Τρίτη, Σεπτεμβρίου 23, 2008

Κάνιστρο εκλεκτής Ποίησης-- Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου


Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου

Ο ΓΕΙΤΟΝΑΣ

Αν μπεις να κλέψεις ρεπανάκια
Απ' το μπαξέ του πεθαμένου γείτονα
Και κείνος σηκωθεί μέσα στη νύχτα
Και σου προσφέρει ούζο ελιές ψωμί κρεμμύδι

Αν σου χαμογελάσει εγκάρδια
Και βγάλει από τις τσέπες του μια ρέγγα καπνιστή
Μια τσούσκα μια ντομάτα ένα αγγουράκι
Όπως ο μάγος βγάζει περιστέρια απ' το καπέλο του

Αν φέρει ένα γραμμόφωνο
Και ρίξει μια γυροβολιά
Πάνω στο μαύρο το τακούνι
Και τρίξει το λουστρίνι σαν πένθιμο τριζόνι

Όχι μην πεις στον γείτονα
Έντρομος μην τραπείς σε φυγή
Μη δείξεις καν σημείο δυσαρέσκειας
Γιατί οι πιο φιλόξενοι οι πιο αισθηματίες
Είναι οι πεθαμένοι στους μπαξέδες
Από τη Συλλογή "Η σκοτεινή διάρκεια των ημερών" ,
Εκδ. Διαγωνίου, Θεσσαλονίκη 1993.

***
"Χους ει και εις χουν απελεύσει" βεβαιώνει η εξόδιος ακολουθία
ακροβατώντας ανάμεσα στη μεταφυσική πίστη και στον υλισμό,
ενώ ο Ποιητής αποφαίνεται ότι "γλυκειά η ζωή κι ο θάνατος μαυρίλα".
Η λαϊκή αντίληψη θέλει τους νεκρούς να πίνουν το "νερό της λησμονιάς",
όμως εκείνοι που αποστρέφονται την ανάμνηση των νεκρών είναι οι ζωντανοί.
Η κοινότοπη φράση " οι ζωντανοί με τους ζωντανούς και οι πεθαμένοι
με τους αποθαμένους" δείχνει την απροθυμία μας να "διαλεχθούμε" με τους νεκρούς μας, όσο αγαπημένοι κι αν ήσαν αυτοί.
Συνεχίζουμε λοιπόν το δρόμο μας κοιτώντας πάντα εμπρός,
αισιόδοξοι ότι η ζωή μας έχει "πολύ ψωμί ακόμη να φάει".
"Υγιής αντίδραση!", θα παρατηρήσει ασφαλώς ο γνωστικός συνομιλητής,
κι ας μην είναι ψυχολόγος, ερμηνεύοντας τη στάση αυτή σαν
απόδειξη ζωτικότητας, που εμφορείται από τη θέληση για ζωή.
Η Ποίηση όμως τολμά και πράττει το αδιανόητο: γίνεται ο συνδετικός
κρίκος του επάνω με τον κάτω κόσμο .
Η Ποίηση ξέρει να αποκαλύπτει
τη συνέχειά τους, να φέρνει σε επαφή τους έχοντας σάρκα και οστά
με τα φασματικά πλάσματα του επέκεινα, να ανασύρει από
το έρεβος της ανυπαρξίας εικόνες και μνήμες, να στήνει
εντέλει στα πόδια τους πρόσωπα ανεπιστρεπτί χαμένα.
Η Ποίηση οικειώνει τους νεκρούς με τους ζωντανούς,
έστω κι αν "μυρίζουν λιβανιές", όπως αναφωνεί η Αρετή στον
Κωνσταντή, στο "Τραγούδι του νεκρού αδελφού",
ακόμη και όταν τα ποιητικά υποκείμενα δεν είναι
στενοί συγγενείς, όπως μας υποδεικνύει η Κέντρου-Αγαθοπούλου.
Η Ποίηση είναι, πάνω απ' όλα , ο τολμηρός αναρριχητής στα γκρέμερα
του χρόνου , αφού επιχειρεί με ευκολία υπερβάσεις αδιανόητες,
αψηφά τις φοβίες της ανυπαρξίας , γεφυρώνει τα χάσματα
που δημιουργούν οι οριστικές απώλειες.
Όσα φέρνουν τους ανθρώπους κοντά τον ένα στον άλλο,
αυτές οι "ζεστές" στιγμές επικοινωνίας , που γλύκαιναν την
καθημερινότητα κι αλάφρωναν τα "μίσθια βάρη" της,
μπορούμε και πρέπει να τα ξαναζήσουμε μέσω της ανάμνησης .
Αποκαθιστούμε έτσι τη συνέχεια του χρόνου,
που έχει διακοπεί από το συνειδητό κλείσιμο της πόρτας
της μνήμης, γινόμαστε πιο στοχαστικοί και ίσως πιο ανθρώπινοι.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Ο ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ ΒΓΑΙΝΕΙ ΣΕ ΣΥΝΤΑΞΗ

Αναμνήσεις ενός μεταφραστή (2ο μέρος) ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ  sarantakos.wordpress.com Περιαυτολογίας δεύτερο μέρος.    Όπως ξέρετε οι ταχτικοί ...