Αιμίλιος Αυγουλέας*:«Μετά το 2000 ζούμε τη μονοκαθεδρία του νεοφιλελευθερισμού»
Συντάκτης:
Νόρα Ράλλη
Ο φιλελευθερισμός είναι πρωτίστως ατομικά δικαιώματα και στην πολιτική του μορφή εκπροσωπείται από την κοινοβουλευτική δημοκρατία. Το καθεστώς του Πινοσέτ δεν ήταν τίποτε άλλο από μια στυγνή δικτατορία
Τι θα απαντούσε στο ερώτημα αν ζούμε το τέλος του φιλελευθερισμού ένας ειδικός στα χρηματοοικονομικά; Αυτό θα μάθουν σήμερα το απόγευμα όσοι παρευρεθούν στη διάλεξη του καθηγητή Διεθνούς Τραπεζικού Δικαίου και Χρηματοοικονομικών και διευθυντή του Τμήματος Εμπορικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου , Αιμίλιου Αυγουλέα. Ο ίδιος δηλώνει προοδευτικός φιλελεύθερος και εξηγεί γιατί πιστεύει τόσο σε αυτό.
• Θα μιλήσετε για ένα ερώτημα: «Το τέλος του φιλελευθερισμού;» Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε σε αυτό και ένα ακόμη: «Η αρχή του νεοφιλελευθερισμού;»;
Τα αποτελέσματα των νεοφιλελεύθερων οικονομικών πολιτικών είναι κατ' εξοχήν αντιφιλελεύθερα, διότι οδηγούν σε υπερσυγκέντρωση πλούτου στα χέρια των πολύ λίγων: σύμφωνα με την περσινή έκθεση παγκόσμιας ανισότητας της Oxfam, οχτώ άνθρωποι ελέγχουν ισοδύναμης αξίας περιουσία με πάνω από 3 δισ. ανθρώπων. Αυτή η ιλιγγιώδης και πρωτόγνωρη μεταπολεμικά συγκέντρωση οικονομικής εξουσίας στα χέρια των πολύ πολύ λίγων όχι μόνο οδηγεί σε ανασύσταση της οικονομικής φεουδαρχίας (θανάσιμου εχθρού του κλασικού φιλελευθερισμού), όπως άλλωστε και οι ολοκληρωτισμοί ή η κατάργηση (όχι ο περιορισμός) της ατομικής ιδιοκτησίας, αλλά και σε οικονομικά φαινόμενα απολύτως αντίθετα με τις αρχές του φιλελευθερισμού -όπως η δημιουργία ντε φάκτο μονοπωλίων που καταργούν τον ανταγωνισμό εντός των αγορών (βασική αρχή της θεωρίας του Ανταμ Σμίθ) και την εξάλειψη των ίσων ευκαιριών για όλους.
• Πού βρίσκονται τα όρια ανάμεσά τους;
Η εν λόγω διάσπαση του φιλελευθερισμού σε νεοφιλελευθερισμό και στον προοδευτικό (ή όπως τον ονοματίζω εγώ) νεοκλασικό φιλελευθερισμό δεν μπόρεσε να φανεί νωρίτερα, διότι μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία και οι δημοκρατικοί φιλελεύθεροι στις ΗΠΑ προωθούν τη νεοφιλελεύθερη, μονοδιάστατη εκδοχή της παγκοσμιοποίησης με τα σημερινά αποτελέσματα στο επίπεδο της οικονομικής ανισότητας. Εδώ να πούμε πως δεν επρόκειτο για καμία παγκόσμια συνωμοσία, καθώς και η σοσιαλδημοκρατία έλαβε μεγάλα ανταλλάγματα: με την υποστήριξη των πανίσχυρων δυνάμεων της αγοράς πέτυχε το βάθεμα των ατομικών και ανθρώπινων δικαιωμάτων, καθώς και την κατάρρευση πληθώρας δικτατορικών καθεστώτων κυρίως σε Ασία και Ν. Αμερική. Εδώ υπάρχει άλλη μια βασική πλάνη: ενώ οι περισσότεροι αναλυτές τοποθετούν την κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού στην εποχή των Ρέιγκαν και Θάτσερ και του περίφημου Washington Consensus, οι δεκαετίες του 1990 και του 2000 είναι η εποχή που πραγματικά σιώπησε κάθε αντίθετη φωνή, δίνοντας στις νεοφιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές όχι πλέον την πρωτοκαθεδρία (όπως στη δεκαετία του 1980), αλλά τη μονοκαθεδρία.
• Κατά τη διεξαγωγή του προεδρικού δημοψηφίσματος το 1988 στη Χιλή, οι υπεύθυνοι της καμπάνιας του Πινοσέτ υπέρ του «ναι» είχαν δηλώσει: «Αυτό είναι ο φιλελευθερισμός: σημαίνει πως μπορούν όλοι να γίνουν πλούσιοι. Όλοι. Όχι ο καθένας». Ένα σχόλιο.
Σκληρή η ερώτηση θα έλεγε κανείς προβοκατόρικη, αντάξια μιας δυνατής συνέντευξης. Και γιατί όχι. Μια εφημερίδα της αριστεράς που δημοσιεύει την συνέντευξη ενός προοδευτικού φιλελευθέρου οφείλει να μην τον χαϊδεύει. Κι ένας προοδευτικός φιλελεύθερος που δε μπορεί ν’ απαντά σε τέτοιες ερωτήσεις οφείλει να μην δίνει συνεντεύξεις. Η απάντηση όμως είναι απλή. Ο φιλελευθερισμός είναι πρωτίστως ατομικά δικαιώματα και στην πολιτική του μορφή εκπροσωπείται από την κοινοβουλευτική δημοκρατία. Το καθεστώς του Πινοσέτ δεν ήταν τίποτε άλλο από μια στυγνή δικτατορία που καταστρατήγησε πλήρως τα δικαιώματα των πολιτών. Εφάρμοσε δε τις πιο ακραίες θεωρίες της σχολής του Σικάγο με την ελπίδα να δημιουργήσει οικονομική ανάπτυξη κι επομένως ν’ αυξήσει τη νομιμοποίηση του. Επαναλαμβάνω λοιπόν φιλελευθερισμός χωρίς δημοκρατία δε μπορεί να υπάρξει και οι διάφοροι νεοφιλελεύθεροι οικονομολόγοι που στήριξαν το συγκεκριμένο καθεστώς στη Χιλή και αλλού, δεν είναι τίποτε άλλο εκτός από εκτρωματικές αποκλίσεις από τα ιδεώδη του φιλελευθερισμού.
Αντιθέτως απολύτως φιλελεύθεροι ήταν οι συμφοιτητές μου στο LSE που ξεκίνησαν την δίωξη του Πινοσέτ όταν επισκέφθηκε το Λονδίνο στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και οι ανώτατοι δικαστές της Βρετανίας που έβαλαν σε κατ’ οίκον περιορισμό και προσπάθησαν να τον δικάσουν για τα άπειρα εγκλήματα του. Και για ν ‘απαντήσω στην ερώτησή σας ακόμη πιο ευθέως, φιλελευθερισμός δεν είναι η εξίσωση προς τα κάτω και η διανομή του μερίσματος της μιζέριας αλλά η σταδιακή εξάλειψη των ανισοτήτων με τη δημιουργία μιας οικονομίας και πολιτείας που θα δίνει ίσες ευκαιρίες σε όλους και θα εξασφαλίζει ένα ελάχιστο δημόσιων αγαθών και μέσω της υπεύθυνης ατομικής και συλλογικής οικονομικής δραστηριότητας και της λειτουργίας της αγοράς.
Η τελευταία δε θα πρέπει να υπόκειται σε δημόσιο έλεγχο όσον αφορά την επίτευξη των προαναφερόμενων στόχων χωρίς όμως κρατική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής εκτός κι αν τούτο είναι απολύτως απαραίτητο στη βάση αντικειμενικών κριτηρίων, π.χ. προστασία του περιβάλλοντος ή της δημόσιας υγείας. Ο δε δημόσιος έλεγχος οφείλει να αφορά κυρίως την καταπολέμηση παράνομων και ανήθικων συμπεριφορών, την προστασία δημόσιων αγαθών, όπως π.χ., η εξασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και η προστασία των καταναλωτών, καθώς και στόχους επίτευξης οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής ευημερίας που να μετρούνται στη βάση αντικειμενικών (ποσοτικών και ποιοτικών) κριτηρίων.
• Ζούμε την κυριαρχία των αγορών και αν ναι, τι προκλήσεις φέρνει αυτό;
Ηθελημένα ίσως αυτό ζούμε. Αλλά όχι με την κλασική έννοια, διότι τα κράτη και οι κυβερνήσεις δεν είναι τόσο αδύναμα όσο νομίζουμε. Αντιθέτως, διαθέτουν πληθώρα νομικών και ρυθμιστικών όπλων και θεσμών για να θέσουν τέλος στην αβελτηρία και την ασυδοσία των αγορών, όπου αυτή παρατηρείται, και πάνω απ' όλα διαθέτουν το δημοσιονομικό εργαλείο το οποίο μπορούν να χρησιμοποιήσουν για να ελέγξουν την υπερσυγκέντρωση πλούτου. Το πρόβλημα είναι πως τις τελευταίες τρεις δεκαετίες μια σειρά κυβερνήσεων Κεντροαριστεράς και Κεντροδεξιάς στη Δύση αρνήθηκαν να χρησιμοποιήσουν τα εν λόγω όπλα με στόχο την προστασία του δημόσιου συμφέροντος και των δημόσιων αγαθών, ρίχνοντας όλα τα βάρη στην παγκοσμιοποίηση και τη δήθεν ανημποριά τους ν' ασκήσουν αποτελεσματικό έλεγχο επί των αγορών.
• Πόσο «κακό πράγμα» είναι τελικά ο φιλελευθερισμός και τόσο τρομακτικές οι συνέπειές του; Είναι θέμα διαχείρισης, ιστορικών συγκυριών ή πολιτικής βούλησης;
Το αντίθετο, πλην των εργατικών και συλλογικών δικαιωμάτων και ίσως του κράτους πρόνοιας, όλες οι μεγάλες κατακτήσεις του δυτικού κόσμου τα τελευταία διακόσια χρόνια οφείλονται στον λεγόμενο κλασσικό φιλελευθερισμό στις επικαιροποιημένες μορφές του. Επίσης πλην του Μάρξ και των νεομαρξιστών, που ήταν επίσης πολύ σημαντικοί, όλοι οι μεγάλοι δυτικοί διανοητές ήταν φιλελεύθεροι. Η λύση λοιπόν σήμερα προ της λαίλαπας της νέο-φεουδαρχίας και της επαπειλούμενης περαιτέρω συρρίκνωσης των ευκαιριών οικονομικής και κοινωνικής προόδου που απειλεί να επιφέρει ο έλεγχος της τεχνολογίας δεν είναι βέβαια ο ανερχόμενος λαϊκισμός ούτε η ρομαντική και καταδικασμένη ν’ αποτύχει, δημιουργώντας νέους φαύλους κύκλους, κρατικοποίηση των μέσων παραγωγής, αλλά η εφαρμογή των πολιτικών των ίσων ευκαιριών του προοδευτικού (νεοκλασικού) φιλελευθερισμού του Ρόουλς και όλων εκείνων που πιστεύουν στην σημασία του κοινωνικού συμβολαίου.
Και το πως θα εφαρμοσθούν αυτές για ν’ ανακοπεί η λαίλαπα του νεοφιλελευθερισμού; Πρώτον με την προστασία του υγιούς ανταγωνισμού στην αγορά και του δημόσιου συμφέροντος. Δεύτερον με επαναπροσδιορισμό της σημασίας των δημόσιων αγαθών όπως η παιδεία και η υγεία και η παροχή τους σε ένα υψηλό επίπεδο. Πως όμως μπορεί να γίνει αυτό σε μια ζοφερή εποχή που τα περισσότερα δυτικά κράτη είναι ημι-χρεωκοπημένα, οι δημόσιες δαπάνες περικόπτονται διαρκώς και τα φορολογικά βάρη πέφτουν κατ’ αποκλειστικότητα στην ξεζουμισμένη, και στην Ελλάδα κατεστραμμένη, μεσαία τάξη;
Η απάντηση είναι μέσω της «τιμωρητικής» φορολογίας των κερδοσκοπικών, βραχυχρόνιων, χρηματοοικονομικών συναλλαγών, οι οποίες ξεπερνούν το ένα τρισεκατομμύριο σε καθημερινή βάση, και της αργούσας, δηλαδή της μη αναμεμειγμένης σε παραγωγικές επενδύσεις, μεγάλης περιουσίας, η οποία αυγατίζει μέσα στις παρούσες συνθήκες υπερ-δανεισμού των φτωχών και μεγάλης χρηματοπιστωτικής ρευστότητας μετατρέποντας τους κατέχοντες μεγάλη περιουσία σε κροίσους και του μη κατέχοντες σε μόνιμους οφειλέτες, οδηγώντας σε οικονομικής εξαθλίωση τη μεσαία τάξη και βεβαίως σε έκρηξη της οικονομικής και κοινωνικής ανισότητας που δεν έχει προηγούμενο στην μεταπολεμική τουλάχιστον εποχή.
• Από την εμπειρία σας, καθώς έχετε βρεθεί σε αρκετές και αρκετά νευραλγικές θέσεις ευθύνης, πιστεύετε πως ο ρόλος του έπαιξε η ΕΚΤ όσον αφορά την Ελλάδα τα τελευταία χρόνια ήταν αυτή που έπρεπε; Τι θα μπορούσε και τι μπορεί να γίνει;
Κοιτάξτε, η ΕΚΤ όπως και όλοι οι θεσμοί της Ευρωζώνης βρέθηκαν παντελώς απροετοίμαστοι σε μια πολλαπλώς ανολοκλήρωτη οικονομική και νομισματική ένωση όταν χτύπησε το διπλό τσουνάμι της κρίσης χρέους και της χρηματο-οικονομικής κρίσης στην Ευρωζώνη. Βρέθηκε έτσι η ΕΚΤ ν’ ασκεί πληθώρα νέων αρμοδιοτήτων όπως και αρμοδιοτήτων που πιθανότατα δεν της ανήκουν και πιθανόν δεν θα επιθυμούσε να έχει, π.χ. μακρο-οικονομική εποπτεία, εντός ενός μονοδιάστατου καθεστώτος δημοκρατικής λογοδοσίας μιας και όσον αφορά την άσκηση της νομισματικής πολιτικής η ΕΚΤ απολάμβανε όπως και οι άλλες μεγάλες κεντρικές τράπεζες της δύσης απόλυτη ανεξαρτησία. Νομίζω μες σε αυτόν τον κυκεώνα αναγκαστικών αλλαγών η ΕΚΤ του κου Ντράγκι τα κατάφερε πολύ καλύτερα από την ΕΚΤ του Τρισέ.
Δικαίως επομένως πιστώνεται στο κύριο Ντράγκι ένα μεγάλο μερίδιο από τον επιτυχή έλεγχο του κόστους δανεισμού υπερχρεωμένων χωρών όπως η Ιταλία και η αναθέρμανση των οικονομιών της ευρωζώνης με την πολιτική νομισματικής χαλάρωσης της οποίας η υιοθέτηση, σας θυμίζω, έγινε παρά τις αντιρρήσεις και ουρανομήκεις διαμαρτυρίες του παντοδύναμου τότε κου Σόιμπλε και της κεντρικής τράπεζας της Γερμανίας. Επίσης μην ξεχνάτε το κούρεμα καταθέσεων στην Κύπρο και η δρακόντεια νομοθεσία για την διάσωση τραπεζικών ιδρυμάτων εφαρμόσθηκαν παρά τις επιφυλάξεις και συχνά αντιρρήσεις της ηγεσίας της ΕΚΤ. Από την άλλη πλευρά στο θέμα της ελληνικής κρίσης η ΕΚΤ έμεινε χωρίς επιλογές στο τέλος.
Βεβαίως εάν η πολιτική αντιπαράθεση δεν ήταν τόσο σφοδρή και στο εσωτερικό και στο εξωτερικό ούτως ώστε να μη φθάσουν τα πράγματα σε τέτοιο σημείο τήξης, και με ευθύνη των δανειστών, ίσως η ΕΚΤ να είχε κάποιο περιθώριο να δράσει διαφορετικά, στις συνθήκες όμως ανεξέλεγκτης σύγκρουσης που επικράτησαν τον Ιούνιο του 2015 ήταν φυσικό η ΕΚΤ να ακολουθήσει αυτό που λέμε το manual χωρίς εξαιρέσεις. Όμως υπάρχει ένα ζήτημα εδώ σε σχέση με το γεγονός πως οι ελληνικές τράπεζες λίγο προ της κρίσεως του 2015 είχαν κριθεί αξιόχρεες με τον πιο επίσημο τρόπο, αλλά για να στηρίξεις αντιρρήσεις σε αυτό το επιχείρημα την κρίσιμη στιγμή χρειάζεται αφενός να συνεχίσεις να συζητάς και δεύτερον να έχεις την στήριξη των εγχώριων θεσμών. Στην συγκεκριμένη συγκυρία όμως έλειψαν και οι δύο αυτές προϋποθέσεις.
Και για να ολοκληρώσω την απάντηση υπάρχει τέλος ένα ζήτημα όσον αφορά την αγορά από την ΕΚΤ ομολόγων μεγάλων τραπεζών τις οποίες οι αγορές αντιμετωπίζουν ως έχουσες χαμηλή φερεγγυότητα. Για να αντιμετωπισθούν όλα αυτά τα ανοιχτά ζητήματα κάποια στιγμή το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας της ευρωζώνης οφείλει ν’ αναπροσαρμοσθεί στις νέες απαιτήσεις και συνθήκες με παράλληλη ενδυνάμωση του δημοκρατικού ελέγχου επί των οργάνων της ΕΚΤ.
• Ως καθηγητής ποια εχέγγυα πιστεύετε πως πρέπει να έχουν οι φοιτητές σας, πέραν την καλής γνώσης περί Οικονομικών;
Υπήρξε μια τάση στις τελευταίες δεκαετίες να εμφανιστούν οι οικονομικές επιστήμες ως κλάδος των φυσικών επιστημών, με μια σχεδόν μεταφυσική χρήση των μαθηματικών μοντέλων. Ομως ας μην ξεχνάμε πως ο Ανταμ Σμιθ ήταν καθηγητής Ηθικής Φιλοσοφίας και δέκα χρόνια πριν από τον «Πλούτο των Εθνών» είχε γράψει το επίσης περίφημο βιβλίο «Θεωρία των Ηθικών Συναισθημάτων». Θαρρώ μάλιστα πως θεωρούσε τα οικονομικά κομμάτι της ηθικής φιλοσοφίας, όπως άλλωστε και ο Αριστοτέλης, του οποίου οι αναλύσεις περί χρήματος παραμένουν έγκυρες και επίκαιρες. Η σωστή μελέτη και κατανόηση της οικονομικής επιστήμης προϋποθέτει γνώσεις πολιτικής θεωρίας, ηθικής φιλοσοφίας, ιδιωτικού και δημοσίου δικαίου, συμπεριφορικής ψυχολογίας και κοινωνιολογίας. Χωρίς να εντρυφήσει κανείς και σ' αυτές τις κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες, σπουδάζει την οικονομική επιστήμη λειψά και η γνώση του παραμένει χωλή κι ανολοκλήρωτη.
• Ποιο πιστεύετε ότι είναι το κυριότερο διακύβευμα σήμερα στην Ε.Ε. όσον αφορά το παρόν αλλά και το μέλλον της;
Πρόκειται για ένα απολύτως βάσιμο και υπαρξιακό ερώτημα. Η σημερινή Ευρώπη για να καταπολεμήσει τους ανερχόμενους λαϊκισμούς οφείλει να ενισχύσει τους δημοκρατικούς θεσμούς της. Οχι με μαξιμαλιστικές κορόνες και ουτοπίες, αλλά με τον γνωστό φιλελεύθερο δημοκρατικό τρόπο των θεσμικών εξισορροπήσεων και ελέγχων. Εάν υπήρχαν τέτοιοι έλεγχοι, δεν θα βιώναμε την παντοδυναμία του Σόιμπλε και του Eurogroup, ενός άτυπου θεσμικού οργάνου, σε βάρος όλων των υπόλοιπων οργάνων της Ε.Ε., όπως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Η παντοδυναμία αυτή δεν οδήγησε απλώς στην εφαρμογή των γνωστών πολιτικών μιζέριας στις χώρες του Νότου, αλλά στάθηκε και εμπόδιο στην οικονομική ενοποίηση της ευρωζώνης και την ταχύτερη οικονομική ανάκαμψη. Εάν η ευρωζώνη δεν προχωρήσει με γοργά βήματα στις ως άνω δημοκρατικές, θεσμικές, δημοσιονομικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις, ώστε να προλάβει την επόμενη μεγάλη κρίση και να καταπραΰνει τις οικονομικές και κοινωνικές αιτίες ανόδου των λαϊκισμών και της Ακροδεξιάς, τότε θα ενταχθώ κι εγώ στα στρατόπεδο εκείνων που βλέπουν με απαισιοδοξία το μέλλον της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου