ΤΟ ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΠΟΥ ΛΑΤΡΕΨΑΝ ΜΙΚΡΟΙ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΙ
ΠΟΣΟ ΘΑ ΖΗΣΕΙΣ ΑΚΟΜΑ, ΓΙΑΓΙΑ;
ΖΕΗ ΑΛΚΗΠαρουσίαση
- Σου έφερα την εφημερίδα.Ανοίγω τα μάτια. Με πήρε, φαίνεται, ο ύπνος κάτω από τη γλυσίνα. Από πάνω μου στέκει ένα ψηλό πανέμορφο παλικάρι. Έχει ένα μικρό μούσι και πράσινα μάτια. Μοιάζει σαν να βγήκε από μυθιστόρημα του Σταντάλ. Είναι ο εγγονός μου ο Αντουάν. Πότε μεγάλωσε τόσο;
- Απόψε έχει πανσέληνο, λέει.
Κοιτάζω την εφημερίδα. Δευτέρα 7 Αυγούστου 2017. Τρομάζω. Πώς έφτασα ως εδώ. Είχα υποσχεθεί στα παιδιά δεκατρία χρόνια. Αν και μου φαινότανε πάρα πολλά... τότε. Ποιος μου χάρισε γενναιόδωρα άλλα τέσσερα κι ίσως απομένουν και κάποια ρέστα ακόμα;
Κοιτάζω γύρω. Στην άλλη άκρη, κάτω από τη γλυσίνα που ξαναζωντάνεψε όλα αυτά τα χρόνια, στην αυλή του σπιτιού μας στις Μηλιές στο Πήλιο, ένα όμορφο κορίτσι με ξανθά σγουρά μαλλιά και πράσινα μάτια γράφει στον υπολογιστή. Τα λεπτά δάχτυλά της πετάνε σαν φτερά πεταλούδας. Πού εγώ - χτυπώ αργά αργά κάθε γράμμα και πολλές φορές το διπλανό απ' αυτό που πρέπει. Είναι η εγγονή μου, η Άννα. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Περιεχόμενα
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥΠόσο θα ζήσεις ακόμα, γιαγιά;
Η δωδέκατη γιαγιά
Περί έρωτος
Ρόσμερσχολμ
Ο Πέτρος ο δικός μας
Μια ανάμνηση από τον Νίκο Καββαδία
Γράμμα σε φίλη που δεν στάλθηκε ποτέ
Η θείτσα μου
Εκείνο το καλοκαίρι στη Χίο
Δάσκαλοί μου ο Τσέχωφ και ο Φραγκιάς
Παρατηρώντας τον Εντουάρντο
Ο Ευριπίδης
Ο άγγελος με τη μία φτερούγα
Ένας μικρός περίπατος
Οδός Λευκωσίας
Ο Βάρναλης, ο παράδεισος και η σοσιαλιστική μασέλα
Η παρακολούθηση
Το κοριτσάκι, το ομπρελάκι και ο Ελευθέριος Βενιζέλος
Επαναστάτριες για γλυκό του κουταλιού
Ένα "αξέχαστο" καλοκαίρι
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΕΓΡΑΨΑ
Τα Αρβυλάκια και γόβες
Ένα σταμνί στο παράθυρο
Στο Μαρούσι
Αρβυλάκια και γόβες
Λεωνή
Σπανιόλικα παπούτσια
Ένα τασάκι και άλλα ασήμαντα
Στοπουθενά
______________________________
Άλκη Ζέη: ''Αριστερή είμαι πάντα, χωρίς να ξέρω πού είναι η Αριστερά''
ΠΗΓΗ: ladylike.gr
Μια κουβέντα με την πιο αγαπημένη συγγραφέα των παιδιών – και πολλών μεγάλων- για τις ιστορίες που έζησε. Και για τις άλλες, που έγραψε.
Μια κουβέντα με την πιο αγαπημένη συγγραφέα των παιδιών – και πολλών μεγάλων- για τις ιστορίες που έζησε. Και για τις άλλες, που έγραψε.
Μένει στο κέντρο, ψηλά στη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Εσωτερικό διαμέρισμα, αλλά φωτεινό. Στο σαλόνι της Άλκης Ζέη,
''κατοικούν'' αναμνήσεις – βιβλία, χαρτιά, μικροαντικείμενα, ένα δικό
της πορτραίτο με ζωηρά χρώματα (''είμαι πολύ νέα εκεί, το έκανε ένας
ζωγράφος στη Θεσσαλονίκη'') οι φωτογραφίες του άντρα της, του θεατρικού
συγγραφέα και μεταφραστή Γιώργου Σεβαστίκογλου, τα παιδιά της μικρά, τα
εγγόνια της. Και οι φίλοι της. Ο Κουν, η Μελίνα, ο Τίτος, ο Μάνος.
Ξεθωριασμένα χαμόγελα σε παγωμένες, ασπρόμαυρες πόζες. Σχεδόν 40 χρόνια
μένει εδώ, από το ’79, που γύρισαν στην Ελλάδα. Κι ωστόσο, της λέω, ποτέ
δεν έγραψε μια ιστορία για τη λεωφόρο Αλεξάνδρας - μόνο για το πατρικό
της, έγραψε, το σπίτι στην οδό Λευκωσίας 14, πλατεία Αμερικής. Περίεργα
τα μέρη που επιλέγει η ποιητική μας μνήμη.
''Το Κουτοκούλι μας προέκυψε συγγραφεύς!'' ήταν η διάσημη ατάκα, που ''υποδέχτηκε'' την πρώτη σας απόπειρα στα γράμματα. Οι δικοί σας δεν πίστευαν πως μπορούσατε να γράψετε;
Η αδερφή μου με πείραζε. Πίστευε πως δεν θα τα κατάφερνα διότι, συν τοις άλλοις, ήμουν και ανορθόγραφη. Τώρα βέβαια με θαυμάζει πολύ. Χαρίζει παντού τα βιβλία μου.
Τα παιδικά σας χρόνια είχαν μια αίσθηση ελευθερίας και περιπέτειας;
Η περίοδος που ζήσαμε στη Σάμο, λόγω της αρρώστιας της μητέρας μου, από φυματίωση ήταν έτσι. Μετά, όταν εκείνη έγινε καλά και ήρθαμε στην Αθήνα, άλλαξαν τα πράγματα. Βλέπετε ο μπαμπάς, φοβόταν πολύ, μην αρρωστήσουμε, μην πέσουμε. Δεν μας άφηνε να κάνουμε τίποτα. Η ελευθερία που είχαμε στην Σάμο - όπου σκαρφαλώναμε στα δέντρα, μπαίναμε στη θάλασσα, μπαίναμε στις βάρκες – χάθηκε. Νιώσαμε λες και μας βάλανε φυλακή.
Θυμάστε την μέρα που κηρύχτηκε ο πόλεμος;
Πολύ καθαρά. Ξυπνήσαμε το πρωί να πάμε σχολείο και ακούσαμε τις σειρήνες. Μετά, είδαμε την μητέρα μας ντυμένη. ''Έγινε πόλεμος''. Έξω, είχε βγει ο κόσμος στους δρόμους και πανηγύριζε. Τραγουδούσαν, σκαρφαλώνανε στα τραμ. Από κει και πέρα, η πιο ωραία μέρα ήταν η μέρα της απελευθέρωσης. Νομίζαμε ότι τέλειωσαν όλα, ότι θα ζούσαμε μια ωραία ζωή. Αλλά δεν κράτησε ούτε πενήντα μέρες η χαρά.
Ο πόλεμος, η Κατοχή, η πείνα. Είναι εμπειρίες που όταν τις ζήσεις, νιώθεις πια ''καταδικασμένος'' να επιβιώσεις;
Ναι, σε σημαδεύουν. Όμως, μετά, δεν θυμάσαι μόνο τα άσχημα. Θυμάσαι και τα ωραία που γίνονταν. Το ότι ας πούμε μες στην Κατοχή στήθηκε το Θέατρο Τέχνης είναι κάτι που μέχρι σήμερα δεν μπορώ να το συλλάβω. Αυτά τα παιδιά που μάζευε ο Κουν πεινούσαν, τρώγαν το φαΐ τους σε ένα πιάτο μισό μισό. Κι όμως έκαναν θέατρο. Μετά τον πόλεμο, έλεγαν κάποιοι ''ο Κουν δεν έκανε Αντίσταση''.Για μένα, αυτή ήταν η μεγαλύτερη Αντίσταση. Ο Κουν μόρφωσε τον κόσμο. Κι επίσης, εκείνη την εποχή, άνοιξε ένα βιβλιοπωλείο, οι εκδόσεις ''Ίκαρος'', όπου μαζεύονταν ποιητές, συγγραφείς και κουβέντιαζαν. Έβγαλε ο Ελύτης το πρώτο του βιβλίο. Γίνονταν πολλά πράγματα παράλληλα, σαν αντίδραση στο σκοτάδι που μας σκέπαζε.
Όχι. Όταν είσαι νέος δεν τον νιώθεις πολύ τον φόβο. Αργότερα φοβήθηκα πολύ, τον Δεκέμβρη του ’44. Πήγαινα ας πούμε σε ένα σχολείο, όπου είχαμε μια γιορτή και πριν φτάσω έπεσε ένας όλμος - έτρεξα και είδα κάτω πεσμένους δυο φίλους μου, νέα παιδιά, και τη Ζωρζ Σαρρή σε ένα φορείο, να κρέμεται το χέρι της και το πόδι της. Ήταν φρικιαστικό. Με ρωτούν καμιά φορά γιατί βάζω τους ήρωές μου, τα παιδιά, να δρουν μέσα σε ένα πλαίσιο πολιτικό. Μα αυτό ήταν η ζωή μας! Η ζωή της κάθε μέρας μας.
Δεν είχατε, ουσιαστικά, άλλη επιλογή από την Αντίσταση.
Όχι. Ή θα πήγαινες με τους Γερμανούς ή θα καθόσουν σπίτι σου. Αλλά άμα είσαι νέος, κάτι θες να κάνεις. Κι έπειτα, μερικά πράγματα γίνονταν φυσικά – όταν π. χ. λέγαμε ψέματα για να βοηθήσουμε μια Εβραία φίλη μας, να κρυφτεί σε ένα σπίτι, θέλαμε απλώς να βοηθήσουμε μια φίλη, όχι να κάνουμε μια γενναία πράξη αντίστασης. Αργότερα, όταν περνούσε ο καιρός, ένιωθες τον κίνδυνο.
Στο νέο σας βιβλίο, έχετε συμπεριλάβει και τα πρώτα σας διηγήματα, αυτά που γράψατε στη Μόσχα. Γράφατε εύκολα; Σχίζατε πολλά χειρόγραφα;
Όχι πολλά. Εγώ πριν γράψω κάτι, το σκέφτομαι τόσο πολύ που είναι σαν να το βλέπω μπροστά μου, σαν εικόνα. Μόνο όταν το έχω έτοιμο στο μυαλό μου το γράφω. Βέβαια και ο άντρας μου ήταν πολύ αυστηρός κριτής- με διόρθωνε και με έβαζε να γράφω κάθε πράγμα δύο και τρεις φορές.
''Το καπλάνι της βιτρίνας'' σας, που ''μυρίζει'' ελληνικό καλοκαίρι, γράφτηκε σε ένα κουζινάκι στη Μόσχα. Στην καρδιά του ρωσικού χειμώνα.
Ναι. Και πολύ γρήγορα μάλιστα γιατί όταν ήμουν στην Μόσχα ήθελα να γνωρίσουν τα παιδιά μου την Ελλάδα. Βρήκα λοιπόν πως ο καλύτερος τρόπος για να το πετύχω, ήταν να τους διηγούμαι ιστορίες από τα παιδικά μου καλοκαίρια στη Σάμο με την αδελφή μου. Έτσι έμαθαν για το καλοκαίρι, για το φως, για τη θάλασσα για τη μυρωδιά της – τους έλεγα ιστορίες! Ε, τους είπα τόσο πολλές που στο τέλος σκέφτηκα ''δεν τις γράφω κιόλας;''. Το ωραίο είναι πως τις ίδιες ιστορίες έλεγα αργότερα και στα εγγόνια μου.
Ήταν δύσκολα. Αλλά ακριβώς επειδή τόσο ταραγμένα, τόσο γεμάτα γεγονότα – πήγα εξορία, έπειτα ήταν η εποχή του Μπελογιάννη, του Πλουμπίδη – ξεχνούσες το προσωπικό σου θέμα.
Αγωνιούσατε μήπως δεν τον ξαναβλέπατε πια; Σας περνούσε από το μυαλό πως ίσως θα ήθελε να ξαναρχίσει τη ζωή του με μια άλλη γυναίκα;
Όχι δεν το σκεφτόμουν για να είμαι ειλικρινής. Ούτε εκείνος το σκεφτόταν, αν και, θεωρητικά, είχε περισσότερους λόγους να ανησυχεί. Στα γράμματά του, πάντως, φαινόταν σίγουρος πως θα τον ακολουθούσα.
Αλληλογραφούσατε;
Τακτικά, αλλά το γράμμα στελνόταν μέσω Γαλλίας, από τους Μιλλιέξ. Μερικές φορές έκανε μήνες για να φτάσει.
Μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, ξαναπήγατε σε κείνο το διαμέρισμα στη Μόσχα;
Ναι. Πήγα πέρυσι τον Σεπτέμβρη, όταν ξανακυκλοφόρησε το ''Καπλάνι της βιτρίνας''. Νόμισα πως βρισκόμουν σε μια ξένη χώρα όπου δεν είχα ξαναπάει ποτέ. Παλιότερα, στη διαδρομή από το ξενοδοχείο ως την Έκθεση Βιβλίου, έβλεπες χωριά με ξύλινα σπιτάκια. Τώρα στη θέση τους ορθώνονται 30όροφες πολυκατοικίες και κάτω, στο ισόγειο, στεγάζονται μαγαζιά Gucci, Yves Saint Laurent. Kι αυτοκίνητα πολυτελείας παντού.
Ένας άλλος κόσμος.
Δεν είναι μόνο ο τόπος αλλιώτικος, είναι και οι άνθρωποι. Πιο απόμακροι. Αποξενωμένοι.
Πήγατε στο διαμέρισμά σας;
Ναι. Κι αυτό αλλιώτικο ήταν. Η ξύλινη πόρτα είχε αντικατασταθεί από ατσάλι. Είχε κάμερα. Σαν να ήταν φρούριο. Ο νέος ιδιοκτήτης, δεν με άφησε να ανέβω να το δω– είπε πως είχε έναν κατάλογο από τότε που είχε χτιστεί το σπίτι και πως κανένας ξένος δεν είχε μείνει εκεί. Κι εμείς τότε που ζούσαμε τόσα χρόνια; Πικράθηκα να σας πω την αλήθεια. Έκλαψα λίγο.
Είχατε ζήσει καλά στη σοβιετική Μόσχα;
Ναι. Είχαμε την ευτυχία να ζήσουμε δίπλα σε ανθρώπους που ήταν αρκετά κοντά στην νοοτροπία μας, όχι ας πούμε τίποτα σκληροπυρηνικούς σταλινικούς. Φυσικά δεν μιλούσαμε για πολιτική – και κείνοι ήταν πολύ συγκρατημένοι. Να φανταστείτε, η μεταφράστριά μου, που ήταν και στενή μας φίλη, μας είχε πει πως ο πατέρας της είχε σκοτωθεί στον πόλεμο. Χρόνια αργότερα μάθαμε πως είχε πεθάνει σε στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Και στη Χίο ξαναπήγατε, στο στρατόπεδο γυναικών, όπου ζήσατε εξόριστη ένα χρόνο. Πως ήταν εκεί;
Σαν φυλακή. Ζούσαμε κλεισμένες μες στο στρατόπεδο και μας βγάζαν έξω μόνο δύο ώρες την ημέρα.
Όχι, δεν ήταν τόσο άγρια τα πράγματα, ούτε ξυλοδαρμούς είχε, ούτε βασανιστήρια. Και ήμασταν αρκετές γυναίκες από την Αθήνα, φίλες, γνωστές. Κάναμε παρέες, κάναμε μαθήματα, οι καθηγήτριες δίδασκαν ελληνικά, αγγλικά στις κοπέλες που δεν ήξεραν γράμματα. Έγραφα και σκετσάκια, και τα παίζαμε με την Αλέκα Παϊζη. Κάπως έπρεπε να κυλήσει η ημέρα.
Σάμος, Αθήνα, Χίος, Τασκένδη, Μόσχα, Παρίσι, Αθήνα. Πόσες φορές, χρειάστηκε να κάνετε στη ζωή σας ένα καινούργιο ξεκίνημα;
Α, πάρα πολλές! Αυτό όμως που φάνηκε το πιο ανάποδο, που με έκανε να πω ''ε όχι πια, δεν αντέχεται'', ήταν το πρωινό της 21ης Απριλίου του ’67, όταν ξύπνησα και είδα την κόρη μου, ντυμένη με την ποδιά της να κάθεται στο κρεβάτι μου. ''Τι έγινε;'' της λέω. ''Μας είπαν οι στρατιώτες να γυρίσουμε σπίτι γιατί έγινε δικτατορία''. Μόλις είχαμε γυρίσει από την Μόσχα, μόλις είχαμε εγκατασταθεί και είχαμε αρχίσει να συνηθίζουμε τη ζωή της Ελλάδας κι έπρεπε πάλι να τα μαζέψουμε και να αρχίσουμε κάπου αλλού από την αρχή. Αυτό μου φάνηκε το χειρότερο απ’όλα. Ευτυχώς ο Γιώργος ήταν πιο ψύχραιμος από μένα. Πιο αισιόδοξος.
Απ’όλα τα μέρη που πήγατε, σε ποιο δυσκολευτήκατε πιο πολύ να εγκλιματιστείτε;
Στην Τασκένδη ήταν πιο δύσκολα, γιατί οι συνθήκες ζωής ήταν πιο σκληρές. Ζούσαμε, ουσιαστικά, σε ενάμισι δωμάτιο, χωρίς τρεχούμενο νερό, χωρίς τουαλέτα. Αλλά ήμασταν νέοι, δυνατοί, είχαμε ο ένας τον άλλον, είχαμε φίλους από την Αθήνα. Μαζευόμασταν όλοι μαζί στο σπίτι και γελούσαμε με τις δυσκολίες μας.
Αυτά τα πρόσωπα της ζωής σας! Η Διδώ Σωτηρίου ήταν θεία σας . Η Ζορζ Σαρρή, η καλύτερή σας φίλη. Γνωρίζετε τον Κουν, στο σπίτι σας μπαινοβγαίνουν ο Ελύτης, ο Γκάτσος ο Εμπειρίκος, κυκλοφορείτε με τον Μάνο Χατζιδάκι. Και ο Αντρέι Ταρκόφσκι σας κάνει baby sitting στη Μόσχα. Αλήθεια πώς ήταν ο Ταρκόφσκι;
Ήταν ένα αδύνατο αγόρι, με κάτι μάτια ζωηρά, σπινθηροβόλα. Σπούδαζε στην σχολή κινηματογραφική σχολή και ήθελε να βγάλει ένα χαρτζιλίκι – έτυχε να το πει σε μια Ελληνίδα, φίλη του από τη σχολή και εκείνη τον έφερε σε επαφή μαζί μας. Ερχότανε συχνά – πότε μόνος του, πότε με τη φίλη του – κι όταν γυρίζαμε απέξω τον βρίσκαμε στην κουζίνα μας να σχεδιάζει σε ένα μπλοκάκι. Σπίτια, δρόμους, ανθρωπάκια.[.........]
ΣΥΝΕΧΙΣΤΕ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΕΔΩ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου