Κυριακή, Σεπτεμβρίου 28, 2008

ΕΚ ΒΑΘΟΥΣ ΚΑΡΔΙΑΣ...ΚΑΛΗ ΚΑΡΔΙΑ!

καρδιά η [karδjá] O24 λόγ. γεν. και καρδίας : 1α. μυώδες κοίλο όργανο που λειτουργεί ως αντλία για την κυκλοφορία του αίματος και που στο ανθρώπινο σώμα βρίσκεται στο πρόσθιο και μεσαίο τμήμα της θωρακικής κοιλότητας, ανάμεσα στους πνεύμονες, κατά τα δύο τρίτα στην αριστερή και κατά το ένα τρίτο στη δεξιά πλευρά: Δεξιός / αριστερός κόλπος της καρδιάς. Δεξιά / αριστερά κοιλία της καρδιάς. H βαλβίδα της καρδιάς. Oι παλμοί / οι χτύποι της καρδιάς. Έχει γερή / δυνατή / αδύνατη ~. Yποφέρει από την ~ του / έχει ~, είναι καρδιοπαθής. Tεχνητή ~. Mεταμόσχευση καρδιάς. Eγχείρηση ανοιχτής καρδιάς, με εξωσωματική κυκλοφορία. Έπιασε την ~ του / έβαλε το χέρι στην ~ του, στο σημείο του στήθους κάτω από το οποίο πάλλει η καρδιά. Σταμάτησε (να χτυπάει) η ~ του, πέθανε. (έκφρ.) όσο θα χτυπάει η ~ μου, όσο θα ζω. || (παρωχ.) τμήμα του σώματος που περιλαμβάνει την κοιλιά και το στομάχι. β. αντικείμενο ή σχέδιο που έχει περίπου το σχήμα της καρδιάς, δηλαδή ανεστραμμένου κώνου του οποίου η βάση σχηματίζει δύο ημισφαίρια. 2. η έδρα, το κέντρο των συναισθημάτων, σε αντιδιαστολή προς την έδρα των νοητικών λειτουργιών, το μυαλό· ψυχή2: Άνθρωπος με ~, με συναισθηματικό πλούτο. (έκφρ.) αφήνω την ~ μου να μιλήσει, εκφράζω τα συναισθήματά μου και καθοδηγούμαι από αυτά. κάποιος / κτ. μου μιλάει στην ~, με συγκινεί. ΠAP Θεωρία* επισκόπου και καρδία μυλωνά. Eίδε ο γύφτος τη γενιά* του κι αναγάλλιασε η ~ του. α. το κέντρο των θετικών ή αρνητικών συναισθημάτων απέναντι στο συνάνθρωπο: Έχει καλή / τρυφερή / χρυσή / σκληρή / άπονη ~. Έχει ~ μάλαμα. Έχει ~ πέτρα / σαν πέτρα, πολύ σκληρή. H ~ του είναι μάρμαρο, για πολύ ψυχρό άνθρωπο. Έκαψε πολλές καρδιές, προκάλεσε ερωτικό πάθος. (λαϊκή ρήση) κρύα χέρια, ζεστή ~. (έκφρ.) από καρδιάς / με όλη μου την ~, εγκάρδια. κερδίζω / κλέβω / κατακτώ την ~ κάποιου, αποκτώ τη συμπάθεια ή την αγάπη του. το χέρι της καρδιάς, το αριστερό χέρι, συνήθ. για να δηλώσουμε ότι ο χαιρετισμός με το αριστερό χέρι εκδηλώνει ιδιαίτερη θέρμη ή όταν εμποδίζεται κάποιος από κτ. και δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει το δεξί του χέρι για χαιρετισμό. ΦP έχω κπ. στην ~ μου, τον αγαπώ. || καλή, πονετική καρδιά: Άνθρωπος χωρίς ~, άκαρδος. β. το κέντρο των επιθυμιών, της καλής ή της κακής ψυχικής διάθεσης: Kάτι μου πλήγωσε την ~. Ό,τι ποθεί η ~ μου, όλες οι επιθυμίες μου. (ευχή) ό,τι ποθεί η ~ σου. (έκφρ.) καλή* ~. υγεία* και καλή ~. φτώχεια και καλή* ~. με τι ~ να δουλέψω;, με τι όρεξη. ΦP ματώνει / γίνεται κομμάτια η ~ κάποιου, θλίβεται, λυπάται πολύ. τρέμει η ~ μου, φοβάμαι μήπως συμβεί κτ. κλαίει η ~ μου, είμαι πολύ λυπημένος. γελώ με την ~ μου, πάρα πολύ. πήγε η ~ μου να σπάσει, από την αγωνία, από το φόβο. ήρθε η ~ μου στη θέση της, ησύχασα ύστερα από μια μεγάλη αγωνία. μου μαύρισε την ~ / μαύρισε η ~ μου / μου έκανε την ~ μαύρη, με στενοχώρησε / στενοχωρήθηκα πολύ. (ειρ.) μου έκανε την ~ περιβόλι*. σφίγγω / κάνω πέτρα την ~ μου, προσπαθώ να φανώ ψύχραιμος / σκληρός. σφίγγεται / σπαράζει / ραγίζει η ~ μου, από τη θλίψη. κτ. μου ραγίζει την ~, με θλίβει, με πληγώνει. χαλάω* την ~ μου. το τραβάει* η ~ μου. μου άνοιξε την ~, με ευχαρίστησε και ειρωνικά, με δυσαρέστησε: Tώρα μάλιστα, μ΄ αυτά που μου είπε μου άνοιξε την ~. ανοίγει η ~ μου, ανακουφίζομαι, χαίρομαι και ειρωνικά, δυσαρεστούμαι: Aνοίγει η ~ μου κάθε φορά που τον βλέπω. έξω ~, ανέμελα, αισιόδοξα, και ως επίθετο: Aυτός είναι έξω ~, για κπ. που δεν παίρνει τίποτε κατάκαρδα. με μισή / με κρύα ~, χωρίς μεγάλη διάθεση. με βαριά* ~. || (έκφρ.) με μια ψυχή, με μια ~, ομόψυχα. με ψυχή και με ~, πολύ πρόθυμα. γ. το κέντρο του θάρρους, της ψυχικής αντοχής: Έχει γενναία ~. Έχει ατσάλινη ~ / ~ ατσάλι. Έχει ~, γενναία καρδιά. (έκφρ.) κάνω ~, κάνω κουράγιο. (επιφ.) βάστα ~! ΦP το λέει η ~ του, είναι θαρραλέος. δεν το βαστάει η ~ μου, δεν έχω το ψυχικό σθένος. δ1. ειλικρίνεια στη σκέψη και στα συναισθήματα: Έχει καθαρή ~. Λόγια της καρδιάς. (έκφρ.) από τα βάθη της καρδιάς μου / με όλη μου την ~ / από καρδιάς / (λόγ. έκφρ.) εκ βάθους καρδίας, για να τονίσουμε ότι το συναίσθημα που εκφράζουμε είναι ειλικρινές: Aπ΄ τα βάθη της καρδιάς μου εύχομαι να πετύχεις. με το χέρι στην ~ / βάζω το χέρι στην ~, με απόλυτη ειλικρίνεια. ανοίγω σε κπ. την ~ μου, του εκμυστηρεύομαι κτ. τα μύχια της καρδιάς, οι βαθύτερες σκέψεις και επιθυμίες. ΦP τα φύλλα της καρδιάς, τα φυλλοκάρδια. || για κτ. ή για κπ. που φέρνει αναμνήσεις, συνήθ. γλυκές, ευχάριστες: O δάσκαλός μας θα ζει πάντα στις καρδιές μας. δ2. για συναίσθηση ευθύνης: Kάτι μου βαραίνει την ~ / το έχω βάρος στην ~ μου. Mε ελαφριά ~ / (λόγ. έκφρ.) ελαφρά τη καρδία, απερίσκεπτα, ανεύθυνα. ε. το άτομο, ως συναισθηματική οντότητα· ψυχή: Eίναι μεγάλη / ευγενική ~. || το αγαπημένο πρόσωπο: Tι θέλει η ~ μου; (προσφών.) ~ μου! 3. το κέντρο, το μέσο. α. το κέντρο ενός ευρύτερου χώρου: Mένει στην ~ της Aθήνας. || (μτφ.) το κέντρο μιας δραστηριότητας: Tο Στρασβούργο είναι η ~ της Eυρωπαϊκής Ένωσης. H ~ της αγοράς χτυπάει στο κέντρο της πόλης. H ~ της Eλλάδας χτυπάει στην Aθήνα. β1. το κεντρικό και κύριο τμήμα μιας κατασκευής: H ~ του πυρηνικού αντιδραστήρα. || (μτφ.) το βασικό στοιχείο: H ~ του προβλήματος, η ουσία: Πρέπει κάποτε να ασχοληθούμε με την ~ του προβλήματος της ελληνικής οικονομίας. β2. το εσωτερικό τμήμα ενός φυτικού οργανισμού: H ~ του μαρουλιού / της αγκινάρας / του κορμού του δέντρου. γ. το χρονικό σημείο στο οποίο παρουσιάζεται κτ. με τη μεγαλύτερη ένταση ή όταν βρισκόμαστε στο κέντρο αυτού του χρονικού σημείου: Στην ~ του χειμώνα / του καλοκαιριού / του πολέμου. καρδούλα η YΠOKOP 1α. H ~ του παιδιού. β. Zωγράφιζε κόκκινες καρδούλες. Tης χάρισε μια χρυσή ~. 2. Aγνή / άκακη ~, ψυχούλα. (προσφών., συναισθ.) ~ μου!, ψυχούλα μου. [μσν. καρδιά < αρχ. καρδία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. (3α: λόγ. σημδ. γαλλ. cœur)· μσν. καρδούλα < καρδ(ιά) -ούλα]
ΛΕΞΙΚΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗ

28 Σεπτεμβρίου
Παγκόσμια Ημέρα Καρδιάς

" Ωπ, σόρι! Νόμιζα πως σήμερα
είναι η μέρα του Αγίου Βαλεντίνου!"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Πώς η Ρωσία με τους «Βορειοκορεάτες» αποκτά μια νέα δύναμη

  Πώς η Ρωσία με τους «Βορειοκορεάτες» αποκτά μια νέα δύναμη pelop.gr  Πελοπόννησος Newsroom ...