Μεταφράσεις, διασκευές και μεταποιήσεις ξένων έργων εις τα καθ’ ημάς
Κυριάκος Ντελόπουλος
anagnostis.gr
Συμβολή στην ελληνική παιδική λογοτεχνία του 19ου αιώνα.
Η βιβλιογραφική χαρτογράφηση του 19ου αιώνα έδωσε πλούσιες πληροφορίες για την εκδοτική δραστηριότητα της Ελλάδας, του νέου ευ ρωπαϊκού κράτους, που μετά από μακραίωνη αφάνεια αναδύθηκε δυναμικά και διεκδίκησε μια θέση στην αναγεννώμενη Ευρώπη. Η αναγεννηθείσα πνευματική του ζωή υπήρξε ανάλογα ανήσυχη και δημιουργική. Τα επιτεύγματά της τα αποκάλυψαν οι βιβλιογραφικές έρευνες, οι ο ποίες ανέσκαψαν τα κοιτάσματα του παρελθόντος και έφεραν στην επιφάνεια ευρήματα που βεβαιώνουν ότι πολλά ξεκίνησαν τότε και πολλά έγιναν προάγγελοι των εξελίξεων. Η εκδοτική δραστηριότητα που εντάθηκε με τον χρόνο με αξιοσημείωτους ρυθμούς, έχει δώσει αξιοπρόσεκτους αριθμούς βιβλίων που κυκλοφόρησαν, λογοτεχνικών και επιστημονικών, ελληνικών και ξένων σε μετάφραση. Η επί χρόνια αστήρικτη απόφανση ότι τον 19ο αιώνα δεν γράφτηκαν βιβλία για παιδιά μετά από έρευνες αποδείχθηκε εσφαλμένη. Στην απόρριψη του σφάλματος συντέλεσε η βιβλιογραφική έρευνα, που κατέδειξε ότι τα παιδιά διάβασαν βιβλία ελληνικά και ξένα, βιβλία γραμμένα γι’ αυτά και βιβλία που μεταφράστηκαν ακόμη και βιβλία που είχαν αποδέκτες τους «μεγάλους». Γνωρίζουμε και τα σχολικά βιβλία της εποχής και τα εξωσχολικά και τους συγγραφείς τους. Δηλαδή τα βιβλία που κράτησαν στα χέρια τους παιδιά τότε, οι πάπποι, οι προπάπποι και προ-προπάπποι μας πια.
Τα ξένα βιβλία που εισήχθησαν στην Ελλάδα αποδόθηκαν στην ελληνική με διάφορους τρόπους. Μεταφράστηκαν, παραφράστηκαν, διασκευάστηκαν και μεταπλάστηκαν. Η διαδικασία των μεταπλάσεων υπήρξε μία τακτική μη αυτούσιας μεταφοράς των έργων των ξένων βιβλίων για ανάγνωση από τα παιδιά. Η ίδια ακολουθήθηκε και για τις λαϊκές εκδόσεις. Τέτοιας μορφής και τεχνικής που οδήγησε σε αποδόσεις με χαρακτηριστικά πρωτότυπης δημιουργίας. Πρόκειται για ένα ενδιαφέρον φαινόμενο της εποχής.
Καταγράφονται1 98 Έλληνες συγγραφείς με 204 τίτλους σε 330 εκδόσεις και 114 ξένοι με 293 τίτλους σε 510 εκδόσεις.
Στην πρώτη ομάδα παραμένουν για ταύτιση με τους συγγραφείς τους 56 τίτλοι που κυκλοφόρησαν ανώνυμα αλλά σύμφωνα με πολλές ενδείξεις ανήκουν σε Έλληνες και 86 τίτλοι οι οποίοι από τα βιβλιογραφικά τους και άλλα εσωτερικά στοιχεία φαίνεται να προέρχονται από ξένους. Επιφύλαξη υπάρχει για 56 ελληνικούς τίτλους, ένα μέρος των οποίων μπορεί να αποδειχτεί τελικά ότι είναι ξενικής προέλευσης, μεταφρασμένοι ή διασκευασμένοι.
Οι αναφερόμενοι αριθμοί για τις εκδόσεις καθαρόαιμων ελληνικών βιβλίων και τις εισαγωγές από το εξωτερικό αντιπροσωπεύουν τα εντοπισθέντα ως τώρα ευρήματα. Πρέπει να σημειώσω ότι οι αριθμοί αυτοί στην πραγματικότητα είναι μεγαλύτεροι σύμφωνα με πληροφορίες από γραπτές μαρτυρίες. Ο αριθμός των 330 εκδόσεων ελληνικών έργων εξασθενεί αν αφαιρέσουμε τις 55 –είναι όμως πολύ περισσότερες– εκδόσεις των Αισώπειων μύθων. Ο Αίσωπος2 περισσότερο από οιονδήποτε άλλο έχει προσφέρει τις μεγαλύτερες εθνικού επιπέδου υπηρεσίες και ο Christoph von Schmid,3 με 15 γερμανικούς τίτλους και 134 γνωστές εκδόσεις, τις περισσότερες από τους ξένους. Από τους 293 ξένους τίτλους, ένα πολύ μικρό ποσοστό είναι γνήσιες μεταφράσεις.
Ήδη ο αριθμός των μεταφρασμένων βιβλίων, καθώς εμφανίζεται τόσο μεγάλος, μεγαλύτερος των ελληνικών έργων και κατά πολύ ανώτερος σε αριθμό εκδόσεων απ’ αυτά, πρέπει να μας απασχολήσει. Βέβαιο πως θα μας οδηγήσει σε απρόβλεπτες διαπιστώσεις, χωρίς αυτό να σημαίνει μείωση της ελληνικής παραγωγής ποιοτικά, γιατί κι εδώ υπάρχει μια ιδιοτυπία. Πολλά από τα ξένα έργα έχουν αποδοθεί στα ελληνικά κατά έναν τρόπο που μπορεί χωρίς κίνδυνο να θεωρηθούν κι αυτά «ελληνικά» χάρη στην αναδημιουργική παρέμβαση των ασχοληθέντων να τα γνωρίσουν στα ελληνόπουλα με έναν πιο προσιτό τρόπο, με ένα ελληνικό πρόσωπο. Τι συμβαίνει ακριβώς εκείνη την εποχή που χρονικά μεν μπορεί να μοιάζει μακρινή αλλά από τη στιγμή που έχουμε στα χέρια μας τα προϊόντα της έρχεται πολύ κοντά μας; Ας την εξετάσουμε.
Η υπεροχή της ξένης λογοτεχνίας, και της παιδικής έναντι της εγχώριας, είναι καταφανής και δικαιολογείται πλήρως. Η δημοτικότητα πολλών ξένων έργων φθάνει μέχρι την Ελλάδα. Το κοινό έχει αρχίσει να κουράζεται από τις πολλές χρηστομάθειες και τους ακαταμάχητους Αισώπους και αρχίζει να αποζητάει την ανάγνωση έργων ψυχαγωγίας. Θα αποδειχθεί πιο εύκολη και πιο πλούσια η στροφή στη Δύση παρά η ικανοποίηση της ανάγκης με ελληνικά έργα. Σημαντικό στοιχείο ότι η παιδεία που προσφέρει το νεότευκτο κράτος μας είναι ξένης προέλευσης και πολλά σχολικά εγχειρίδια είναι μεταφράσεις, παραλλαγές ή μιμήσεις των ξένων. Παιδεία και παιδικό βιβλίο βαδίζουν χέρι χέρι, και το ξένο εξωσχολικό βιβλίο συμβαδίζει για μεγάλο διάστημα με τα σχολικά αναγνώσματα. Βαθμιαία ανεξαρτητοποιείται, εξελληνίζεται και κατά τις τρεις τελευταίες δεκαετίες του αιώνα πλουτίζεται με πολλά πιο «ελληνικά» έργα.
Είναι μεγάλος ο αριθμός των βιβλίων τα οποία φθάνουν στην Ελλάδα και προορίζονται για τα παιδιά, βιβλία πλέον κλασικά τα οποία θα τα γνωρίσουν μέσω ειδικών διασκευών για την ηλικία τους. Οι Ροβινσώνες και οι Δον Κιχώτες, κι άλλοι ακόμη τίτλοι για μεγάλους, θα γίνουν γνωστοί από απλοποιημένες εκδοχές και θα οδηγήσουν πολλούς Έλληνες συγγραφείς να δοκιμάσουν δικές τους αναδιασκευές, επί το ελληνικότερο και οι πιο ευφάνταστοι σε δικές τους ξαναγραφές του τύπου Αποστόλης ο Θαλασσινός, ένας μεταμφιεσμένος Έλληνας Ροβινσών, και άλλες παρόμοιες. Το φαινόμενο είναι ευρωπαϊκό και οι μεταγγίσεις και οι μετακενώσεις που παρατηρούνται από χώρα σε χώρα δημοφιλών παιδικών βιβλίων τα οποία αναπλάθονται είναι πολλές. Στην Ελλάδα θα φθάσουν κυρίως από τη Γαλλία, ή μέσω Γαλλίας, γιατί οι μεταφραστές-διασκευαστές γνωρίζουν πιο πολύ τη γαλλική, αλλά και γιατί στη Γαλλία εκδίδονται πολλά βιβλία άλλων χωρών. Θα εισαχθούν λογοτεχνικά έργα από την Ιταλία μέσω γαλλικών μεταποιήσεων, από γερμανικές κτλ. Η συγκριτική μελέτη μπορεί να οδηγήσει σε κάθε είδους απρόσμενες διαπιστώσεις που ενδιαφέρουν τους μελετητές.
Δεν θα σταθώ στις πιστές μεταφράσεις, τις χωρίς προσωπικές επεμβάσεις των μεταφραστών. Αυτές, ως κάλυψη των αναγκών για αναγνώσματα απαιτήσεων, ακολουθούν τον δρόμο τους. Δεν είναι πολλές, αυξάνονται προς το τέλος του αιώνα και δεν είναι θέμα του παρόντος. Μας ενδιαφέρει η ενδιάμεση διεργασία, η οποία είναι ευρωπαϊκό φαινόμενο και ελληνικό: η μεταποιητική φάση, όπως χαρακτηρίζεται, η οποία παρουσιάζει πολλές και πολύ αξιοπρόσεκτες πτυχές για τους δρόμους που υπέδειξε ή οδήγησε αθόρυβα την ελληνική παιδική λογοτεχνία, ανεξακρίβωτο ακόμη σε ποια έκταση και βάθος. Η εποχή ευνοεί τις μεταφράσεις, τις διασκευές, τις μεταφορές εις τα «καθ’ ημάς», τα έργα τα «εμπνευσμένα από», τις μεταποιήσεις κάθε είδους, αλλά και τις παραποιήσεις, αντιγραφές και πλαδαρές ή άτεχνες απομιμήσεις. Όμως, σ’ αυτή τη μεταποιητική διαδικασία παρατηρούνται δημιουργικές τάσεις και επισημαίνονται αξιοσημείωτα επιτεύγματα. Θα μιλήσουμε για πραγματική αναδημιουργία ξένων έργων που αποβαίνουν ελληνικά με επεμβάσεις μορφικής μεταλλαγής και αναμορφώσεις περιεχομέ νου. Τις αλλαγές των ονομάτων, των τοπωνυμίων και των ιστορικών γεγονότων συνοδεύουν βαθύτερες και πιο ουσιαστικές παρεμβάσεις: αντικατάσταση των ηθικών, κοινωνικών, πολιτιστικών αξιών με ελληνικές, με ταυτόχρονη αλλαγή της ψυχολογίας των ηρώων. Πρόκειται για προσωπικές κατακτήσεις, οι οποίες προσμετρώνται στην ελληνική παιδική λογοτεχνία ως έργα, αν όχι πρωτότυπα, ανανεωμένης όμως πρωτοτυπίας, από «δεύτερο χέρι», και ασφαλώς καινούρια και με δικές τους αξιοπρόσεκτες αρετές. Πολλά απ’ αυτά υπογράφονται και άλλα φέρουν μόνο αρχικά. Συνήθως συνοδεύονται από την ένδειξη προέλευσης της χώρας, ενώ σχεδόν πάντα απουσιάζει η αναφορά του πρωτότυπου, πράγμα που αποτελεί ελκυστικό ζήτημα για τον βιβλιογράφο που προσπαθεί να ταυτίσει το ελληνικό υποκατάστατο με το ξένο. Η ανακάλυψη του πρότυπου ή του πρωτότυπου έχει βιβλιογραφική, φιλολογική και ιστορική σημασία. Η φιλολογική έχει εντοπιστεί στην ελληνική λογοτεχνία, όσο κι αν ξενίζει αυτό. Η προσεκτική ανάγνωση των έργων αυτών δεν δημιουργεί αμφιβολίες για την καταγωγή τους. Η κατηγορία είναι αναλογικά μεγάλη και η σημασία της τέτοια, ώστε να είναι ένα από τα desiderata της φιλολογικής αξιολόγησης της συμβολής τους στην ελληνική παιδική λογοτεχνία, με στόχο την εξακρίβωση της επίδρασης που άσκησαν τα δημιουργήματα αυτά, επίδραση διπλής κατεύθυνσης: προς τους μικρούς αποδέκτες –τον ψυχικό τους κόσμο μαζί με το στοιχείο της διαμόρφωσης των λογοτεχνικών και αισθητικών τους προτιμήσεων– και προς τους ομότεχνους συγγραφείς-μεταποιητές, που ενδιαφέρουν τη φιλολογική εξέταση. Και ποιος εγγυάται ότι παρά τις φιλότιμες προσπάθειες αφαίμαξης των ξενικών στοιχείων δεν ξεχάστηκαν κάποια ή δεν προσέχτηκαν μερικά, που επηρέασαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο την ιδεολογία της ελληνικής παιδικής λογοτεχνίας; Τίθεται το θέμα από τη σκοπιά της κοινωνιολογίας και του πολιτισμού στο σημείο της μεταβίβασης αλλότριων αξιών και της εγκατάστασής τους μέσα από το ξένο βιβλίο στο ελληνοποιημένο παιδικό κοινό. Περισσότερο εμφανές είναι το θέμα στις βαλκανικές λογοτεχνίες, οι οποίες αναζήτησαν κι αυτές ένα ευρωπαϊκό πρόσωπο. Ξένα κείμενα περιπλανώνται από χώρα σε χώρα και φθάνουν κι εδώ. Οι διαδικασίες αναμετάδοσης ξένων πολιτιστικών στοιχείων και της προσαρμογής τους στα ελληνικά παραδεδεγμένα πρότυπα πρέπει να αναζητηθούν και σε ένα πλήθος παιδικών βιβλίων.
Χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις των τριών πιο δημοφιλών έργων του Christoph von Schmid , Τα αυγά τον Πάσχα, Το εξωκκλήσιον του δάσους και Η Περιστερά, αλλά και πολλά άλλα τα οποία υπέστησαν βαθιές τομές αναδημιουργίας, ώστε να μετατραπούν σε μεγάλο βαθμό ελληνικά και να αποδοθούν στον καιρό μας και ονομαστικά σε συγκεκριμένο Έλληνα συγγραφέα, τον Δημήτριο Πανταζή. Η Juliana Roth,4 αναφερόμενη στις διαδικασίες μεταφοράς ξένων έργων της λαϊκής λογοτεχνίας, στην οποία εντάσσει και τα τρία δημοφιλή του έργα, που θεωρούνται παιδικά, είναι σαφής, αποκαλυπτική και με τεκμήρια υποστηρίζει τις αξιολογήσεις της ιστορώντας τους λόγους αυτής της πολιτιστικής διαδικασίας:
Δεν είναι ανάγκη να τονίσουμε ότι, ως αποτέλεσμα της οθωμανικής κυριαρχίας, η πολιτιστική ανάπτυξη των βαλκανικών λαών διακόπηκε και έπρεπε να γίνει ένα νέο ξεκίνημα στην περίοδο που προηγήθηκε της εδραίωσης των εθνοτήτων. Οι αναπτυσσόμενες εθνικές λογοτεχνίες έπρεπε να υιοθετήσουν και να ενσωματώσουν ξένα λογοτεχνικά πρότυπα. Για μερικές από τις βαλκανικές λογοτεχνίες οι μεταφράσεις συγγραφέων όπως οι Kotzebue, Zschokke, Schmid, Dumas, Karamzin, Fenelon –και όχι όπως οι Γκαίτε, Σίλλερ, Βολταίρος ή Σαίξπηρ– αντιπροσώπευαν τις πρώτες επαφές με τις ευρωπαϊκές λογοτεχνίες μετά από αιώνες πολιτισμικής απομόνωσης. Έτσι, το επιστημονικό ενδιαφέρον για τους τρόπους και τις μεθόδους με τις οποίες τα ξένα λογοτεχνικά πρότυπα βρήκαν τον δρόμο τους προς τον αναγνώστη των Βαλκανίων είναι απολύτως δικαιολογημένο. Σ’ αυτό το πλαίσιο, ο ελληνικός πολιτισμός αξίζει ιδιαίτερη προσοχή. Επειδή για πολλούς αιώνες τα ελληνικά χρησίμευσαν ως lingua franca για τον ορθόδοξο πληθυσμό στην οθωμανική αυτοκρατορία, αρκετά έργα Γερμανών, Γάλλων, Άγγλων συγγραφέων, έγιναν γνωστά στους Σέρβους, Βούλγαρους, Ρουμάνους αναγνώστες μέσω των ελληνικών τους μεταφράσεων. Με άλλα λόγια: το λογοτεχνικό και πολιτισμικό περιεχόμενο ενός γερμανικού, γαλλικού ή αγγλικού μυθιστορήματος έφτανε στο αναγνωστικό κοινό αυτών των χωρών έχοντας ήδη υποστεί μια πρώτη τροποποίηση από Έλληνα μεταφραστή και αναμεταδότη. Συχνά τα πράγματα ήταν ακόμη πιο περίπλοκα, όταν π.χ. τα ελληνικά δεν ήταν η γλώσσα της πρώτης μετάφρασης, γιατί μια ενδιάμεση μετάφραση είχε χρησιμοποιηθεί για την ελληνική. Έτσι, έργα της γερμανικής λογοτεχνίας δεν μεταφράστηκαν κατευθείαν από το γερμανικό πρωτότυπο κείμενο, αλλά από τη γαλλική τους μετάφραση. Για τον ερευνητή της κοινωνικής ιστορίας και της λαϊκής λογοτεχνίας οι επιπτώσεις αυτών των διαδικασιών γλωσσικής και νοητικής παρέμβασης σε διάφορα επίπεδα είναι σαφώς αναγνωρίσιμες και ενθαρρύνουν τις μελέτες.
Το σημαντικότερο ζητούμενο για εξέταση αποτελούν οι μηχανισμοί της επικοινωνιακής διαδικασίας και ιδιαίτερα ο τρόπος μετάφρασης των ξενόγλωσσων λογοτεχνικών έργων: παρουσιάζονταν τα έργα αυτά στο κοινό της νοτιοανατολικής Ευρώπης ως πιστές φιλολογικές μεταφράσεις (με τη σύγχρονη έννοια του όρου) ή ως διασκευές ή τολμηρές μεταλλαγές των πρωτότυπων; Σε ποιο βαθμό και σε ποια έκταση το αναγνωστικό κοινό προσδοκούσε ή ήταν διατεθειμένο να δεχτεί ξένα πολιτισμικά στοιχεία; Η διερεύνηση της σερβικής και της βουλγαρικής περίπτωσης φανερώνει ότι τον 19ο αιώνα η διασκευή ήταν ο κανόνας: οι μελέτες Σέρβων και Βουλγάρων ιστορικών της λογοτεχνίας δίνουν τόσο επαρκείς αποδείξεις γι’ αυτήν την πρακτική ώστε οι όροι «εκσερβισμός» και «εκβουλγαρισμός» των ξένων λογοτεχνικών έργων να έχουν γίνει μέρος του κοινώς αποδεκτού λεξιλογίου των ιστορικών της λογοτεχνίας και να δηλώνουν σαφώς καθορισμένα φαινόμενα. Αν το ίδιο ισχύει και για την Ελλάδα, ποιες ήταν οι αλλαγές που επέφεραν οι μεταφραστές, και γιατί τις έκαναν;
Η Ελληνική Επανάσταση και η ίδρυση ανεξάρτητου ελληνικού εθνικού κράτους προκάλεσαν θεμελιώδεις αλλαγές όχι μόνο στην πολιτική και οικονομική ζωή, αλλά σήμαναν επίσης την απαρχή μιας νέας φάσης στον ελληνικό εθνικό πολιτισμό. Οι πνευματικές δραστηριότητες μετατοπίστηκαν από τις κοινότητες της διασποράς προς τα νέα κέντρα του πρώην τουρκοκρατούμενου ελληνικού χώρου, προξενώντας σημαντικές αλλαγές στην κοινωνική και πνευματική ζωή. Οι άνθρωποι των γραμμάτων, που προέρχονταν από τη διασπορά και που ήταν μέσω της παιδείας τους εξοικειωμένοι με αυτό που συνήθως ονομαζόταν «ευρωπαϊκός πολιτισμός», ενδιαφέρονταν τώρα να μεταδώσουν αυτόν τον πολιτισμό στους λιγότερο «φωτισμένους» συμπατριώτες τους. Αυτό είναι το γενικό πλαίσιο στο οποίο πρέπει να ερμηνεύσουμε την ίδρυση της «Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας» και την αφοσίωσή της στη διάδοση διδακτικού και ηθοπλαστικού αναγνωστικού υλικού. Η έλλειψή του έκανε τις μεταφράσεις από ξένες λογοτεχνίες απαραίτητες.
Η εν λόγω αλληλουχία μεταφράσεων προσφέρεται ιδιαίτερα για τη μελέτη όχι μόνο των γλωσσικών μετατροπών αλλά επίσης και των διαφορετικών τρόπων πολιτισμικής προσαρμογής του κειμένου. Αυτό σημαίνει ότι η μετάφραση ενός λογοτεχνικού κειμένου δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται μόνον ως θέμα γλώσσας και ύφους αλλά και ως πολιτισμική διαδικασία διαμέσου της οποίας το περιεχόμενο μεταφέρεται από το ένα πολιτισμικό σύστημα στο άλλο. Ο διαφορετικός βαθμός πολιτισμικής προσαρμογής είναι άκρως εν δεικτικός της κοινωνίας και του πολιτισμού των αποδεκτών. Είναι δείκτης του βαθμού ετοιμότητας και ικανότητας του αναγνωστικού κοινού να κατανοεί και να δέχεται ξένα και άγνωστα κείμενα με αλλότριες έννοιες και ιδέες.
Θα κάνω λόγο και για ένα άλλο φαινόμενο της εποχής, όχι μόνο ελληνικό. Ολόκληρα τμήματα ξένων έργων μεταφέρονται χωρίς προσαρμογές και μεταποιήσεις σε άλλα και άλλοτε αποτελούν τη βάση εξόρμησης της δημιουργικής σκέψης του παρεμβασία, που δεν συνιστά παράβαση νομικών ή ηθικών κανόνων, και απλά χρησιμοποιούνται. Στον περιλάλητο Γεροστάθη υπάρχει ο Simon de Nantua του Jussieu, χωρίς αυτό να θίγει τον Γάλλο δημιουργό του ή να μειώνει το έργο του δέοντος Μελά ή να προσβάλει τα πνευματικά ήθη της εποχής. Πλείστα άλλα παραδείγματα για μικρότερου βεληνεκούς κείμενα έχουν έρθει στο φως μετά από συγκρίσεις και παραβολές, ενώ υπάρχουν πολλά βιβλία, υπογραμμένα ή ανώνυμα, τα οποία παρέχουν βάσιμες υπόνοιες της ξένης προέλευσής τους ή της βαριάς επίδρασης πάνω τους ξένων προτύπων.
Ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον μέρος του θέματος σχετίζεται με τη δραστηριότητα των ξένων ιεραποστολών στην Ελλάδα κατά τις πρώτες δεκαετίες του περασμένου αιώνα, των προτεσταντών και των καθολικών. Ικανότατοι κληρικοί μεγάλης μόρφωσης, βαθιάς παιδείας και επικίνδυνης ελληνομάθειας αποδύθηκαν με ζήλο, φαντασία και άκρατο επαγγελματισμό σε αγώνα προσηλυτισμού στα δόγματα αυτά. Είναι γνωστό ότι η αντίσταση των ορθοδόξων υπήρξε τέτοια που οδήγησε την επιχείρηση σε αποτυχία. Ωστόσο, φαίνεται ότι συνέβαλαν στην αφύπνιση των λαϊκών στρωμάτων κάποιων πνευματικών ανησυχιών. Στη Μάλτα και στη Σύρο λειτουργούσαν τρία εντυπωσιακής αποδοτικότητας τυπογραφεία, στα οποία τυπώθηκαν δεκάδες βιβλία σε χιλιάδες αντίτυπα που διανέμονταν δωρεάν και έφθασαν ακόμη και να αγοράζονται από τους διαθέσιμους αναγνώστες που διψούσαν για αναγνώσματα ευχάριστα, ημι-διδακτικά και γενικά ικανοποιητικής καθημερινής ψυχαγωγίας. Πολλά απ’ αυτά ήταν παιδικά, αγγλικά, σε δική τους μετάφραση, χωρίς μνεία συγγραφέα. Οι ιεραπόστολοι, ευφυείς και ικανοί, προσέγγισαν τους δασκάλους και τους μαθητές και φυσικά τους λαϊκών τάξεων ανθρώπους. Είναι άγνωστη ακόμη η συμβολή τους, θετική ή αρνητική, στα λογοτεχνικά μας πράγματα, όπως ανεξακρίβωτη παραμένει και η επίδρασή τους στα παιδιά. Δεν έχει γίνει κα μία ακόμη ειδική σπουδή των κειμένων αυτών και των επιπτώσεών τους.
Ο ευφυής ελληνομαθής και δραστήριος κληρικός Samuel Sheridan Wilson το 1835 έγραψε, τύπωσε και κυκλοφόρησε το πολυσέλιδο μυθιστόρημα με τίτλο Το παλληκάριον. Με τινας κατανυκτικάς ειδήσεις της Ελληνικής Επαναστάσεως. Το βιβλίο αυτό ανατυπώθηκε το 1990 σε κριτική έκδοση. Πέρα από το ενδιαφέρον που παρουσιάζει από φιλολογική άποψη, α) προορίστηκε για τα παιδιά, όπως ο ίδιος ο συγγραφέας του καταθέτει, και β) είναι το πρώτο ελληνικό μυθιστόρημα, ελληνικό (;) για δύο συζητήσιμους λόγους: ότι έχει ελληνικό θέμα και επειδή γράφτηκε ελληνικά!
Πολλά ζητήματα που περιβάλλουν τις μεταφράσεις και περισσότερο τις διασκευές εκείνης της εποχής και της ανταπόκρισης των επιλογών των ξένων βιβλίων και βέβαια οι προτιμήσεις των αναγνωστών επιζητούν εξέταση. Πότε θα ασχοληθούμε με την εξιχνίαση εκείνης της ένδειξης «Εκ του γαλλικού υπό…» και της «Κατά το γερμανικόν υπό…», που σημαίνουν πολλά και διαφορετικά πράγματα; Επιζητούμε να προσδιορίσουμε και να αποδείξου με το ελληνικό πρόσωπο της ελληνικής παιδικής λογοτεχνίας από εξωτερικά γνωρίσματα, αλλά μας διαφεύγει ο χαρακτήρας και η φυσιογνωμία της, που θα πιστοποιούσαν ουσιαστικότερα την εθνική της προσωπικότητα. Στεκόμαστε στα ίδια πρόσωπα και στα ίδια έργα και παραμελούμε άλλα, που μπορεί να είχαν ιδέες που άλλοι τις αξιοποίησαν και τις προώθησαν.
Πιστεύω πως, αν δεν ιχνηλατήσουμε προσεκτικά, με σύνεση και γνώση τη συνολική παραγωγή και τα ξενόφερτα έργα τα οποία βιώνουν σε λανθάνουσα κατάσταση και προσφέρθηκαν στους μικρούς Έλληνες αναγνώστες, του κρίσιμου και καθοριστικού 19ου αιώνα στη διάρκεια του οποίου παίχτηκαν, διακυβεύτηκαν, κρίθηκαν και αποφασίστηκαν πολλά και αν δεν επεξεργαστούμε εργαστηριακά τα συστατικά και τα φαινόμενα της παιδικής λογοτεχνίας, αφού βέβαια πρώτα τα εντοπίσουμε, και αν δεν τα αναλύσουμε επιστημονικά, δεν πρόκειται να αποκαταστήσουμε ακριβή επικοινωνία με το παρελθόν. Η ελληνική παιδική λογοτεχνία μοιάζει να γεννήθηκε μετά τη Μεταπολίτευση του 1974, σύμφωνα με τον τρόπο που ασπάζονται οι ιστορικοί και χειρίζονται οι μελετητές της τα διαδραματισθέντα από το χρονικό αυτό όριο. Οι διατριβές στρέφονται με συγκαταβατική διάθεση προς ζώντες δημιουργούς και το ασταθεροποίητο παρόν της, ενώ παραμένουν ανέγγιχτα σημαντικά θέματα του παρελθόντος και αγνοούνται οι σημαντικές προσωπικότητες που τα θεμελίωσαν, προκειμένου να έχουμε μια σαφή εικόνα των εξελίξεων. Φαινόμενα και σταθμοί παραγνωρίζονται ή είναι άγνωστα, Οι σοβαρές μελέτες οι βασισμένες στο παρελθόν, όχι ένδοξο αλλά υπαρκτό και σεβαστό, αναμένουν τους μελετητές τους. Η απόσπαση των παιδικών βιβλίων και η ανάδειξή τους σε αυτόνομη κατηγορία περιέργως έχουν οδηγήσει στην εντύπωση ότι η παιδική λογοτεχνία είναι αυτογενής και άσχετη με το σώμα της λογοτεχνίας, στο οποίο ανήκει οργανικά. Η συνεξέτασή τους είναι διηνεκές επιστημονικό ζητούμενο.
- Βλ. Κυρ. Ντελόπουλος, Παιδικά…, ό.π.
- Πρέπει να παρατηρηθεί ότι οι μύθοι του σε ποικίλες μορφές έχουν μετακινηθεί προς το μέρος βιβλίων για παιδιά έξω από τη σχολική χρήση του παρελθόντος. Οι διασκευασμένες προτάσεις των συγγραφέων τους τεκμηριώνουν επαρκώς την επισήμανση.
- Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Schmid. Κεφ. 6 και 7.
- «Οι μεταμορφώσεις ενός γερμανικού αφηγήματος του 19ου αιώνα και η πορεία του προς τον Βαλκάνιο αναγνώστη: Τα αυγά του Πάσχα του Christoph von Schmid», στο: Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών / Ε.Ι.Ε. Η λαϊκή λογοτεχνία στη Νοτιανατολική Ευρώπη (19ος και αρχές 20ού αι.) Συνάντηση Εργασίας 21-22 Απριλίου 1988 (Αθήνα, 1995).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου