Τρίτη, Ιανουαρίου 23, 2018

Από τον ποιητή Αρχίλοχο στον στρατηγό της ελληνικούρας


Ο Αρχίλοχος (ή ο ήρωάς του), μπροστά στο δίλημμα να εγκαταλείψει την ασπίδα και να σωθεί ή να πέσει μαχόμενος, όπως απαιτούσε το ηρωικό ιδεώδες του έπους, επιλέγει το πρώτο και υπερασπίζεται την επιλογή του, απορρίπτοντας το ιδεώδες του έπους. Η ζωή, ακόμα και του ριψάσπιδος, προβάλλεται ως «μέγα καλό και πρώτο».
ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάλλεται, ἣν παρὰ θάμνῳ,
ἔντος ἀμώμητον, κάλλιπον οὐκ ἐθέλων·
αὐτὸν δ᾽ ἐξεσάωσα. τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνη;
ἐρρέτω· ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω.
Με την ασπίδα μου1 κάποιος Σάιος,2 το ξέρω, αγάλλεται.
Ήταν όπλο αψεγάδιαστο, κι εγώ την εγκατέλειψα πλάι στο θάμνο,
όμως δεν το ᾽θελα· έσωσα τη ζωή μου.
Τι με νοιάζει πια η ασπίδα εκείνη; Ώρα καλή·
θα ξαναβρώ άλλη, όχι κατώτερη.

(μετάφραση Θ. Κ. Στεφανόπουλος)

1 Για τον αρχαίο η ασπίδα, δεν ήταν απλώς ένα από τα όπλα του μαχητή, ήταν το όπλο κατ᾽ εξοχήν και είχε αξία εμβλήματος, ήταν δηλ. κάτι ανάλογο με τη σημερινή σημαία, μόνο που εκεί η ευθύνη εξατομικευόταν. Θυμίζουμε κάποια στοιχεία: η Σπαρτιάτισσα προέπεμπε τον γιο της στη μάχη με το λακωνικότατο «ἢ τὰν ἢ ἐπὶ τᾶς» (ή την ασπίδα ή πάνω στην ασπίδα)· ο ρίψασπις ζούσε μέσα στην καταισχύνη· ασπίδες αφιερώνονταν στους θεούς έπειτα από επιτυχίες· τέλος, ακόμη και πεζοί συγγραφείς, αντί να γράψουν λ.χ. πεντακισχίλιοι ὁπλῖται, γράφουν ἀσπίς πεντακισχιλίη.
2 Σάιοι: θρακικός λαός.

Πηγή: greek-language.gr
ρίψασπις ο [rípsaspis] Ο γεν. ριψάσπιδος, αιτ. ρίψασπι, πληθ. ριψάσπιδες, γεν. ριψασπίδων : (λόγ.) αυτός που στη μάχη πετά τα όπλα του και τρέπεται σε φυγή από δειλία ή, γενικότερα, αυτός που από δειλία εγκαταλείπει έναν αγώνα.
[λόγ. < αρχ. ῥίψασπις
Λεξικό τη Κοινής Νεοελληνικής Γλώσσας

Δεν υπάρχουν σχόλια: