*************************
Η στατιστική της καθημερινότητας
Του Παντελή Μπουκάλα
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 3/12/13
Τα εμπειρικά μαθηματικά της ανέχειας, που τα γνωρίζει κανείς
άριστα για το σπίτι του και τα πληροφορείται καταλεπτώς για τους γνωρίμους του,
συνήθως δεν γίνονται απολύτως πιστευτά. Οι ακροατές τους, πρωτίστως οι
επίσημοι, άρα και κατά τεκμήριο υπεύθυνοι, εικάζουν (ή είναι βέβαιοι) πως οι
αριθμοί «πειράχτηκαν» από τα συναισθήματα· ότι δηλαδή υπάρχει ένας βαθμός
υπερβολής, αυτοϋποτίμησης, μελοδράματος. Και θεωρώντας την εικασία τους αυτή
ισότιμη της αληθείας, ησυχάζουν και επαναπαύονται. Και βρίσκουν έτσι το περιθώριο
να δηλώνουν ότι «βλέπουμε φως στην άκρη του τούνελ», «περάσαμε τον κάβο» και
λοιπά μεταφορικά, που ωστόσο αδυνατούν να μεταφέρουν την πραγματικότητα στην
ήπειρο της ευδαιμονίας.
Αντίθετα, τα μαθηματικά της ανέχειας που διερευνά,
τεκμηριώνει και γνωστοποιεί η ΕΛΣΤΑΤ δεν είναι εύκολο να αμφισβητηθούν και να
καταδικαστούν σαν παράγωγα συναισθηματικής υπερβολής και αυτοεκδραμάτισης. Ο
επίσημος οργανισμός συνδυάζει σε ενιαία εικόνα τις σκόρπιες προσωπικές ιστορίες
και τους δίνει μια όσο το δυνατόν αυστηρότερη μαθηματική υπόσταση, που
λειτουργεί ταυτόχρονα σαν ουδέτερη καταγραφή, κατεπείγουσα προειδοποίηση και
ερινύα. Βάσει αυτών των ποσοτικών στοιχείων άλλωστε καταρτίζονται προγράμματα,
εθνικά και ευρωπαϊκά, και εκπονούνται πολιτικές στρατηγικές, κρατικές ή
κομματικές. Βάσει αυτών η χώρα ζητάει ή δεν ζητάει από τους εταίρους να
εκδηλώσουν την αλληλεγγύη που θεσμικώς οφείλουν ή λέει στους πιστωτές πως «οι
αντοχές τελείωσαν».
Οταν λοιπόν η ΕΛΣΤΑΤ ανακοινώνει ότι το 2012 βρισκόταν σε
κίνδυνο φτώχειας το 23,1% του πληθυσμού (914.873 νοικοκυριά, συγκροτούμενα από
2.535.700 άτομα – ή πρόσωπα;), δεν είναι εύκολο να αμφισβητηθεί αυτό το
αποφενακιστικό και σφόδρα απογοητευτικό ποσοστό, που παρέχει μία επιπλέον
αλγεινή και ανεπιθύμητη πανευρωπαϊκή πρωτιά. Και δεν είναι καθόλου εύλογη η
επιμονή στις ψευδαισθήσεις περί «αναστροφής του κλίματος», που ακούγονται
τερπνές πλην η παρηγορητική τους ισχύς σκοντάφτει πάνω στο κατώφλι της φτώχειας
και θρυμματίζεται. Ενα κατώφλι που μεταφράζεται σε 5.708 ευρώ ετησίως ανά άτομο.
Ούτε τόσα λοιπόν δεν εσόδευαν το 2011 πάνω από 900.000 νοικοκυριά, στα οποία,
κατά τη σημείωση της ΕΛΣΤΑΤ, «δεν περιλαμβάνονται οι πληθυσμιακές ομάδες που
κατά τεκμήριο είναι φτωχές, όπως άστεγοι, άτομα σε ιδρύματα, παράνομοι
οικονομικοί μετανάστες, Ρομά κ.λπ.» «Κ.λπ.»;
Θα μπορούσε να αντιτάξει κανείς ότι αν επιλεγεί διαφορετικός
δείκτης (ο «κίνδυνος φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού»), το ποσοστό ανέρχεται
βέβαια στο 34,6% του πληθυσμού, επιτέλους όμως παύουμε να είμαστε πρώτοι, αφού
προπορεύονται Βουλγαρία και Λεττονία. Ή να πει ότι το 2011 το αφήσαμε πίσω μας
και έκτοτε πήραμε τα πάνω μας. Οσοι μη μιζερολάγνοι, πολύ θα θέλαμε να
πιστέψουμε, μήπως και υποστυλωθεί το φρόνημά μας, ότι ναι, οι θυσίες μας
έπιασαν ήδη τόπο. Αλλά αρκεί ένας τίτλος από την πρώτη σελίδα της κυριακάτικης
«Καθημερινής» για να βεβαιώσει ότι τα φετινά Χριστούγεννα θα είναι βαρύτερα από
τα περσινά και τα προπέρσινα: «Ενα εκατομμύριο εργαζόμενοι μένουν απλήρωτοι».
Οι οποίοι, τυπικά, και άνεργοι δεν είναι και μακριά από το κατώφλι της φτώχειας
βρίσκονται. Ή μήπως ανήκουν στους «κ.λπ.»;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου