνεδριάζοντος δὲ Ῥῳδίου τοῦ ἐπικέρνη, Ἀπιδίου του πρωτονοταρίου, Μήλου τοῦ λογοθέτου, Νεραντσίου του πρωτοβεστιαρίου, Ῥοδακίνου τοῦ πρωτοστάτορος, Δαμασκήνου τοῦ πρωτοβελλισίμου, Πιστακίου του καίσαρος, Λεμονίου τοῦ μεγάλου δρογγαρίου, Κουκουναρίου τοῦ ἐπικέρνη, Μοσχοκαρυδίου τοῦ μεγάλου ἄρχοντος, Μουσπούλου, Σούρβου, Σύκου, Βατσίνου, Τζιντζίφου, καὶ Κερασίου, τῶν γραμματικῶν·
αὐτῶν δὲ παρισταμένων παρέστη καὶ ἡ Στάφυλος ἀναγγέλλουσα ταῦτα
„ὦ δέσποτα βασιλεῦ Κυδώνιε, γνωστὸν ἔστω τῆς ἁγίας σου βασιλείας, ὅτι ὁ πρωτοσέβαστος Πιπέριος μετὰ Κυμίνου τοῦ κόμητος καὶ Θρίμπου του πρωτοσπαθαρίου, Καναβουρίου τοῦ μεγάλου ἄρχοντος, Κανίου πρατούκτορος, Δισικαμίνου, Προύνου τε καὶ Βατσίνου, [καὶ τῶν σῶν πραγμάτων καταφρονοῦσι], Τζιντζιφορεβίθου τε καὶ Ἀνακακάβου, Βραβούλου τε καὶ Κουμάρου, Κρανίου τε καὶ Βαλανίου τῶν ἀνυμνητέων, Ἀνήθου τε καὶ Μαράθου, Κολιάνδρου καὶ Δενδρολιβάνου, καὶ τῶν σῶν προσταγμάτων καταφρονοῦσιν καὶ κατὰ τῆς βασιλείας σου ἄτοπα ἐπιτηδεύουσιν, ὦ δέσποτα βασιλεῦ Κυδώνιε.“
ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ βασιλεύ(ς) Κυδώνιος καὶ θυμοῦ πλησθεὶς ἔφη πρὸς αὐτήν
„ἔχεις μάρτυράς τινας;“
ἡ δὲ ἔφη
„ναί, δέσποτα βασιλεῦ Κυδώνιε, ἔχω Ἐλαίαν τὴν κυρὰ ἡγουμένην, Φακῆν τὴν κυρὰ οἰκονόμισσα, Σταφίδα τὴν κυρὰ καλογραῖαν· ἔχω Ῥέβιθον τὸν κουκουβαϊομύτην, Φάσουλον τὸν κοιλιοπρήστην καὶ μαυρόμματον, Κρόκον τὸν αἱματοδόχον καὶ πνευματόμαχον, καὶ Λάθυρον τὸν ἀκέφαλον.“
Εὐθὺς δὲ ἐξεπήδησε καὶ ὁ κύρις Κρομμύδιος μετὰ κόκκινης στολῆς δισέντυτος, τρισέντυτος, τὸ γένειον αὐτοῦ χάμαι συρόμενον, καὶ μετὰ δριμείας χολῆς τοὺς λόγους τούτους πρὸς τὸν βασιλέα ἀπεκρίνατο
„ὦ δέσποτα βασιλεῦ Κυδώνιε, ὀμνύω σε οὕτως· μὰ τὸν ἀδελφόν μου Σκόρδον καὶ τὸν ἐξάδελφόν μου τὸν Σινάπη, καὶ ἀνιψιόν μου τὸν Ῥεπάνην, καὶ συμπέθερόν μου Πράσον τὸν μακρυγένην, καὶ θεῖόν μου τὸν Κάρδαμον τὸν δριμύτατον πάνυ, καὶ υἱόν μου τὸν Ταρκὸν, καὶ Γογγύλην τὸν δεύτερόν μου υἱόν, 40 καὶ μὰ τὰ Ἀνηθομαλαθρόκουκα τοὺς συγγενεῖς μου, εἰς τούτους ὅλους σὲ ὀμνύω, δέσποτα βασιλεῦ Κυδώνιε, ὅτι ψεῦδος ἀνήγγειλε ἡ Στάφυλος πρὸς τὴν βασιλείαν σου, δέσποτα βασιλεῦ Κυδώνιε.“
ὁ δὲ βασιλεύς Κυδώνιος ἔφη πρὸς τοὺς παρεστώτας
„Σεβαστὲ Μαρούλιε, Φρύγιε πρωτοσπαθάριε καὶ Ἀντίδιε πρωτοκαθήμενε τοῦ βισταρίου, καὶ ἔπαρχον Χρυσολάχανον, Σπάνιε κουροπαλάτη, καὶ Σεῦκλε κοντόσταυλε, Γλιστρίδα τε καὶ Κουδούμεντε, καὶ Δαῦκο καὶ Σέλινε, οἱ καὶ τὰς βίβλους κρατεῖτε, κρίνατε πρὸς ἑαυτοὺς καθὼς ὁ Κύριος Κρομμύδιος ἀπεφθέγξατο τὸ κἄτινος ψευδῆ.“
οἱ δὲ εἶπον
„ὦ δέσποτα βασιλεῦ Κυδώνιε, τὴν δικαίαν κρίσιν θέλομεν, ἱκετεύομέν σε τοῦ προστάξαι ἐλθεῖν τοὺς ἄρχοντος καὶ ἡγεμόνας.“
προστάξαντος οὖν τοῦ βασιλέως καὶ εἰσελθόντων τῶν ἀρχόντων, παρίστανται καὶ οἱ μετ’ αὐτῶν βάραγγοι, ὁ Καρύδιος τε καὶ ὁ Κάστανος καὶ ὁ Λεπτοκάρυος, ὁ Φοινικός τε καὶ ὁ Πιστάκιος, ὁ Βερίκοκκός τε καὶ ὁ Λουπινάριος καὶ ὁ Κολοκύνθιος καὶ ὁ Σμιλάκιος, Λαγινίδιός τε καὶ ὁ Μανιτάριος, ὥσπερ 60 καὶ ἀληθεῖς μάρτυρες, ὁ δὲ του φουσάτου κριτὴς ἱλαρώτατος ὁ γέρων Πέπων, Τετράγγουρος ὁ σακελλάριος. Ἀγκινάρα καὶ Μελιτσάνα ἡ ἀκανθόῤῥαχος καὶ κακοθεώρητος, καὶ κρίναντες τὸ ἀληθές. ἐκάθισαν γοῦν τοῦτοι οἱ ἄρχοντες ἐπὶ θρόνου καὶ ἐξέτασαν ἀκριβῶς τούτους, ὡς καθὼς τοὺς ὥρισεν αὐτοὺς καὶ ἀπέστειλεν αὐτοὺς νὰ ἐξετάξουν ὁ αὐθέντης ὁ βασιλεὺς Κυδώνιος. λοιπόν οὐδὲν ἐπαρήκουσαν τὸν ὁρισμόν του, ἀμμὴ ἐδιάβησαν καὶ ἔκριναν αὐτοὺς καὶ ἐγύρευσαν τὸ τίνος ἒν τὸ δίκαιον, ὡς φρόνιμοι. λοιπὸν ὡς καθὼς λόγους ἐξέταξαν ἀκριβῶς καὶ εἶδαν τίς ἔναι ψεύστης, ἡ ὁ Κρομμύδιος ὁ κοκκινοφόρος ἢ ἡ Στάφυλος ἡ μαυροφόρος. καὶ ὡς εἶδαν ἀκριβῶς οἱ κριταὶ, εἴδασιν καὶ εὑρήκασι καὶ ἔκριναν τὴν Στάφυλον ὡς ψευδήν, [ὦ βασιλεῦ Κυδώνιε].
ἡ δὲ Στάφυλος ἀναγγέλλουσα πάλιν δεύτερον ψεῦδος ὡς ἀδιάντροπος πρὸς τὸν βασιλέα ἔφη
„ὦ δέσποτα βασιλεῦ Κυδώνιε, ὁ Ῥοδάκινος ὁ περσικώτατος ἔχει τὸ βέλος αὐτοῦ ἠκονημένον ἵνα θέσῃ ἐπὶ τὸν τράχηλόν σου. ὁ δὲ θεῖος Πέπων ἐχλεμπονίασε καὶ ἐπρήστη, καὶ αὐτὸς ἐπαρελύθη καὶ ὑπὸ φλεγμονῆς ἔχασκεν, καὶ τρέχει ἡ γαστέρα αὐτοῦ ἔσω.“
τότε ὁ βασιλεύς Κυδώνιος ἀπεκρίνατο μὲ μανίαν μεγάλην καὶ μὲ θυμὸν ἐκατηράθη μεγάλως τὴν Στάφυλον, ταῦτα λέγων ὁ βασιλεὺς Κυδώνιος
„ἐὰν ψεῦδος ἐλάλησας πρὸς τὴν βασιλείαν μου, ταῦτα σοῦ καταρώμεν, Στάφυλος ψεύτρια, καὶ καταρῶ σε νὰ πάθῃς καὶ δίδω ἀπόφασιν νὰ τὄχῃς πάντοτε· ὑπὸ στραβοῦ ξύλου κρεμασθῇς, ὑπὸ μαχαιρῶν κοπῇς, ὑπὸ ἀνδρῶν πατηθῇς, καὶ τὸ αἷμά σου νὰ πίνουν οἱ ἄνδρες νὰ μεθοῦσιν, νὰ μηδὲν ἠξεύρουν τί ποιοῦσιν, καὶ νὰ λέγουν λόγια κλωθογύριστα, σάταλα πάταλα, ὡς δαιμονιζόμενοι ἀπὸ τὸ αἷμά σου, Στάφυλε, καὶ ἀπὸ τοῖχον εἰς τοῖχον νὰ μηδὲν ἀποβγαίνουν, καὶ ἀπὸ φάτνην εἰς φάτνην νὰ παραδέρνουν, ὡς ὄνος εἰς τὸ λιβάδιν νὰ κυλίωνται, καὶ κωλοθέας νὰ κροῦσιν εἰς τὰ πάλματα, καὶ νὰ κοιμῶνται εἰς τὰς ῥύμνας καὶ νὰ ἐμπηλόνωνται, χοιρίδια νὰ τοὺς ἀναμυτίζουν καὶ κάταις νὰ τοὺς γλύφουν, καὶ τὰ γένειά των νὰ ξεράσουν, καὶ ᾑ ὄρνιθες νὰ τοὺς τσιμποῦσιν, καὶ τοῦτοι νὰ μηδὲν γνώθουν ἐκ τὸ αἷμά σου, Στάφυλε ψεύτρια.“
ἐτοῦτα γοῦν ἐκατηράθην ὁ βασιλεὺς Κυδώνιος τοῦ Στάφυλος διατί ἐλάλησε ψεῦδος ἔμπροσθεν τῆς βασιλείας του. εὐθὺς οὖν εἶπον οἱ ἄρχοντες
„εἰς πολλὰ ἔτη, δέσποτα βασιλεῦ Κυδώνιε, εἰς πολλὰ ἔτη, ὅτι ἐσὲ πρέπει τὸ βασίλειον, ὡς εὐγενικὸς ὄντως ὅλων. ἀμήν.“
__________________________
Σατιρικό και διδακτικό λαϊκό βυζαντινό έργο του 12ου ή 13ου αιώνα
Είδος: Κλασική λογοτεχνία
Εκδόσεις Ενδυμίων
Άδεια διανομής: Ελεύθερη διάθεση
Σελίδες: 15
Έτος έκδοσης: 2013
✔ Κατεβάστε το e-book:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου