Nightmare
A short story byFaouzi Boukhris*
"Dream is a paved road to
There creeps the evening, slowly submerging the room in darkness. The cracks in the window looking onto the street turn into pale luminous strips. You let yourself enjoy the darkness. You feel that your breathing is growing heavier and heavier as if you were drowning, drowning in the darkness. You start to feel so dull that you cannot even get up.
You take some time to stand up on your feet before the window. You peep through its cracks at the street outside. You peep through the leaks in the curtain of your fortified tower at the trivialities overwhelming everything in everybody everywhere. You enjoy this secret habit of yours: watching people without been seen.
The girl on the balcony across the street is dancing to the rhythm of rock and roll music. You wish that she will respond to your silent call and look at you in loving interest.
At the bottom of the street, there are two silhouettes in a private embrace in the dark, and some children circling around the electric post playing cards
There come to your ears the microphone cracklings followed immediately by the muezzin’s call for prayer. A few moments later, there will follow the noise of the closing door of the neighbouring shop. The shopkeeper has never missed any appointment to pray in time.
You are getting rid of all the links that connect you to the world and taking refuge in a book against all the trivialities in this world. You strike a match and light a cigarette. You breathe out smoke all over the room. The feeling, however, that you were used to whenever you smoked a cigarette, is turning into an unpleasant feeling that every one of your living organs is burning with the lit cigarette between your lips.
You replay the series of photographs in your imagination. You find the photos more beautiful as you decode their enigmas and unveil that erotic tendency lying behind them. However, the eyes of Laura, the Italian beauty who owns the gallery, remain the most beautiful of all. You tell yourself:
-Beauty yearns for beauty.
You remember that Earnest Hemingway had written that the beauty of eyes is a trade mark registered in Italy!
Now, your limbs start feeling heavier and heavier. Strangely enough, when your resistance to sleep weakens, your sensitivity to voices sharpens. The threads relating you to the world of sleep look like an abandoned spider-web are easily torn by the slightest voice frequency. Like a drunk, you start your game: listening to the faraway voices.
The quiet of the night makes faraway voices quite nearer. You can distinguish nothing but the throb of a car that you imagine parking somewhere. You can even see it with your eyes: a car shivering like a frightened animal.
That night, you are sad as you fall asleep. You would never have slept at that hour were you not sad. Sadness weighed down your eyelids. Night was coming in through the window: Utter darkness, sky embroidered with stars, remains of distant voices but no trace of the moon anywhere.
Suddenly, you feel something monstrously heavy lying on your chest, paralyzing you. You cannot move. You felt suffocated. You gather all your strength and try to stand up and get rid of the monstrous weight but in vain. You fall down helpless. You breathe with great difficulty, as if that you were inhaling the last atom of oxygen into your lungs...
You dig your nails into the giant body, trying to peel it away from your chest. You asked for help in a stifled voice. You start shrieking but you notice that your shrieks are lost in the void. They leave no echo. You scream and scream but no one can hear you. You wake up terrified, sweating cold beads that roll down your face like snow balls. You are weary, as if you had just come out from under a heap of ruins. You wonder:
-Is it a nightmare?
Now, moonlight comes in from the window and there is no trace of any of the voices that were echoing around. Silence reigns over the universe. You can always distinguish the voice of silence from all the remaining voices. In the silence, low whispers come to your ears and growing louder and louder with time.
You join your hands together. You inserted them between your thighs next to your genitals. You roll yourself into the foetal position, the way you do whenever you feel cold, or fear, or loneliness.
Finally, warmth envelopes you and runs through your veins. You yawn, and wondered:
-Is it a nightmare?
That was your last thing thought before closing your eyes and dozing off again. Your bladder is full to the brim. You feel the pressure and you realize, in a Pavlovian sense, that the morning has come.
***********
* Faouzi Boukhris, is a Moroccan short-story writer, born in Safi, Morocco, on July 17th 1971. He is the author of:" Zoom ", (Short Stories).
wards our own selves, towards the Realm of Freedom where the relationships between signs and things are at loggerheads Dream is our downstairs world towards which we should always be guided to discover its spaces."
"Nightmare" is the thirteenth narrative text in the "The Moroccan Dream", An Anthology of Moroccan new short story directed by Mohamed Saïd Raïhani.
****************************
Εφιάλτης
Φάουζι Μπούχρις*
Μετάφραση: Βασίλης Κ. Μηλίτσης
«Το όνειρο είναι ένας στρωμένος δρόμος προς τον εαυτό μας, προς το Βασίλειο της Ελευθερίας, όπου οι συσχετισμοί μεταξύ των συμβόλων και των πραγμάτων βρίσκονται σε πλήρη ασυμφωνία. Το όνειρο είναι ο κάτω κόσμος μας προς τον οποίο καθοδηγούμαστε να ανακαλύψουμε τα κατατόπια του».
Το σκοτάδι έρπει σιγά – σιγά και βυθίζει το δωμάτιο στο σκοτάδι. Οι χαραμάδες στο παράθυρο που βλέπει προς το δρόμο μεταμορφώνονται σε φωτεινές λωρίδες. Νιώθεις την αναπνοή σου να βαραίνει όλο και πιο πολύ λες και πνίγεσαι, πνίγεσαι μέσα στο σκοτάδι. Αρχίζει να σε πιάνει μια νωθρότητα που να μην μπορείς ούτε να σηκωθείς.
Θέλεις κάποιο χρόνο να σταθείς στα πόδια σου μπροστά στο παράθυρο. Κρυφοκοιτάζεις μέσα από τις χαραμάδες έξω στο δρόμο. Κρυφοκοιτάζεις μέσα από τα ανοίγματα της κουρτίνας του οχυρωμένου σου κάστρου τις κοινοτοπίες που κατακλύζουν τα πάντα στον καθένα παντού. Απολαμβάνεις το χούι σου αυτό: το να παρακολουθείς ανθρώπους χωρίς να σε βλέπουν.
Το κορίτσι στο μπαλκόνι στην απέναντι πλευρά του δρόμου χορεύει στο ρυθμό μουσικής ροκ-εντ-ρολ. Θέλεις πολύ να ανταποκριθεί στο σιωπηλό σου κάλεσμα και να σε κοιτάξει με στοργικό ενδιαφέρον.
Κάτω στο δρόμο διακρίνονται δυο σιλουέτες αγκαλιασμένες στο σκοτάδι, και πιο πέρα υπάρχουν κάτι παιδιά γύρω από την κολόνα του ηλεκτρικού που παίζουν χαρτιά.
Στ’ αυτιά σου φτάνουν παράσιτα μικροφώνου για να ακολουθηθούν αμέσως από το κάλεσμα του μουεζίνη για προσευχή. Λίγο αργότερα ακούγεται ο θόρυβος μιας πόρτας που κλείνει στο γειτονικό μαγαζί. Ο καταστηματάρχης ποτέ δεν έχει παραλείψει την έγκαιρη προσέλευσή του στην προσευχή.
Κόβεις όλους τους κρίκους της αλυσίδας που σε συνδέει με τον κόσμο και βρίσκεις καταφύγιο σ’ ένα βιβλίο ενάντια σ’ όλες της κοινοτοπίες αυτού του κόσμου. Ανάβεις ένα σπίρτο και κατόπιν το τσιγάρο. Φλομώνεις όλο το δωμάτιο με καπνό. Η διαπίστωση όμως πως σ’ έχουν χρησιμοποιήσει κάθε φορά που κάπνισες ένα τσιγάρο γίνεται ένα δυσάρεστο συναίσθημα και νιώθεις πως κάθε σου ζωτικό όργανο καίγεται με το αναμμένο τσιγάρο ανάμεσα στα χείλη σου.
Φέρνεις στη μνήμη σου μια σειρά από φωτογραφίες. Βρίσκεις τις φωτογραφίες πιο όμορφες καθώς αποκωδικοποιείς το αίνιγμά τους και αποκαλύπτεις εκείνη την ερωτική τάση που κρύβεται μέσα τους. Όμως, τα μάτια της Λάουρας, της Ιταλίδας καλλονής, ιδιοκτήτριας της πινακοθήκης, είναι τα πιο όμορφα όλων. Λες στον εαυτό σου:
⦁ Η ομορφιά λαχταρά την ομορφιά.
Θυμάσαι που ο Έρνεστ Χεμινγουέι έγραψε πως η ομορφιά των ματιών είναι το σήμα κατατεθέν στην Ιταλία!
Τώρα νιώθεις τα μέλη σου όλο και πιο βαριά. Κατά αρκετά παράδοξο τρόπο όταν η αντίστασή σου στον ύπνο εξασθενεί, οξύνεται η ευαισθησία σου στις φωνές. Τα νήματα που σε συνδέουν με τον κόσμο του ύπνου, σαν άδεια δίχτυα αράχνης, εύκολα κόβονται στην ελάχιστη φωνητική συχνότητα. Σαν μεθυσμένος, ξεκινάς το παιχνίδι σου: αφουγκράζεσαι σε μακρινές φωνές.
Η ησυχία της νύχτας φέρνει τις μακρινές φωνές πιο κοντά. Δεν μπορείς να ξεχωρίσεις τίποτε παρά τον ρυθμικό θόρυβο ενός αυτοκινήτου που φαντάζεσαι να παρκάρει κάπου. Μπορείς ακόμη να το δεις με τα ίδια σου τα μάτια: ένα αυτοκίνητο που τρέμει σαν τρομαγμένο ζώο.
Εκείνη τη νύχτα είσαι λυπημένος καθώς σε παίρνει ο ύπνος. Ποτέ δε θα έπεφτες για ύπνο αν δεν ήσουν λυπημένος. Η λύπη βάραινε τα βλέφαρά σου. Η νύχτα έμπαινε μέσα από το παράθυρο: βαθύ σκοτάδι, ουρανός κεντημένος με άστρα, υπολείμματα από μακρινές φωνές και κανένα ίχνος σελήνης πουθενά.
Ξαφνικά αισθάνεσαι κάτι τερατωδώς βαρύ να σου πλακώνει το στήθος, να σε παραλύει. Δεν μπορείς να κουνηθείς. Ασφυκτιείς. Καταβάλλεις όλη τη δύναμή σου και προσπαθείς να σταθείς όρθιος για να απαλλαγείς από το τερατώδες αυτό βάρος αλλά του κάκου. Ανήμπορος πέφτεις κάτω. Ανασαίνεις με δυσκολία σαν να εισπνέεις το τελευταίο άτομο οξυγόνου στα πνευμόνια σου…
Χώνεις τα νύχια σου στο γιγάντιο σώμα πασχίζοντας να το διώξεις από το στήθος σου. Ζητάς βοήθεια με πνιχτή φωνή. Αρχίζεις να ουρλιάζεις αλλά διαπιστώνεις πως τα ουρλιαχτά σου χάνονται στο κενό. Δεν αφήνουν κανέναν αντίλαλο. Συνεχίζεις τα ουρλιαχτά αλλά κανείς δε σε ακούει. Ξυπνάς τρομαγμένος με σταγόνες κρύου ιδρώτα να κυλούν στο πρόσωπό σου σαν χιονόμπαλες. Είσαι εξαντλημένος σαν να έχεις βγει κάτω από ένα σωρό ερειπίων.
Αναρωτιέσαι:
⦁ Εφιάλτης είναι;
Τώρα το φεγγαρόφωτο μπαίνει μέσα από το παράθυρο και δεν υπάρχει ίχνος από καμιά φωνή που αντηχούσε γύρω σου. Σιωπή βασιλεύει σ’ όλο το σύμπαν. Μπορείς πάντα να διακρίνεις την κραυγή της σιωπής από όλες τις υπόλοιπες φωνές. Στη σιωπή σιγανοί ψίθυροι έρχονται στ’ αυτιά σου και γίνονται όλο και πιο δυνατοί με τον χρόνο.
Μπλέκεις το ένα χέρι με το άλλο. Τα βάζεις ανάμεσα στους μηρούς σου κοντά στα αχαμνά σου. Κουλουριάζεσαι σε εμβρυακή θέση, όπως κάνεις κάθε φορά που κρυώνεις ή φοβάσαι ή νιώθεις μοναξιά.
Τελικά σε τυλίγει μια θαλπωρή που εισβάλει μέσα στις φλέβες σου. Χασμουριέσαι και αναρωτιέσαι:
⦁ Εφιάλτης είναι;
Αυτό είναι το τελευταίο πράγμα που σκέφτηκες πριν κλείσεις τα μάτια σου και σε πάρει ξανά ο ύπνος. Η κύστη σου γέμισε και πάει να σκάσει. Αισθάνεσαι την πίεση και συνειδητοποιείς, με Παβλόβια αντίδραση, πως έφεξε η μέρα.
* Ο Φάουζι Μπούχρις είναι Μαροκινός διηγηματογράφος, γεννημένος στην πόλη Σάφι, στο Μαρόκο, στις 17 Ιουλίου 1971. Είναι επίσης ο συγγραφέας της συλλογής διηγημάτων "Zoom".
A short story byFaouzi Boukhris*
"Dream is a paved road to
There creeps the evening, slowly submerging the room in darkness. The cracks in the window looking onto the street turn into pale luminous strips. You let yourself enjoy the darkness. You feel that your breathing is growing heavier and heavier as if you were drowning, drowning in the darkness. You start to feel so dull that you cannot even get up.
You take some time to stand up on your feet before the window. You peep through its cracks at the street outside. You peep through the leaks in the curtain of your fortified tower at the trivialities overwhelming everything in everybody everywhere. You enjoy this secret habit of yours: watching people without been seen.
The girl on the balcony across the street is dancing to the rhythm of rock and roll music. You wish that she will respond to your silent call and look at you in loving interest.
At the bottom of the street, there are two silhouettes in a private embrace in the dark, and some children circling around the electric post playing cards
There come to your ears the microphone cracklings followed immediately by the muezzin’s call for prayer. A few moments later, there will follow the noise of the closing door of the neighbouring shop. The shopkeeper has never missed any appointment to pray in time.
You are getting rid of all the links that connect you to the world and taking refuge in a book against all the trivialities in this world. You strike a match and light a cigarette. You breathe out smoke all over the room. The feeling, however, that you were used to whenever you smoked a cigarette, is turning into an unpleasant feeling that every one of your living organs is burning with the lit cigarette between your lips.
You replay the series of photographs in your imagination. You find the photos more beautiful as you decode their enigmas and unveil that erotic tendency lying behind them. However, the eyes of Laura, the Italian beauty who owns the gallery, remain the most beautiful of all. You tell yourself:
-Beauty yearns for beauty.
You remember that Earnest Hemingway had written that the beauty of eyes is a trade mark registered in Italy!
Now, your limbs start feeling heavier and heavier. Strangely enough, when your resistance to sleep weakens, your sensitivity to voices sharpens. The threads relating you to the world of sleep look like an abandoned spider-web are easily torn by the slightest voice frequency. Like a drunk, you start your game: listening to the faraway voices.
The quiet of the night makes faraway voices quite nearer. You can distinguish nothing but the throb of a car that you imagine parking somewhere. You can even see it with your eyes: a car shivering like a frightened animal.
That night, you are sad as you fall asleep. You would never have slept at that hour were you not sad. Sadness weighed down your eyelids. Night was coming in through the window: Utter darkness, sky embroidered with stars, remains of distant voices but no trace of the moon anywhere.
Suddenly, you feel something monstrously heavy lying on your chest, paralyzing you. You cannot move. You felt suffocated. You gather all your strength and try to stand up and get rid of the monstrous weight but in vain. You fall down helpless. You breathe with great difficulty, as if that you were inhaling the last atom of oxygen into your lungs...
You dig your nails into the giant body, trying to peel it away from your chest. You asked for help in a stifled voice. You start shrieking but you notice that your shrieks are lost in the void. They leave no echo. You scream and scream but no one can hear you. You wake up terrified, sweating cold beads that roll down your face like snow balls. You are weary, as if you had just come out from under a heap of ruins. You wonder:
-Is it a nightmare?
Now, moonlight comes in from the window and there is no trace of any of the voices that were echoing around. Silence reigns over the universe. You can always distinguish the voice of silence from all the remaining voices. In the silence, low whispers come to your ears and growing louder and louder with time.
You join your hands together. You inserted them between your thighs next to your genitals. You roll yourself into the foetal position, the way you do whenever you feel cold, or fear, or loneliness.
Finally, warmth envelopes you and runs through your veins. You yawn, and wondered:
-Is it a nightmare?
That was your last thing thought before closing your eyes and dozing off again. Your bladder is full to the brim. You feel the pressure and you realize, in a Pavlovian sense, that the morning has come.
***********
* Faouzi Boukhris, is a Moroccan short-story writer, born in Safi, Morocco, on July 17th 1971. He is the author of:" Zoom ", (Short Stories).
wards our own selves, towards the Realm of Freedom where the relationships between signs and things are at loggerheads Dream is our downstairs world towards which we should always be guided to discover its spaces."
"Nightmare" is the thirteenth narrative text in the "The Moroccan Dream", An Anthology of Moroccan new short story directed by Mohamed Saïd Raïhani.
****************************
Εφιάλτης
Φάουζι Μπούχρις*
Μετάφραση: Βασίλης Κ. Μηλίτσης
«Το όνειρο είναι ένας στρωμένος δρόμος προς τον εαυτό μας, προς το Βασίλειο της Ελευθερίας, όπου οι συσχετισμοί μεταξύ των συμβόλων και των πραγμάτων βρίσκονται σε πλήρη ασυμφωνία. Το όνειρο είναι ο κάτω κόσμος μας προς τον οποίο καθοδηγούμαστε να ανακαλύψουμε τα κατατόπια του».
Το σκοτάδι έρπει σιγά – σιγά και βυθίζει το δωμάτιο στο σκοτάδι. Οι χαραμάδες στο παράθυρο που βλέπει προς το δρόμο μεταμορφώνονται σε φωτεινές λωρίδες. Νιώθεις την αναπνοή σου να βαραίνει όλο και πιο πολύ λες και πνίγεσαι, πνίγεσαι μέσα στο σκοτάδι. Αρχίζει να σε πιάνει μια νωθρότητα που να μην μπορείς ούτε να σηκωθείς.
Θέλεις κάποιο χρόνο να σταθείς στα πόδια σου μπροστά στο παράθυρο. Κρυφοκοιτάζεις μέσα από τις χαραμάδες έξω στο δρόμο. Κρυφοκοιτάζεις μέσα από τα ανοίγματα της κουρτίνας του οχυρωμένου σου κάστρου τις κοινοτοπίες που κατακλύζουν τα πάντα στον καθένα παντού. Απολαμβάνεις το χούι σου αυτό: το να παρακολουθείς ανθρώπους χωρίς να σε βλέπουν.
Το κορίτσι στο μπαλκόνι στην απέναντι πλευρά του δρόμου χορεύει στο ρυθμό μουσικής ροκ-εντ-ρολ. Θέλεις πολύ να ανταποκριθεί στο σιωπηλό σου κάλεσμα και να σε κοιτάξει με στοργικό ενδιαφέρον.
Κάτω στο δρόμο διακρίνονται δυο σιλουέτες αγκαλιασμένες στο σκοτάδι, και πιο πέρα υπάρχουν κάτι παιδιά γύρω από την κολόνα του ηλεκτρικού που παίζουν χαρτιά.
Στ’ αυτιά σου φτάνουν παράσιτα μικροφώνου για να ακολουθηθούν αμέσως από το κάλεσμα του μουεζίνη για προσευχή. Λίγο αργότερα ακούγεται ο θόρυβος μιας πόρτας που κλείνει στο γειτονικό μαγαζί. Ο καταστηματάρχης ποτέ δεν έχει παραλείψει την έγκαιρη προσέλευσή του στην προσευχή.
Κόβεις όλους τους κρίκους της αλυσίδας που σε συνδέει με τον κόσμο και βρίσκεις καταφύγιο σ’ ένα βιβλίο ενάντια σ’ όλες της κοινοτοπίες αυτού του κόσμου. Ανάβεις ένα σπίρτο και κατόπιν το τσιγάρο. Φλομώνεις όλο το δωμάτιο με καπνό. Η διαπίστωση όμως πως σ’ έχουν χρησιμοποιήσει κάθε φορά που κάπνισες ένα τσιγάρο γίνεται ένα δυσάρεστο συναίσθημα και νιώθεις πως κάθε σου ζωτικό όργανο καίγεται με το αναμμένο τσιγάρο ανάμεσα στα χείλη σου.
Φέρνεις στη μνήμη σου μια σειρά από φωτογραφίες. Βρίσκεις τις φωτογραφίες πιο όμορφες καθώς αποκωδικοποιείς το αίνιγμά τους και αποκαλύπτεις εκείνη την ερωτική τάση που κρύβεται μέσα τους. Όμως, τα μάτια της Λάουρας, της Ιταλίδας καλλονής, ιδιοκτήτριας της πινακοθήκης, είναι τα πιο όμορφα όλων. Λες στον εαυτό σου:
⦁ Η ομορφιά λαχταρά την ομορφιά.
Θυμάσαι που ο Έρνεστ Χεμινγουέι έγραψε πως η ομορφιά των ματιών είναι το σήμα κατατεθέν στην Ιταλία!
Τώρα νιώθεις τα μέλη σου όλο και πιο βαριά. Κατά αρκετά παράδοξο τρόπο όταν η αντίστασή σου στον ύπνο εξασθενεί, οξύνεται η ευαισθησία σου στις φωνές. Τα νήματα που σε συνδέουν με τον κόσμο του ύπνου, σαν άδεια δίχτυα αράχνης, εύκολα κόβονται στην ελάχιστη φωνητική συχνότητα. Σαν μεθυσμένος, ξεκινάς το παιχνίδι σου: αφουγκράζεσαι σε μακρινές φωνές.
Η ησυχία της νύχτας φέρνει τις μακρινές φωνές πιο κοντά. Δεν μπορείς να ξεχωρίσεις τίποτε παρά τον ρυθμικό θόρυβο ενός αυτοκινήτου που φαντάζεσαι να παρκάρει κάπου. Μπορείς ακόμη να το δεις με τα ίδια σου τα μάτια: ένα αυτοκίνητο που τρέμει σαν τρομαγμένο ζώο.
Εκείνη τη νύχτα είσαι λυπημένος καθώς σε παίρνει ο ύπνος. Ποτέ δε θα έπεφτες για ύπνο αν δεν ήσουν λυπημένος. Η λύπη βάραινε τα βλέφαρά σου. Η νύχτα έμπαινε μέσα από το παράθυρο: βαθύ σκοτάδι, ουρανός κεντημένος με άστρα, υπολείμματα από μακρινές φωνές και κανένα ίχνος σελήνης πουθενά.
Ξαφνικά αισθάνεσαι κάτι τερατωδώς βαρύ να σου πλακώνει το στήθος, να σε παραλύει. Δεν μπορείς να κουνηθείς. Ασφυκτιείς. Καταβάλλεις όλη τη δύναμή σου και προσπαθείς να σταθείς όρθιος για να απαλλαγείς από το τερατώδες αυτό βάρος αλλά του κάκου. Ανήμπορος πέφτεις κάτω. Ανασαίνεις με δυσκολία σαν να εισπνέεις το τελευταίο άτομο οξυγόνου στα πνευμόνια σου…
Χώνεις τα νύχια σου στο γιγάντιο σώμα πασχίζοντας να το διώξεις από το στήθος σου. Ζητάς βοήθεια με πνιχτή φωνή. Αρχίζεις να ουρλιάζεις αλλά διαπιστώνεις πως τα ουρλιαχτά σου χάνονται στο κενό. Δεν αφήνουν κανέναν αντίλαλο. Συνεχίζεις τα ουρλιαχτά αλλά κανείς δε σε ακούει. Ξυπνάς τρομαγμένος με σταγόνες κρύου ιδρώτα να κυλούν στο πρόσωπό σου σαν χιονόμπαλες. Είσαι εξαντλημένος σαν να έχεις βγει κάτω από ένα σωρό ερειπίων.
Αναρωτιέσαι:
⦁ Εφιάλτης είναι;
Τώρα το φεγγαρόφωτο μπαίνει μέσα από το παράθυρο και δεν υπάρχει ίχνος από καμιά φωνή που αντηχούσε γύρω σου. Σιωπή βασιλεύει σ’ όλο το σύμπαν. Μπορείς πάντα να διακρίνεις την κραυγή της σιωπής από όλες τις υπόλοιπες φωνές. Στη σιωπή σιγανοί ψίθυροι έρχονται στ’ αυτιά σου και γίνονται όλο και πιο δυνατοί με τον χρόνο.
Μπλέκεις το ένα χέρι με το άλλο. Τα βάζεις ανάμεσα στους μηρούς σου κοντά στα αχαμνά σου. Κουλουριάζεσαι σε εμβρυακή θέση, όπως κάνεις κάθε φορά που κρυώνεις ή φοβάσαι ή νιώθεις μοναξιά.
Τελικά σε τυλίγει μια θαλπωρή που εισβάλει μέσα στις φλέβες σου. Χασμουριέσαι και αναρωτιέσαι:
⦁ Εφιάλτης είναι;
Αυτό είναι το τελευταίο πράγμα που σκέφτηκες πριν κλείσεις τα μάτια σου και σε πάρει ξανά ο ύπνος. Η κύστη σου γέμισε και πάει να σκάσει. Αισθάνεσαι την πίεση και συνειδητοποιείς, με Παβλόβια αντίδραση, πως έφεξε η μέρα.
* Ο Φάουζι Μπούχρις είναι Μαροκινός διηγηματογράφος, γεννημένος στην πόλη Σάφι, στο Μαρόκο, στις 17 Ιουλίου 1971. Είναι επίσης ο συγγραφέας της συλλογής διηγημάτων "Zoom".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου