Πέμπτη, Φεβρουαρίου 07, 2013

Η ΕΛΛΑΔΑ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ



Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος:
Υπάρχει μια άλλη Ελλάδα που δεν φαίνεται

Συνέντευξη του αξιόλογου πεζογράφου στον Γιάννη Ν. Μπασκόζο

Πηγή: ΤΟ Βήμα της Κυριακής ( 3.3.1913)

Πενήντα χρόνια δημιουργίας κλείνει ο μινιμαλιστής, 
αφανής για τους πολλούς, διηγηματογράφος 
και μιλάει για τη λογοτεχνία που τον συγκινεί,
 την «απάτη» του δημόσιου βίου και τη σχέση του με τον Στρατό


Αεικίνητος παρά τα 83 του χρόνια, οδηγώντας ο ίδιος το αυτοκίνητό του, ανέβηκε για τη συνέντευξη στο αγαπημένο του στέκι, τις «Υάδες», στο Αττικό Αλσος. Ο Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος δεν πολυήθελε να δώσει συνέντευξη - εξάλλου ελάχιστες έχει δώσει ως σήμερα. «Βλέπω κάτι νεαρά κορίτσια, ηθοποιούς και αμούστακους σκηνοθέτες που δίνουν συνεντεύξεις και μιλάνε βαρύγδουπα. Δεν θέλω να με μπερδεύουν με αυτούς. Εξάλλου δεν έχω να πω τίποτα τόσο σημαντικό» απολογήθηκε μόλις βρεθήκαμε.

Η αλήθεια είναι ότι το έργο του - 50 χρόνια συμπληρώνονται εφέτος από τη δημοσίευση της πρώτης συλλογής διηγημάτων του με τίτλο Οδοντόκρεμα με χλωροφύλλη - είναι εξίσου χαμηλόφωνο. Μετά τη συνταξιοδότησή του από τη στρατιωτική υπηρεσία (ήταν αρχίατρος) ζει τον περισσότερο χρόνο στην Πάρο, σε ένα κτήμα όπου φυτεύει ζαρζαβατικά, μαζί με τη γυναίκα του Νιόβη και 70 γάτες. Μιλάει για πράγματα της απλής ζωής, ανακαλώντας τα κυρίως μέσω του μηχανισμού της μνήμης, με μια γλώσσα λιτή, στέρεη και με μια απροσδιόριστη ειρωνεία που μοιάζει να κοροϊδεύει (ή μήπως όχι;) τον αναγνώστη.

Οι εκδόσεις Γαβριηλίδης εξέδωσαν πρόσφατα μια κασετίνα με άπαντα τα διηγήματά του, με εξαίρετη εικονογράφηση του Ανακρέοντα Καναβάκη, η οποία έγινε αφορμή για τη συζήτηση που ακολουθεί.

Τι θυμάστε 50 χρόνια μετά την πρώτη γραφή;

«Θυμάμαι πώς άρχισα να γράφω. Στη δεκαετία του '60 στην Καβάλα ένας διευθυντής φροντιστηρίου στην πόλη εκδίδει ένα περιοδικάκι, την "Αργώ". Στο φροντιστήριο δουλεύει και ο φίλος μου Γιώργος Χουρμουζιάδης, ο ιστορικός-αρχαιολόγος, και μου προτείνει μαζί με τον ποιητή Πρόδρομο Μάρκογλου να γράψω ένα διήγημα. Μέχρι τότε έγραφα χρονογραφήματα και παρουσιάσεις για έργα τέχνης σε τοπικές εφημερίδες. Είχα έντονο τον νόστο της πατρίδας μου, του Πύργου, είχα πράγματα που με καταδίωκαν κι έτσι έγραψα το πρώτο διήγημα με τίτλο "Φρακασάνες". Τον τίτλο τον επέλεξα για να εντυπωσιάσω. Οι φρακασάνες είναι ένα είδος σύκων. Στο διήγημα όμως περιγράφω ένα άλλο είδος σύκων πρώιμων, ενώ οι φρακασάνες γίνονται πολύ αργότερα. Το δημοσίευσα με ψευδώνυμο, εφόσον υπηρετούσα ως αρχίατρος στον Στρατό και δεν επιτρεπόταν να δημοσιεύω χωρίς έγκριση της υπηρεσίας. Το έστειλα στον Ηλία Πετρόπουλο, χωρίς να του πω τίποτα. Και μου έγραψε "για πρόσεξε αυτόν τον Θανάση Χιλιώτη" - το ψευδώνυμο που χρησιμοποίησα. Μετά το τρίτο διήγημα άρχισα να υπογράφω με το πραγματικό μου όνομα. Σκεφτόμουν ότι οι στρατιωτικοί δεν διαβάζουν και δεν ασχολούνται με αυτά».

Είστε μάλλον συγγραφέας του νόστου και της μνήμης - ή όχι;

«Είμαι βιωματικός συγγραφέας. Δεν αυτοβιογραφούμαι πάντα, αλλά δεν μπορώ να γράψω κάτι που δεν με αφορά. Μου έχουν διηγηθεί μια ιστορία και μου έχουν πει να την κάνω διήγημα. Δεν μπορώ, αν δεν το νιώσω, αν δεν περάσει πρώτα μέσα μου η ιστορία, να γίνει η σχετική κουζίνα και μετά να βγει προς τα έξω».

Γιατί δεν έχετε γράψει ποτέ μυθιστόρημα;

«Μου το είχαν προτείνει. Ο τρόπος με τον οποίο δουλεύω δεν ταίριαζε με τη συγγραφή ενός μυθιστορήματος. Παρ' όλο που εκείνη την εποχή διάβαζα εμμανώς γάλλους και ρώσους μυθιστοριογράφους που με εντυπωσίαζαν, σκεφτόμουν ότι δεν θα μπορούσα να αναμετρηθώ ποτέ με αυτούς. Διαισθανόμουν ότι στο διήγημα θα μπορούσα να τα καταφέρω. Αργότερα, διαβάζοντας νεότερα ελληνικά μυθιστορήματα, άρχισε το είδος αυτό να με απωθεί. Η μοιραία σύγκριση των μεγάλων μυθιστοριογράφων, ελλήνων και ξένων, με τους νεότερους με έκανε να απομακρυνθώ από το μυθιστόρημα».

Από τα γραπτά σας φαίνεται να αγαπάτε τους μοντέρνους αλλά και τους κλασικούς. Ποιοι σας επηρέασαν πραγματικά;

«Με επηρέασαν πάρα πολλοί. Ουσιαστικά, όπως έλεγε ο Μπόρχες, γράφουμε σε όλη μας τη ζωή ένα βιβλίο, ένα παλίμψηστο. Με ενθουσίασαν ποικίλες σχολές, ο Ν. Πεντζίκης, ο Γ. Ιωάννου, ο Κ. Θεοτόκης, ο Κ. Χατζόπουλος, ο Α. Παπαδιαμάντης, ο Α. Καρκαβίτσας, ένα δαιμονικό πανόραμα της ελληνικής λογοτεχνίας. Εχουμε μια ευλογία έχοντας πίσω μας τόσους και τέτοιους συγγραφείς. Αν στα γρήγορα μπορεί κάποιος να ονοματίσει 20-25 αξιόλογα ονόματα από τη γενιά του 1880, δεν ξέρω ποια άλλη ξένη λογοτεχνία μπορεί να κάνει το ίδιο. Κάποτε όλη η λογοτεχνική Ελλάδα είχε ξιπαστεί με το θέατρο του παραλόγου και το νέο γαλλικό μυθιστόρημα, όταν ο Σκαρίμπας με τον Ηχο του κώδωνος τα είχε γράψει νωρίτερα. Ολοι αυτοί, τελείως ανόμοιοι μεταξύ τους, με έχουν πλάσει. Κάποιοι που τους γνώρισα προσωπικά με επηρέασαν επίσης πολύ».

Οπως;

«Οπως ο Νίκος Πεντζίκης. Ηταν τότε εκπρόσωπος μιας φαρμακευτικής εταιρείας και ερχόταν μία βδομάδα κάθε μήνα στην Καβάλα. Κάναμε εκδρομές, αυτός ζωγράφιζε πολύ, και περνάγαμε ατέλειωτες ώρες μαζί, μερικές φορές ξημερώναμε με τον Πεντζίκη να μας διαβάζει τα κείμενά του. Με επηρέασε και με δίδαξε. Είχα γράψει ένα διήγημα με τίτλο "Ανάσταση", ένα μελαγχολικό αναστάσιμο περιστατικό, μια νύχτα στην πλατεία του Αγίου Παντελεήμονα, στην Αθήνα. Δεν του άρεσε κι εγώ άρχισα του λέω "θέλω να πω ότι...". "Και γιατί δεν το λες;" μου απαντάει. Με προβλημάτισε, έμαθα από αυτόν. Από τον Καρκαβίτσα έμαθα τη διαδικασία της περιγραφής. Ξεκινάς περιγράφοντας κάτι και αυτό καθίσταται διαρκούσης της περιγραφής ένα αφηγηματικό ισοδύναμο. Βέβαια κατά τη διάρκεια της συγγραφής μπορεί να έχεις μια έμπνευση για το τέλος, για ένα επεισόδιο, να σε παρασύρει το ίδιο το γραπτό σου κάπου που δεν το έχεις προβλέψει».[...................]
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΗΣ ΣΥΝΕΧΕΙΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

♫ Tu Bella Ca' Lu Tieni-Oμορφούλα μου εσύ, με το στρογγυλό στήθος/Σε λένε Μαρία, τόσο όμορφο όνομα / Σου το έδωσε η Μαντόνα

L'arpeggiata – Tu bella ca lu tieni lu pettu tundu (Tarantella) Συνθέτης :Pino De Vittorio(1954 ) ...