Σάββατο, Δεκεμβρίου 21, 2013

ΚΛΑΥΣΙΓΕΛΩΣ

Éric-Emmanuel Schmitt

[Éric-Emmanuel Schmitt - Wikipedia, the free encyclopedia]

 Oscar et la Dame Rose

Στην Danièle Darrieux

Ερίκ Εμανουέλ Σμιτ
Αγαπητέ Θεέ

Μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης

Αγαπητέ Θεέ,

Με λένε Όσκαρ, είμαι δέκα χρονών, έχω βάλει φωτιά στη γάτα, στο σκύλο, στο σπίτι (αν δεν κάνω λάθος έχω ψήσει και τα χρυσόψαρα), κι αυτή είναι η πρώτη φορά που σού γράφω, γιατί μέχρι σήμερα, λόγω του σχολείου, δεν είχα χρόνο.
Σού το λέω ευθύς εξαρχής: σιχαίνομαι να γράφω. Για να γράψω, πρέπει πραγματικά να είμαι αναγκασμένος να το κάνω· γιατί το γράψιμο είναι γιρλάντα και στολίδι και μεταξωτή κορδέλα. Τι άλλο είναι το γράψιμο από ένα ωραιοποιημένο ψέμα; Το γράψιμο είναι για τους μεγάλους.
Θες να σ’ το αποδείξω; Ξανακοιτά λίγο πιο πάνω και δες πώς αρχίζω το γράμμα μου! «Με λένε Όσκαρ, είμαι δέκα χρονών, έχω βάλει φωτιά στη γάτα, στο σκύλο, στο σπίτι (αν δεν κάνω λάθος έχω ψήσει και τα χρυσόψαρα), κι αυτή είναι η πρώτη φορά που σού γράφω, γιατί μέχρι σήμερα, λόγω του σχολείου, δεν είχα χρόνο». Ε, δε θα μπορούσα να γράψω: «Με φωνάζουν Γλόμπο, δε δείχνω παραπάνω από επτά, μένω στο νοσοκομείο λόγω του καρκίνου μου, και δεν σού ’χω απευθύνει ποτέ το λόγο γιατί δεν πιστεύω ότι υπάρχεις»;
Βέβαια, αν το γράψω αυτό, την πάτησα, γιατί θα δείξεις λιγότερο ενδιαφέρον για μένα. Κι εγώ το ’χω ανάγκη το ενδιαφέρον σου.
Κι όχι μόνο αυτό, αλλά θα ’θελα να βρεις χρόνο να μου κάνεις και δυο-τρεις χάρες.
Εξηγούμαι:
Το νοσοκομείο, δε λέω, είναι ένα μέρος παρά πολύ συμπαθητικό, γεμάτο ευχάριστους μεγάλους που μιλάνε δυνατά, γεμάτο παιχνίδια και ροζ κυρίες που τους αρέσει να διασκεδάζουν με τα παιδιά, γεμάτο φίλους που είναι πάντα εκεί όταν τους θέλεις, όπως ο Μπέικον, ο Αϊνστάιν ή ο Ποπ Κορν. Για να μη σ’ τα πολυλογώ, το νοσοκομείο είναι μια χαρά για έναν άρρωστο που το διασκεδάζει.
Εγώ, όμως, δεν το διασκεδάζω πια. Από τότε που μου έκαναν τη μεταμόσχευση, το καταλαβαίνω: δεν το διασκεδάζω πια. Κάθε πρωί που μ’ εξετάζει ο γιατρός Ντίσελντορφ, δεν το αντέχω πια, τον απογοητεύω. Με κοιτάζει αμίλητος, σαν να ’χα κάνει καμιά αταξία. Κι όμως, ήμουν τόσο συνεργάσιμος στην εγχείρηση! Καθόμουν φρόνιμος, τους άφησα να με κοιμίσουν, πόνεσα και δε φώναξα, πήρα όλα μου τα φάρμακα. Είναι κάτι μέρες, όμως, που έτσι μου έρχεται να του φωνάξω κατάμουτρα, να του πω ότι μπορεί να φταίει κι αυτός ο ίδιος, ο γιατρός Ντίσελντορφ με τα μαύρα φρύδια, να φταίει αυτός που απέτυχε η εγχείρηση. Μα παίρνει εκείνο το δυστυχισμένο ύφος του, και δε μου πάει να τον βρίσω. Όσο πιο πολύ σωπαίνει ο γιατρός Ντίσελντορφ μ’ εκείνο το λυπημένο βλέμμα, τόσο πιο ένοχος αισθάνομαι. Έχω καταλάβει ότι έγινα ένας κακός άρρωστος, ένας άρρωστος που δε θέλει να πιστέψει ότι η ιατρική κάνει θαύματα.
Η σκέψη ενός γιατρού είναι μεταδοτική. Τώρα, όλοι στον όροφο —νοσοκόμες, βοηθοί, καθαρίστριες— με κοιτάζουν με το ίδιο βλέμμα. Έχουν θλιμμένο ύφος όταν είμαι σε καλή διάθεση· γελάνε με το ζόρι όταν λέω κάποιο αστείο. Είν’ αλήθεια: δε διασκεδάζουμε πια όπως πριν.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ=> Ερίκ Εμανουέλ Σμιτ - Αγαπητέ Θεέ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Ο μοναδ(χ)ικός Βάρναλης

  ...