Ο Αρχίλοχος (ή ο ήρωάς του), μπροστά στο δίλημμα να εγκαταλείψει την ασπίδα και να σωθεί ή να πέσει μαχόμενος, όπως απαιτούσε το ηρωικό ιδεώδες του έπους, επιλέγει το πρώτο και υπερασπίζεται την επιλογή του, απορρίπτοντας το ιδεώδες του έπους. Η ζωή, ακόμα και του ριψάσπιδος, προβάλλεται ως «μέγα καλό και πρώτο».
ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάλλεται, ἣν παρὰ θάμνῳ, ἔντος ἀμώμητον, κάλλιπον οὐκ ἐθέλων· αὐτὸν δ᾽ ἐξεσάωσα. τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνη; ἐρρέτω· ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω. |
1 Για τον
αρχαίο η ασπίδα, δεν ήταν απλώς ένα από τα όπλα του μαχητή, ήταν το όπλο
κατ᾽ εξοχήν και είχε αξία εμβλήματος, ήταν δηλ. κάτι ανάλογο με τη
σημερινή σημαία, μόνο που εκεί η ευθύνη εξατομικευόταν. Θυμίζουμε κάποια
στοιχεία: η Σπαρτιάτισσα προέπεμπε τον γιο της στη μάχη με το
λακωνικότατο «ἢ τὰν ἢ ἐπὶ τᾶς» (ή την ασπίδα ή πάνω στην ασπίδα)· ο
ρίψασπις ζούσε μέσα στην καταισχύνη· ασπίδες αφιερώνονταν στους θεούς
έπειτα από επιτυχίες· τέλος, ακόμη και πεζοί συγγραφείς, αντί να γράψουν
λ.χ. πεντακισχίλιοι ὁπλῖται, γράφουν ἀσπίς πεντακισχιλίη.
2 Σάιοι: θρακικός λαός.
Πηγή: greek-language.gr
- ρίψασπις ο [rípsaspis] Ο γεν. ριψάσπιδος, αιτ. ρίψασπι, πληθ. ριψάσπιδες, γεν. ριψασπίδων :
(λόγ.) αυτός που στη μάχη πετά τα όπλα του και τρέπεται σε φυγή από
δειλία ή, γενικότερα, αυτός που από δειλία εγκαταλείπει έναν αγώνα. [λόγ. < αρχ. ῥίψασπις]Λεξικό τη Κοινής Νεοελληνικής Γλώσσας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου