Ἡ Γιωργή
Ενα διήγημα του Γιάννη Τσέγκου, από το πρόσφατο τεύχος της Νέας Ευθύνης.
Γιά τήν μεταδοτικότητα τῆς φυματιώσεως καί τίς προφυλάξεις ἀπ’ αὐτή, τά ᾿μαθα ἀπό μικρός, τότε πού ἡ Μητέρα μ’ ἔστελνε νά μεταφέρω πράγματα, κυρίως κουτιά μέ γάλα, «στήν καημένη τή Γιωργή». Αὐτή ἦταν μιά γυναῖκα πολύ μελαχροινή, πολύ γελαστή, καί τά κάτασπρα δόντια της φάνταζαν ἀκόμη πιό ἄσπρα στό σχεδόν κατάμαυρο πρόσωπό της! Μέ ὑποδέχονταν πάντα χαρούμενη καί διαισθανόμουνα ὅτι ἡ χαρά ἦταν καί γιά ᾿μένα, γιά τήν ἐπίσκεψή μου, ἀφοῦ γιά τό δέμα σχεδόν ἀδιαφοροῦσε. Ἦταν φιλοξενούμενη στό σπίτι ἑνός συγγενοῦς, ὅπως ἦταν πολλοί τότε οἱ «καταδιωκόμενοι» ἤ «ἀνταρτόπληκτοι» πού τούς εἶχαν κατεβάσει ἀπ’ τά χωριά στίς μεγάλες πόλεις, τίς ἐλεγχόμενες ἀπ’ τόν στρατό, γιά νά μήν τροφοδοτοῦν τούς ἀντάρτες. Ἡ Γιωργή ἦταν ἀπ’ τό Παλιούρι, τό χωριό τοῦ Πατέρα.
Τήν συμπαθοῦσα γι’ ἀνεξήγητους λόγους, κι ὅταν γινόταν λόγος γι’ αὐτήν στό σπίτι τέντωνα αὐτί, ἐνῶ ταυτόχρονα προσποιούμουνα ὅτι ἤμουν ἀπορροφημένος στό βιβλίο πού διάβαζα, ὥστε νά μήν μέ διώξουν μέ κάποια πρόφαση.
Ἔτσι ἔμαθα πώς ἡ Γιωργή ἦταν πολύ ἄρρωστη· ὅτι ὁ ἄντρας της ἦταν ἀντάρτης στό βουνό, κι ἀκόμη, ὅτι εἶχε καί δυό ἀγοράκια δίδυμα, πού ὅμως τῆς τά εἶχαν πάρει καί τά ᾽δώσαν γιά υἱοθεσία, σ’ ἕνα ἄτεκνο ζευγάρι στήν Καρδίτσα, «γιά νά μήν κολλήσουν» κι αὐτά!...
Τώρα, ἀπό τί ὑπέφερε, ποιά ἦταν ἡ ἀρρώστεια, τό πῶς «κολλᾶνε» οἱ ἄλλοι ἀπ’ αὐτήν καθώς καί τό ποιά ἦταν ἡ πρόγνωση ἀποτελοῦσαν μυστήριο, μᾶλλον ζοφερό γά τό ὁποῖο καλό ἦταν νά μήν ρωτάω.
Αὐτά καί ἄλλα τέτοια μυστήρια ἀνέκυπταν καί κατά τήν διάρκεια τῶν ἐπισκέψεών μου σ’ αὐτή, ὅταν καί ἄλλοι ἐπισκέπτες ἦταν ἐκεῖ, ὁπότε ἀπ’ τίς κουβέντες τους ἐγώ ὅλο καί κάτι... ἔβγαζα!...
Ἔτσι ἔμαθα ὅτι ἡ σύλληψη τῶν παιδιῶν ἔγινε ὅταν ἡ Γιωργή ἦταν ἀκόμη στό χωριό ὁπότε μιά νύχτα, ἀπρόοπτα, κατέβηκε καί τήν ἐπισκέφτηκε ὁ Μῆτσος, πού εἶχε βγεῖ στό βουνό, μιά καί ἦταν ἀπ’ τούς ΕΛΑΣίτες πού δέν παρέδωσαν τά ὅπλα.
- «Ἔλα Γιωργή μου νά κάνουμε ἕνα παιδί, νά μείνει κάτι κι ἀπό ᾿μένα» διηγοῦνταν αὐτή μέ δάκρυα. «Μᾶς ἦρθαν δύο παιδιά ἀντί γιά ἕνα... ἐκεῖνος ὅμως δέν τά εἶδε. Ἐγώ γέννησα ἐδῶ, μετά, πού μᾶς κατέβασε ὁ στρατός... Οὔτε κι ἐγώ τά εἶδα καλά-καλά, δέν μ’ ἄφησαν οὔτε νά τά θηλάσω».
Μιά ἄλλη ἐντυπωσιακή λεπτομέρεια ἦταν τά «πτύελα» καί τό «πτυελοδοχεῖο»! Συχνά ἡ Γιωργή ἐπαναλάμβανε: «Τά πτύελά μου ἐγώ τά καίω στή σόμπα», ἤ, «πάντα χρησιμοποιῶ πτυελοδοχεῖο» κι ἔδειχνε ἕνα μπουκαλάκι μ’ ἀσυνήθιστο σχῆμα καί γυάλινο πῶμα.
- «Ὁ Κώστας μοῦ λέει ὅτι πᾶμε καλλίτερα, τ’ ἀκροαστικά μου ἔχουν βελτιωθεῖ».
«Κώστας» ἦταν ὁ Πατέρας, τόν ὁποῖο, ὅταν ἡ Μητέρα τόν ρωτοῦσε «πῶς πάει ἡ ἔρμη ἡ Γιωργή», αὐτός περιορίζονταν σ’ ἕναν μορφασμό ἀπογοήτευσης μέ κούνημα τοῦ κεφαλιοῦ καθώς καί μέ κίνημα τοῦ χεριοῦ ἀνάλογο. Σέ μιά τέτοια στιγμή, ἀποφάσισα, νά ρωτήσω: «Θά πεθάνει πατέρα;». «Ἔ, ὅλοι πεθαίνουμε κάποτε». Ἀπέφευγε νά ἀπαντήσει συγκεκριμένα... Ἐγώ ἀποτόλμησα νά συνεχίσω.
- «Καί κολλάει τούς ἄλλους αὐτή ἡ ἀρρώστεια;».
- «Κολλάει αὐτούς πού τρέμουν τόν ἴσκιο τους, σάν τό γάϊδαρο τόν ἀδερφό της» ξέσπασε ὁ Πατέρας. Τότε παρενέβη ἡ Μητέρα λέγοντας:
- «Ὅσοι κάνουν τό καλό ἀγόρι μου τούς φυλάει ὁ Θεός· μήν φοβᾶσαι ἐσύ».
- « Δέν φοβᾶμαι Μητέρα, τήν λυπᾶμαι, τήν λυπᾶμαι πολύ...».
- «Ἄλλωστε» ξαναμπῆκε στή συζήτηση ὁ Πατέρας, «ἐγώ πού τήν ἐξετάζω δέν θἄπρεπε νά σκέφτομαι τή μεταδοτικότητα; Θἄπρεπε οἱ γιατροί νά εἶναι ὅλοι φυματικοί».
Ἦταν ἡ πρώτη φορά πού ἡ λέξη «φυματικός» προφέρονταν ἀπροκάλυπτα. Ἔτσι τή συνέδεσα καί μέ τή λέξη «χτικιό» πού κι αὐτή τήν εἶχα ἀκούσει νά λέγεται γιά τήν Γιωργή...
Ἦταν χάλια τά κέφια μου ἐκεῖνον τόν καιρό· χειμῶνας, ἐμφύλιος, πολλές μαυροφόρες γυναῖκες, καί ἄνδρες μέ πένθιμα περιβραχιόνια... Τήν Γιωργή τήν σκεφτόμουνα συνέχεια καί δέν ἔβλεπα τήν ὥρα νά μέ στείλει ἡ Μητέρα μέ τό δεματάκι· μιά φορά μάλιστα τῆς τό θύμισα ὁ ἴδιος:
- «Θά στείλεις κάτι στήν Γιωργή;»
Ἡ μητέρα μ’ ἀγκάλιασε καί μέ βουρκωμένα μάτια μοῦ χάϊδεψε τό κουρεμένο μου κεφάλι.
- «Θά ἑτοιμάσω κάτι ἀγόρι μου· ὁ Θεός νά σ’ ἔχει καλά· τό βλέπω τήν ἀγαπᾶς κι ἐσύ τήν δύστυχη».
Δέν τήν συμπαθοῦσα ἁπλῶς· ἤμουνα σέ κατάθλιψη ἐκεῖνο τόν χειμῶνα· καί δέν ἦταν ὁ χειμώνας ἤ, ὁ πόλεμος πού ὅπου νἄταν τέλειωνε ἀφοῦ οἱ ἀνταρτόπληκτοι ἄρχισαν σιγά, σιγά νά ἐπιστρέφουν στά χωριά τους· μαζί καί ἡ Γιωργή πού δέν θυμᾶμαι πότε ἔφυγε καί πῶς. Μέ τήν ἄνοιξη ὅμως καί μέ τό καλοκαίρι εἶχα ἀρχίσει νά παίρνω ἀπάνω μου· ἡ ἀτμόσφαιρα εἶχε ἀρχίσει νά ξεθαμπώνει γιά ὅλους.
Κι ἔτσι, ὅταν πρός τό τέλος τοῦ Αὐγούστου πήγαμε κι ἐμεῖς στό χωριό γιά τό πανηγύρι τοῦ Ἁη-Γιάννη, τοῦ «ἀποκεφαλιστῆ», στόν ὁποῖο ἤμουνα καί ταμένος, εἶχα τήν τελευταία συνάντηση μέ τήν Γιωργή, ἔστω καί ἀπό ἀπόσταση. Μετά τήν Λειτουργία, ὅπως καί ὅλο τό χωριό, κατευθυνθήκαμε πρός τήν πλατεία γιά τό πανηγύρι ἀπό τόν κεντρικό δρόμο ὅπου ἦταν καί τό σπίτι τῆς ἄρρωστης. Ἡ Μητέρα σταμάτησε σ’ ἕνα συγγενικό σπίτι ἀπέναντι ἀπ’ τῆς Γιωργῆς καί μετά τίς εὐχές, καί χωρίς οὔτε κἄν νά καθήσει, ρώτησε γιά τήν Γιωργή. Ἡ ἀπάντηση ἦταν πρωτάκουστη γιά μένα
- «Ἔ... Φορτώνει»!... Καί τῆς ἔγνεψε νά καθήσει, γιά νά τήν κεράσει, ᾽μέρα πού ἦταν.
Ἡ Μητέρα εὐχαρίστησε γύρισε σέ ᾽μένα λέγοντας: «ἐσύ κάτσε ἐδῶ ὥσπου νά γυρίσω» καί βγῆκε στό δρόμο κατευθυνόμενη πρός τό σπίτι τῆς Γιωργῆς, ἡ ὁποία ἦταν ἤδη ἔξω καί καθόταν σ’ ἕνα χαμηλό σκαμνί. Ἐγώ παρατηροῦσα τή Μητέρα καί τήν Γιωργή· ἡ ἀπόσταση δέν ἦταν μεγάλη κι ἔτσι δέν ἦταν δύσκολο νά διακρίνω τό πόσο εἶχε ἀδυνατίσει ἡ καϋμένη καί νά καταλάβω καλλίτερα τήν ἔννοια τοῦ «φορτώνει»!... Ἦταν ντυμένη και στά μαῦρα, ἀπ’ ὅταν τῆς εἶπαν ὅτι χάθηκε ὁ Μῆτσος, πού βρέθηκε ξεπαγιασμένος στό βουνό ὅταν τραυματίστηκε σέ μιά μάχη.
Ἡ Μητέρα φοροῦσε ἕνα λινό ἄσπρο φουστάνι μέ γαλάζιες βοῦλες. Πλησίασε τήν Γιωργή τῆς ἔδωσε τό χέρι κι ἄρχισαν νά μιλᾶνε μέ τή Μητέρα ὄρθια ἀλλά σκυμένη ἀφοῦ δέν ὑπῆρχε ἄλλο κάθισμα, γι’ αὐτό καί ἀκουμποῦσε στό γόνατο τό ἕνα της χέρι. Ὁ κόσμος περνοῦσε, ἦταν ὁ κεντρικός δρόμος τοῦ χωριοῦ, ντυμένοι ὅλοι στά γιορτινά, ἀλλά κανένας δέν τήν χαιρετοῦσε παρ’ ὅτι αὐτή κάθονταν πολύ κοντά στόν δρόμο καί φράχτης δέν ὑπῆρχε...
Κάποια στιγμή εἶδα τή Γιωργή νά κλαίει μέ ἀναφυλλητά καί τή Μαμά νά τῆς χαϊδεύει τόν ὧμο παρηγορητικά. Θυμᾶμαι, κοίταζα ἀχόρταγα! Μέ μιά ἡλιόφωτη Αὐγουστιάτικη ἡμέρα, γιορτή, πανηγύρι, ὅλοι ἔδειχναν χαρούμενοι καί ἀνακουφισμένοι πού ὁ πόλεμος τέλειωσε καί εἶχαν γυρίσει πάλι στό χωριό, κι ὅμως, ἔτρεμαν μήν καί κολλήσουν χτικιό ἀπ’ τήν Γιωργή! Ὅλοι, ἐκτός ἀπ’ τή Μητέρα μέ τό λινό κάτασπρο φόρεμα καί τίς γαλάζιες βοῦλες.
Ἡ Μητέρα ἐπέστρεψε σέ λίγο μέ τά μάτια κόκκινα.
- «Τί κόσμος Θοδώρα μου· πέρασε ὁ ἀδερφός της κι οὔτε κἄν τῆς μίλησε· σάν νά μήν ὑπῆρχε... Ἄμ᾽ οἱ χωριανοί; φοβοῦνται νά χαιρετίσουν τή χήρα τοῦ ἀντάρτη· μήν χαρακτηριστοῦν»!
- «Τὄδαμε κι ἐμεῖς κυρά-γιατρίνα· μά δέν ντρέπονται; ἡ Χρύσω μου πηγαίνει κάθε μέρα καί τήν φροντίζει» (Χρύσω ἦταν ἡ ἔφηβη κόρη τῆς Θοδώρας).
Την ἄλλη χρονιά πού ξαναπήγαμε στό χωριό γιά τό πανηγύρι εἶδα τό σπίτι τῆς Γιωργῆς θεόκλειστο· εἶχαν μάλιστα καρφώσει στήν ἐξώπορτα καί δυό σανίδες χιαστές...
Ἡ κυρά Θοδώρα σχωρέθηκε μετά ἀπό κάμποσα χρόνια· ἡ Μητέρα μου πολύ ἀργότερα. Ὅσο γιά ᾿μένα, σάν συναντῶ κάποιον ἀπ᾽ τό χωριό πάντα ρωτάω τί κάνει ἡ Χρύσω, πόσα παιδιά ἔχει τώρα, καί ἄλλα τέτοια, ἀλλά κυρίως ἔχω πάντα ζωντανή τήν εἰκόνα τῆς Μητέρας μέ ἐκεῖνο τό λινό ἄσπρο φόρεμα μέ τίς γαλάζιες βοῦλες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου