1. Απόσπασμα από το βιβλίο του Γρηγόρη Ἀγγελόπουλου Ἡμερολόγιο Πολέμου (1940-1941), Βιβλιόραμα-ΑΣΚΙ, 2002
Κριτικές - Παρουσιάσεις για το βιβλίο
Διονύσης Μουσμούτης, Ημερολόγιο πολέμου (1940-1941), Περιοδικό "Ιστορία", τχ. 531, Σεπτέμβριος 2012
Προκόπης Παπαστράτης, Νέος, έφεδρος ανθυπίατρος, οργανωμένος στην ΟΚΝΕ…, "Η Αυγή", 29.10.2011
Γιάννης Μπασκόζος, Αντιήρωες στη λάσπη, "Το Βήμα"/ "Βιβλία", 29.10.2011
Σπύρος Ασδραχάς, Ένας καλλιεργημένος κομμουνιστής που ζει και κρίνει τον ελληνοϊταλικό πόλεμο, "Η Αυγή", 28.10.2011
______________________________
Μαλιμάδι, 5 Νοεμβρίου 1940
Ἡ πείνα μ’ ἔσπρωξε τό μεσημέρι ὥς τήν ἕδρα τοῦ Συντάγματος. Βρῆκα τυρί, ἐλιές και μαῦρο κρασί. Τά ‘φερα στή σκηνή μου καί μέ τό νοσοκόμο μου στρώθηκα στό θεσπέσιο αὐτό γεῦμα. Μόλις τελείωσα εἶπα πώς ὁ θάνατος τώρα θά μοῦ ἦταν λιγότερο ὀδυνηρός. Δέν πρόλαβα νά τελειώσω τήν σκέψη μου καί μιά βόμπα ἀεροπλάνου σφυρίζει κοντά καί πέφτει στό δάσος, 20 μέτρα κάτου ‘πό τή σκηνή μου. Ἀντιλήφτηκα τίς πέτρες πού πέφταν στό ἀντίσκηνο καί βγῆκα μέ τά ἐφόδιά μου νά ἰδῶ τ’ἀποτελέσματα. Ἕνας φαντάρος φώναζε γιά τό πόδι του καί καλοῦσε βοήθεια. Τόν ἐπέδεσα ὑπό τήν ἀεροπορικήν βοήν (συντριπτικό κάταγμα κνήμης). Ἄλλος, τραῦμα τοῦ κρανίου ἐλαφρό καί τῆς ὀσφύος. Τρίτος, τοῦ κρανίου. Πλησιάζω στό λάκκο πού ἄνοιξε η βόμπα. Ἕνα πτῶμα πνιγμένο στά αἵματα, δίχως κρανίο καί μυαλά. Δίπλα ἕνας δεκανέας ἀπό τούς Γαργαλιάνους, Ἀναγνωστόπουλος, ζοῦσε […] τοῦ ἄνοιξε ἀπό πίσω τήν ὀσφύν ἕνα πελώριο χάσμα, ἀπ’ὅπου ξεχύθηκαν τά ἄντερά του. Πέθανε στά χέρια μου! Ἠ καρδιά μου πιά εἶχε σπάσει τελείως ἀπό τή φρίκη… Ἠθικό στούς στρατιῶτες μηδέν! Το βράδυ ὁ συνταγματάρχης μίλησε μέ πόνο, καί ζητοῦσε ἀπό τούς στρατιῶτες ἐκδίκηση. Το ἴδιο καί ὁ ταγματάρχης ἐνεθάρρυνε και ὑπήσχετο πλιάτσικα, καί γα…. στούς Ἰταλούς!- Ἔπεσα σ’ ἕνα ὕπνο ἀπελπισμένο.
*************************************
2. Απόσπασμα από το βιβλίο του Στάθη Γκοτσίνα Από χιόνι… Πολεμώντας στην Αλβανία, Βιβλιόραμα-ΑΣΚΙ, 2006
12-12-1940
Χιόνια καί κακό. Θολούρα ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη. Οἱ νυφάδες παχιές, ἀφράτες κάτασπρες πέφτουν στή γῆ. Ἀποβραδύς τό εἶχε στρώσει καλά. Σήμερα ὅμως μέ τήν ἡμέρα ἔκλεισε ὁ οὐρανός και ἡ γῆ. Χαλασμός. Τέτοιο πράγμα δέν εἶδα ποτέ μου. Τόσο πηχτό καί χοντρό χιόνι σάν κομμάτια ἀφράτο μπαμπάκι. Ἄλλο πράμα. Καί εἴμαστε κάπως σέ χαμήλωμα. Φαντάσου τί θά γίνεται στίς γραμμές.
Ἔζεψα τά κάρρα γιά τόν ἐφοδιασμό. Κάπου 1 ½ ὥρα μακρυά τό χωριό Στροπέκο, καμμιά 30 σπίτια ἀνάμεσα στά ὁποῖα ξεχωρίζει ὁ ὀβελίσκος τού μιναρέ. Περπάτησα ὥς ἐκεί. Ποῦ νά σταθῆς μέσ’ στό κάρρο ἤ σέ ἄλογο. Χάνεις τά πάντα σου. Καί δέν εἶναι μόνο πού κοκαλιάζεις. Στά πόδια, στά χέρια παντοῦ. Ἰδίως στά ἄκρα νοιώθεις ἕνα ἀλλόκοτο βαρύ πόνο πού σέ βαρεῖ στό κεφάλι. Οὔτε κάλτσες- ὅσες καί νά φορεῖς ἀπανωτά- οὔτε γάντια οὔτε τίποτε. Δέν ὑπάρχει σωτηρία. Στόν δρόμο- στενός καρρόδρομος πού χρησιμοποιεῖται καί ἀπό αὐτοκίνητα καί γίνεται θρῆνος ἀπό τά κολλήματα- κατηφορίζουν σειρές ἀτέλειωτες στρατιώτες, κατηφορίζουν ἀπό τίς γραμμές, ἀπό τό μέτωπο. Ἀξύριστοι, βρώμικοι, λασπιασμένοι, μέ σκασμένες μύτες καί τά χείλη μουτζαλιασμένα. Καθώς τρέχουν οἱ μύξες καί τά σάλια ξεμέναν ἀπάνου στά γένεια καί στά μουστάκια και ἐδεκεῖ πάγωναν καί κοκκάλωναν. Τά βλέπεις καθαρά σάν κρύσταλλα ἐδῶ, ἀφήνουν μιά παράξενη γυαλάδα ἀπάνου στά μοῦτρα πού τά κάνουν ἀηδία. Μάτια μές στις κόχες ξεθωριασμένα.Ἔκφραση πού ἀποτύπωσε βαθειά τή μεγάλη δοκιμασία τῆς βαρυχειμωνιάς, τοῦ πρωτοφανοῦς κρύου, τῆς κακοπέρασης, τῆς ἀϋπνίας καί πιό πίσω τήν ἀγωνία τοῦ πολέμου. Τούς περνοῦν λίγο πίσω γιά ἀνάπαυση. Τό χιόνι τούς ἔχει πασπαλίσει καλά. Οὔτε μιλιά δέν ἀκοῦς. Οὔτε ὤχ. Νέοι. Καί ὅλα προδίδουν μεγάλη εγκαρτέρηση. Ξημέρωσαν ὀρθοί στίς προφυλακές ἀνάμεσα σέ ξέρακες καί σε κοτρώνια, ἡμέρες πολλές ὁλορθόστητοι καί τούς ἔδειρε ἀνήλεα τό χιόνι καί ἡ παγωνιά νύχτα μέρα. Σακατεύτηκαν στό ντουφεκίδι καί στό κανόνι καί μόλις πρόλαβαν νά βάλουν λίγο κονιάκ ἤ ξερή σταφίδα στό στόμα τους, βιαστικά. Τώρα δέν ἔμεινε τίποτα μέσα τους. Τούς κυττῶ καί τούς περιεργάζομαι ὥρα. Δέν τελειώνουν. Εἶναι ὅλο τό Σ/γμα. Ὅσοι μεῖναν δηλαδή ἀπό τό ξεπάγιασμα καί ἀπ’ τήν φωτιά πού καί τά δύο κάνουν θραύση μεγάλη. Κι ὅμως αὐτοί προχωρῆσαν. Σήμερα πῆγαν ἄλλοι ζωντανοί στή θέση τους. Χθές τούς περάσαν στό χωριό. Σέ καμμιά δεκαριά μέρες θά γυρίσουν πιό μπροστά αὐτοί. Ἴσως νά συνοδευθοῦν καί αὐτοί ἀπ’ την εὐαρέσκεια τοῦ Μεράρχου μας «Εἰς τό πεζικόν μου». Προσέχτε αὐτό τό «μου», «ἐκφράζω τήν θερμοτάτην εὐαρέσκειάν μου» κλπ.- Σύνθεσις τρομαχτική ὁ πόλεμος. Τά χάνεις ὅταν βρεθεῖς κοντά του καί τόν ἰδῆς καί τόν αἰσθανθεῖς κατάμουτρα.-
Λοιπόν στον ἐφοδιασμό χιόνι και λάσπη. Τινάζομαι καί στό λεφτό ἄλλο στρῶμα ἀπάνου μου. Ὧρες καί ὧρες διαπληκτίζομαι, ἀγωνίζομαι, πολεμῶ, θυμώνω, ἀφρίζω καί τίποτε δέν κάνω. Ἀργά κατά τό βράδυ ἐπιστρέφω. Τά χάλια μου. Βρῆκα Χρυσούλα γράμμα σου στό γραφείο. Γραφείο λέξη ὀλότελα συμβατική. Πέντε τετρ. μέτρα χῶρος πού κοιμοῦνται στό χῶμα 5-6 ἀξ. καί χρησιμοποιοῦμε γιά γραφεῖα καί καθίσματα καί δέματα. Τί ἐξαιρετικό πράγμα ἕνα γραμματάκι, δύο λόγια ἀπό σένα καλό μου. Φτάνει γιά νά ξεκουράση καί νά ἁπαλύνη ἡμερῶν μάχες καί ταλαιπωρίες. Ἐπίσης πῆρα ἕνα δεματάκι μέ ἕνα κασκόλ καί σταφίδες ἀπό τόν ἀγαπητό φίλο Μπ.- Σπουδαῖο πράμα. Ὄχι τόσο γιά τό περιεχόμενο ὅσο γιατί ἦρθε, ὅσο γιατί μᾶς τὄστειλαν. Ὅλα αὐτά τά γράμματα καί τά δελτάρια καί τά δεματάκια ἁπλώνουν, παίρνουν ἀλλοιώτικο, διαφορετικό περιεχόμενο ἀπό ἐκείνο πού πραγματικά ἔχουν. Ἄς εἶναι καί μιᾶς δεκάρας πράμμα. Δέν θά τό καταλάβετε ποτέ αὐτό ἐσεῖς ἐκεῖ κάτου. Ἔχουν τό νόημά τους, τήν μεγάλη ψυχολογία τους. Ἕνα τόσο δά πραματάκι προσφέρει τόση βοήθεια, τόσο ἐκτεταμένη καθαρή ἱκανοποίηση. Μεγάλη δουλειά καί ἀκόμα μέγιστος, τεράστιος παράγων τονώσεως και ἐνισχύσεως. Σέ κατατρύχει ἡ ἀνίατη λές ὀδύνη καί ἀπογοήτευση καί ἕνα δύο λεξούλες σέ ἀποκαθιστούν παιδάκι καί ζωντάνια καί ψυχή. Μυστήριο.-
************************************
Στο εκτενές επίμετρο, που τιτλοφορείται «Γράφοντας για τον εαυτό σε συνθήκες έκτακτης ανάγκης», η ιστορικός Ελένη Κούκη σκιαγραφεί το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο πρέπει να διαβαστούν τα ημερολόγια. Αν το πρώτο ημερολόγιο έρχεται να προστεθεί σ’ ένα ήδη εκτενές σώμα αντίστοιχων κατάλοιπων από στρατιώτες της ίδιας περιόδου, το δεύτερο αφορά μια μαζική, τραυματική εμπειρία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, την ιδιοποίηση από το Γ΄ Ράιχ του εργατικού δυναμικού των κατεχόμενων από τους ναζί χωρών – εμπειρία που παραμένει υποφωτισμένη, κυρίως στην ελληνική ιστοριογραφία.
Την έκδοση την προλογίζει η εικαστικός και συγγραφέας Ηρώ Νικοπούλου, ανιψιά του Παναγιώτη Νικόπουλου, και την συμπληρώνει ένα πλούσιο εικονογραφικό υλικό με φωτογραφίες και τεκμήρια –ανάμεσά τους και επίσημα προσωπικά έγγραφα του Νικόπουλου από την παραμονή του στο Γκρατς ως κρατούμενου καταναγκαστικής εργασίας– καθώς και ένα Ευρετήριο Κυρίων Ονομάτων που περιλαμβάνει όσα ανθρωπωνύμια και τοπωνύμια αναφέρονται στα ημερολόγια
Κριτικές - Παρουσιάσεις για το βιβλίο
Διονύσης Μουσμούτης, Ημερολόγιο πολέμου (1940-1941), Περιοδικό "Ιστορία", τχ. 531, Σεπτέμβριος 2012
Προκόπης Παπαστράτης, Νέος, έφεδρος ανθυπίατρος, οργανωμένος στην ΟΚΝΕ…, "Η Αυγή", 29.10.2011
Γιάννης Μπασκόζος, Αντιήρωες στη λάσπη, "Το Βήμα"/ "Βιβλία", 29.10.2011
Σπύρος Ασδραχάς, Ένας καλλιεργημένος κομμουνιστής που ζει και κρίνει τον ελληνοϊταλικό πόλεμο, "Η Αυγή", 28.10.2011
______________________________
Μαλιμάδι, 5 Νοεμβρίου 1940
Ἡ πείνα μ’ ἔσπρωξε τό μεσημέρι ὥς τήν ἕδρα τοῦ Συντάγματος. Βρῆκα τυρί, ἐλιές και μαῦρο κρασί. Τά ‘φερα στή σκηνή μου καί μέ τό νοσοκόμο μου στρώθηκα στό θεσπέσιο αὐτό γεῦμα. Μόλις τελείωσα εἶπα πώς ὁ θάνατος τώρα θά μοῦ ἦταν λιγότερο ὀδυνηρός. Δέν πρόλαβα νά τελειώσω τήν σκέψη μου καί μιά βόμπα ἀεροπλάνου σφυρίζει κοντά καί πέφτει στό δάσος, 20 μέτρα κάτου ‘πό τή σκηνή μου. Ἀντιλήφτηκα τίς πέτρες πού πέφταν στό ἀντίσκηνο καί βγῆκα μέ τά ἐφόδιά μου νά ἰδῶ τ’ἀποτελέσματα. Ἕνας φαντάρος φώναζε γιά τό πόδι του καί καλοῦσε βοήθεια. Τόν ἐπέδεσα ὑπό τήν ἀεροπορικήν βοήν (συντριπτικό κάταγμα κνήμης). Ἄλλος, τραῦμα τοῦ κρανίου ἐλαφρό καί τῆς ὀσφύος. Τρίτος, τοῦ κρανίου. Πλησιάζω στό λάκκο πού ἄνοιξε η βόμπα. Ἕνα πτῶμα πνιγμένο στά αἵματα, δίχως κρανίο καί μυαλά. Δίπλα ἕνας δεκανέας ἀπό τούς Γαργαλιάνους, Ἀναγνωστόπουλος, ζοῦσε […] τοῦ ἄνοιξε ἀπό πίσω τήν ὀσφύν ἕνα πελώριο χάσμα, ἀπ’ὅπου ξεχύθηκαν τά ἄντερά του. Πέθανε στά χέρια μου! Ἠ καρδιά μου πιά εἶχε σπάσει τελείως ἀπό τή φρίκη… Ἠθικό στούς στρατιῶτες μηδέν! Το βράδυ ὁ συνταγματάρχης μίλησε μέ πόνο, καί ζητοῦσε ἀπό τούς στρατιῶτες ἐκδίκηση. Το ἴδιο καί ὁ ταγματάρχης ἐνεθάρρυνε και ὑπήσχετο πλιάτσικα, καί γα…. στούς Ἰταλούς!- Ἔπεσα σ’ ἕνα ὕπνο ἀπελπισμένο.
*************************************
2. Απόσπασμα από το βιβλίο του Στάθη Γκοτσίνα Από χιόνι… Πολεμώντας στην Αλβανία, Βιβλιόραμα-ΑΣΚΙ, 2006
12-12-1940
Χιόνια καί κακό. Θολούρα ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη. Οἱ νυφάδες παχιές, ἀφράτες κάτασπρες πέφτουν στή γῆ. Ἀποβραδύς τό εἶχε στρώσει καλά. Σήμερα ὅμως μέ τήν ἡμέρα ἔκλεισε ὁ οὐρανός και ἡ γῆ. Χαλασμός. Τέτοιο πράγμα δέν εἶδα ποτέ μου. Τόσο πηχτό καί χοντρό χιόνι σάν κομμάτια ἀφράτο μπαμπάκι. Ἄλλο πράμα. Καί εἴμαστε κάπως σέ χαμήλωμα. Φαντάσου τί θά γίνεται στίς γραμμές.
Ἔζεψα τά κάρρα γιά τόν ἐφοδιασμό. Κάπου 1 ½ ὥρα μακρυά τό χωριό Στροπέκο, καμμιά 30 σπίτια ἀνάμεσα στά ὁποῖα ξεχωρίζει ὁ ὀβελίσκος τού μιναρέ. Περπάτησα ὥς ἐκεί. Ποῦ νά σταθῆς μέσ’ στό κάρρο ἤ σέ ἄλογο. Χάνεις τά πάντα σου. Καί δέν εἶναι μόνο πού κοκαλιάζεις. Στά πόδια, στά χέρια παντοῦ. Ἰδίως στά ἄκρα νοιώθεις ἕνα ἀλλόκοτο βαρύ πόνο πού σέ βαρεῖ στό κεφάλι. Οὔτε κάλτσες- ὅσες καί νά φορεῖς ἀπανωτά- οὔτε γάντια οὔτε τίποτε. Δέν ὑπάρχει σωτηρία. Στόν δρόμο- στενός καρρόδρομος πού χρησιμοποιεῖται καί ἀπό αὐτοκίνητα καί γίνεται θρῆνος ἀπό τά κολλήματα- κατηφορίζουν σειρές ἀτέλειωτες στρατιώτες, κατηφορίζουν ἀπό τίς γραμμές, ἀπό τό μέτωπο. Ἀξύριστοι, βρώμικοι, λασπιασμένοι, μέ σκασμένες μύτες καί τά χείλη μουτζαλιασμένα. Καθώς τρέχουν οἱ μύξες καί τά σάλια ξεμέναν ἀπάνου στά γένεια καί στά μουστάκια και ἐδεκεῖ πάγωναν καί κοκκάλωναν. Τά βλέπεις καθαρά σάν κρύσταλλα ἐδῶ, ἀφήνουν μιά παράξενη γυαλάδα ἀπάνου στά μοῦτρα πού τά κάνουν ἀηδία. Μάτια μές στις κόχες ξεθωριασμένα.Ἔκφραση πού ἀποτύπωσε βαθειά τή μεγάλη δοκιμασία τῆς βαρυχειμωνιάς, τοῦ πρωτοφανοῦς κρύου, τῆς κακοπέρασης, τῆς ἀϋπνίας καί πιό πίσω τήν ἀγωνία τοῦ πολέμου. Τούς περνοῦν λίγο πίσω γιά ἀνάπαυση. Τό χιόνι τούς ἔχει πασπαλίσει καλά. Οὔτε μιλιά δέν ἀκοῦς. Οὔτε ὤχ. Νέοι. Καί ὅλα προδίδουν μεγάλη εγκαρτέρηση. Ξημέρωσαν ὀρθοί στίς προφυλακές ἀνάμεσα σέ ξέρακες καί σε κοτρώνια, ἡμέρες πολλές ὁλορθόστητοι καί τούς ἔδειρε ἀνήλεα τό χιόνι καί ἡ παγωνιά νύχτα μέρα. Σακατεύτηκαν στό ντουφεκίδι καί στό κανόνι καί μόλις πρόλαβαν νά βάλουν λίγο κονιάκ ἤ ξερή σταφίδα στό στόμα τους, βιαστικά. Τώρα δέν ἔμεινε τίποτα μέσα τους. Τούς κυττῶ καί τούς περιεργάζομαι ὥρα. Δέν τελειώνουν. Εἶναι ὅλο τό Σ/γμα. Ὅσοι μεῖναν δηλαδή ἀπό τό ξεπάγιασμα καί ἀπ’ τήν φωτιά πού καί τά δύο κάνουν θραύση μεγάλη. Κι ὅμως αὐτοί προχωρῆσαν. Σήμερα πῆγαν ἄλλοι ζωντανοί στή θέση τους. Χθές τούς περάσαν στό χωριό. Σέ καμμιά δεκαριά μέρες θά γυρίσουν πιό μπροστά αὐτοί. Ἴσως νά συνοδευθοῦν καί αὐτοί ἀπ’ την εὐαρέσκεια τοῦ Μεράρχου μας «Εἰς τό πεζικόν μου». Προσέχτε αὐτό τό «μου», «ἐκφράζω τήν θερμοτάτην εὐαρέσκειάν μου» κλπ.- Σύνθεσις τρομαχτική ὁ πόλεμος. Τά χάνεις ὅταν βρεθεῖς κοντά του καί τόν ἰδῆς καί τόν αἰσθανθεῖς κατάμουτρα.-
Λοιπόν στον ἐφοδιασμό χιόνι και λάσπη. Τινάζομαι καί στό λεφτό ἄλλο στρῶμα ἀπάνου μου. Ὧρες καί ὧρες διαπληκτίζομαι, ἀγωνίζομαι, πολεμῶ, θυμώνω, ἀφρίζω καί τίποτε δέν κάνω. Ἀργά κατά τό βράδυ ἐπιστρέφω. Τά χάλια μου. Βρῆκα Χρυσούλα γράμμα σου στό γραφείο. Γραφείο λέξη ὀλότελα συμβατική. Πέντε τετρ. μέτρα χῶρος πού κοιμοῦνται στό χῶμα 5-6 ἀξ. καί χρησιμοποιοῦμε γιά γραφεῖα καί καθίσματα καί δέματα. Τί ἐξαιρετικό πράγμα ἕνα γραμματάκι, δύο λόγια ἀπό σένα καλό μου. Φτάνει γιά νά ξεκουράση καί νά ἁπαλύνη ἡμερῶν μάχες καί ταλαιπωρίες. Ἐπίσης πῆρα ἕνα δεματάκι μέ ἕνα κασκόλ καί σταφίδες ἀπό τόν ἀγαπητό φίλο Μπ.- Σπουδαῖο πράμα. Ὄχι τόσο γιά τό περιεχόμενο ὅσο γιατί ἦρθε, ὅσο γιατί μᾶς τὄστειλαν. Ὅλα αὐτά τά γράμματα καί τά δελτάρια καί τά δεματάκια ἁπλώνουν, παίρνουν ἀλλοιώτικο, διαφορετικό περιεχόμενο ἀπό ἐκείνο πού πραγματικά ἔχουν. Ἄς εἶναι καί μιᾶς δεκάρας πράμμα. Δέν θά τό καταλάβετε ποτέ αὐτό ἐσεῖς ἐκεῖ κάτου. Ἔχουν τό νόημά τους, τήν μεγάλη ψυχολογία τους. Ἕνα τόσο δά πραματάκι προσφέρει τόση βοήθεια, τόσο ἐκτεταμένη καθαρή ἱκανοποίηση. Μεγάλη δουλειά καί ἀκόμα μέγιστος, τεράστιος παράγων τονώσεως και ἐνισχύσεως. Σέ κατατρύχει ἡ ἀνίατη λές ὀδύνη καί ἀπογοήτευση καί ἕνα δύο λεξούλες σέ ἀποκαθιστούν παιδάκι καί ζωντάνια καί ψυχή. Μυστήριο.-
************************************
3. Παναγιώτης Νικόπουλος
Ημερολόγιο πολέμου (1940–1941) & Ημερολόγιο αιχμαλωσίας (1944–1945)
Τα ημερολόγια του Παναγιώτη Νικόπουλου, πέντε συνολικά σημειωματάρια, χωρίζονται σε δύο διακριτές χρονικές ενότητες. Η πρώτη είναι η περίοδος του πολέμου 1940–1941. Ο Νικόπουλος, στρατιώτης ήδη κατά την κήρυξη του πολέμου, αρχίζει να καταγράφει τις εντυπώσεις και τις σκέψεις του σ’ ένα ημερολόγιο καθώς η μονάδα του προωθείται προς το μέτωπο και στη συνέχεια υποχωρεί μετά την αστραπιαία επέλαση των χιτλερικών στρατευμάτων. Η δεύτερη χρονική ενότητα είναι η περίοδος κατά την οποία ο Νικόπουλος μεταφέρεται στο Γκρατς της Αυστρίας, τότε τμήμα του Τρίτου Ράιχ, και υποχρεώνεται σε καταναγκαστική εργασία. Στο διάστημα των τριών χρόνων που μεσολαβεί ανάμεσα στο πρώτο και το δεύτερο ημερολόγιο, ο Νικόπουλος έχει οργανωθεί στο ΕΑΜ, ενώ δύο μήνες πριν από τη μεταφορά του στο Γκρατς συλλαμβάνεται και προτείνεται η φυλάκισή του ως «επικίνδυνου κομμουνιστή».Στο εκτενές επίμετρο, που τιτλοφορείται «Γράφοντας για τον εαυτό σε συνθήκες έκτακτης ανάγκης», η ιστορικός Ελένη Κούκη σκιαγραφεί το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο πρέπει να διαβαστούν τα ημερολόγια. Αν το πρώτο ημερολόγιο έρχεται να προστεθεί σ’ ένα ήδη εκτενές σώμα αντίστοιχων κατάλοιπων από στρατιώτες της ίδιας περιόδου, το δεύτερο αφορά μια μαζική, τραυματική εμπειρία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, την ιδιοποίηση από το Γ΄ Ράιχ του εργατικού δυναμικού των κατεχόμενων από τους ναζί χωρών – εμπειρία που παραμένει υποφωτισμένη, κυρίως στην ελληνική ιστοριογραφία.
Την έκδοση την προλογίζει η εικαστικός και συγγραφέας Ηρώ Νικοπούλου, ανιψιά του Παναγιώτη Νικόπουλου, και την συμπληρώνει ένα πλούσιο εικονογραφικό υλικό με φωτογραφίες και τεκμήρια –ανάμεσά τους και επίσημα προσωπικά έγγραφα του Νικόπουλου από την παραμονή του στο Γκρατς ως κρατούμενου καταναγκαστικής εργασίας– καθώς και ένα Ευρετήριο Κυρίων Ονομάτων που περιλαμβάνει όσα ανθρωπωνύμια και τοπωνύμια αναφέρονται στα ημερολόγια
***********************************
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΙΚΟΠΟΥΛΟΣ, Ημερολόγιο πολέμου (1940-1941) - Ημερολόγιο αιχμαλωσίας (1944-1945), επίμετρο: Ελένη Κούκη, ΜΙΕΤ, σελ. 330 ΤΟΥ ΣΠΥΡΟΥ ΚΑΚΟΥΡΙΩΤΗ Πηγή:avgi.grΟ «ελλείπων κρίκος» που χωρίζει τα δύο αυτά ημερολογιακά σώματα, τα οποία διασώζονται στο αρχείο της Ηρώς Νικοπούλου και του Γιάννη Πατίλη, δεν είναι άλλος από τα χρόνια της Κατοχής, και της αντιστασιακής δράσης του Π. Νικόπουλου μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ (για την οποία, όσα ελάχιστα γνωρίζουμε, προέρχονται από μεταγενέστερες πηγές). Αυτός ο κρίκος ενώνει την 20ή Απριλίου 1941, τελευταία καταγραφή στο «πολεμικό ημερολόγιο», μετά την κατάρρευση του μετώπου στην Αλβανία, και την 10η Ιουλίου 1944, την πρώτη, τηλεγραφική καταγραφή της αιχμαλωσίας του στο Χαϊδάρι, από την οποία θα οδηγηθεί στο Γκρατς της Αυστρίας, για να εργαστεί καταναγκαστικά μέχρι το τέλος του πολέμου και την επιστροφή του στην Ελλάδα, στις 21 Αυγούστου 1945, όπου και η τελευταία εγγραφή στο ημερολόγιό του. Ελλείψει οποιασδήποτε αφήγησης του Νικόπουλου για τη συμμετοχή του στην Αντίσταση (για λόγους ασφαλείας ή άλλους, άγνωστους σε μας), δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τα τεκμήρια αυτά σαν μια ενιαία «αφήγηση ζωής» αλλά μάλλον ως δύο ξεχωριστές μαρτυρίες. Σε ό,τι αφορά την περίοδο του πολέμου στην Αλβανία, έχουν φτάσει έως εμάς πολλά ημερολόγια στρατιωτών, τα περισσότερα από τα οποία έχουν εκδοθεί, συχνά «επιμελημένα» μεταγενέστερα από τους ίδιους τους συγγραφείς τους. Αυτό που κάνει πολύτιμο το ημερολόγιο του Νικόπουλου είναι ότι, όπως προκύπτει από εσωτερικά και εξωτερικά τεκμήρια, δεν έχει υποστεί παρόμοια επεξεργασία. Έτσι, στις σελίδες του διασώζονται «πλήθος λεπτομερειών, που μας επιτρέπουν να εισχωρήσουμε σε ένα σύμπαν εμπειρίας το οποίο κατά κανόνα χάνεται όταν η καταγραφή γίνεται εκ των υστέρων», όπως σημειώνει στο εκτεταμένο επίμετρό της η ιστορικός Ελένη Κούκη. Λεπτομέρειες που αναδεικνύουν την καθημερινότητα της ζωής στο μέτωπο, όχι όμως στην πρώτη γραμμή, καθώς η μονάδα του, ένα τάγμα σκαπανέων, είναι βοηθητική. Χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα επιμελητείας, με σχετικά σταθερή αλληλογραφία με τους οικείους τους, οι στρατιώτες αναμετρώνται με τη μονότονη καθημερινότητα της αναμονής, που ταράζεται μονάχα από τους συχνούς ιταλικούς βομβαρδισμούς και τις φήμες που διαδίδονται σαν αστραπή από το «ράδιο αρβύλα». Η αφήγηση διακόπτεται απότομα, κατά τη διάρκεια της υποχώρησης υπό διαρκή βομβαρδισμό, μέσα στο έδαφος της Αλβανίας. Αν διαθέτουμε αρκετά «πολεμικά ημερολόγια», αντίστοιχες αφηγήσεις για την εμπειρία της καταναγκαστικής εργασίας διαθέτουμε ελάχιστες· στην πραγματικότητα, το ημερολόγιο του Νικόπουλου είναι το μοναδικό γραμμένο την ίδια στιγμή με τα γεγονότα που αφηγείται. Εξάλλου, το ίδιο το φαινόμενο της καταναγκαστικής εργασίας στα εδάφη του Ράιχ, τόσο αιχμαλώτων όσο και «ελεύθερων εργατών» (όσων δηλαδή πήγαν να δουλέψουν εκεί πεισμένοι από τη ναζιστική προπαγάνδα), είναι ελάχιστα μελετημένο. Όπως σημειώνεται στο επίμετρο, ακόμη και βασικά πραγματολογικά στοιχεία, όπως ο αριθμός των εργατών (υπολογίζονται μεταξύ 10.000 και 34.000) ή οι περιοχές όπου εργάστηκαν, μας είναι άγνωστα. Επιπλέον, οι Έλληνες εργάτες κατά τους τελευταίους μήνες του πολέμου ήταν, τυπικά, «υπήκοοι» της «εξόριστης» δωσιλογικής κυβέρνησης που σχημάτισε στη Βιέννη ο Έκτωρ Τσιρονίκος, για τη δράση και, κυρίως, την εξουσία που ασκούσε έναντι των «υπηκόων» της (αν ασκούσε κάποια εξουσία και δεν ήταν μόνο και μόνο προπαγανδιστικός μηχανισμός) γνωρίζουμε επίσης ελάχιστα -στις καταγραφές του «ημερολόγιου αιχμαλωσίας» γίνονται κάποιοι υπαινιγμοί περί «αισχρής προπαγάνδας» ενός ελληνικού συλλόγου στην Αυστρία, χωρίς να δίνονται περισσότερες διευκρινίσεις για τις ενδεχόμενες διασυνδέσεις του. Σε ένα περιβάλλον που χαρακτηρίζεται, πέραν των άλλων, από καχυποψία έναντι των συναδέλφων του, για τις σχέσεις των οποίων με τις ναζιστικές αρχές δεν είναι βέβαιος, ο Νικόπουλος περιγράφει, συχνά με απολαυστικό τρόπο, την εργασιακή καθημερινότητα, η μονοτονία της οποίας διασπάται από τους διάφορους τρόπους που μηχανεύεται, μαζί με άλλους Έλληνες εργάτες, προκειμένου να αποφύγει τις αγγαρείες. Όσο τα συμμαχικά στρατεύματα προελαύνουν και οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί γίνονται μόνιμος κίνδυνος κατά τη διάρκεια της ημέρας, τα όρια της ελευθερίας του Νικόπουλου διευρύνονται. Τριγυρνά στην πόλη, μεγάλο μέρος της οποίας κείτεται σε ερείπια, με μοναδική του μέριμνα πλέον να βρει ασφαλές καταφύγιο. Η ημερολογιακή αφήγηση θα συνεχιστεί και μετά τη γερμανική συνθηκολόγηση, καταγράφοντας το εικοσαήμερο ταξίδι της επιστροφής του μέσω Γιουγκοσλαβίας, με τρένο, κάρο ή και με τα πόδια στην Ελλάδα, όπου θα αναγκαστεί, έναντι «εισιτηρίου» για τη διαδρομή Θεσσαλονίκη - Αθήνα, να ενεχυριάσει τα παπούτσια του... Τα ημερολόγια του Παναγιώτη Νικόπουλου θα παραμείνουν στο συρτάρι μέχρι τον θάνατό του, το 2000. Ο ίδιος είχε αρχίσει να επιμελείται γλωσσικά το πρώτο μέρος τους, έχοντας ίσως στο νου την πιθανή έκδοσή τους, προσπάθεια την οποία σύντομα εγκατέλειψε. Θα δουν το φως της δημοσιότητας είκοσι χρόνια αργότερα, εμπλουτίζοντας τη σχετική βιβλιογραφία με ένα μοναδικό τεκμήριο, διασώζοντας με τον τρόπο αυτό τη βιωμένη εμπειρία του πολέμου και της αιχμαλωσίας του, αλλά και σπαράγματα από το πρόσωπο του ίδιου του ημερολογιογράφου, ως «μνήμα ες αεί»... |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου