Ερωτόκριτος: το αριστουργηματικό κείμενο του Βιτσέντζου Κορνάρου , γράφτηκε λίγο πριν πέσει η Κρήτη στα χέρια των Τούρκων. Αποτελείται από 10 χιλιάδες
στίχους και χωρίζεται σε πέντε μέρη. Το όνομά του το έχει πάρει από τον Ερωτόκριτο,
το κύριο πρόσωπο του έργου, το οποίο υποδηλώνει αυτόν που έχει
"κριθεί" , έχει δηλαδή περάσει τις βασανιστικές διαδικασίες του έρωτα.
Bιτσέντζος Κορνάρος
Eρωτόκριτος
ΠΟΙΗΤΗΣ
1 Tου Κύκλου τα γυρίσµατα, που ανεβοκατεβαίνουν,
και του Τροχού, που ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνουν·
και του Καιρού τα πράµατα, που αναπαηµό δεν έχουν,
µα στο Kαλό κ’ εις το Kακό περιπατούν και τρέχουν·
και των Αρµάτω’ οι ταραχές, όχθρητες, και τα βάρη, 5
του Έρωτος οι µπόρεσες και τση Φιλιάς η χάρη·
αυτάνα µ’ εκινήσασι τη σήµερον ηµέραν,
ν’ αναθιβάλω και να πω τά κάµαν και τά φέραν
σ’ µιά Κόρη κ’ έναν Άγουρο, που µπερδευτήκα’ οµάδι
σε µιά Φιλιάν αµάλαγη, µε δίχως ασκηµάδι. 10
Κι όποιος του Πόθου εδούλεψε εις-ε καιρόν κιανένα,
ας έρθει για ν’ αφουκραστεί ό,τ’ είν’ εδώ γραµµένα·
να πάρει ξόµπλι κι [α]ρµηνειά, βαθιά να θεµελιώνει
πάντα σ’ αµάλαγη Φιλιάν, οπού να µην κοµπώνει.
Γιατί όποιος δίχως πιβουλιά του Πόθου του ξετρέχει, 15
εις µιάν αρχή [α’ βασανιστεί], καλό το τέλος έχει.
Αφουκραστείτε, το λοιπόν, κι ας πιάνει οπού’χει γνώση,
για να κατέχει κι αλλουνού απόκριση να δώσει.
2 Στους περαζόµενους καιρούς, που οι Έλληνες ορίζαν,
κι οπού δεν είχε η Πίστη τως θεµελιωµένη ρίζαν, 20
τότες µιά Aγάπη µπιστική στον Kόσµο εφανερώθη,
κ’ εγράφτη µέσα στην καρδιά, κι ουδεποτέ τση ελιώθη.
Kαι µε Kαιρό σε δυό κορµιά ο Πόθος είχε µείνει,
και κάµωµα πολλά ακριβόν έτοιους καιρούς εγίνη.
Eις την Aθήνα, που ήτονε τση Mάθησης η βρώσις, 25
και το θρονί της Aφεντιάς, κι ο ποταµός τση Γνώσης,
Pήγας µεγάλος όριζε την άξα Xώρα εκείνη,
µ’ άλλες πολλές και θαυµαστές, και ξακουστός εγίνη.
Hράκλη τον ελέγασι, ξεχωριστόν απ’ άλλους,
από πολλούς, και φρόνιµους, κι απ’ όλους τους µεγάλους·
ξετελειωµένος Bασιλιός, κι άξος σε κάθε τ[ρ]όπον, 31
ο λόγος του ήτονε σκολειό και νόµος των ανθρώπων.
Mικρούλης επαντρεύτηκε, κ’ εσυντροφιάστη οµάδι
µε ταίρι που ποτέ κιανείς δεν τ[ου]’βρισκε ψεγάδι.
Aρτέµη την ελέγασι τη Pήγισσαν εκείνη, 35
άλλη κιαµιά στη φρόνεψη δεν ήτο σαν αυτείνη.
K’ οι δυό τως ήσαν φρόνιµοι, στην ευγενειάν εµοιάζαν,
στην όρεξιν ευρίσκουντα’, στον Πόθον εταιριάζαν.
Aγαπηµένο αντρόγυνον ήτονε πλιά παρ’ άλλο,
και µόνον ένα λογισµόν είχαν πολλά µεγάλο· 40
γιατ’ ήσαν χρόνους ανταµώς, και τέκνα δεν εκάµα’,
σ’ έγνοια µεγάλη και βαρά τσ’ ήβανε τέτοιο πράµα.
Kαι µόνον εις τα σωθικά εβράζα’ νύκτα-µέρα,
µην έχοντας κληρονοµιά, σιµώνοντας τα γέρα.
Tον Ήλιον και τον Oυρανό συχνιά παρακαλούσι, 45
για να τως δώσουν, και να δουν παιδί που πεθυµούσι.
Περνούν οι χρόνοι κ’ οι καιροί, κ’ η Pήγισσα εγαστρώθη,
κι ο Pήγας απ’ το λογισµόν και βάρος ελυτρώθη.
3 Aγάλια-αγάλια εσίµωσεν, κ’ ήρθεν εκείνη η ώρα,
να γεννηθεί κληρονοµιά, για να χαρεί κ’ η Xώρα. 50
Mιά θυγατέραν ήκαµεν, που’φεξεν το Παλάτι,
αυτή την ώρα που η µαµµή στα χέρια τση την κράτει.
Θεράπιο κι αναγάλλιαση, χαρά πολλά µεγάλη
ο Pήγας µε τη Pήγισσαν επήρασιν, κ’ οι άλλοι.
Tης Xώρας σπίτια και στενά σού φαίνετ[ο] εγελούσαν, 55
κ’ οι γειτονιές εχαίρουνταν κ’ οι τόποι αναγαλλιούσαν.
Ήρχισε και µεγάλωνε το δροσερό κλωνάρι,
και πλήθαινε στην οµορφιά, στη γνώση, και στη χάρη.
Eγίνηκεν τόσο γλυκειά, που πάντοθ’ εγρικήθη
πως για να το’χου’ θάµασµα στον Kόσµον εγεννήθη.
Kαι τ’ όνοµά τση το γλυκύ το λέγαν Aρετούσα, 61
οι οµορφιές τση ή[σα]ν πολλές, τα κάλλη τση ήσαν πλούσα.
Xαριτωµένο θηλυκό τως το’καµεν η Φύση,
και σαν αυτή δεν ήτονε σ’ Aνατολή και Δύση.
Όλες τσι χάρες κι αρετές ήτονε στολισµένη, 65
ευγενική και τακτική, πολλά χαριτωµένη.
K’ ήτον και Bασιλιού παιδί, και Pήγα θυγατέρα,
πόθο µεγάλον ήβανε στο γράµµα νύκτα-ηµέρα.
Eκαµαρώνασίν την-ε ο Kύρης µε τη Mάνα,
κ’ επάψασιν οι λογισµοί, κ’ οι πόνοι τως εγιάνα’.
Μπορείτε να κατεβάσετε όλο τον "Ερωτόκριτο" σε μορφή .pdf (*zip).Κάντε κλικ εδώ...
Bιτσέντζος Κορνάρος
Eρωτόκριτος
ΠΟΙΗΤΗΣ
1 Tου Κύκλου τα γυρίσµατα, που ανεβοκατεβαίνουν,
και του Τροχού, που ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνουν·
και του Καιρού τα πράµατα, που αναπαηµό δεν έχουν,
µα στο Kαλό κ’ εις το Kακό περιπατούν και τρέχουν·
και των Αρµάτω’ οι ταραχές, όχθρητες, και τα βάρη, 5
του Έρωτος οι µπόρεσες και τση Φιλιάς η χάρη·
αυτάνα µ’ εκινήσασι τη σήµερον ηµέραν,
ν’ αναθιβάλω και να πω τά κάµαν και τά φέραν
σ’ µιά Κόρη κ’ έναν Άγουρο, που µπερδευτήκα’ οµάδι
σε µιά Φιλιάν αµάλαγη, µε δίχως ασκηµάδι. 10
Κι όποιος του Πόθου εδούλεψε εις-ε καιρόν κιανένα,
ας έρθει για ν’ αφουκραστεί ό,τ’ είν’ εδώ γραµµένα·
να πάρει ξόµπλι κι [α]ρµηνειά, βαθιά να θεµελιώνει
πάντα σ’ αµάλαγη Φιλιάν, οπού να µην κοµπώνει.
Γιατί όποιος δίχως πιβουλιά του Πόθου του ξετρέχει, 15
εις µιάν αρχή [α’ βασανιστεί], καλό το τέλος έχει.
Αφουκραστείτε, το λοιπόν, κι ας πιάνει οπού’χει γνώση,
για να κατέχει κι αλλουνού απόκριση να δώσει.
2 Στους περαζόµενους καιρούς, που οι Έλληνες ορίζαν,
κι οπού δεν είχε η Πίστη τως θεµελιωµένη ρίζαν, 20
τότες µιά Aγάπη µπιστική στον Kόσµο εφανερώθη,
κ’ εγράφτη µέσα στην καρδιά, κι ουδεποτέ τση ελιώθη.
Kαι µε Kαιρό σε δυό κορµιά ο Πόθος είχε µείνει,
και κάµωµα πολλά ακριβόν έτοιους καιρούς εγίνη.
Eις την Aθήνα, που ήτονε τση Mάθησης η βρώσις, 25
και το θρονί της Aφεντιάς, κι ο ποταµός τση Γνώσης,
Pήγας µεγάλος όριζε την άξα Xώρα εκείνη,
µ’ άλλες πολλές και θαυµαστές, και ξακουστός εγίνη.
Hράκλη τον ελέγασι, ξεχωριστόν απ’ άλλους,
από πολλούς, και φρόνιµους, κι απ’ όλους τους µεγάλους·
ξετελειωµένος Bασιλιός, κι άξος σε κάθε τ[ρ]όπον, 31
ο λόγος του ήτονε σκολειό και νόµος των ανθρώπων.
Mικρούλης επαντρεύτηκε, κ’ εσυντροφιάστη οµάδι
µε ταίρι που ποτέ κιανείς δεν τ[ου]’βρισκε ψεγάδι.
Aρτέµη την ελέγασι τη Pήγισσαν εκείνη, 35
άλλη κιαµιά στη φρόνεψη δεν ήτο σαν αυτείνη.
K’ οι δυό τως ήσαν φρόνιµοι, στην ευγενειάν εµοιάζαν,
στην όρεξιν ευρίσκουντα’, στον Πόθον εταιριάζαν.
Aγαπηµένο αντρόγυνον ήτονε πλιά παρ’ άλλο,
και µόνον ένα λογισµόν είχαν πολλά µεγάλο· 40
γιατ’ ήσαν χρόνους ανταµώς, και τέκνα δεν εκάµα’,
σ’ έγνοια µεγάλη και βαρά τσ’ ήβανε τέτοιο πράµα.
Kαι µόνον εις τα σωθικά εβράζα’ νύκτα-µέρα,
µην έχοντας κληρονοµιά, σιµώνοντας τα γέρα.
Tον Ήλιον και τον Oυρανό συχνιά παρακαλούσι, 45
για να τως δώσουν, και να δουν παιδί που πεθυµούσι.
Περνούν οι χρόνοι κ’ οι καιροί, κ’ η Pήγισσα εγαστρώθη,
κι ο Pήγας απ’ το λογισµόν και βάρος ελυτρώθη.
3 Aγάλια-αγάλια εσίµωσεν, κ’ ήρθεν εκείνη η ώρα,
να γεννηθεί κληρονοµιά, για να χαρεί κ’ η Xώρα. 50
Mιά θυγατέραν ήκαµεν, που’φεξεν το Παλάτι,
αυτή την ώρα που η µαµµή στα χέρια τση την κράτει.
Θεράπιο κι αναγάλλιαση, χαρά πολλά µεγάλη
ο Pήγας µε τη Pήγισσαν επήρασιν, κ’ οι άλλοι.
Tης Xώρας σπίτια και στενά σού φαίνετ[ο] εγελούσαν, 55
κ’ οι γειτονιές εχαίρουνταν κ’ οι τόποι αναγαλλιούσαν.
Ήρχισε και µεγάλωνε το δροσερό κλωνάρι,
και πλήθαινε στην οµορφιά, στη γνώση, και στη χάρη.
Eγίνηκεν τόσο γλυκειά, που πάντοθ’ εγρικήθη
πως για να το’χου’ θάµασµα στον Kόσµον εγεννήθη.
Kαι τ’ όνοµά τση το γλυκύ το λέγαν Aρετούσα, 61
οι οµορφιές τση ή[σα]ν πολλές, τα κάλλη τση ήσαν πλούσα.
Xαριτωµένο θηλυκό τως το’καµεν η Φύση,
και σαν αυτή δεν ήτονε σ’ Aνατολή και Δύση.
Όλες τσι χάρες κι αρετές ήτονε στολισµένη, 65
ευγενική και τακτική, πολλά χαριτωµένη.
K’ ήτον και Bασιλιού παιδί, και Pήγα θυγατέρα,
πόθο µεγάλον ήβανε στο γράµµα νύκτα-ηµέρα.
Eκαµαρώνασίν την-ε ο Kύρης µε τη Mάνα,
κ’ επάψασιν οι λογισµοί, κ’ οι πόνοι τως εγιάνα’.
Μπορείτε να κατεβάσετε όλο τον "Ερωτόκριτο" σε μορφή .pdf (*zip).Κάντε κλικ εδώ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου