Μακεδονικό: Πόσο γνωρίζουμε την Ιστορία;
Η ιδέα της αρχαίας καταγωγής των σλαβόφωνων της Μακεδονίας
προωθήθηκε από την ελληνική προπαγάνδα στα τέλη του 19ου αιώνα
προκειμένου να απομακρύνει τους πληθυσμούς αυτούς από το βουλγαρικό
κίνημα
Αθηνά Σκουλαρίκη*
Πηγή: Η Αυγή, Ενθέματα, 21/1/2018
Σχεδόν 30 χρόνια μετά την κρίση της δεκαετίας του 1990, πόσα έχουμε καταλάβει για το Μακεδονικό; Ενώ η Ελλάδα επικαλείται την «ιστορική αλήθεια», το έλλειμμα πληροφόρησης χαρακτήρισε εξ’ αρχής την ελληνική στάση στο ζήτημα αυτό -κυρίως ως προς τις εξελίξεις στη νεότερη εποχή, την εποχή των εθνικών κινημάτων και των πολιτικών και πολεμικών συγκρούσεων του 20ού αιώνα.
Αφενός, το έλλειμμα αυτό οφειλόταν στην πολιτική της αποσιώπησης, του «ανύπαρκτου ζητήματος», που ακολουθούσε το ελληνικό κράτος σε όλη τη μετεμφυλιακή περίοδο. Αφετέρου είχε σχέση με την απουσία επαφών με την άλλη πλευρά, την έλλειψη ειδικών στον πανεπιστημιακό χώρο, την άγνοια των περισσότερων δημοσιογράφων για το ζήτημα, αλλά και τις στρεβλές εντυπώσεις που καλλιέργησαν οι πρωτοστατούντες στην κινητοποίηση για την «ελληνικότητα της Μακεδονίας».1
Παρότι η βιβλιογραφία έχει εμπλουτιστεί έκτοτε με εξαιρετικές μελέτες, στον δημόσιο χώρο εξακολουθούν να διακινούνται τα ίδια στερεότυπα και οι ίδιες ανακρίβειες, συχνά χωρίς αντίλογο. Θα επιχειρήσω εδώ να θίξω συνοπτικά κάποια προβληματικά σημεία που συναντώνται στις περισσότερες αναλύσεις για το Μακεδονικό, θρέφοντας προκαταλήψεις και εμμονές.
Την εποχή εκείνη, ως μέτρο κατά των τοπικών εθνικισμών, όλες οι επαρχίες του Βασιλείου της Γιουγκοσλαβίας ονομάστηκαν από τα ποτάμια τους. Χρησιμοποιείται επίσης η ονομασία Βάρνταρσκα Μακεντόνιγια (Μακεδονία του Βαρδάρη), σε αντιδιαστολή με την (ελληνική) Μακεδονία του Αιγαίου και τη (βουλγαρική) Μακεδονία του Πιρίν. Σε κάθε περίπτωση, το Βάρνταρσκα είναι επιθετικός προσδιορισμός, όχι κύριο όνομα -δεν μπορεί δηλαδή να χρησιμοποιηθεί σκέτο.
Αν αυτό το παράδειγμα είναι σχεδόν γραφικό, άλλες διαδεδομένες αντιλήψεις σχετίζονται με τις βασικές μας παραδοχές για το πρόβλημα του ονόματος και της Ιστορίας.
Είναι τεκμηριωμένο πως η ιδέα της αρχαίας καταγωγής των σλαβόφωνων της Μακεδονίας προωθήθηκε από την ελληνική προπαγάνδα στα τέλη του 19ου αιώνα, προκειμένου να απομακρύνει τους πληθυσμούς αυτούς από το βουλγαρικό κίνημα. Η Μακεδονία, ως κοιτίδα ενός ένδοξου αρχαίου πολιτισμού και πατρίδα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, πρόσφερε ένα πολύ ελκυστικό αφήγημα, το οποίο τελικά υιοθετήθηκε από δύο αντιτιθέμενους εθνικισμούς.
Ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα πολλοί χρησιμοποιούσαν τον όρο Μακεδόνες με γεωγραφική ή εθνοτική έννοια. Στις αρχές του 20ού αι. οι Έλληνες εθνικιστές (όπως ο Ίων Δραγούμης) μιλούσαν κι αυτοί για Μακεδόνες ή Μακεδονοσλάβους αναφερόμενος στους σλαβόφωνους της Μακεδονίας.
Μετά τη δημιουργία της Εσωτερικής Μακεδονικής Επαναστατικής Οργάνωσης (ΕΜΕΟ), η σοσιαλιστική -αναρχική φράξια διαφοροποιήθηκε από τη δεξιά (που ελεγχόταν από τη Σόφια), υποστηρίζοντας αυτονομιστικές τάσεις. Στη συνέχεια η εμπειρία του αυταρχικού εκσερβισμού στον Μεσοπόλεμο και της βίαιης βουλγαρικής κατοχής το 1941-44 οδήγησαν τον πληθυσμό της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας στη διαμόρφωση μιας διακριτής ταυτότητας.
Η αποκρυστάλλωση της εθνικής συνείδησης υποστηρίχτηκε από τους θεσμούς της ομόσπονδης Δημοκρατίας, ενώ η ανεξαρτητοποίηση του κράτους το 1991 βιώθηκε ως ιστορική δικαίωση. Μετά από τόσες γενιές η μακεδονική εθνική ταυτότητα έχει εμπεδωθεί ακόμη και από αυτούς που οι πρόγονοί τους μπορεί να αυτοπροσδιορίζονταν ως Βούλγαροι, Σέρβοι, Βλάχοι ή Έλληνες. Αντίθετα με την ουσιοκρατική αντίληψη περί προαιώνιων εθνών, όλα τα έθνη - κράτη δημιουργήθηκαν μέσα από ιστορικούς μετασχηματισμούς της νεωτερικότητας.
Για την άλλη πλευρά, όπως και για τη διεθνή διπλωματία, η Μακεδονία νοείται όπως ορίστηκε το 1878 στο Συνέδριο του Βερολίνου ως ευρεία γεωγραφική περιφέρεια. Με βάση αυτόν τον χάρτη χωρίστηκαν τα εδάφη της μείζονος Μακεδονίας μεταξύ Ελλάδας (51%), Σερβίας (39%), Βουλγαρίας (9%) και Αλβανίας (1%) με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου το 1913.
Τη διαίρεση αυτή αποδεχόταν και η ελληνική διπλωματία, εξ ου και το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών αναφερόταν έως το 1991 σε «Σερβική / Γιουγκοσλαβική Μακεδονία» και σε «Βουλγαρική Μακεδονία». Το σύνθημα του 1992 «Η Μακεδονία είναι μία και είναι ελληνική» αντέφασκε με την ίδια τη Συνθήκη με την οποία η νότια Μακεδονία είχε γίνει ελληνική.
Για τους παραπάνω λόγους, έως τις αρχές της δεκαετίας του 1990, το όνομα δεν αποτελούσε σε καμιά περίπτωση επίδικο ζήτημα. Μετά τη ρήξη Τίτο - Στάλιν το 1948 και καθ’ όλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου οι σχέσεις της Ελλάδας με τη Γιουγκοσλαβία ήταν από καλές έως άριστες. Το μόνο αγκάθι ήταν οι διεκδικήσεις αναγνώρισης μειονότητας στη βόρεια Ελλάδα εκ μέρους της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας.2
Η απεικόνιση της Μεγάλης Μακεδονίας παραπέμπει στον ιδρυτικό μύθο του μακεδονικού εθνικισμού, σύμφωνα με τον οποίο η Μακεδονία και ο μακεδονικός λαός (ο οποίος γίνεται αντιληπτός ως ενιαίο και ήδη διαμορφωμένο έθνος) διαιρέθηκε μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Η αντίληψη αυτή θρέφει ένα αίσθημα «χαμένων πατρίδων» και ιστορικής αδικίας, αλλά δεν μεταφράζεται σε επεκτατισμό -εδώ στην Ελλάδα η διάκριση αυτή μας είναι οικεία.
Κατά τα άλλα, οι μειονοτικές διεκδικήσεις (είτε γίνουν δεκτές είτε όχι) δεν έχουν σχέση με το όνομα και δεν αποτελούν εθνική απειλή σε ένα σύγχρονο δημοκρατικό κράτος.
Η σημερινή κυβέρνηση SDSM υπό τον Ζόραν Ζάεφ δεν είναι ευκαιριακά μόνο μετριοπαθής, όπως λέγεται εδώ. Επικράτησε μέσα από τη σύγκρουση με τις αντι-δημοκρατικές πρακτικές, τον εθνικισμό και την αρχαιόπληκτη ρητορεία της προηγούμενης κυβέρνησης. Μπορεί και θέλει να λύσει τη διαφορά με την Ελλάδα. Αρκεί οι αδιάλλακτοι εκατέρωθεν να μην τορπιλίσουν πάλι την όποια λύση.
* Η Αθηνά Σκουλαρίκη είναι λέκτορας στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης
1 Βλ. Α. Σκουλαρίκη, «Ο δημόσιος λόγος για το έθνος με αφορμή το Μακεδονικό (1991-1995): πλαίσιο, αναπαραστάσεις και ΜΜΕ», στο Μ. Κοντοχρήστου (επιμ.), Ταυτότητα και Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας στη σύγχρονη Ελλάδα, Αθήνα, Παπαζήσης, 2007, σελ. 61-103.
2 Η ελληνική πλευρά απέρριπτε κάθε συζήτηση υποστηρίζοντας ότι το «ξένο στοιχείο» (οι σλαβόφωνοι μη «ελληνικού φρονήματος») είχε φύγει από τη χώρα μετά τον Εμφύλιο και το ζήτημα είχε λήξει. Ανεπισήμως, όμως, οι υπηρεσίες ασφαλείας παρακολουθούσαν στενά κάθε κίνηση και κάθε λέξη των χιλιάδων σλαβόφωνων Μακεδόνων της Ελλάδας. Βλ. Λ. Εμπειρίκος, Α. Σκουλαρίκη, «Ο 'αλυτρωτισμός των Σκοπίων' ή η αποσιωπημένη μειονοτική διάσταση του Μακεδονικού», Αυγή, Ενθέματα, 20 Απριλίου 2008.
Πηγή: Η Αυγή, Ενθέματα, 21/1/2018
Σχεδόν 30 χρόνια μετά την κρίση της δεκαετίας του 1990, πόσα έχουμε καταλάβει για το Μακεδονικό; Ενώ η Ελλάδα επικαλείται την «ιστορική αλήθεια», το έλλειμμα πληροφόρησης χαρακτήρισε εξ’ αρχής την ελληνική στάση στο ζήτημα αυτό -κυρίως ως προς τις εξελίξεις στη νεότερη εποχή, την εποχή των εθνικών κινημάτων και των πολιτικών και πολεμικών συγκρούσεων του 20ού αιώνα.
Αφενός, το έλλειμμα αυτό οφειλόταν στην πολιτική της αποσιώπησης, του «ανύπαρκτου ζητήματος», που ακολουθούσε το ελληνικό κράτος σε όλη τη μετεμφυλιακή περίοδο. Αφετέρου είχε σχέση με την απουσία επαφών με την άλλη πλευρά, την έλλειψη ειδικών στον πανεπιστημιακό χώρο, την άγνοια των περισσότερων δημοσιογράφων για το ζήτημα, αλλά και τις στρεβλές εντυπώσεις που καλλιέργησαν οι πρωτοστατούντες στην κινητοποίηση για την «ελληνικότητα της Μακεδονίας».1
Παρότι η βιβλιογραφία έχει εμπλουτιστεί έκτοτε με εξαιρετικές μελέτες, στον δημόσιο χώρο εξακολουθούν να διακινούνται τα ίδια στερεότυπα και οι ίδιες ανακρίβειες, συχνά χωρίς αντίλογο. Θα επιχειρήσω εδώ να θίξω συνοπτικά κάποια προβληματικά σημεία που συναντώνται στις περισσότερες αναλύσεις για το Μακεδονικό, θρέφοντας προκαταλήψεις και εμμονές.
«Βάρνταρσκα» και άλλα επίθετα
Πριν από λίγες μέρες ο αρχηγός των ΑΝ.ΕΛΛ. και υπουργός Άμυνας Π. Καμμένος επανέφερε την πρόταση να ονομαστεί η χώρα Βάρνταρσκα. Η ανακύκλωση αυτής της ιδέας είναι ενδεικτική της ημιμάθειας (ή της εσκεμμένης παραπληροφόρησης) που επικρατεί στην Ελλάδα ως προς το Μακεδονικό. Γεγονός είναι πως μεταξύ 1929-1941 η περιοχή είχε ονομαστεί Βάρνταρσκα Μπανόβινα (δηλαδή Επαρχία του Βαρδάρη).Την εποχή εκείνη, ως μέτρο κατά των τοπικών εθνικισμών, όλες οι επαρχίες του Βασιλείου της Γιουγκοσλαβίας ονομάστηκαν από τα ποτάμια τους. Χρησιμοποιείται επίσης η ονομασία Βάρνταρσκα Μακεντόνιγια (Μακεδονία του Βαρδάρη), σε αντιδιαστολή με την (ελληνική) Μακεδονία του Αιγαίου και τη (βουλγαρική) Μακεδονία του Πιρίν. Σε κάθε περίπτωση, το Βάρνταρσκα είναι επιθετικός προσδιορισμός, όχι κύριο όνομα -δεν μπορεί δηλαδή να χρησιμοποιηθεί σκέτο.
Αν αυτό το παράδειγμα είναι σχεδόν γραφικό, άλλες διαδεδομένες αντιλήψεις σχετίζονται με τις βασικές μας παραδοχές για το πρόβλημα του ονόματος και της Ιστορίας.
Ένα «τεχνητό» έθνος, κατασκεύασμα του Τίτο;
Αποτελεί κοινό τόπο στην Ελλάδα πως οι λεγόμενοι «Σκοπιανοί» είναι ένα «τεχνητό» έθνος, δημιούργημα του Τίτο. Πράγματι, η εθνική και κρατική συγκρότηση των (Σλαβο)Μακεδόνων συντελέστηκε το 1944. Ωστόσο δεν προέκυψε εκ του μηδενός.Είναι τεκμηριωμένο πως η ιδέα της αρχαίας καταγωγής των σλαβόφωνων της Μακεδονίας προωθήθηκε από την ελληνική προπαγάνδα στα τέλη του 19ου αιώνα, προκειμένου να απομακρύνει τους πληθυσμούς αυτούς από το βουλγαρικό κίνημα. Η Μακεδονία, ως κοιτίδα ενός ένδοξου αρχαίου πολιτισμού και πατρίδα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, πρόσφερε ένα πολύ ελκυστικό αφήγημα, το οποίο τελικά υιοθετήθηκε από δύο αντιτιθέμενους εθνικισμούς.
Ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα πολλοί χρησιμοποιούσαν τον όρο Μακεδόνες με γεωγραφική ή εθνοτική έννοια. Στις αρχές του 20ού αι. οι Έλληνες εθνικιστές (όπως ο Ίων Δραγούμης) μιλούσαν κι αυτοί για Μακεδόνες ή Μακεδονοσλάβους αναφερόμενος στους σλαβόφωνους της Μακεδονίας.
Μετά τη δημιουργία της Εσωτερικής Μακεδονικής Επαναστατικής Οργάνωσης (ΕΜΕΟ), η σοσιαλιστική -αναρχική φράξια διαφοροποιήθηκε από τη δεξιά (που ελεγχόταν από τη Σόφια), υποστηρίζοντας αυτονομιστικές τάσεις. Στη συνέχεια η εμπειρία του αυταρχικού εκσερβισμού στον Μεσοπόλεμο και της βίαιης βουλγαρικής κατοχής το 1941-44 οδήγησαν τον πληθυσμό της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας στη διαμόρφωση μιας διακριτής ταυτότητας.
Η αποκρυστάλλωση της εθνικής συνείδησης υποστηρίχτηκε από τους θεσμούς της ομόσπονδης Δημοκρατίας, ενώ η ανεξαρτητοποίηση του κράτους το 1991 βιώθηκε ως ιστορική δικαίωση. Μετά από τόσες γενιές η μακεδονική εθνική ταυτότητα έχει εμπεδωθεί ακόμη και από αυτούς που οι πρόγονοί τους μπορεί να αυτοπροσδιορίζονταν ως Βούλγαροι, Σέρβοι, Βλάχοι ή Έλληνες. Αντίθετα με την ουσιοκρατική αντίληψη περί προαιώνιων εθνών, όλα τα έθνη - κράτη δημιουργήθηκαν μέσα από ιστορικούς μετασχηματισμούς της νεωτερικότητας.
Μία ή πολλές Μακεδονίες;
Μια από τις πηγές παρεξήγησης μεταξύ των δύο χωρών είναι η διαφορά στο πώς ορίζουμε γεωγραφικά τη Μακεδονία. Για την Ελλάδα η περιοχή ορίζεται με αναφορά στην αρχαία Μακεδονία, θεωρώντας πως αυτή συμπίπτει με τη σύγχρονη ελληνική Μακεδονία. Ούτε αυτό είναι ακριβές όμως, γιατί τα όρια της περιοχής διευρύνονταν ή συρρικνώνονταν προς βορράν και προς ανατολάς, τόσο στην αρχαία, όσο και στη βυζαντινή εποχή, ανάλογα με τις κατακτήσεις.Για την άλλη πλευρά, όπως και για τη διεθνή διπλωματία, η Μακεδονία νοείται όπως ορίστηκε το 1878 στο Συνέδριο του Βερολίνου ως ευρεία γεωγραφική περιφέρεια. Με βάση αυτόν τον χάρτη χωρίστηκαν τα εδάφη της μείζονος Μακεδονίας μεταξύ Ελλάδας (51%), Σερβίας (39%), Βουλγαρίας (9%) και Αλβανίας (1%) με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου το 1913.
Τη διαίρεση αυτή αποδεχόταν και η ελληνική διπλωματία, εξ ου και το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών αναφερόταν έως το 1991 σε «Σερβική / Γιουγκοσλαβική Μακεδονία» και σε «Βουλγαρική Μακεδονία». Το σύνθημα του 1992 «Η Μακεδονία είναι μία και είναι ελληνική» αντέφασκε με την ίδια τη Συνθήκη με την οποία η νότια Μακεδονία είχε γίνει ελληνική.
Για τους παραπάνω λόγους, έως τις αρχές της δεκαετίας του 1990, το όνομα δεν αποτελούσε σε καμιά περίπτωση επίδικο ζήτημα. Μετά τη ρήξη Τίτο - Στάλιν το 1948 και καθ’ όλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου οι σχέσεις της Ελλάδας με τη Γιουγκοσλαβία ήταν από καλές έως άριστες. Το μόνο αγκάθι ήταν οι διεκδικήσεις αναγνώρισης μειονότητας στη βόρεια Ελλάδα εκ μέρους της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας.2
Μειονότητα και «αλυτρωτισμός»
Σήμερα οι μειονοτικές διεκδικήσεις αποτελούν τη βάση αυτού που αόριστα καταγγέλλεται από την Ελλάδα ως «αλυτρωτισμός». Ωστόσο πρόκειται για σύγχυση των όρων: οι κυβερνήσεις της γειτονικής χώρας δεν διατυπώνουν εδαφικές διεκδικήσεις με πρόσχημα τους σλαβόφωνους της Ελλάδας. Διακινούνται βεβαίως χάρτες της ενιαίας, «ιστορικής» ή «εθνοτικής» Μακεδονίας, όπως τη χαρακτηρίζουν.Η απεικόνιση της Μεγάλης Μακεδονίας παραπέμπει στον ιδρυτικό μύθο του μακεδονικού εθνικισμού, σύμφωνα με τον οποίο η Μακεδονία και ο μακεδονικός λαός (ο οποίος γίνεται αντιληπτός ως ενιαίο και ήδη διαμορφωμένο έθνος) διαιρέθηκε μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Η αντίληψη αυτή θρέφει ένα αίσθημα «χαμένων πατρίδων» και ιστορικής αδικίας, αλλά δεν μεταφράζεται σε επεκτατισμό -εδώ στην Ελλάδα η διάκριση αυτή μας είναι οικεία.
Κατά τα άλλα, οι μειονοτικές διεκδικήσεις (είτε γίνουν δεκτές είτε όχι) δεν έχουν σχέση με το όνομα και δεν αποτελούν εθνική απειλή σε ένα σύγχρονο δημοκρατικό κράτος.
Εθνικισμός και πολιτική σύγκρουση
Τα προηγούμενα δέκα χρόνια η τότε κυβέρνηση του δεξιού VMRO-DPMNE του Ν. Γκρούεφσκι επέβαλε την ηγεμονία της με όχημα την πολιτική του «εξαρχαϊσμού» που επιχειρούσε να αντισταθμίσει τα ελληνικά επιχειρήματα περί αρχαιότητας. Το δεύτερο Βουκουρέστι, του 2008, με το «βέτο» της Ελλάδας για την ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ, υπήρξε ένα εθνικό τραύμα.Η σημερινή κυβέρνηση SDSM υπό τον Ζόραν Ζάεφ δεν είναι ευκαιριακά μόνο μετριοπαθής, όπως λέγεται εδώ. Επικράτησε μέσα από τη σύγκρουση με τις αντι-δημοκρατικές πρακτικές, τον εθνικισμό και την αρχαιόπληκτη ρητορεία της προηγούμενης κυβέρνησης. Μπορεί και θέλει να λύσει τη διαφορά με την Ελλάδα. Αρκεί οι αδιάλλακτοι εκατέρωθεν να μην τορπιλίσουν πάλι την όποια λύση.
* Η Αθηνά Σκουλαρίκη είναι λέκτορας στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης
1 Βλ. Α. Σκουλαρίκη, «Ο δημόσιος λόγος για το έθνος με αφορμή το Μακεδονικό (1991-1995): πλαίσιο, αναπαραστάσεις και ΜΜΕ», στο Μ. Κοντοχρήστου (επιμ.), Ταυτότητα και Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας στη σύγχρονη Ελλάδα, Αθήνα, Παπαζήσης, 2007, σελ. 61-103.
2 Η ελληνική πλευρά απέρριπτε κάθε συζήτηση υποστηρίζοντας ότι το «ξένο στοιχείο» (οι σλαβόφωνοι μη «ελληνικού φρονήματος») είχε φύγει από τη χώρα μετά τον Εμφύλιο και το ζήτημα είχε λήξει. Ανεπισήμως, όμως, οι υπηρεσίες ασφαλείας παρακολουθούσαν στενά κάθε κίνηση και κάθε λέξη των χιλιάδων σλαβόφωνων Μακεδόνων της Ελλάδας. Βλ. Λ. Εμπειρίκος, Α. Σκουλαρίκη, «Ο 'αλυτρωτισμός των Σκοπίων' ή η αποσιωπημένη μειονοτική διάσταση του Μακεδονικού», Αυγή, Ενθέματα, 20 Απριλίου 2008.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου