«Βίοι παράλληλοι»
Επιστρέφοντας στο θέμα του θανάτου της Τυλλίας, πρέπει να πω, όσο κι αν αυτό είναι φυσικό και το φαντάζεται κανείς, ότι ένας λόγος που αγαπούσε ο Κικέρων πολύ την Τυλλία ήταν ότι αυτό το κορίτσι ήταν προικισμένο με πολλές αρετές, ενώ αντιθέτως ο γιος του Μάρκος, όπως λέει ο H. J. Ross στη δίτομη Ιστορία της ρωμαϊκής λογοτεχνίας σε μετάφραση Κ. Γρόλλιου, «δεν ήταν ένας ιδιαίτερα συμπαθητικός νέος και είχε πολύ μέτριες ικανότητες» (6). Λέει ακόμη ο Ross για το βαρύ πένθος του Κικέρωνα για την κόρη του και τούτο: «Για λίγο καιρό μάλιστα τον απασχόλησε η παράδοξη για ένα Ρωμαίο ιδέα να χτίσει στη μνήμη της ένα ιερό, με άλλα λόγια να καθιερώσει τη λατρεία της ως θεάς» (7). Στη λίγη ζωή που του έμενε μετά τον θάνατο της κόρης του το 45 π.Χ., η βαθιά αυτή θλίψη του τον επηρέασε και σε μερικές σοβαρές αποφάσεις της ζωής του. Πράγματι, όταν χώρισε τη γυναίκα του Τερεντία, ένας από τους λόγους αυτού του χωρισμού, λέει ο Πλούταρχος, ήταν και το ταξίδι της Τυλλίας στο Βρινδήσιο, για να δει τον ευρισκόμενο εκεί για αρκετούς μήνες πατέρα της. Κατηγορεί τη γυναίκα του, η οποία δεν πήγε να τον δει ή, όπως λέει ο Πλούταρχος, «ούκ ἦλθεν», ότι έστειλε την κόρη τους, νέα κοπέλα, σε ένα τόσο μακρινό ταξίδι χωρίς να της δώσει χρήματα και την απαραίτητη συνοδεία για την ασφάλειά της («εν Βρεντεσίω διατρίβοντος αυτού πολύν χρόνον, ερχομένη δε τη θυγατρί, παιδίσκη νέα, τοσαύτην οδόν ου πομπήν πρέπουσαν, ου χορηγίαν παρέσχεν» (8). Λέει ακόμη ο Πλούταρχος ότι ο χωρισμός από τη γυναίκα του άνοιξε τον δρόμο για έναν γάμο του Κικέρωνα με μια πλούσια παρθένα, την οποία, σύμφωνα με την Τερεντία, παντρεύτηκε από έρωτα, ενώ ο Τίρων, ο απελεύθερος γραμματέας του Κικέρωνα, λέει ότι την παντρεύτηκε για τα πλούτη της και για να απαλλαγεί από τους δανειστές του, πληρώνοντας τα χρέη του με τα χρήματά της (Κικέρων, XLI). Μάλλον ο Τίρων είναι πιο κοντά στην αλήθεια, όπως φαίνεται από το αποτέλεσμα που είχε αυτός ο γάμος. Πράγματι, λίγο μετά τον γάμο του με την πλούσια παρθένα πέθανε η Τυλλία στον τοκετό. Ήρθανε τότε φιλόσοφοι από πολλά μέρη για να παρηγορήσουν τον Κικέρωνα, ο οποίος ήταν τόσο πολύ θλιμμένος από το τραγικό αυτό γεγονός, ώστε και αυτή την κοπέλα που παντρεύτηκε την έδιωξε, επειδή του φάνηκε ότι ευχαριστήθηκε από τον θάνατο της Τυλλίας («αποπέμψασθαι δόξαν ησθήναι τη τελευτή της Τυλλίας») (9).
***
Είπαμε, νομίζω, πολλά για την άτυχη Τυλλία και τον απαρηγόρητο πατέρα της. Καιρός να δούμε και τη Léopoldine, την άλλη άτυχη, με τα πολλά χαρίσματα, κόρη. Το σκηνικό και η εποχή πρέπει τώρα ν’ αλλάξουν και, από τη Ρώμη του Κικέρωνα, του Καίσαρα και των εμφυλίων πολέμων να πάμε στο Παρίσι του γαλλικού ρομαντισμού, της Ιουλιανής Επανάστασης και της βασιλείας του Λουδοβίκου Φιλίππου, του βασιλέα των αστών (roi des bourgeois). Είναι η εποχή που ο μεγάλος συγγραφέας Βίκτορ Ουγκό (Victor Hugo, 1802-1885) ζει με τη γυναίκα του και τα παιδιά του στη μεγάλη και λαμπρή αυτή πρωτεύουσα, όπου χτυπά ακόμη και σήμερα η καρδιά της πολιτισμένης Ευρώπης˙ είναι η εποχή που γράφει και δημοσιεύει το αριστούργημά του Παναγία των Παρισίων, ένα βιβλίο που γυρίζει τους Γάλλους πίσω στις ρίζες τους, τον γαλλικό μεσαίωνα, όπως κάμποσα χρόνια πριν είχε κάνει το ίδιο ο Σατομπριάν με το Πνεύμα του χριστιανισμού και το μυθιστόρημα των Μαρτύρων. Ωστόσο, η ιστορία της οικογένειας Ουγκό αρχίζει στις αρχές του 19ου αιώνα στο Παρίσι, στη rue des Feuillantines, σε έναν παλιό μοναστηρίσιο κήπο δίπλα στο σπίτι που ο μεγάλος συγγραφέας και ποιητής έζησε τα πρώτα παιδικά του χρόνια. Πράγματι, το σπίτι αυτό είχε δίπλα του έναν μεγάλο κήπο που ανήκε κάποτε σε ένα μοναστήρι καλογραιών (από αυτές πήρε ο δρόμος το όνομά του). Εκεί κάθε πρωί ο Ουγκό, που ήταν σε προσχολική ηλικία, πήγαινε και έπαιζε με τον αδελφό του Eugène. Όταν ήρθε ο καιρός να πάει σχολείο, επισκέφτηκε τη μητέρα του ένας ιδιοκτήτης σχολείου και της ζήτησε να στείλει τον γιο της στο εκπαιδευτήριό του. Ο μικρός Ουγκό, όμως, έκλαιγε και δεν ήθελε ν’ αφήσει τον κήπο για να πάει στο σχολείο. Η μητέρα του –που του είχε μεγάλη αδυναμία--, ύστερα από πολλούς δισταγμούς και βαθιά σκέψη, πήρε την απόφαση να μην τον στείλει στο σχολείο και τον άφησε να παίζει στον κήπο του μοναστηριού για έναν ολόκληρο χρόνο ακόμη. Αυτά θυμήθηκε ο ποιητής στο περίφημο ποίημα που επιγράφεται Ο κήπος των Φεγιαντίν και που εμείς, οι παλαιοί των ημερών, το διαβάζαμε συχνά σε παλιές γαλλικές ανθολογίες. Στο ποίημα αυτό ο ποιητής βάζει τα λουλούδια, τα δέντρα, τους θάμνους, τα νερά, τα ζωύφια, με άλλα λόγια όλο το ζωικό και φυτικό βασίλειο του κήπου, να μιλάνε στη μητέρα του και να την παρακαλούν ν’ αφήσει το παιδί στον κήπο μαζί τους, ενώ παράλληλα της υπόσχονται πως η μόρφωση που θα του δώσουν θα είναι αυτή που μόνο τα ευφυή πνεύματα μπορούν να πάρουν. Την ίδια ιδέα βρίσκουμε και στον Άγγλο ποιητή Wordsworth, τον ποιητή της φύσης, όπως τον αποκαλεί ο Shelley σε ένα σονέτο του, όταν λέει: «Άσε τη φύση να γίνει δάσκαλός σου» («Let Nature be your Teacher») στο ποίημα «The Tables Turned». Θα παραθέσω λίγους στίχους από το πολύστιχο ποίημα του Ουγκό σε δική μου απόδοση, για να πάρει ο αναγνώστης μια μικρή γεύση από τις τρυφερές αυτές στιγμές του ποιητή, οι οποίες απαθανατίζονται σε αυτό το ποίημα με σπάνια εκφραστική δύναμη και με ασυνήθιστη λυρική διάθεση:
Ο κήπος που ’ναι όμορφος, παράδεισος λαμπρός,
Τα τείχη τα ετοιμόρροπα κι όλα τα νέα ρόδα,
Και κάθε τι που σκέφτεται και κάθε που ’χει χάρη,
Όλα στη γλώσσα τ’ άνεμου και του νερού μιλάνε
Της μάνας μου ψιθυριστά: «Δώσε μας το παιδάκι!
Δώσε μας τούτο το παιδί, φτωχιά καημένη μάνα!
Αυτή την κόρη του ματιού που ’ν’ όλο φλόγα κι άστρα,
Αυτό τ’ άσπιλο μέτωπο που πένθος δε σκεπάζει,
Αυτή τη νέα του ψυχή σε μας δώσ’ τηνε, μάνα!
Και μην τη δώσεις για βορά στο πλήθος των ανθρώπων.
*
Μητέρα μεγαλόκαρδη, άσε μας το παιδί σου!
Μονάχα σκέψεις αγαθές κοντά μας θα γνωρίσει,
Θ’ αλλάξουν και θα γίνουν φως οι αρχικές εκλάμψεις
Και ο Θεός θα ’ναι ορατός στα όμορφά του μάτια.
Γιατί λουλούδια είμαστε, κλάδοι μαζί και λάμψεις.
Κι ακόμα η φύση κι η πηγή είμαστε που ’ναι αιώνια
Και λούζεται κάθε φτερό και κάθε δίψα σβήνει.
Μονάχα απ’ το σοφό νοητό πως δάση και αγροί
Τη μόρφωση σου δίνουνε των ευφυών πνευμάτων.
*
Άσε μας τούτο το παιδί: για τη γυναίκα θα ’χει
Καρδιά με κατανόηση˙ πνεύμα που δε χλευάζει
Κι όπου γεννιούνται τ’ όνειρο κι χίμαιρα αντάμα,
Και για βιβλίο το Θεό, τη Γη γραμματική˙
Και μια ψυχή –εστία αγνή σε χάρες μυστικές–
Στ’ ονειροπόλο μέτωπο γλυκύτατα θα λάμπει».
Έτσι την ώρα αυτή μιλούν που η πόλη αυτή σωπαίνει,
Τ’ άστρο, το δέντρο, το φυτό – κι η μάνα μου ακούει.
Ακόμη κι όταν πήγε στο σχολείο και ανακάλυψε τον κόσμο των βιβλίων, έκλεβε ώρες από τα διαβάσματά του και πήγαινε στον αγαπημένο του μοναστηρίσιο κήπο να κουβεντιάσει με τα φυτά και τα ζωύφια, και να μυηθεί στα μυστήρια της Φύσης. Να πώς θυμάται αυτές τις στιγμές:
Κάτω απ’ το θόλο τ’ ουρανού, τη μέρα, ευτυχισμένο
Παιδί πλανιόμουν, λεύτερα, στον όμορφο αυτό κήπο˙
Έβλεπα εκεί καρπούς χρυσούς, νερά να τρέχουν, βάλτους,
Τ’ άστρο ν’ ανοίγει σαν ανθός, το λούλουδο να λάμπει,
Δάση ακόμη και αγρούς που ο νους κατά το βράδυ
Τα ’βλεπε στο Βεργίλιο ξανά όπως σε καθρέφτη. *
Έχει σημασία αυτός ο κήπος, γιατί, όσο παράξενο κι αν μας φαίνεται, σ’ αυτό τον κήπο έχει τις ρίζες της η οικογένεια Ουγκό. Πράγματι, την ίδια εποχή, τις ίδιες ακριβώς παιδικές μέρες του μικρού Βίκτορ, ερχόταν και έπαιζε ένα όμορφο μικρό κοριτσάκι, η Αdèle Foucher, που αργότερα θα γίνει η πρώτη αγάπη του Ουγκό και η νόμιμη γυναίκα του με τα δεσμά του γάμου. Είναι η γυναίκα που θα του δώσει τέσσερα παιδιά, δυο αγόρια και δυο κορίτσια, και θα φτιάξει μαζί του μια όμορφη και χαρούμενη οικογένεια. Σε αυτό τον γάμο στάθηκε στην αρχή εμπόδιο η μάνα του. Στις 27 Ιουλίου του 1821, όμως, η μαντάμ Ουγκό πεθαίνει. Η λύπη του Ουγκό είναι, βέβαια, μεγάλη˙ από την άλλη πλευρά, όμως, ανοίγει ο δρόμος για να πραγματοποιήσει ο νεαρός ποιητής αυτό που επιθυμεί η νεανική καρδιά του, γιατί ο πατέρας του, ο Léopold Hugo,που ήταν στρατηγός του μεγάλου Ναπολέοντα, ήταν σύμφωνος με αυτό τον γάμο. Και πώς μπορούσε να μην ήταν σύμφωνος, αφού το μόνο που τον ενδιέφερε δεν ήταν η οικογένειά του, αλλά η παράνομη ερωτική σχέση που είχε με μια γυναίκα. Έτσι, είκοσι τρεις μέρες μετά τον θάνατο της μαντάμ Ουγκό, παντρεύεται την ερωμένη του, ενώ ο γιος για τον δικό του γάμο θα περιμένει να περάσει ένας χρόνος από τον θάνατο της μητέρας του. Το πρώτο παιδί που γεννήθηκε από τον γάμο του με την Adèlle Foucher στις 20 Ιουλίου του 1824 ήταν ένα όμορφο κοριτσάκι, που πήρε το όνομα του στρατηγού-παππού, Léopoldine. Εκείνη τη χρονιά, με αφορμή τον θάνατο του λόρδου Βύρωνα, θα κάνει μια ομιλία για την επαναστατημένη Ελλάδα, θέμα πολύ επίκαιρο τότε λόγω του φιλελληνικού ρεύματος στην Ευρώπη. Είναι, θα λέγαμε, η πρώτη φορά που ο νεαρός ποιητής εκδηλώνει, επίσημα και δημοσίως, τα φιλελληνικά του αισθήματα. Η Léopoldine είναι ένα χαριτωμένο μωρό που κέρδισε αμέσως και για πάντα την καρδιά του μεγάλου πατέρα της. Ακολούθησαν άλλα τρία παιδιά: ο Charles θα γεννηθεί το 1826, ο François-Victor τo 1828 και η Adèle, που πήρε το όνομα της μητέρας της, το 1830, τη χρονιά που ο πατέρας της θα θριαμβεύσει στις 25 του Φλεβάρη στη μάχη του Ερνάνη (lα bataille de Hernanι) και μαζί του ο ρομαντισμός.
Ένας νέος ποιητής και στενός φίλος του Ουγκό, ο Alfred de Vigny, θα τον φέρει σε έναν λογοτεχνικό σύλλογο, τον Κύκλο (Cénacle). Oι συγκεντρώσεις αυτού του συλλόγου γίνονταν στο σπίτι ενός παλιού λογοτέχνη, του Charles Nodier. Ανάμεσα στους νέους λογοτέχνες που σύχναζαν εκεί και ήταν μέλη ήταν και ο Αλέξανδρος Δουμάς, πατήρ, που συνοδευόταν συνήθως από τον ποιητή Gérard de Nerval, ο οποίος στη σύντομη ζωή του ταξίδεψε στην Ελλάδα και έγραψε για τη χώρα μας τις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις. Σύχναζε ακόμη εκεί η βαρόνη Dudevant, που είναι γνωστή σε μας με το λογοτεχνικό της ψευδώνυμο George Sand, και που, συχνά, οι νεαροί ποιητές του συλλόγου ήταν εραστές της. Αναφέρθηκα σε αυτό τον σύλλογο, γιατί ανάμεσα στους νέους ποιητές ήταν και ένας δημοσιογράφος της δημοκρατικής εφημερίδας Globe, ο Sainte-Beuve, που θα εξελιχθεί αργότερα σε μεγάλο κριτικό της λογοτεχνίας των γαλλικών γραμμάτων, αλλά που θα είναι και ο άνθρωπος που θα ταράξει την οικογενειακή γαλήνη του Ουγκό. Πράγματι, εκμεταλλευόμενος τη στενή φιλία του με τον Ουγκό, θα γοητεύσει τη μαντάμ Ουγκό και θα γίνει εραστής της. Λέγεται για τον παράνομο αυτό δεσμό ότι, ως τη στιγμή που το έμαθε ο Ουγκό, κάθε πρωί, όταν αυτός και τα παιδιά κοιμόντουσαν, η μαντάμ Ουγκό, που ήταν από στόφα μοιχαλίδας, έφευγε νυχοπατώντας και πήγαινε ν’ ανταμώσει τον Sainte-Beuve («tous les matins alors que lui et ses enfants dormaient encore, elle s’ en allait retrouver Sainte-Beuve», Jacques Billardière: Victor Hugo, εκδόσεις Hachette, Παρίσι, 1993]. Βέβαια, και ο Ουγκό άγιος δεν ήταν, αν σκεφτεί κανείς ότι δεν άφηνε θηλυκό να του ξεφύγει. Εκείνο πάντως που τον πείραξε περισσότερο είναι ότι για το τελευταίο παιδί που γεννήθηκε το 1830 δεν ήταν βέβαιος αν ήταν δικό του ή του Sainte-Beuve. Αυτός ήταν ένας ακόμη λόγος ν’ αγαπάει περισσότερο τη Léopoldine, που ήταν το παιδί του πρώτου τους έρωτα. Παρά τις απιστίες που του έκανε η μαντάμ Ουγκό, ο συγγραφέας των Αθλίων δεν θέλησε ποτέ να πάρει διαζύγιο ως τον θάνατό της το 1868. Ο ίδιος, ωστόσο, τη χρονιά του 1833 ευτύχησε να γνωρίσει τον μεγάλο έρωτα της ζωής του. Η νέα και όμορφη ηθοποιός Juliette Drouet όχι μόνο τον αγάπησε, αλλά και θυσίασε την καριέρα της για να του αφοσιωθεί στην υπόλοιπη ζωή της. Στις σελίδες του μυθιστορήματος Οι άθλιοι υπάρχουν, όπως λένε οι μελετητές του έργου, αρκετοί ερωτικοί στίχοι που είναι από τραγούδια εκείνης της εποχής ή στίχοι που έγραψε ο ίδιος ο Ουγκό. Το ερωτικό τραγουδάκι που λέει χαρούμενα ο Ζιλνορμάνδος, ο παππούς του Μάριου, όταν ο Γιάννης Αγιάννης τού έφερε τον πληγωμένο από σφαίρα εγγονό του και οι γιατροί είπαν ότι διέφυγε τον κίνδυνο, είναι ερωτικοί στίχοι που έγραψε ο Ουγκό έχοντας στη σκέψη του τη Juliette Drouet, που γεννήθηκε στις Φτέρες (Fougères) της Βρετάνης. Το παραθέτω σε ελεύθερη απόδοση:
Της Γιάννας – που γεννήθηκε στη Φτέρη,
Αληθινό τσοπάνισσας λημέρι ---
Αχ, πώς το μισοφόρι της ποθώ
Που τώρα μ’ έβαλε σε πειρασμό.
Έρωτα, είσαι ό,τι ζει εντός της,
Γιατί στην κόρη μέσα των ματιών της
Κρύβεις τη γεμάτη βέλη φαρέτρα,
Πονηριά θεϊκή και καρδιοκλέφτρα.
Τη Γιάννα τραγουδώ κι ακόμη επάνω
Από την Άρτεμη αυτήνε βάνω.
Τα στήθια της σφιχτά κι άσπρα σα χιόνι:
Με τρέλανε με τούτα η Βρετόνη.
Η Juliette, λοιπόν, και η Léopoldine είναι οι γυναίκες που αγάπησε στη ζωή του ο Ουγκό. Τη μία σαν εραστής, την άλλη σαν πατέρας. Τον Φεβρουάριο του 1843 η ωραία Léopoldine παντρεύεται τον Charles Vaquerie, τον άνθρωπο που είπε για τον Ουγκό την αξιομνημόνευτη αυτή φράση: «Les tours de Notre Dame étaient l’H de son nom». O Ουγκό, όπως ακριβώς και ο Κικέρων στον γάμο της Τυλλίας, είδε με μεγάλη θλίψη την αγαπημένη του κόρη να φεύγει από το σπίτι. Όσο μεγάλη όμως κι αν ήταν η θλίψη του, ήξερε κατά βάθος ότι έπρεπε κάποτε και η Léopoldine να φτιάξει τη ζωή της. Εκείνη τη χρονιά του γάμου παίχτηκε το θεατρικό του έργο Les Bargaves, το οποίο όμως δεν είχε επιτυχία και έδειχνε ότι ο Ουγκό δεν ήταν του συρμού πλέον. Η εποχή του Ερνάνη είχε πια περάσει. Ο Ουγκό, για να ξεχάσει τη στενοχώρια του για τη θεατρική αποτυχία, πήρε την ωραία Juliette και έφυγε για δυο μήνες ταξίδι στην Ισπανία.
Είχε μπει ο Σεπτέμβρης όταν επέστρεφε στο Παρίσι και, ενώ βρισκόταν στην πόλη Rochfort, άνοιξε μια εφημερίδα και έμαθε πως η κόρη του Lépoldine είχε πεθάνει πριν από μία εβδομάδα. Αυτή και ο άντρας της, λίγους μήνες παντρεμένοι, ταξίδευαν με καράβι στον Σηκουάνα κοντά στη Villequier. Εκεί ξαφνικά γύρισε ανάποδα το καράβι και τράβηξε, όπως φαίνεται, μαζί του στον βυθό το νέο ζευγάρι. Στις 12 του Σεπτέμβρη, τρεις μέρες μετά την ενημέρωσή του για το τραγικό γεγονός, ο Ουγκό έφτασε στο Παρίσι, ενώ αναρωτιόταν αν αυτό το δυστύχημα ήταν μια τιμωρία του Θεού («une punition de Dieu»). Και αυτό γιατί το ταξίδι του με τη Juliette, όπως έλεγε ο ίδιος, ήταν πολύ μεγάλη ευτυχία για έναν θνητό. Και, για τον Θεό της Παλαιάς Διαθήκης, τέτοια ευτυχία ξεπερνάει τα όρια και φτάνει στην ύβρη. Ο Ουγκό, μετά τον θάνατο της Léopoldine, άρχισε να πενθοφορεί και μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις φορούσε ένα ροζ πουκάμισο («il mettait une chemise rose») για να σπάει τη μαυρίλα της αμφίεσής του. Κλείστηκε στο σπίτι του και στον εαυτό του, και άρχισε να γράφει ποιήματα για τη Léopoldine. Ποτέ δεν μπόρεσε να ξεπεράσει αυτό το τραγικό γεγονός. Την πένθησε όσο ακόμη έζησε: 42 ολόκληρα χρόνια. Σε ένα από τα ποιήματα που έγραψε για τη Léopoldine τη θυμάται μικρούλα, που ερχόταν κάθε πρωί στο δωμάτιο όπου εργαζόταν. Λίγοι στίχοι από αυτό το ποίημα αρκούν για να καταλάβει κανείς πόσο ευτυχισμένος πατέρας ήταν ο Ουγκό με την πρωτότοκη κόρη του. Τους παραθέτω σε δική μου απόδοση:
Ετούτη τη συνήθεια την είχε από παιδάκι,
Να ’ρχεται στο δωμάτιο κάθε πρωί για λίγο.
Εκεί την επερίμενα σα μια λιαχτίδα ελπίδας.
«Καλή σου μέρα» μου ’λεγε «γλυκέ μου πατερούλη!»
Τότε την πένα μου ’παιρνε, άνοιγε τα βιβλία,
Κάθονταν στο κρεβάτι μου, πείραζε τα χαρτιά μου
Και γέλαγε˙ μα έξαφνα έφευγε σαν πουλάκι.
Τότε κι εγώ ξανάπιανα, με πιο ελαφρύ κεφάλι,
Το έργο αυτό που δούλευα, ενώ μες στα γραφτά μου
Τρελά αραβουργήματα, που ’χε αυτή χαράξει,
Ξεχώριζα, μα και πολλές λευκές σελίδες που ’χαν
Τα παιδικά χεράκια της παίζοντας τσαλακώσει.
Μέσα σ’ αυτές –δεν ξέρω πώς– γλιστρούσαν τέλειοι στίχοι.
Είχε αγάπη στο Θεό, στ’ αστέρια, στα λουλούδια
Και ήδη πνεύμα ήτανε προτού γίνει γυναίκα.
Θα ’λεγα τούτη η ζωή χαρούμενη πως ήταν!
Μα τώρα που ’ναι αυτή νεκρή και το δωμάτιο άδειο,
Αλίμονο ! Σαν τι Θεός μ’ ελέησε τον μαύρο!*
Ο θάνατος της Léopoldine επέδρασε και στον χαρακτήρα του. Όπως λένε οι φίλοι και εκείνοι που τον συναναστρέφονταν, άρχισε να προσέχει τα χρήματα που κέρδιζε και να καβγαδίζει με τους εκδότες του, ισχυριζόμενος ότι δεν του έδιναν τα χρήματα που του αναλογούσαν από τα βιβλία του. Η συμπεριφορά αυτή δεν άργησε να γίνει αφορμή να κυκλοφορήσει στον περίγυρο του Παρισιού η φήμη ότι είχε παραξενέψει και είχε γίνει η ενσάρκωση του Harpagon. Αυτό, βέβαια, ήταν υπερβολή, αλλά, όπως λέει και ο ίδιος σε ένα σύντομο ποίημα πάλι για τη Léopoldine, είχε σχεδόν φτάσει στα όρια της τρέλας. Το παραθέτω ολόκληρο σε δική μου απόδοση:
«Ήμουν σαν τρελός»
Μου φαίνεται πως όνειρο είν’ φριχτό,
Πως δεν μπορούσε αυτό να μου το κάνει,
Πως την ακώ μες στο δωμάτιο σαν πρώτα
Και δεν μπορεί να έχει πια πεθάνει.
Και τέλος θα τη δω να βγει από την πόρτα.
Πόσες φορές, αλήθεια, είναι που είπα :
«Σωπάστε! Αυτή είναι! Να, η μιλιά της!
Ακούστε! Να, το κλειδί της είναι!
Σταθείτε! Έρχεται! Τα βήματά της!
Γιατί στο σπίτι μέσα κάπου είναι!» *
Είχαν περάσει αρκετά χρόνια που η όμορφη Léopoldine είχε χάσει τη ζωή της στα πιο δροσερά της νιάτα. Ωστόσο, παρά τα χρόνια που πέρασαν, ο πόνος του πατέρα εξακολουθούσε να ’ναι βαρύς και τίποτα δεν μπορούσε να τη βγάλει για λίγο από τη σκέψη του. Άρχισε, μάλιστα, να αισθάνεται τον ίσκιο της δίπλα του και να κρυφοκουβεντιάζει μαζί της. Αυτή –όπως μας λέει ο δύστυχος πατέρας– τον καλεί και τον περιμένει. Και αυτός από τη μεριά του θέλει να είναι πιστός στο ραντεβού του μαζί της στο μικρό κοιμητήρι που δεσπόζει στον Σηκουάνα, τον ποταμό που, γοητευμένος από την ομορφιά της και τις χάρες της, δεν μπόρεσε να συγκρατήσει το ερωτικό του πάθος και την άρπαξε, όπως ο κένταυρος τη Δηιδάμεια, μέσα στην υγρή αγκαλιά του, για να την κάνει για πάντα μια Νηρηίδα δική του. Ο άμοιρος πατέρας –που είναι πολιτικός εξόριστος και οι δρόμοι για τη Γαλλία είναι κλειστοί γι’ αυτόν– στον φανταστικό (για να μην πω παράλογο) διάλογο μαζί της, της λέει πως θα κρατήσει τον λόγο του και πως αύριο, κιόλας, την αυγή, ξεκινάει για τη μυστική τους συνάντηση. Όσο για το ταπεινό στεφάνι που θ’ αποθέσει στον τάφο της μαζί με τον πατρικό του πόνο, θα είναι συμβολικά πλεγμένο από τη βλάστηση που φυτρώνει γύρω από το μνήμα της και το κοιμητήρι της. Αυτές οι μαύρες σκέψεις έγιναν τελικά ποίημα. Το παραθέτω για την περίπτωση σε δική μου απόδοση:
«Αύριο, την αυγή»
Αύριο, την αυγή, μόλις χαράξει εδώ στην εξοχή,
Θα φύγω. Βλέπεις, το ξέρω πως μένα περιμένεις.
Το δάσος πρώτα θα με δει˙ μετά η βουνοκορφή.
Δεν μπορώ από μένα συ μακριά πολύ να μένεις.
Θα περπατάω με τη ματιά στης σκέψης τα λημέρια,
Χωρίς να βλέπω τίποτα, χωρίς ν’ ακούω κάτι˙
Μονάχος, άγνωστος, σκυφτός, με σταυρωμένα χέρια,
Για μένα μέρα η νυχτιά κι η θλίψη μου γινάτι.
Δεν θα κοιτάζω τ’ άλικο το δειλινό που σβήνει,
Ούτε μακριά, εκεί στ’ Ανφλέρ, πανάκια που αρμενίζουν˙
Κι όταν στο μνήμα σου θα ’ρθώ, θα ’χω την ώρα κείνη
Ρείκια, πουρνάρι πράσινο, τον τάφο να στολίζουν.
Κλείνοντας αυτό το κείμενο θα έλεγα ακόμη ότι αυτές οι δυο άτυχες θυγατέρες, η Τυλλία και η Léopoldine, μας δείχνουν με τη σύντομη ζωή τους πόσο εύθραυστο πράγμα είναι η ευτυχία και πόσο φθονεροί οι Θεοί, όταν ο άνθρωπος κατορθώνει να την αγγίξει. Πράγματι, από μια πολύ λεπτή κλωστή κρέμεται η ανθρώπινη ευτυχία. Λίγο να φυσήξει ο άνεμος, έσπασε. Κι αν όχι με το πρώτο φύσημα, μη γελαστείς. Με το δεύτερο δεν θ’ αστοχήσει.. Έχει δίκιο, λοιπόν, ο Σενέκας που, αν και είχε γλιτώσει απ’ το θεϊκό χτύπημα, λέει στη θεά Τύχη: «Δεν μ’ εξαπατάς εμένα, Τύχη, […] άλλον βέβαια χτύπησες, αλλά εμένα σημάδεψες» («Νon decipies me, Fortuna, […] alium quidem percussisti, sed me petisti), Ad Marciam de Consolatione, ΙΧ.
O Φάνης Κωστόπουλος, Μ.Α. (West Georgia,U.S.A.) είναι φιλόλογος Ελληνικής και Αγγλικής Φιλολογίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου