«Θυμάμαι τα αίματα από τα σφαχτάρια να τρέχουν πάνω μας και να περνάμε το μπλόκο των Γερμανών»
Λουίζα Σολομών-Πάντα
Έζησε «δια πυρός και σιδήρου», σαν αγωνίστρια. Βγήκε στην παρανομία και πέρασε τον Όλυμπο με τους αντάρτες, λίγο πριν οι Ναζί φορτώσουν τα τρένα για το Άουσβιτς με φίλους και συγγενείς της. Βίωσε τη μεγάλη πείνα της Κατοχής, τον
θάνατο και την απώλεια των αγαπημένων της, φυγαδεύτηκε σε κάθε λογής
κρυψώνα μέχρι την ημέρα της απελευθέρωσης, μετανάστευσε στο Ισραήλ με
σκοπό να χτίσει μία καλύτερη ζωή στην ξενιτιά, κι όταν όλα τριγύρω της
γκρεμίζονταν δεν έπαψε να ελπίζει πως μια μέρα θα μπορέσει να ζήσει και
πάλι ως μία ελεύθερη και υπερήφανη Εβραία της Θεσσαλονίκης. Ακόμη κι όταν έμαθε από τον ξάδελφό της πως αναγκάστηκε να φουρνίσει ζωντανούς τη μητέρα και τον αδελφό του, δε λύγισε. Η Μαίντη Σολομών, 90 ετών σήμερα, είναι μία από τις λίγες επιζήσασες του Ολοκαυτώματος και ένα ζωντανό παράδειγμα της φρικαλεότητας και των βιαιοτήτων του αντισημιτισμού.
Με αφορμή τη Διεθνή Ημέρα Μνήμης των θυμάτων του Ολοκαυτώματος, που τιμούμε κάθε χρόνο στις 27/1, η κυρία Μαίντη διηγήθηκε στην Popaganda μία ιστορία που όμοιά της δύσκολα έχετε ξαναδιαβάσει…
«Οι γονείς μου ήταν
εύποροι άνθρωποι της Θεσσαλονίκης. Ο πατέρας μου, ο Ιωσήφ, ήταν
ιδιοκτήτης ενός καταστήματος κι ενός εργοστασίου υποδηματοποιϊας, στο
κεντρικότερο μέρος της πόλης. Το κατάστημα παρά το γεγονός ότι υπάρχει
ακόμη, δε θυμίζει σε τίποτα το πώς ήταν προ κατοχής και εισβολής των
Γερμανών στην πόλη. Η Λουίζα, η μητέρα μου, ασχολείτο με το νοικοκυριό
καθώς δεν υπήρχε η ανάγκη να εργασθεί».
Η Μαίντη θυμάται τον εαυτό της σε πολύ νεαρή ηλικία να καταφεύγει στη σκανταλιά μετά την άλλη, ένα φοβερά άτακτο παιδί που το χαρακτήριζε η άγνοια κινδύνου. Είχε ανακαλύψει μάλιστα κάτι γερμανικά πατίνια κι «έκοβε βόλτες στα κατσάβραχα της Θεσσαλονίκης, καταλήγοντας να σπάσει τρία από τα δόντια της…
«Θυμάμαι τη μέρα αυτή τόσο έντονα που ακόμη ανατριχιάζω. Φτάνω στο σχολείο, το βλέπω άδειο και αναρωτιέμαι, τι συμβαίνει; Τότε μου λέει ο επιστάτης “τι γυρεύεις εδώ Μαίντη; Φύγε γρήγορα για το σπίτι σου, γίνεται πόλεμος!”. Δεν είχα καταλάβει τίποτα. Μετά από λίγο άρχισαν οι βομβαρδισμοί. Οι Ιταλοί αρχικά βομβάρδιζαν το λιμάνι και το σπίτι μας βρισκόταν στην παραλία. Σηκωθήκαμε αμέσως και φύγαμε, πήγαμε όλη η οικογένεια στο πατρικό μας που ήταν απομακρυσμένο από το κέντρο, με αποτέλεσμα να υπάρχει μεγάλη δυσκολία στο να κατεβαίνει ο πατέρας μου και να ανοίγει το κατάστημά μας. Στο κτίριο του καταστήματός μας βρισκόταν και η Ανωτάτη Διοίκηση Χωροφυλακής. Δε θα ξεχάσω την ημέρα που ήρθε ο διευθυντής της Ανωτάτης Διοίκησης και είπε στον πατέρα μου “Ιωσήφ, μάζεψέ τα και φύγε διότι τα πράγματα όσο πάνε δυσκολεύουν”. Εκείνο το διάστημα, η μεγαλύτερη αδελφή μου έπαθε τύφο και δυστυχώς απεβίωσε. Η μικρότερη αδελφή μου, η Σέλη, ήταν μόλις 7 ετών»
Η παρουσία των Ιταλών στην πόλη κράτησε για πολύ μικρό χρονικό διάστημα, μέχρι οι Γερμανοί να κάνουν αισθητή την παρουσία τους. Τα πράγματα γίνονταν κάθε μέρα και πιο δύσκολα. Έπεσε φοβερή πείνα, λιμός. «Θυμάμαι τον κόσμο να πεθαίνει στους δρόμους και να μαζεύουν τα πτώματα με τα κάρα, ήταν μια φοβερή κατάσταση. Εμείς όμως για καλή μας τύχη είχαμε πολλά τρόφιμα, τα οποία έφερναν στον πατέρα μου κρυφά διάφοροι χωριάτες. Όλα αυτά στη μαύρη αγορά βέβαια. Οι Γερμανοί έκλεψαν τα πάντα από τρόφιμα και τα πήγαν στη Γερμανία. Αυτό συνέβαινε μέχρι το 1943».
Το 1943 η κατάσταση έγινε
ακόμη πιο δυσμενής, καθώς άρχισε ο διωγμός στη Θεσσαλονίκη, και η
επακόλουθη σύλληψη των Εβραίων. Η Μαίντη είχε έναν ξάδελφο, αξιωματικό
του στρατού, ο οποίος προετοίμασε τη φυγή της οικογένειάς της. Ένα
βράδυ, όλη η οικογένεια, 17 άτομα, ξεκίνησε από τη Θεσσαλονίκη με τελικό
προορισμό την Αθήνα και επιβιβάστηκε σε ένα γκαζοζέν.
Επρόκειτο για είδος λεωφορείου που δε λειτουργούσε με βενζίνη, αλλά στο
πίσω μέρος του υπήρχε ένας θερμοσίφωνας που άναβε με ξύλα, κι όταν
έβραζε το νερό έδινε ώθηση στο αυτοκίνητο να φύγει. «Είχαμε ξαπλώσει
όλοι κάτω κι από πάνω μας είχαν βάλει έναν μουσαμά με τρύπες για να
μπορούμε να αναπνέουμε, και πάνω απ’ αυτό είχαν βάλει σφαχτάρια. Δηλαδή
τα αίματα από τα σφαχτάρια τρέχανε πάνω μας. Κι όπως μας σταματούσαν με
το γκαζοζέν και μας ρωτούσαν που πάμε, “σε γάμο” τους έλεγε ο οδηγός!
“Πάω τα σφαχτάρια σε γάμο!”. Κάπως έτσι περάσαμε το πρώτο, πολύ μεγάλο
μπλόκο των Γερμανών στον Αξιό. Ήμασταν κάτι παραπάνω από τυχεροί καθώς
από εκεί δε περνούσε τίποτα ζωντανό. Το ότι περάσαμε τον Αξιό ήταν
θαύμα».
Το γκαζοζέν τους οδήγησε μέχρι λίγο πιο έξω από την Κατερίνη. Περνώντας μέσα από τα βουνά, χρειάστηκαν περίπου 4 ώρες για να φτάσουν. Αυτές οι ώρες φάνταζαν ατελείωτες μέσα στο κρύο και τη βροχή. Ο οδηγός τους κατέβασε ξαφνικά μέσα στη νύχτα και περίμεναν να ‘ρθουν «κάποιοι» να τους μαζέψουν. Άγνωστο ποιοι. Ξαφνικά εμφανίστηκε μία άμαξα, τους φόρτωσε όλους και τους πήγε ως ένα σημείο, στο οποίο τους ανάγκασαν να κατεβούν ξανά. Έπειτα, με μοναδικό μέσο τα γαϊδουράκια, ανηφόρισαν τον Όλυμπο, καθώς ήταν αδύνατο να περάσουν από το μπλόκο με απευθείας προορισμό την Αθήνα. «Μας ρωτούσαν πού πάμε, “σε γάμο” τους φωνάζαμε και γελούσαμε. Προσποιούμασταν 17 άτομα για να ζήσουμε. Μαζί μας ήταν κι ένας οδηγός, ο Αντώνης, που καταγόταν από ένα μέρος της Ξάνθης. Εγώ σε αυτόν τον άνθρωπο οφείλω τη ζωή μου κυριολεκτικά. Φτάσαμε πάνω στα βουνά, λοιπόν, κι εκεί υπήρχαν ορισμένα δωμάτια που έμοιαζαν με αχυρώνες. Ξαπλώσαμε στα άχυρα και σκεπαστήκαμε με αυτά για να μη κρυώνουμε».
«Ανεβήκαμε μετά λοιπόν σε ένα βαγόνι ενός τρένου με κατεύθυνση την Αθήνα, φτάσαμε στη Λάρισα, κι εκεί αποφασίσαμε να πάμε στις τουαλέτες. Εκείνη την ώρα έφτασε ένα ακόμη τρένο. Αποβιβαζόμαστε με τα ξαδέλφια μου, και ξαφνικά βλέπω μπροστά μου τη μάνα μου, τον πατέρα μου και την αδελφή μου! Με κοιτούν τρομοκρατημένοι. “Σσσσ τους λέω, μας πιάσανε, μας πιάσανε”!. Η μάνα μου έλεγε στον πατέρα μου πως δεν πρόκειται να φύγει, εκείνος την έπιασε, την έβαλε στο τρένο και της είπε, “όποιος σωθεί σώθηκε!”. Μας πήγαν εν τέλει στη Λάρισα και μας οδήγησαν στην Κομαντατούρ. Η Κομαντατούρ ήταν η αστυνομία των Γερμανών, εκεί περάσαμε από μία ακόμη ανάκριση. Ανεβάζουν πρώτα τον θείο μου πάνω, τον σπάνε στο ξύλο, ανεβάζουν τον ξάδελφό μου, τον κάνουν κι εκείνο μαύρο, με σκοπό να μαρτυρήσουν, σε μία ανάκριση που πραγματοποιήθηκε στα ελληνικά με διερμηνέα. Ύστερα, ανεβάζουν κι εμένα, επαναλαμβάνω την ίδια ιστορία, και τότε ήταν που δε μας πιστέψαν».
Τους φυλάκισαν λοιπόν μέσα
σε ένα τρένο, εκεί που φυλούσαν τα ζώα τους οι αντάρτες. Από αυτό το
βαγόνι δεν μπορούσε να κατέβει κανείς εκτός από τη μικρή Μαίντη που την
έστελναν στον σταθμό της Λάρισας για τρόφιμα Η ίδια, ψώνιζε ό,τι
μπορούσε και επέστρεφε στο βαγόνι με τα τρόφιμα. Μέσα στο βαγόνι
βρίσκονταν και 5-6 αντάρτες που ισχυρίζονταν πως ήταν χωρικοί για να μη
τους καταλάβουν. Κατά την 8η ημέρα, για καλή τους τύχη κι ενώ
η Μαίντη είχε αποφασίσει πως το επόμενο πρωί που θα πήγαινε στη Λάρισα
θα το έσκαγε, ξαφνικά τους ανακοίνωσαν πως ήταν ελεύθεροι να φύγουν.
«Μόλις μας ελευθέρωσαν, λέει ο ξάδελφός μου “αρχίστε να περπατάτε σιγά. Και τώρα λίγο πιο γρήγορα, πιο γρήγορα και τώρα τρέξτε!”. Πήγαμε στη Λάρισα όπου υπήρχαν κάποιοι συγγενείς. Ο πατέρας μου, η μητέρα μου και η αδελφή μου είχαν φτάσει στην Αθήνα. Δεν είχαμε καμία επικοινωνία, δεν γνώριζαν αν ζούσαμε ή όχι. Κάναμε σχεδόν ένα μήνα για να φτάσουμε στην Αθήνα, βιώνοντας φοβερές περιπέτειες».
Αφότου έφθασαν στην Αθήνα, εγκαταστάθηκαν στο σπίτι ενός αξιωματικού. Έπειτα μεταφέρθηκαν όλοι μαζί στη Νέα Σμύρνη, με ελληνικά ονόματα πλέον. Η κυρία Μαίντη Σολομών, έγινε η Μαίρη Κατσουλίδου του Γεωργίου και της Ελένης, φτιάχνοντας ακόμη και πλαστή, χριστιανική ταυτότητα, που σήμερα βρίσκεται ως έκθεμα στο Εβραϊκό Μουσείο της Αθήνας. «Γεννηθείσα εν Διδυμότειχο, το 1909, έλεγε. Ήμασταν από τους τυχερούς που σωθήκανε. Το διηγούμαι ακόμη και τρέμω, φανταστείτε πως ένιωθα όταν το ζούσα. Όταν φτάσαμε και οι 17 στην Αθήνα, μας τα είχαν κλέψει όλα. Δε μας άφησαν τίποτα πάνω μας. Ο πατέρας μου είχε έναν αδελφό στην Αθήνα που μας έδινε μία χρυσή λίρα τον μήνα για να ζήσουμε. Τη λίρα τη διαιρούσαμε στα 4, κάθε βδομάδα χαλούσαμε το ¼ αυτής για να παίρνουμε ό,τι μπορούσαμε από τρόφιμα».
Στην Αθήνα παρέμειναν
μέχρι το 1945, όταν έφυγαν οι Γερμανοί. Ο πατέρας της επέστρεψε στη
Θεσσαλονίκη, σίγουρος πως θα βρει τα πάντα όπως τα άφησε κι, αντ’ αυτού,
αντίκρισε ένα κατάστημα άδειο και λεηλατημένο. Το εργοστάσιο δεν
υπήρχε, ενώ το πατάρι τους στο οποίο δούλευαν 200 εργάτες, ήταν άφαντο.
Είχαν έρθει απεσταλμένοι από την Αμερική και το Ισραήλ για να μαζέψουν
τους επιζώντες και μεταξύ αυτών ήταν και η οικογένειά της.
Μετά το 1945, πήγαμε με την αδελφή μου και τη μητέρα μου στο Ισραήλ, εκεί βίωσα μία άλλη «Οδύσσεια». «Μας
παρακίνησε ο πατέρας μου να πάμε με την ελπίδα πως θα μπορέσει να μας
στείλει χρήματα από τη Θεσσαλονίκη. Μας έδωσε ένα μικρό ποσό που μας
έκλεψε ο αδελφός της μητέρας μου, κι έτσι μείναμε χωρίς δραχμή.
Αναγκάστηκα να εργαστώ σε ένα κιμπούτς, σε μία εβραϊκή κολεκτίβα, για να
ζήσω. Εκεί μας χώρισαν σε ομάδες, άλλους τους έβαλαν να δουλεύουν στα
χωράφια, άλλοι έγιναν ηλεκτρολόγοι μεταξύ των οποίων και ο άντρας μου,
που τον γνώρισα μόλις έφτασα στο Ισραήλ. Εγώ ονειρευόμουν να περάσω στο
Πανεπιστήμιο και να σπουδάσω ιατρική, αλλά το όνειρο αυτό διακόπηκε
απότομα και δεν υλοποιήθηκε ποτέ».
Όταν η συζήτησή μας έφθασε στο σημείο του αν υπήρχαν συγγενείς και φίλοι της που να οδηγήθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, μη έχοντας τη δική της «τύχη» της φυγάδευσης, η ατμόσφαιρα βάρυνε. «Πάρα
πολλοί συγγενείς μας οδηγήθηκαν σε στρατόπεδα. Δε γύρισε κανείς, μονάχα
ένας κατάφερε και επέστρεψε, ο ξάδελφός μου ο Σαμ. Όταν άρχισε να
διηγείται τις ιστορίες από τα στρατόπεδα του έλεγαν πως είναι τρελός και
δε ξέρει τι λέει. Εγώ θυμάμαι πολύ καλά στο μαγαζί του πεθερού μου πως
περνούσε ένας άλλος επιζών κι έλεγε ιστορίες βγαλμένες μέσα από τα
στρατόπεδα κι όλοι τον αντιμετώπιζαν σαν τρελό. Μιλούσε για τους
φούρνους και δεν τον πίστευε κανείς, όλοι έλεγαν: α, να, περνάει πάλι ο
τρελός».
Σε όλους όσοι ισχυρίζονται πως το Ολοκαύτωμα είναι μυθοπλασία και υπερβολή, σε όλους τους αρνητές αυτής της ιστορικής φρικαλεότητας, η Μαίντη έχει να πει μονάχα ένα πράγμα. «Εδώ υπάρχουν φωτογραφίες από τους φούρνους, υπάρχουν μάρτυρες. Υπάρχουν ακόμη κάνα δυο επιζώντες, όχι συγγενείς μου, που έχουν χαραγμένο ανεξίτηλα τον αριθμό από τα στρατόπεδα, σαν τατουάζ. Αυτά δε βγαίνουν από πάνω σου, δε μπορούν να αμφισβητηθούν, πρέπει να σου βγάλουν το κρέας, το δέρμα μαζί! Το λέω και τρέμω». Ο Σαμ, ο ξάδελφός της, αναγκάστηκε να φουρνίσει ζωντανούς τη μάνα του και τον αδελφό του. Φούρνιζαν ακόμη και τα μικρά παιδιά κι όσα επέζησαν, επέζησαν από θαύμα γιατί δεν πρόλαβαν να τα φουρνίσουν.
«Αυτή ήταν η ιστορία μου» μου λέει. Ακολουθεί σιωπή αμηχανίας, η πιο ταιριαστή κατακλείδα αυτής της διήγησης…
Με αφορμή τη Διεθνή Ημέρα Μνήμης των θυμάτων του Ολοκαυτώματος, που τιμούμε κάθε χρόνο στις 27/1, η κυρία Μαίντη διηγήθηκε στην Popaganda μία ιστορία που όμοιά της δύσκολα έχετε ξαναδιαβάσει…
Η Μαίντη θυμάται τον εαυτό της σε πολύ νεαρή ηλικία να καταφεύγει στη σκανταλιά μετά την άλλη, ένα φοβερά άτακτο παιδί που το χαρακτήριζε η άγνοια κινδύνου. Είχε ανακαλύψει μάλιστα κάτι γερμανικά πατίνια κι «έκοβε βόλτες στα κατσάβραχα της Θεσσαλονίκης, καταλήγοντας να σπάσει τρία από τα δόντια της…
Θυμάμαι τον κόσμο να πεθαίνει στους δρόμους και να μαζεύουν τα πτώματα με τα κάρα, ήταν μια φοβερή κατάσταση.Κι έρχεται το 1940, το κομβικό εκείνο έτος που καθόρισε και στιγμάτισε ολόκληρη τη ζωή της. Οι στιγμές ξενοιασιάς, δίνουν τη θέση τους στο δυστοπικό σκηνικό του πολέμου. Οι Γερμανοί εισβάλουν στην πόλη και η Μαίντη έχει ορκιστεί πως δε αφήσει ποτέ τη μνήμη της να την προδώσει, δε θα ξεχάσει ποτέ την ημέρα της εισβολής. Ήταν 12 ετών…
«Θυμάμαι τη μέρα αυτή τόσο έντονα που ακόμη ανατριχιάζω. Φτάνω στο σχολείο, το βλέπω άδειο και αναρωτιέμαι, τι συμβαίνει; Τότε μου λέει ο επιστάτης “τι γυρεύεις εδώ Μαίντη; Φύγε γρήγορα για το σπίτι σου, γίνεται πόλεμος!”. Δεν είχα καταλάβει τίποτα. Μετά από λίγο άρχισαν οι βομβαρδισμοί. Οι Ιταλοί αρχικά βομβάρδιζαν το λιμάνι και το σπίτι μας βρισκόταν στην παραλία. Σηκωθήκαμε αμέσως και φύγαμε, πήγαμε όλη η οικογένεια στο πατρικό μας που ήταν απομακρυσμένο από το κέντρο, με αποτέλεσμα να υπάρχει μεγάλη δυσκολία στο να κατεβαίνει ο πατέρας μου και να ανοίγει το κατάστημά μας. Στο κτίριο του καταστήματός μας βρισκόταν και η Ανωτάτη Διοίκηση Χωροφυλακής. Δε θα ξεχάσω την ημέρα που ήρθε ο διευθυντής της Ανωτάτης Διοίκησης και είπε στον πατέρα μου “Ιωσήφ, μάζεψέ τα και φύγε διότι τα πράγματα όσο πάνε δυσκολεύουν”. Εκείνο το διάστημα, η μεγαλύτερη αδελφή μου έπαθε τύφο και δυστυχώς απεβίωσε. Η μικρότερη αδελφή μου, η Σέλη, ήταν μόλις 7 ετών»
Η παρουσία των Ιταλών στην πόλη κράτησε για πολύ μικρό χρονικό διάστημα, μέχρι οι Γερμανοί να κάνουν αισθητή την παρουσία τους. Τα πράγματα γίνονταν κάθε μέρα και πιο δύσκολα. Έπεσε φοβερή πείνα, λιμός. «Θυμάμαι τον κόσμο να πεθαίνει στους δρόμους και να μαζεύουν τα πτώματα με τα κάρα, ήταν μια φοβερή κατάσταση. Εμείς όμως για καλή μας τύχη είχαμε πολλά τρόφιμα, τα οποία έφερναν στον πατέρα μου κρυφά διάφοροι χωριάτες. Όλα αυτά στη μαύρη αγορά βέβαια. Οι Γερμανοί έκλεψαν τα πάντα από τρόφιμα και τα πήγαν στη Γερμανία. Αυτό συνέβαινε μέχρι το 1943».
Το γκαζοζέν τους οδήγησε μέχρι λίγο πιο έξω από την Κατερίνη. Περνώντας μέσα από τα βουνά, χρειάστηκαν περίπου 4 ώρες για να φτάσουν. Αυτές οι ώρες φάνταζαν ατελείωτες μέσα στο κρύο και τη βροχή. Ο οδηγός τους κατέβασε ξαφνικά μέσα στη νύχτα και περίμεναν να ‘ρθουν «κάποιοι» να τους μαζέψουν. Άγνωστο ποιοι. Ξαφνικά εμφανίστηκε μία άμαξα, τους φόρτωσε όλους και τους πήγε ως ένα σημείο, στο οποίο τους ανάγκασαν να κατεβούν ξανά. Έπειτα, με μοναδικό μέσο τα γαϊδουράκια, ανηφόρισαν τον Όλυμπο, καθώς ήταν αδύνατο να περάσουν από το μπλόκο με απευθείας προορισμό την Αθήνα. «Μας ρωτούσαν πού πάμε, “σε γάμο” τους φωνάζαμε και γελούσαμε. Προσποιούμασταν 17 άτομα για να ζήσουμε. Μαζί μας ήταν κι ένας οδηγός, ο Αντώνης, που καταγόταν από ένα μέρος της Ξάνθης. Εγώ σε αυτόν τον άνθρωπο οφείλω τη ζωή μου κυριολεκτικά. Φτάσαμε πάνω στα βουνά, λοιπόν, κι εκεί υπήρχαν ορισμένα δωμάτια που έμοιαζαν με αχυρώνες. Ξαπλώσαμε στα άχυρα και σκεπαστήκαμε με αυτά για να μη κρυώνουμε».
Αποβιβαζόμαστε με τα ξαδέλφια μου, και ξαφνικά βλέπω μπροστά μου τη μάνα μου, τον πατέρα μου και την αδελφή μου! Με κοιτούν τρομοκρατημένοι. “Σσσσ τους λέω, μας πιάσανε, μας πιάσανε”!. Η μάνα μου έλεγε στον πατέρα μου πως δεν πρόκειται να φύγει, εκείνος την έπιασε, την έβαλε στο τρένο και της είπε, “όποιος σωθεί σώθηκε!”.Ο οδηγός τους είπε ότι ήταν αδύνατο να συνεχίσουν να ταξιδεύουν 17 άτομα μαζί, θα έπρεπε να αρχίσουν να φεύγουν ανά τετράδες ή πεντάδες. Τους κατέβασε όλους σταδιακά μέχρι τον σταθμό και τους φόρτωσε στο τρένο με προορισμό την Αθήνα. Η Μαίντη χωρίστηκε από την οικογένειά της, προκειμένου να μη βρίσκονται όλοι μαζί και σε περίπτωση που έπιαναν κάποιον, να μπορέσει ένας έστω επιζών να επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη και να ζητήσει την περιουσία τους που τότε ήταν αμύθητη. Την έβαλαν στο τρένο με δύο ξαδέλφια της και τον θείο της. Ο ένας ξάδελφός της έγινε ο αρχηγός της ομάδας. Αφότου προχώρησαν λίγο, τους σταμάτησε το μπλόκο των Γερμανών και τους ανάγκασαν να κατέβουν από το τρένο. Τότε, ο ξάδελφός της έπλασε μία ολόκληρη ιστορία με στόχο την επιβίωση. Ανέφερε πως ήταν πρόσφυγες από την Ξάνθη και πως έφυγαν από εκεί καθώς είχαν έρθει οι Βούλγαροι και δεν ήθελαν να παραμείνουν μαζί τους. Κάπως έτσι, κατάφεραν να περάσουν ως τα Τέμπη, εκεί που οι αντάρτες είχαν ανατινάξει τη γραμμή του τρένου. Κατεβαίνοντας από το βαγόνι και περνώντας από μία ακόμη, εξονυχιστική αυτή τη φορά, ανάκριση, όταν τους ζήτησαν τα στοιχεία τους, εκείνοι προφασίστηκαν πως τους τα είχαν πάρει όλα οι αντάρτες.
«Ανεβήκαμε μετά λοιπόν σε ένα βαγόνι ενός τρένου με κατεύθυνση την Αθήνα, φτάσαμε στη Λάρισα, κι εκεί αποφασίσαμε να πάμε στις τουαλέτες. Εκείνη την ώρα έφτασε ένα ακόμη τρένο. Αποβιβαζόμαστε με τα ξαδέλφια μου, και ξαφνικά βλέπω μπροστά μου τη μάνα μου, τον πατέρα μου και την αδελφή μου! Με κοιτούν τρομοκρατημένοι. “Σσσσ τους λέω, μας πιάσανε, μας πιάσανε”!. Η μάνα μου έλεγε στον πατέρα μου πως δεν πρόκειται να φύγει, εκείνος την έπιασε, την έβαλε στο τρένο και της είπε, “όποιος σωθεί σώθηκε!”. Μας πήγαν εν τέλει στη Λάρισα και μας οδήγησαν στην Κομαντατούρ. Η Κομαντατούρ ήταν η αστυνομία των Γερμανών, εκεί περάσαμε από μία ακόμη ανάκριση. Ανεβάζουν πρώτα τον θείο μου πάνω, τον σπάνε στο ξύλο, ανεβάζουν τον ξάδελφό μου, τον κάνουν κι εκείνο μαύρο, με σκοπό να μαρτυρήσουν, σε μία ανάκριση που πραγματοποιήθηκε στα ελληνικά με διερμηνέα. Ύστερα, ανεβάζουν κι εμένα, επαναλαμβάνω την ίδια ιστορία, και τότε ήταν που δε μας πιστέψαν».
«Μόλις μας ελευθέρωσαν, λέει ο ξάδελφός μου “αρχίστε να περπατάτε σιγά. Και τώρα λίγο πιο γρήγορα, πιο γρήγορα και τώρα τρέξτε!”. Πήγαμε στη Λάρισα όπου υπήρχαν κάποιοι συγγενείς. Ο πατέρας μου, η μητέρα μου και η αδελφή μου είχαν φτάσει στην Αθήνα. Δεν είχαμε καμία επικοινωνία, δεν γνώριζαν αν ζούσαμε ή όχι. Κάναμε σχεδόν ένα μήνα για να φτάσουμε στην Αθήνα, βιώνοντας φοβερές περιπέτειες».
Αφότου έφθασαν στην Αθήνα, εγκαταστάθηκαν στο σπίτι ενός αξιωματικού. Έπειτα μεταφέρθηκαν όλοι μαζί στη Νέα Σμύρνη, με ελληνικά ονόματα πλέον. Η κυρία Μαίντη Σολομών, έγινε η Μαίρη Κατσουλίδου του Γεωργίου και της Ελένης, φτιάχνοντας ακόμη και πλαστή, χριστιανική ταυτότητα, που σήμερα βρίσκεται ως έκθεμα στο Εβραϊκό Μουσείο της Αθήνας. «Γεννηθείσα εν Διδυμότειχο, το 1909, έλεγε. Ήμασταν από τους τυχερούς που σωθήκανε. Το διηγούμαι ακόμη και τρέμω, φανταστείτε πως ένιωθα όταν το ζούσα. Όταν φτάσαμε και οι 17 στην Αθήνα, μας τα είχαν κλέψει όλα. Δε μας άφησαν τίποτα πάνω μας. Ο πατέρας μου είχε έναν αδελφό στην Αθήνα που μας έδινε μία χρυσή λίρα τον μήνα για να ζήσουμε. Τη λίρα τη διαιρούσαμε στα 4, κάθε βδομάδα χαλούσαμε το ¼ αυτής για να παίρνουμε ό,τι μπορούσαμε από τρόφιμα».
Πήγαινα με την αδελφή μου στο συσσίτιο στην εκκλησία κι εγώ τους έλεγα ότι είμαι άπιστη. “Και τι είσαι, κομμουνίστρια;” με ρωτούσαν. “Ναι τους έλεγα!”«Ήμουν 16 ετών όταν έφυγαν οι Γερμανοί. Είχα καταφέρει να πάω Γυμνάσιο στη Νέα Σμύρνη, ως Μαίρη Κατσουλίδου. Κανένας δεν γνώριζε ότι είμαι Εβραία, παρά μόνο κάποιοι γείτονες που το είχαν ψυλλιαστεί επειδή ήμουν πολύ αδύνατη και μου έφερναν φαγητό. Πήγαινα με την αδελφή μου στο συσσίτιο στην εκκλησία κι εγώ τους έλεγα ότι είμαι άπιστη. “Και τι είσαι, κομμουνίστρια;” με ρωτούσαν. “Ναι τους έλεγα!” Ήταν πολύ ανεπτυγμένο τότε κιόλας το κομμουνιστικό κίνημα και οι αντάρτες που ήταν πάνω στα βουνά έκαναν συνέχεια επιθέσεις στους Γερμανούς, περνούσαν τα τρένα τους με τα πολεμοφόδια και τους ανατίναζαν»
Ποιοι αρνητές; Εδώ υπάρχουν φωτογραφίες από τους φούρνους, υπάρχουν μάρτυρες. Υπάρχουν επιζώντες που έχουν χαραγμένο ανεξίτηλα τον αριθμό από τα στρατόπεδα, σαν τατουάζ. Αυτά δε βγαίνουν από πάνω σου, δε μπορούν να αμφισβητηθούν, πρέπει να σου βγάλουν το κρέας, το δέρμα μαζί!Στο Ισραήλ, η κυρία Μαίντη παντρεύτηκε κι έμεινε έγκυος, στα 20 της. Την περίοδο εκείνη έπεσε μία φοβερή πείνα και, καθώς ήταν πολύ αδύνατη για να κυοφορήσει, ο γιατρός της τη συμβούλεψε να επιστρέψει στους γονείς της στην Ελλάδα, ειδάλλως, όπως χαρακτηριστικά της είπε, «δε θα μπορούσε να γεννήσει ούτε γατάκι». Έτσι λοιπόν, αποφάσισε να επιστρέψει το 1950 και να αφεθεί στη φροντίδα των γονιών της.
Σε όλους όσοι ισχυρίζονται πως το Ολοκαύτωμα είναι μυθοπλασία και υπερβολή, σε όλους τους αρνητές αυτής της ιστορικής φρικαλεότητας, η Μαίντη έχει να πει μονάχα ένα πράγμα. «Εδώ υπάρχουν φωτογραφίες από τους φούρνους, υπάρχουν μάρτυρες. Υπάρχουν ακόμη κάνα δυο επιζώντες, όχι συγγενείς μου, που έχουν χαραγμένο ανεξίτηλα τον αριθμό από τα στρατόπεδα, σαν τατουάζ. Αυτά δε βγαίνουν από πάνω σου, δε μπορούν να αμφισβητηθούν, πρέπει να σου βγάλουν το κρέας, το δέρμα μαζί! Το λέω και τρέμω». Ο Σαμ, ο ξάδελφός της, αναγκάστηκε να φουρνίσει ζωντανούς τη μάνα του και τον αδελφό του. Φούρνιζαν ακόμη και τα μικρά παιδιά κι όσα επέζησαν, επέζησαν από θαύμα γιατί δεν πρόλαβαν να τα φουρνίσουν.
«Αυτή ήταν η ιστορία μου» μου λέει. Ακολουθεί σιωπή αμηχανίας, η πιο ταιριαστή κατακλείδα αυτής της διήγησης…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου