Τρίτη, Οκτωβρίου 22, 2019


Προδημοσίευση: «Όσοι αγαπιούνται» της Victoria Hislop

Προδημοσίευση: «Όσοι αγαπιούνται», (το νέο βιβλίο)  της Victoria Hislop

Άγγελος Γεραιουδάκης

Ένα μυθιστόρημα που διατρέχει τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας μέσα από την επική ιστορία μιας συνηθισμένης γυναίκας, που αναγκάστηκε να ζήσει μια ασυνήθιστη ζωή
Την ερχόμενη Πέμπτη (24/10) κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός, το νέο βιβλίο της Victoria Hislop με τίτλο «Όσοι αγαπιούνται». Η αγαπημένη συγγραφέας από το Λονδίνο υπογράφει ένα νέο συγκλονιστικό μυθιστόρημα, το οποίο διατρέχει τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας μέσα από την επική ιστορία μιας συνηθισμένης γυναίκας, που αναγκάστηκε να ζήσει μια ασυνήθιστη ζωή.
Στην κατοχική Ελλάδα, η δεκαπεντάχρονη Θέμις βλέπει την οικογένειά της να ταλανίζεται από βαθιές πολιτικές διαφορές. Και το χάσμα ανάμεσα σ’ αυτούς που αγαπά βαθαίνει, όσο η χώρα βυθίζεται στην ανέχεια. Καθώς η δυστυχία μεγαλώνει γύρω της, και φίλοι της χάνονται από τον μεγάλο λιμό, η Θέμις μπαίνει στην Αντίσταση.
Στον Εμφύλιο που ακολουθεί μετά την Απελευθέρωση, η Θέμις θα ενταχθεί στον Δημοκρατικό Στρατό, όπου θα βιώσει τον έρωτα, το μίσος και τον παραλογισμό του αδελφοκτόνου πολέμου. Ύστερα, θα έρθει η εξορία, στη Μακρόνησο και στο Τρίκερι. Μια άλλη κρατούμενη θα σταθεί στο πλευρό της στις κακουχίες, και οι ζωές τους θα δεθούν με τρόπο απρόβλεπτο. Ώσπου, κάποια στιγμή, η Θέμις θα πρέπει να διαλέξει ανάμεσα στα πιστεύω της και στη λαχτάρα της να ζήσει.
Χρόνια μετά, καθώς αναστοχάζεται το παρελθόν της, η Θέμις συνειδητοποιεί ότι το προσωπικό και το πολιτικό, η δική της περιπέτεια και η περιπέτεια της πατρίδας της είναι άρρηκτα δεμένα. Κι ότι μπορεί κάποιες πληγές να επουλώνονται, αλλά κάποιες άλλες γίνονται πιο βαθιές στο πέρασμα του χρόνου.

Ακολουθεί ένα απόσπασμα από το βιβλίο:

1930
Με ένα μικρό αρχοντικό να φροντίσει, έναν σύζυγο ναυτικό να λείπει μήνες στη θάλασσα και τέσσερα παιδιά, η Ελευθερία Κοράλη ήταν διαρκώς απασχολημένη με διάφορες δουλειές του σπιτιού. Δεν είχε καιρό για παιχνίδια. Η μικρή Θέμις περνούσε τα πρώτα χρόνια της ζωής της σ’ ένα καθεστώς ευπρόσδεκτης παραμέλησης και μεγάλωνε πιστεύοντας ότι μπορούσε να γίνεται αόρατη όποτε το ήθελε.Tο θρόισμα ενός ποδόγυρου ξυστά στο μάγουλό της, η δόνηση των σανίδων του πατώματος από το ποδοβολητό των αδελφιών της, το κροτάλισμα πιατικών σε κάποιο αθέατο σημείο και η θέα των καφέ παπουτσιών με την μπαρέτα στα δύσμορφα πόδια της μητέρας της. Αυτές ήταν οι πρώιμες μνήμες της Θέμιδος.
Το τριώροφο νεοκλασικό στην οδό Αντιγόνης ήταν της Ελευθερίας. Της το είχε δώσει προίκα η συγχωρεμένη η μητέρα της όταν η Ελευθερία παντρεύτηκε τον Παύλο. Το εξωτερικό του σπιτιού είχε σχεδιαστεί απροφάσιστα έτσι ώστε να εντυπωσιάζει. Είχε ένα μεγάλο μπαλκόνι, περίτεχνους κίονες και μια σειρά από μπαρόκ διακοσμητικά στοιχεία κατά μήκος του γείσου της στέγης. Οι οροφές ήταν φινιρισμένες με γύψινα, μερικά δάπεδα ήταν καλυμμένα με πλακάκια και άλλα με ξύλινο παρκέ. Η μέρα που οι μάστορες μάζεψαν τα εργαλεία τους, μόλις στέγνωσε ο γύψος στις γλυπτές καρυάτιδες που κοσμούσαν τα παράθυρα του επάνω ορόφου, ήταν και η στιγμή που το σπίτι βρέθηκε στο απόγειο της δόξας και του μεγαλείου του. Από εκείνη τη μέρα και μετά ακολούθησε μια μακρά και σταθερή πορεία αποσύνθεσης.
Η ένδεια χρηματικών πόρων για επισκευές σήμαινε ότι τα ραγίσματα στις πέτρες και οι σάπιες σανίδες στα πατώματα αποτελούσαν έναν διαρκή κίνδυνο για όλους τους. Η άλλοτε ευκατάστατη οικογένεια τώρα τα έφερνε βόλτα με δυσκολία. Εβδομήντα χρόνια νωρίτερα, οι πρόγονοι της Θέμιδος από την πλευρά της μητέρας της ήταν μέλη της αναδυόμενης τάξης των εμπόρων, ωστόσο ασύνετες επενδύσεις είχαν ως αποτέλεσμα να τους απομείνει μόνο το σπίτι. Πολλά από τα αντικείμενα που περιείχε, μεταξύ των οποίων ζωγραφικοί πίνακες και ασημικά, είχαν πουληθεί κατά καιρούς και πλέον απέμεναν μόνο λίγα γαλλικά έπιπλα-αντίκες και κάποια χρυσαφικά.
Όταν ήταν παιδί, η Θέμις φανταζόταν ότι όλες οι οικογένειες ζούσαν σε παρόμοιο καθεστώς πάλης με ένα ετοιμόρροπο κτίριο. Σκόνη περνούσε μέσα από ραγισμένα τζάμια στα παράθυρα, φλούδες σοβά ξεκολλούσαν κι έπεφταν πότε πότε από το ταβάνι, και ο δυνατός άνεμος σήκωνε κεραμίδια από τη στέγη και τα έσκαγε με δύναμη στο πεζοδρόμιο. Τον χειμώνα και την άνοιξη τους κρατούσε ξύπνιους το αέναο «τσινγκ τσινγκ» των βροχοσταλίδων σε καμιά δεκαριά κατσαρόλες και κουβάδες διάσπαρτους μέσα στο σπίτι. Συνδυαστικά ο ήχος τους ήταν σχεδόν σαν μουσική σύνθεση, αλλά ο διαρκώς αυξανόμενος αριθμός τους ήταν ενδεικτικός της σταδιακής ερείπωσης του κτιρίου.
Ένα άλλο σπίτι στον ίδιο δρόμο με το δικό τους είχε ήδη σανιδωμένα πορτοπαράθυρα. Στην πραγματικότητα εκείνο το σπίτι ήταν καταλληλότερο για κατοίκηση από ανθρώπους απ’ ό,τι το μες στη μούχλα ενδιαίτημα της οικογένειας Κοράλη, η οποία συγκατοικούσε με έναν ολοένα και μεγαλύτερο πληθυσμό βακτηρίων που αναπαράγονταν και πολλαπλασιάζονταν λεπτό με το λεπτό. Το ισόγειο είχε αποσαθρωθεί και η μυρωδιά της σήψης περνούσε μέσα από τις σανίδες του πατώματος και πότιζε τους τοίχους.
Τα παιδιά αλώνιζαν μέσα στο σπίτι, γεμίζοντάς το με τις φωνές και τα σαματατζίδικα παιχνίδια τους, ανυποψίαστα για τους κινδύνους που εγκυμονούσε η προχωρημένη του αποσύνθεση. Η Θέμις ήταν πολύ μικρή για να συμμετάσχει αλλά καθόταν στο πλατύσκαλο και κοιτούσε τα αδέλφια της να ανεβοκατεβαίνουν τρέχοντας τη μεγάλη κεντρική σκάλα και να κάνουν τσουλήθρα στην ξύλινη κουπαστή της. Τρία κολονάκια του παραπέτου είχαν σπάσει, αφήνοντας ένα επίφοβο κενό με κίνδυνο κατακόρυφης πτώσης από τη μια μεριά.
Η Θέμις παρακολουθούσε με πολλή χαρά τον Θανάση, τον Πάνο και τη Μαργαρίτα να γλιστρούν προς το μέρος της. Η μητέρα τους επιτηρούσε σπάνια τα παιδιά και εμφανιζόταν μόνο όταν κάποιο έχανε τον έλεγχο και προσγειωνόταν άτσαλα στο σκληρό πέτρινο δάπεδο. Ανταποκρινόταν γρήγορα σε κάποιο ουρλιαχτό πόνου και πάντα έσπευδε να βεβαιωθεί ότι ο τραυματισμός δεν ήταν σοβαρότερος από κάποια μελανιά. Ντάντευε για λίγο το παιδί που είχε χτυπήσει αλλά μόλις καταλάγιαζε το κλάμα του επέστρεφε στις δουλειές της. Στο χαλάκι στη βάση της σκάλας υπήρχαν ακόμη οι λεκέδες του αίματος από το πιο πρόσφατο ατύχημα του Θανάση. Η Ελευθερία είχε κάνει ό,τι μπορούσε για να τους καθαρίσει και ό,τι απέμενε σύντομα θα αναμειγνυόταν με τα ξεθωριασμένα κόκκινα και καφέ της ύφανσης του χαλιού.
Η Θέμις αψηφούσε την απαγόρευση να τρυπώνει κάτω από το τραπέζι του φαγητού. Της άρεσε πολύ αυτό το μυστικό μέρος, όπου μπορούσε να κρύβεται κάτω από το μασίφ μαόνι και πίσω από τις πτυχές του χοντρού κεντητού τραπεζομάντιλου και να ακούει αθέατη τα τεκταινόμενα από πάνω της. Ήταν ένα μέρος ασφάλειας και κινδύνου ταυτόχρονα^ στην πραγματικότητα δεν υπήρχε κανένα μέρος σ’ αυτό το σπίτι που να μην επιφυλάσσει κάποιον κίνδυνο. Ένα τμήμα του ξύλινου δαπέδου κάτω από το τραπέζι είχε σαπίσει και είχε ανοίξει μια τρύπα απ’ όπου χωρούσε να περάσει ένα ποδαράκι. Όταν θα ψήλωνε λίγο ακόμη η Θέμις, το πόδι της θα εμφανιζόταν στο δωμάτιο του κάτω ορόφου. «Και τότε θα πέσεις μέσα στην τρύπα», της έλεγε η μητέρα της. «Και θα πεθάνεις».
Η Θέμις είχε συνδυάσει τη φωνή της μητέρας της με διδαχές και προειδοποιήσεις.
Ο Παύλος Κοράλης εμφανιζόταν αραιά και πού, όποτε έδενε στο λιμάνι του Πειραιά το εμπορικό πλοίο όπου εργαζόταν ως καπετάνιος. Ήταν ένας γιγαντόσωμος άντρας και μπορούσε εύκολα να πάρει ταυτόχρονα στην αγκαλιά του και τις δύο κόρες του. Η Θέμις δεν μπορούσε να καταλάβει για ποιον λόγο η αδελφή της Μαργαρίτα γινόταν ακόμη πιο κακιά απέναντί της κάθε φορά που ήταν σπίτι ο πατέρας τους. Δεν ήξερε πως η μεγαλύτερη κοπέλα είχε αισθανθεί παραγκωνισμένη τη στιγμή που έφτασε στο σπίτι το μικρότερο παιδί της οικογένειας. Δεν της άρεσε καθόλου να μοιράζεται τα πράγματά της και κυρίως δεν της άρεσε να μοιράζεται την αγάπη του πατέρα της. Όταν επέστρεφε στο σπίτι έπειτα από κάποιο μακρινό ταξίδι, η βαλίτσα του Παύλου Κοράλη ήταν γεμάτη περίεργα και εξωτικά δώρα για όλους τους. Από την Κίνα είχε φέρει μικροσκοπικές κεντητές παντοφλίτσες, ένα μαχαίρι για καθένα από τα αγόρια και ένα ακατέργαστο πετράδι για τη γυναίκα του – η οποία ποτέ δεν έμαθε αν το πετράδι ήταν πολύτιμο ή απομίμηση. Από την Ινδία είχε φέρει σκαλιστούς ελέφαντες, παραδοσιακά ραβδάκια θυμιάματος και μεταξωτό ύφασμα. Αυτά ήταν τα τεχνουργήματα που πρόσθεταν κάποιες χρωματιστές πινελιές στο σπίτι, αντικαθιστώντας τα πιο πολύτιμα αλλά και πιο άχρωμα οικογενειακά κειμήλια, που είχαν πουληθεί για να αγοραστούν παπούτσια.
Τα διαστήματα που ο Παύλος δεν είχε μπάρκο, η αναρχία στο σπίτι κορυφωνόταν. Η Ελευθερία Κοράλη προσπαθούσε να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις του νοικοκυριού, αλλά η παρουσία του άντρα της ήταν επιβαρυντική για τα καθήκοντά της, όχι μόνο στην κρεβατοκάμαρα αλλά και ως προς τα γεύματα και την μπουγάδα. Η Θέμις συνδύασε την παρουσία του πατέρα της στο σπίτι με περισσότερη ταλαιπωρία για τη μητέρα της και ένα πάτωμα πιο βρόμικο απ’ ό,τι συνήθως.
Εκείνες τις ημέρες η Θέμις περνούσε όσο περισσότερη ώρα μπορούσε στην αγαπημένη της κρυψώνα. Όταν ήταν στο σπίτι ο πατέρας της, είχαν συχνά επισκέψεις, και όταν έτρωγαν η στέγη της κρυψώνας της σειόταν από τους γδούπους, καθώς οι μεγάλοι χτυπούσαν τα χέρια τους στο τραπέζι. Η Θέμις γνώριζε από πολύ μικρή ηλικία ορισμένες λέξεις και ονόματα που εκφέρονταν πάντα μεγαλοφώνως και σπάνια δε συνοδεύονταν από τεταμένες αντιδράσεις: «Βενιζέλος!», «Γεώργιος!», «Βασιλιάς!», «Τούρκοι!», «Εβραίοι!».
Στα τρία της χρόνια ήξερε κιόλας τη λέξη «καταστροφή». Γιατί είχε συμβεί; Ποιος ήταν υπεύθυνος; Ως το τέλος εκείνης της δεκαετίας, αλλά και για πολλά χρόνια αργότερα, αψιμαχίες διεξάγονταν γύρω από κάθε τραπέζι σε όλη τη χώρα σχετικά με το ποιος έφταιγε για τα γεγονότα που είχα οδηγήσει στην καταστροφή της Σμύρνης, της ομορφότερης πόλης της Μικράς Ασίας, το 1922. Ο θάνατος τόσο πολλών Ελλήνων δε θα ξεχνιόταν ποτέ, ούτε και το ένα εκατομμύριο πρόσφυγες που είχαν καταφθάσει στην κυρίως Ελλάδα, μεταβάλλοντας τη σύνθεση του κοινωνικού ιστού.
Μεγαλώνοντας η Θέμις είχε σχηματίσει την εντύπωση ότι ακόμη και οι άνθρωποι που έκαναν τακτική παρέα διαφωνούσαν συχνά μεταξύ τους, όπως ο Παύλος Κοράλης με τους φίλους του. Πάντως το φινάλε κάθε διαπληκτισμού ήταν πάντα ένα τσούγκρισμα των ποτηριών. Άδειαζαν μονορούφι τα σφηνάκια του τσίπουρου το ένα μετά το άλλο κι ύστερα χτυπούσαν τα ποτήρια στο τραπέζι τόσο δυνατά που σίγουρα θα το γούβιαζαν. Το διάφανο υγρό άναβε τα πνεύματα και τα πάθη, κι ύστερα έπιαναν όλοι μαζί να τραγουδούν φωναχτά κάποιο τραγούδι.
Πολλές φορές, μέχρι να τη βρει κάτω από το τραπέζι, στο τέλος της βραδιάς, και να τη βγάλει έξω η μητέρα της, η Θέμις είχε αποκοιμηθεί πάνω στις μπότες του πατέρα της.
Άλλες φορές η Θέμις άκουγε από την κρυψώνα της τους γονείς της να μιλούν σιγανά μεταξύ τους, και άλλες, πάλι, όταν έλειπε ο πατέρας της, άκουγε τη μητέρα της να μιλάει με την πεθερά της, η οποία ήταν τακτική –αν και όχι πάντα ευπρόσδεκτη– επισκέπτρια στο σπίτι τους. Οι περισσότερες από αυτές τις συνομιλίες αφορούσαν το ρημαγμένο αρχοντικό όπου κατοικούσαν και πόσο καιρό ακόμη θα μπορούσαν να μένουν εκεί μέσα. Κάποια μέρα που ήρθε επίσκεψη η γιαγιά της, η Θέμις άκουσε κάτι που της έκανε ακόμη μεγαλύτερη εντύπωση.
«Δεν επιτρέπεται να μένουν άλλο μέσα σ’ αυτό το ερείπιο, σ’ αυτό το σαπιοκάραβο».
Η γιαγιά της ακουγόταν αγανακτισμένη, αλλά της Θέμιδος της άρεσε η νοερή εικόνα του σπιτιού της ως καραβιού. Τις μέρες που είχε κακοκαιρία κι ο άνεμος σφύριζε περνώντας από τις χαραμάδες των ραγισμένων τζαμιών, όλο το σπίτι έτριζε και κλυδωνιζόταν σαν πλοίο στα ανοιχτά.
Η απάντηση της μητέρας της δεν ήταν αυτή που θα περίμενε η Θέμις.
«Σα δεν ντρέπεσαι», είπε αυστηρά στην πεθερά της. «Αυτό είναι το σπίτι μας. Φύγε, σε παρακαλώ. Σήκω και φύγε τώρα αμέσως».
9786180131420.jpg

Δεν υπάρχουν σχόλια: