Πέμπτη, Οκτωβρίου 17, 2019

Ἐν τίνι, ἐρωτῶμεν καὶ αὖθις, δικαιώματι οἱ κύριοι οὗτοι (καπνισταί) μολύνουσιν οὕτω ἐγωϊστικῶς τὸ μόνον πολύτιμον παντὸς ἀνθρώπου δῶρον, — τὸν καθαρὸν καὶ ὑγιεινὸν ἀέρα;

Με αφορμή τον αντικαπνιστικό νόμο  που ψηφίστηκε σχεδόν ομόφωνα εχθές από τη βουλή, ανασύραμε από τη λήθη ένα έξοχο κείμενο μιας διακεκριμένης προσωπικότητας της νομικής και πολιτικής ζωής της Ελλάδας , του Γεωργίου Φιλάρετου*. 
Στο κείμενο αυτό  , τόσο ζωντανό  μολονότι γραμμένο εδώ και εκατό τριάντα χρόνια ,  ο  Φιλάρετος έθετε με τον πιο πειστικό  αλλά και γλαφυρό τρόπο τις βλαβερές συνέπειες του καπνίσματος, στυλιτεύοντας παράλληλα την αντιδημοκρατική συμπεριφορά των καπνιστών , που γράφουν στα παλαιότερα των υποδημάτων τους  το δικαίωμα των μη καπνιστών για καθαρό αέρα .
 Σχετική εικόνα
  
Γεωργίου Φιλάρετου
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ και ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ

ΤΩΝ ΚΑΠΝΙΖΟΝΤΩΝ ΚΑΙ ΜΗ

ΟΙ ἱστορικοὶ μᾶς ἐδίδαξαν διὰ διαφόρων δημοσιευμάτων τὴν ἱστορίαν τοῦ φυτοῦ ἐκείνου, ὅπερ εἰς μὲν τοὺς καπνίζοντας γεννᾷ ἰδέας, — ὡς αὐτοὶ λέγουσιν, — εἰς δὲ τοὺς ἐπιδιώκοντας τὸ ἰσοζύγιον τοῦ προϋπολογισμοῦ ὄνειρα μυθωδῶν ὑπὲρ τοῦ δημοσίου ταμείου εἰσπράξεων· ἐννοεῖται βεβαίως, φίλε κύριε Σκόκε, εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς, ὅτι πρόκειται περὶ τοῦ καπνοῦ, ὅστις τὰ μὲν θυλάκια τῶν κυρίων πληροῖ ἀπὸ προμηθείας παντοειδεῖς, — μηδὲ τῶν εὐφλέκτων ὑλῶν ἐξαιρουμένων, — εἰς δὲ τὴν ῥῖνα τῶν κυριῶν προκαλεῖ ἀηδίαν, ὁσάκις θελήσωσι νὰ πλησιάσωσι τὸ στόμα τῶν καπνιζόντων.... δι’ οἱονδήποτε λόγον.
Οἱ ἰατροὶ ὑπέδειξαν ἡμῖν πλέον ἢ ἅπαξ τὰς εἰς τὴν ὑγείαν ὀλεθρίας τῆς νικοτιανῆς συνεπείας, ἃς οὐδεὶς πλέον τολμᾷ ν’ ἀρνηθῇ σπουδαίως. Πάντες οἱ ἐρασταὶ τοῦ σχηματίζειν τὰ λίαν εὐκόλως διαλυόμενα τοῦ καπνοῦ νέφη ὁμολογοῦσι μὲν διὰ χριστιανικῆς φιλαληθείας, ἣν ἤθελον ζηλεύσει καὶ αὐτοὶ οἱ ἐνώπιον τῶν δικαστηρίων ἐπὶ τοῦ εὐαγγελίου ὁρκιζόμενοι μόνον καὶ μόνον ἵνα ψευσθῶσιν, — ὁχυροῦνται ὅμως πρὸ τῆς ἀπολύτου δῆθεν ἀδυναμίας νὰ κόψωσι τὸν καπνὸν μετ’ εὐγλωττίας, οὐχὶ ὅμως λίαν πειστικῆς ἥτις ἐν τούτοις ὑπηγόρευσε καὶ ὡραίαν εὐφυιολογίαν εἴς τινα ψυχολόγον πρωθυπουργόν, θελήσαντα νὰ καθησυχάσῃ ὁλόκληρον τὴν φάλαγγα τῆς ἀντιπολιτεύσεως, ἀνησυχούσης ἐν ἱερᾷ ἀγανακτήσει χάριν τῆς ἀτυχοῦς πατρίδος διὰ τὴν μείωσιν τῶν εἰσπράξεων τοῦ δημοσίου ὡς ἐκ τῆς αὐξήσεως τοῦ ἐπ’ τοῦ καπνοῦ φόρου «Ἡσυχάσατε, Κύριοι! — εἶπεν ὁ πρωθυπουργὸς ἐκεῖνος πρὸς τοὺς πατέρας τοῦ ἔθνους, οἵτινες ἐφοβοῦντο, ὅτι πολλοὶ φορολογούμενοι διὰ μιᾶς ἤθελον κόψει τὸν καπνόν· — ὁ ἄνθρωπος εὐκόλως κόπτει πλεονεκτήματα, ἀλλ’ οὐχὶ καὶ ἐλαττώματα.» Καὶ εἶχε δίκαιον! διότι δὲν εἶναι σπάνιον τὸ φαινόμενον καὶ ἀσθενῶν ἔτι, κατασπαταλωμένων πρὸς βελτίωσιν τῆς ὑγείας των, ἀλλὰ μὴ ἐχόντων τὴν θέλησιν νὰ παύσωσι δηλητηριάζοντες τὸ αἷμα των καὶ νὰ μολύνωσι τὴν ἀτμοσφαῖραν διὰ τοῦ καπνοῦ τοῦ βρωμεροῦ καὶ βλαβεροῦ φυτοῦ διότι καὶ πολλοὶ ἄλλοι, στερούμενοι τῶν πρὸς τροφήν, προτιμῶσι πολλάκις καὶ αὐτοῦ τοῦ ἄρτου… τὸν καπνόν!
Οἱ διδάσκαλοι καὶ οἱ γονεῖς δὲν παύουσι κακοσυνιστῶντες τὴν συνήθειαν τῶν μικρομεγάλων νεανίσκων, οἵτινες ἐκ πόθου τοῦ νὰ συγκαταριθμηθῶσι μεταξὺ τῶν ἡλικιωμένων, ἐκ νεαρωτάτης ἡλικίας πρὸς σκάνδαλον τῶν νεωτέρων καπνίζουσι μεθ’ ὕφους μαχμουρλῆ ὀθωμανοῦ τὸ σιγαρέτον των. Κόποι μάταιοι! Οἱ νεανίσκοι ἀρχίζουσιν ἐκ συνηθείας καὶ καταλήγουσιν εἰς πάθος ὀλέθριον....
Οἱ Εἰσαγγελεῖς κατακεραυνοβολοῦσι διὰ ῥητορικῶν μύδρων τοὺς ἐπὶ τοῦ ἑδωλίου τῶν κατηγορουμένων καθημένους πυρπολητὰς δασῶν ἢ οἰκιῶν ἐκ τοῦ ἀφελῶς ῥιφθέντος σιγάρου των. Οὐδεὶς συνετίζεται· ἴσως διότι κατὰ τὸ διάλειμμα τῆς διασκέψεως πράττουσι ταῦτ’ αὐτὸ κατήγοροι, δικασταὶ καὶ δικηγόροι, ἐκθέτοντες εἰς κίνδυνον καὶ αὐτὰ τὰ δικαστικὰ ἀρχεῖα……
....................................................................................................................................................................................................................................................
....................................................................................................................................................................................................................................................
Ἡ πρόθεσις λοιπὸν ἡμῶν δὲν εἶναι νὰ σφετερισθῶμεν ἄλλων δικαιώματα· ἀφίνομεν εἰς τοὺς ἁρμοδίους τὴν ἐξέτασιν τοῦ ἀμερικανικοῦ δώρου ὑπὸ ἱστορικήν, ἰατρικήν, ἠθικήν, φορολογικήν, ποινικὴν καὶ… ἐρωτικὴν ἔποψιν. Ἴσως, ἴσως μάλιστα πάντα ταῦτα ἐξητάσθησαν ἐν τῷ πρὸ μικροῦ συγκροτηθέντι ἐν Παρισίοις περὶ καπνοῦ συνεδρίῳ, οὗτινος δὲν ἀνέγνωμεν ἔτι ἀτυχῶς τὰ πρακτικά. Ὁ σκοπὸς ἡμῶν εἶναι μετριώτερος, ἀλλὰ καὶ «συνταγματικώτατος». Σκοποῦμεν νὰ ἐρωτήσωμεν τοὺς καπνίζοντας, ἐὰν μᾶς ἐπιτρέπωσιν: «Ἐν τίνι δικαιώματι ἐνοχλοῦσι δεινῶς τοὺς πλησίον των διὰ τῆς ἀνθυγιεινῆς δυσωδίας τοῦ σιγαρέτου, τοῦ σιγάρου, τοῦ τσιμπουκίου ἢ τοῦ ναργιλέ των
Νομίζομεν, ὅτι δὲν εἴμεθα ἀναρμόδιοι, ὅπως ἀπευθύνωμεν τὴν τοιαύτην ἐρώτησιν: α) διότι δὲν καπνίζομεν· β) διότι ἔχομεν ὅλην τὴν πεῖραν τῶν καπνιζόντων, ἀφοῦ καὶ ἡμεῖς ἄλλοτε ὑπεπέσαμεν εἰς τὸ ἔγκλημα τοῦ καπνίζειν, ἀλλ’ ἐξηγνίσθημεν πρὸ δεκαετηρίδων δύο περίπου.
Πιθανὸν ἄλλα ἐπικαιρότερα θέματα νὰ προκαλῶσι μεῖζον ἐνδιαφέρον διὰ τοὺς ἀναγνώστας τοῦ Ἡμερολογίου σας, ὡς τὸ περὶ καταργήσεως τῆς θανατικῆς ποινῆς πρὸς.... ἐξάλειψιν τῆς λῃστείας ἢ διὰ τὰς ἀναγνωστρίας σας τὸ περὶ καταργήσεως τῆς tournure, ἥτις παρεμόρφου τερατωδῶς ἓν τμῆμα τοῦ γυναικείου σώματος· ἀλλ’ ἐπιτρέψατε μοι, παρακαλῶ, νὰ φρονῶ ὅτι καὶ τὸ ὑπὸ ἐξέτασιν δὲν στερεῖται ἐντελῶς ἐνδιαφέροντος τινος, ἀφοῦ ἓν μέγα μέρος τῆς ἀνθρωπότητος καὶ δὴ ἡ πλειονοψηφία αὐτῆς, συγκειμένη μάλιστα κατὰ τὸ πλεῖστον ἐκ τοῦ ὡραίου φύλου, δεινῶς μαστίζεται ὑπὸ τοῦ ἀμειλίκτου τῶν καπνιστῶν πολέμου. Εἶναι ἀληθές, ὅτι εἰς τὴν τελευταίαν στατιστικὴν τὸ ἁρμόδιον τοῦ Ὑπουργείου τῶν Ἐσωτερικῶν τμῆμα δὲν ἐσκέφθη νὰ ζητήσῃ τὴν ἀπαρίθμησιν τῶν ἐχόντων τὸ πάθος τοῦ καπνοῦ, ἵνα γνωρίζωμεν καὶ τὸν ἀριθμὸν τῶν μὴ καπνιζόντων καὶ ἀναξιοπαθούντων· ἀλλ’ οὐδεὶς δύναται σπουδαίως ν’ ἀμφισβητήσῃ, — εὐτυχῶς διὰ τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν, — ὅτι οἱ δοῦλοι τῆς Α. Μ. τοῦ τυράννου καπνοῦ, ἀνὰ πᾶσαν τὴν ὑφήλιον διασπαρέντες, ὑπεραρκοῦσιν εἰς παρενόχλησιν πάντων καὶ πασῶν. Ἐν συγκρίσει ὅμως πρὸς τὸν ὅλον πληθυσμὸν βεβαίως εὐαριθμότεροι τυγχάνουσιν, ἐκτὸς ἐὰν ὑπῆρχέ τις καὶ ἐν ἔτει 1890 ὁ τολμῶν, ὡς ἄλλοτε ἐν συνόδῳ πατέρων ἁγίων, νὰ ὑποστηρίξῃ πειστικῶς, ὅτι ἡ γυνὴ εἶναι μὲν ζῶον, ἀλλ’ οὐχὶ καὶ ἄνθρωπος, — τοῦθ’ ὅπερ, ἡμεῖς τοὐλάχιστον, ἀποκρούομεν μετ’ ἀγανακτήσεως καὶ δι’ ὅλης τῆς δυνάμεως τῶν πνευμόνων ἡμῶν εἰς αἰῶνα, καθ’ ὃν ἡ γυνὴ ἔχει ὑπὸ τὰς διαταγάς της δίκην ὑπηκόου, ἵνα μὴ εἴπωμεν δούλου, τὸν ἄνδρα.
Πιθανὸν οἱ ἄγαν φιλελεύθεροι, οἵτινες χάριν δημοκοπίας δὲν δυσκολεύονται ἐνίοτε νὰ κολακεύωσι καὶ αὐτοὺς τοὺς εἰς οἱαδήποτε πάθη ὑποκειμένους, ν’ ἀνακράξωσι λέγοντες, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐλεύθερος ἀπεριορίστως, δυνάμενος ἑπομένως καὶ ν’ αὐτοκτονῇ, ὅταν τὸ ἀποφασίζῃ εἴτε διὰ μιᾶς εἴτε βαθμηδὸν.... ἔστω! πρὸς ἀποφυγὴν μακρῶν συζητήσεων δεχόμεθα τοῦτο· ἀλλ’ ὑπενθυμίζομεν ὅ,τι ἐδίδαξεν ἡμῖν ὁ τοῦ Συνταγματικοῦ δικαίου καθηγητής: Πᾶν δικαίωμα, μᾶς ἔλεγεν, ἔχει καὶ ἀντίστοιχον καθῆκον, πρὸς κανονικὴν δὲ καὶ εὔρυθμον λειτουργίαν παντὸς πολιτεύματος ὁ πολίτης ἔχει σφαῖραν δικαιωμάτων, ἅτινα λήγουσιν ἐκεῖ ἔνθα ἄρχονται τὰ δικαιώματα τοῦ ἄλλου.
Ἐὰν οὐ μόνον οἱ πολῖται, ἀλλὰ καὶ πάντες οἱ κάτοικαι μιᾶς πόλεως ἀδιακρίτως γένους, ἡλικίας καὶ ἐθνικότητος εἶναι ἴσοι ἐνώπιον τῶν νόμων τῆς ὑγιεινῆς καὶ τῆς καθαριότητος, νομίζομεν, ὅτι οὐδεὶς ἔχει δικαίωμα μὲ θυσίαν τῆς ὑγείας καὶ τῆς εὐχαριστήσεως τῶν ἄλλων νὰ θεραπεύῃ τὰ πάθη καὶ τὰ ἐλαττώματά του.
Ἐπιθυμοῦμεν ν’ ἀκούσωμεν, εἰ δυνατόν, τοὺς κυρίους καπνιστάς, ποῦ ἆρά γε ἐρειδόμενοι εἰσάγουσιν ἐκ προμελέτης καὶ ἐσκεμμένως εἰς τοὺς ῥώθωνας, τοὺς ὀφθαλμούς, τὰ ὦτα καὶ τὸ στόμα τῶν μὴ καπνιζόντων τὴν βρωμερὰν καὶ νοσηρὰν νικοτιανήν των; Δὲν λυποῦνται τοὐλάχιστον τοὺς δημότας Ἀθηναίους, οἵτινες ἐκ τρυφερότητος δημαρχικῆς ἔχουσιν ἐπιτρέψει τὴν κατοχὴν ὅλων τῶν ἀσκεπῶν ὀπῶν τοῦ σώματός των εἰς τὸν κονιορτὸν τῆς κλασικῆς γῆς τῶν Ἀθηνῶν;
Ἐν τίνι, ἐρωτῶμεν καὶ αὖθις, δικαιώματι οἱ κύριοι οὗτοι μολύνουσιν οὕτω ἐγωϊστικῶς τὸ μόνον πολύτιμον παντὸς ἀνθρώπου δῶρον, — τὸν καθαρὸν καὶ ὑγιεινὸν ἀέρα; Ὁ χασμώμενος χωρὶς νὰ θέσῃ τὴν χεῖρα πρὸ τοῦ στόματος θεωρεῖται ἀγροῖκος. Ὁ τρώγων σκόροδα, — ἔστω καὶ κατὰ παραγγελίαν ἰατρικήν, — συναναστρεφόμενος δὲ μετὰ τῶν μὴ τρωγόντων τοιαῦτα, καλεῖται χλευαστικῶς σκορδοφάγος βρωμερός. Ὁ διὰ φασουλίων ἐν καιρῷ νηστειῶν πρὸς ἐξιλασμὸν τῶν ἑαυτοῦ ἁμαρτιῶν ἐκτεθεὶς εἰς κοιλιακὰς ἀνωμαλίας ὀφείλει ἀπαραιτήτως νὰ κλεισθῇ ἑρμητικῶς εἰς μέρος, ἔνθα καὶ αὐτοὶ οἱ βασιλεῖς πορεύονται ἄνευ ὑπασπιστῶν καὶ διαγγελέων, ἄλλως θεωρεῖται ἀνάγωγος καὶ δικαίως..... Ἀλλὰ διατὶ ἆρά γε πάντες οὗτοι ὀφείλουσι νὰ λάβωσι τόσα προφυλακτικὰ μέτρα, ἵνα μὴ παρενοχλῶσι τοὺς λοιποὺς ἢ ὅπως μὴ καταταχθῶσι μεταξὺ τοῦ χαμάλη λαοῦ, ὡς αὐταρέσκως ἐβάπτισαν οἱ ψευδοαριστοκράται τῆς σήμερον τοὺς διὰ τῆς ἐργασίας των ἐργαζομένους, οἱ δὲ τὸν καθαρὸν ἀτμοσφαιρικὸν ἀέρα μολύνοντες ἐπὶ βλάβῃ τῆς ὑγείας τῶν ἄλλων εἰς οὐδένα ὑποβάλλονται περιορισμόν;
Εὑρίσκεσθε ἐργαζόμενος ἐν τῷ γραφείῳ σας· εἰσέρχεται ἓν ἀξιοσέβαστον ποῦρον, — καὶ σημειώσατε ἐν παρενθέσει, ὅτι τὸ ποῦρον δὲν καπνίζει ὁ χαμάλης λαός, διότι εἶναι ἀκριβόν, — σᾶς πληροῖ τὸ δωμάτιον μὲ τὴν εὐωδίαν του καὶ τοὺς τάπητας σας μὲ τὴν λευκόχρουν καὶ σπινθηροβολοῦσαν ἐκ κινδύνων πυρκαϊᾶς τέφραν, εἶτα δὲ ἀναχωρεῖ. Ἀνοίγετε τὰ παράθυρά σας, ἀλλ’, ἐὰν εἶναι χειμών, κρυολογεῖτε… Εἰσέρχεσθε εἰς λεωφορεῖον, εἰς σιδηρόδρομον, — οὐδόλως ὠφελούμενος ἐκ τοῦ εἰς πάσας τὰς γλώσσας γεγραμμένου «ἀπαγορεύεται τὸ καπνίζειν», — εἰς καφεῖον, εἰς λέσχην, εἰς ξενοδοχεῖον, εἰς θέατρον, εἰς δωμάτιον διασκέψεων, εἰς αἴθουσαν δικαστηρίου.... ἑλληνικοῦ. Πανταχοῦ πολιορκεῖσθε ἀπὸ σιγάρα καὶ σιγαρέτα πάσης ὁλκῆς καὶ μεγέθους, πνίγεσθε καὶ δὲν δύνασθε νὰ καταγγείλητε τοὺς παρενοχλοῦντας ὑμᾶς εἰς τὸν κύριον πάρεδρον ἢ εἰς τὸν ἀστυνόμον, ἢ εἰς τὸν εἰσαγγελέα, ἢ εἰς τὸν ὑπουργόν, ἢ εἰς τὴν Βουλήν· διότι, ἐὰν, ὡς συνήθως συμβαίνει, καπνίζουσι πάντες οὗτοι, θέλουσι λύσει τὸ ζήτημα μεροληπτικῶς, μυκτηρίζοντες ὑμᾶς. Τώρα δ’ ἐννοῶ, διατὶ αἱ γυναῖκες παραπονοῦνται κατὰ τῶν νόμων, τῶν ἀφορώντων αὐτάς, πικρῶς ἐπαναλαμβάνουσαι: «Βέβαια κατεσκευάσατε σεῖς οἱ ἄνδρες τοὺς νόμους κατὰ τὰ συμφέροντά σας!» — Οὕτω λοιπὸν καὶ σεῖς ἀνὴρ ἢ γυνὴ ἀδιάφορον, ἐξαρτᾶσθε ἀπὸ τὸ ἔλεος καὶ τὴν διάκρισιν τῶν καπνιστῶν, ἐὰν ἀμφισβητεῖτε τὰ θέλγητρα τοῦ καπνοῦ. Ἀλλὰ τοῦτο μοὶ φαίνεται ἄδικον, ἀδικαιολόγητον καὶ δὴ ἄτοπον. Οὐδαμοῦ δυνάμενος νὰ παραπονεθῶ, φίλε μου κύριε Σκόκε, διὰ τὴν προσγιγνομένην ταύτην ἀδικίαν, καταφεύγω εἰς τὸ Ἡμερολόγιόν σας καὶ ἐν ὀνόματι τοῦ δικαιώματος τῶν συνταγματικῶν ἐλευθεριῶν περὶ ἰσότητος πάντων, νομίζω ὅτι διερμηνεύω τὸ φρόνημα ὅλων τῶν μὴ καπνιζόντων καὶ ἰδίως τῶν μὴ καπνιζουσῶν, ἁβρῶν καὶ μὴ, Κυριῶν, παρακαλῶν, ὅπως ὑποδειχθῶσιν, εἰ δυνατόν, ταῦτα ἐν εἴδει ἀξιωμάτων:
α) Πάντες οἱ ἄνθρωποι ἔχουσι τὸ δικαίωμα τοῦ καπνίζειν τὰς εἴκοσι τέσσαρας ὥρας τοῦ ἡμερονυκτίου, ἀλλὰ καὶ τὸ καθῆκον νὰ μὴ ἐνοχλῶσι τοὺς μὴ καπνίζοντας, οὐδὲ ν’ ἀπειλῶσι τὴν ὑγείαν αὐτῶν.
β) Οἱ μὴ καπνίζοντες ἔχουσι τὸ καθῆκον νὰ μὴ ἐπεμβαίνωσιν εἰς τὰς σκέψεις καὶ τὰς ἀποφάσεις τῶν καπνιζόντων, οἵτινες ὑπερέβησαν τὸ εἰκοστὸν πρῶτον ἔτος τῆς ἡλικίας των, ἀλλὰ καὶ τὸ δικαίωμα ν’ ἀναπνέωσι, τὸν πλησίον αὐτῶν τοὐλάχιστον ἀέρα καθαρόν, νὰ μὴ κινδυνεύωσι δ’ ἐκ τοῦ πυρὸς τῶν σιγάρων.
Ἐν Καλλιθέᾳ (Ἀθηνῶν) τῇ 31 Αὐγούστου 1889.

Δεν υπάρχουν σχόλια: