Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, ο αστικός ρεαλισμός και η δημιουργία του μέσου Έλληνα αναγνώστη
Νένα Κοκκινάκη* , πεζογράφος και κριτικός βιβλίου.
«Έπαιρνα αφορμή από ένα οποιοδήποτε περιστατικό της εβδομάδας –μια γιορτή, μια τελετή, μια συγκέντρωση, μια θεατρική παράσταση, μια ομιλία, μια λιακάδα, ένα χιόνι– κι αφού το διηγιόμουν ή το περιέγραφα, προσπαθούσα να δώσω στον νεαρό μου αναγνώστη μερικές σχετικές γνώσεις…» γράφει για τα στιγμιότυπα ζωής που παρέθετε στις επιστολές του.
Μέσα από τις επιστολές αυτές αναδεικνύεται ο χαρακτήρας του: ένας άνθρωπος νηφάλιος, που βλέπει την ομορφιά της ζωής χωρίς να είναι φιλοζωιστής, ένας σοφός δάσκαλος που θησαυρίζει επιστημονικές γνώσεις και λογοτεχνικές εμπειρίες για να τις προσφέρει στους νέους, ένας φυσιολάτρης που συγκινείται από έμψυχα και άψυχα, ένας άνθρωπος που έχει οράματα και πιστεύει στο καλύτερο μέλλον.
Σε κάποια από τις δημόσιες εξομολογήσεις του δηλώνει, αναφερόμενος στη συγγραφική του τέχνη: «[…] εγώ γράφω διηγήματα για τον κόσμο και θέλω να τα χαίρεται ο κόσμος. Ο κόσμος με νιώθει, με διαβάζει, με αγοράζει. Μου αρέσει κάθε μου γραφτό να είναι στη μορφή του τόσο απλό, ώστε με την ίδια σχεδόν άνεση να μπορεί να το διαβάζει κι ένας μαθητής Γυμνασίου και ο κύριος Παλαμάς. Δεν αγαπώ τα σύννεφα και τα σκοτάδια. Με τραβά περισσότερο η ξαστεριά, το φως. Εσπούδασα μαθηματικά στα νιάτα μου, κι εσυνήθισα να λέγω τα πράγματα απλά, καθαρά και ξάστερα». Όμως, «όλοι οι άνθρωποι είναι του καιρού τους», δέσμιοι μιας συγκεκριμένης εποχής ή «κληρωτοί της εποχής τους» σύμφωνα με τον Γιώργο Σεφέρη, κι ο Ξενόπουλος, που αποτέλεσε τον αντιπροσωπευτικότερο καταγραφέα της αστικής ζωής της εποχής του, δεν εξαιρείται.
Σήμερα, που και χρονικά και πολιτισμικά βρισκόμαστε μακριά από τη δημιουργία του έργου του Ξενόπουλου και το βλέπουμε έξω από τις συνθήκες της εποχής που το παρήγαγε, μπορούμε να το εξετάσουμε προσεκτικότερα αιτιολογώντας τον τίτλο του συγγραφέα ως «εισηγητή του αστικού μυθιστορήματος στην Ελλάδα». Η πεζογραφία του, που θεωρήθηκε ως η comédie humaine της Ελλάδας των αρχών του 20ού αιώνα (Robert Beaton, Εισαγωγή στη Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία), διανύει σχεδόν έξι δεκαετίες νεοελληνικού βίου και απλώνεται σε κορυφαίες ιστορικές στιγμές για τον κόσμο και τον τόπο μας (δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, μεγαλοϊδεατική και αλυτρωτική έξαρση, διαμόρφωση εθνικής ιδεολογίας).
Αντανάκλαση μιας τέτοιας πραγματικότητας δεν μπορεί να αποτελεί παρά το μυθιστόρημα. Με το διεισδυτικό του πνεύμα, ο Ξενόπουλος διαπίστωσε νωρίς ότι «το μυθιστόρημα είναι δείγμα μεγάλης ακμής ενός έθνους» και πάνω σε αυτό στήριξε τον εισόδιο λόγο του στην Ακαδημία Αθηνών (30 Ιανουαρίου 1932). Στον λόγο του αυτόν ο συγγραφέας παρακολουθεί την ιστορία του νεοελληνικού μυθιστορήματος από τις απαρχές του έως τη γενιά του ’80, αναζητώντας τους προδρόμους του όχι στη βυζαντινή, την αλεξανδρινή ή την ελληνιστική εποχή, αλλά στα βασικά πρότυπα της νεοελληνικής αναγέννησης. Στέκεται στον ρηξικέλευθο μεταφραστή της Νανάς του Ζολά, Ιωάννη Καμπούρογλου (που εύκολα εγκατέλειψε τη γλωσσική αρχαιοπρέπεια), και στον Παύλο Καλλιγά, που με τον Θάνο Βλέκα του έδωσε ένα καθαυτό ελληνικό μυθιστορηματικό έργο, την πρώτη ελληνική σατιρική ηθογραφία. Τον απασχολεί εν μέρει ο ταλαντούχος και ευφυής Ραγκαβής, ο οποίος όμως περιορίστηκε σε «ξενόπνοα» διηγήματα και φτάνει στο 1880, σταθμό στην ιστορία του νεοελληνικού μυθιστορήματος (Ροΐδης, Πάπισσα Ιωάννα), χρονιά που σηματοδοτεί τη νεοελληνική αναγέννηση και συνδέεται με τον μεγάλο Παλαμά. Ένας ακόμα σταθμός είναι ο Λουκής Λάρας του Δημητρίου Βικέλα, έργο κλασικό που κατορθώνει να συνδέσει την ιστορική με την ηθογραφική παράδοση προβάλλοντας την ψυχογραφία ως πρωταρχικό και ουσιαστικό στοιχείο του μυθιστορήματος. Την απαράμιλλη ψυχογραφία του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη θαυμάζει ο Ξενόπουλος ειδικά στη Φόνισσα. Επισημαίνει επίσης στον λόγο του την «ποιητική και επική πνοή» που διαπνέει το έργο του Καρκαβίτσα και την ευαισθησία του Εμμανουήλ Λυκούδη, του Κώστα Παρορίτη και του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου. Αναφέρεται εκτενώς στον «έξοχο και πολυσχιδή ιδρυτή της Νέας Σκηνής» Κωνσταντίνο Χρηστομάνο, ο οποίος στην Κερένια κούκλα «συνενώνει και τρόπον τινά συνδιαλλάσσει το πραγματικόν προς το ιδανικόν, το φυσικόν προς το υπερφυσικόν, το αντικειμενικόν προς το φαντασιώδες». Και καταλήγει στο από κάθε άποψη ωριμότερο μυθιστορηματικό έργο του Κερκυραίου Κωνσταντίνου Θεοτόκη, ο οποίος στις «μεγαλοπρεπείς» συνθέσεις του παρουσιάζει «τους πλέον ζωντανούς τύπους που αναμοχλεύουν την άβυσσον της ψυχής και ανακινούν ακόμη και τα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα».[1]
«...Μου αρέσει κάθε μου γραφτό να είναι στη μορφή του τόσο απλό, ώστε με την ίδια σχεδόν άνεση να μπορεί να το διαβάζει κι ένας μαθητής Γυμνασίου και ο κύριος Παλαμάς...»Με τον λόγο του στην Ακαδημία ο Ξενόπουλος εμφανίζεται και γνώστης της σχετικής λογοτεχνικής παράδοσης, αλλά και σημαντικός καινοτόμος και νεωτεριστής. Ατενίζοντας πέρα από τα στενά όρια της ηθογραφίας, οραματίζεται την εξέλιξη της πεζογραφίας μας και την εξίσωσή της με εκείνες των προηγμένων, «ακμαίων» χωρών. Επειδή πολλοί από τους μυθιστοριογράφους της αναγεννησιακής περιόδου (του ’80 και του ’90), αν και στο έργο τους εκδηλώνεται ο αστικός τρόπος ζωής, δεν απομακρύνονται εντέλει από το κυρίαρχο ηθογραφικό υπόδειγμα, έτσι ώστε «το αστικό μυθιστόρημα των δύο τελευταίων δεκαετιών του 19ου αιώνα να μην αποτελεί παρά ιδιάζουσα παρέκκλιση από την ηθογραφία» (Robert Beaton). Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, που άρχισε τη συγγραφική του σταδιοδρομία στα 1888 με το μυθιστόρημα Άνθρωπος του κόσμου, κατάφερε κρατώντας ίσες αποστάσεις από τις ηθογραφικές ενασχολήσεις να συντελέσει με την ειδική φυσιογνωμία του έργου του στη δημιουργία του μέσου Έλληνα αναγνώστη.
Θα άξιζε στο σημείο αυτό να αναφερθούμε σε μια από τις πιο ενδιαφέρουσες συζητήσεις μεταξύ πεζογράφων που διεξήχθη από τις στήλες του Τύπου με θέμα τη «μεταπολεμική ελληνική πεζογραφία» (Ιούνιος-Ιούλιος 1939). Βασικό ερώτημα, στο οποίο έπρεπε να απαντήσουν οι συγγραφείς, ήταν αν προόδευσε ή όχι η ελληνική παραγωγή στο μυθιστόρημα και το διήγημα κατά τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Στη συζήτηση, ο Στρατής Μυριβήλης σημείωνε: «Έπρεπε (ο Ξενόπουλος) να τα βάλει με την παγερή αδιαφορία του αναγνωστικού κοινού, ή μάλλον έπρεπε να το δημιουργήσει εκ του μη όντος. Και το δημιούργησε. Έψαξε, δοκίμασε τις μορφές και τους τρόπους που του υπαγόρευε το καλλιτεχνικό του ένστικτο και έτσι έγινε ο ίδιος παράδοση».[2]
Στην περίπτωση του Ξενόπουλου, ο αστικός ρεαλισμός κάλυψε «την απουσία ενός μέσου στρώματος αναγνωστών που θα λειτουργούσε ως ο ενδιάμεσος χώρος για μια πολύπλευρη ανάπτυξη της λογοτεχνικής γραφής».[3] Και από την άποψη αυτή, η προσφορά του υπήρξε ανυπολόγιστη.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Ο εισόδιος λόγος του Γρηγορίου Ξενοπούλου στην Ακαδημία Αθηνών στα Άπαντα, τόμ. 11ος, εκδ. Μπίρης, Αθήνα, 1971, σελ. 306
[2] Βλ. Κωνσταντίνος Α. Δημάδης, «Ξενόπουλος», στο Τετράδιο Ευθύνης, Επικύρωση του έργου του Γρηγορίου Ξενοπούλου, αρ. 39, 2001
[3] Βλ. Π.Δ. Μαστροδημήτρη, «Η επικαιρότητα του έργου του Γρηγορίου Ξενοπούλου», δοκίμιο στο περιοδικό Πειραϊκά γράμματα, Ιούνιος 2001
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου