Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 15, 2025

Ὁ Ἔρνεστ Χέμινγουαίη καὶ Ἡ Καταστροφὴ τῆς Σμύρνης

 

Ἔρ­νεστ Χέ­μιν­γουέϊ (Ernest Hemingway): Στό Καί τῆς Σμύρ­νης




Πηγή: bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com


Στό Καί* τῆς Σμύρ­νης

(On the Quai at Smyrna)


Τὸ πα­ρὸν κεί­με­νο ἀπο­τε­λεῖ προ­ϊ­ὸν τῆς πρώ­ϊ­μης συγ­γρα­φι­κῆς πε­ριό­δου τοῦ Ἔ.Χ., ὅταν αὐ­τὸς δού­λευε ὡς δη­μο­σιο­γρά­φος, πο­λε­μι­κὸς ἀν­τα­πο­κρι­τὴς τῆς κα­να­δέ­ζι­κης ἐφη­με­ρί­δας Toronto Star Weekly (1920-1924) στὰ μέ­ρη τῆς ἐγ­γὺς Ἀνα­το­λῆς, κα­λύ­πτον­τας γιὰ δύο πε­ρίπου μῆνες (τέλη Σεπτεμβρίου ἕως 14.11.1920) ἐπι­το­πί­ως (Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, Μου­δα­νιὰ καὶ Ἀ­να­το­λι­κὴ Θρά­κη) τὰ γε­γο­νό­τα τοῦ Μι­κρα­σια­τι­κοῦ Πο­λέ­μου. Τὰ πε­ρι­στα­τι­κὰ πα­ρου­σι­ά­ζον­ται ἐμ­μέ­σως διὰ τῆς ἀ­φή­γη­σης ἀ­ξι­ω­μα­τού­χου τῆς ναυ­τι­κῆς ἀ­πο­στο­λῆς τῆς Ἀντὰντ —πι­θα­νῶς βρετ­τα­νι­κῆς— ποὺ ναυ­λο­χοῦ­σε στὴν προ­κυ­μαία τῆς Σμύρ­νης (βλ. ἐδῶ). Δη­μο­σιεύ­ε­ται σή­με­ρα 13 Σε­πτεμ­βρί­ου 2025, γιὰ τὴν 103η ἐπέ­τειο (μὲ τὸ νέο ἡμε­ρο­λό­γιο) τῆς Κα­τα­στρο­φῆς τῆς Σμύρ­νης. Τὴν με­τά­φρα­ση καὶ τὸ διε­ξο­δι­κὸ ἱστο­ρι­κὸ ση­μεί­ω­μα ποὺ ἀκο­λου­θεῖ ἐπι­με­λή­θη­κε ἡ Να­τά­σα Ζα­χα­ρο­πού­λου γιὰ τὸ ἱστο­λό­γιό μας.

Καί (γαλλ. quai = ἀ­ποβάθρα, προβλήτα): ἡ πα­ραλια­κὴ καὶ πιὸ κο­σμο­πο­λί­τικη συ­νοι­κία τῆς Σμύρ­νης, τρα­γι­κὸ θέ­α­τρο ἀ­φα­νι­σμοῦ χι­λιά­δων Ἑλ­­λή­νων κατὰ τὴν εἴ­σο­δο τῶν κε­μα­λι­κῶν στρα­τευ­μά­των στὶς μέρες 13-22 Σε­πτεμ­βρίου (μὲ τὸ νέο ἡ­με­ρολό­γιο), θύ­μα­τα «συ­νω­στι­σμοῦ» κατὰ τὴν —τουρ­κό­δου­λης πο­λι­τι­κῆς ἐμπνεύ­σε­ως— ἀ­να­θεω­ρη­τι­κὴ ἱ­στο­ρι­κὴ «ἐ­πι­στή­μη».

Σ.τ.Ἐκ­δό­τη


Ο ΠΑΡΑΞΕΝΟ ἦταν, εἶ­πε, πῶς ἔσκου­ζαν κά­θε βρά­δυ τά με­σά­νυ­χτα. Δέν ξέ­ρω για­τί ἔσκου­ζαν κεί­νη τήν ὥρα. Ἤμα­σταν στό λι­μά­νι κι αὐ­τοί ἦσαν ὅλοι πά­νω στήν προ­κυ­μαία καί τά με­σά­νυ­χτα ἄρ­χι­ζαν νά σκού­ζουν. Στρέ­φα­με τόν προ­βο­λέα πά­νω τους γιά νά τούς κά­νου­με νά σω­πά­σουν. Πάν­τα ἔπια­νε τό κόλ­πο. Ἀνε­βο­κα­τε­βά­ζα­με τόν προ­βο­λέα δυό-τρεῖς φο­ρές πά­νω τους κι αὐ­τοί στα­μά­τα­γαν.

       Μιά φο­ρά ἤμουν ὁ ἐπι­κε­φα­λής ἀξιω­μα­τι­κός στήν προ­κυ­μαία κι ἕνας Τοῦρ­κος ἀξιω­μα­τι­κός ἦρ­θε κα­τα­πά­νω μου μέ τρο­μα­κτι­κή ὀρ­γή ἐπει­δή κά­ποιος ἀπό τούς ναύ­τες μας τόν εἶ­χε προ­σβά­λει βά­ναυ­σα. Τοῦ εἶ­πα λοι­πόν ὅτι ὁ ναύ­της θά γύ­ρι­ζε στό κα­ρά­βι καί θά τι­μω­ρεῖ­το αὐ­στη­ρά. Τοῦ ζή­τη­σα νά μοῦ τόν δεί­ξει. Ἔτσι μοῦ ἔδει­ξε κά­ποιον πυ­ρο­βο­λη­τή, ἕναν ἐν­τε­λῶς ἄκα­κο τύ­πο. Εἶ­πε ὅτι τόν εἶ­χε προ­σβά­λει κα­τ’ ἐπα­νά­λη­ψη μέ τόν χει­ρό­τε­ρο τρό­πο· μοῦ μι­λοῦ­σε μέ­σω διερ­μη­νέα. Δέν μπο­ροῦ­σα νά φαν­τα­στῶ ὅτι ὁ πυ­ρο­βο­λη­τής ἤξε­ρε ἀρ­κε­τά Τουρ­κι­κά γιά νἄ­ναι προ­σβλη­τι­κός. Τόν φώ­να­ξα καί τοῦ εἶ­πα:

       «Καί στήν πε­ρί­πτω­ση πού μί­λη­σες σέ κά­ποιον Τοῦρ­κο ἀξιω­μα­τι­κό.»

       «Δέν μί­λη­σα μέ κα­νέ­ναν ἀπ’ αὐ­τούς, κύ­ριε.»

       «Εἶ­μαι ἀρ­κε­τά βέ­βαιος γι’ αὐ­τό,» εἶ­πα, «ἀλ­λά καλ­λί­τε­ρα πή­γαι­νε πί­σω στό πλοῖο καί μήν ξα­να­βγεῖς στή στε­ριά γιά σή­με­ρα.»

       Με­τά εἶ­πα στόν Τοῦρ­κο ὅτι ὁ ἄν­τρας στάλ­θη­κε στό πλοῖο καί ὅτι θ’ ἀν­τι­με­τω­πι­ζό­ταν αὐ­στη­ρά. Ἐν­δε­λε­χῶς αὐ­στη­ρά. Ἔνιω­σε ὑπέ­ρο­χα μ’ αὐ­τό. Γί­να­με πο­λύ κα­λοί φί­λοι. Τό χει­ρό­τε­ρο, εἶ­πε, ἦσαν οἱ γυ­ναῖ­κες μέ τά νε­κρά μω­ρά. Δέν μπο­ροῦ­σες νά τίς πεί­σεις ν’ ἀφή­σουν τά νε­κρά μω­ρά τους. Κρα­τοῦ­σαν μω­ρά νε­κρά ἕξι μέ­ρες. Δέν τ’ ἄφη­ναν. Δέν μπο­ροῦ­σες νά κά­νεις τί­πο­τα. Στό τέ­λος ἔπρε­πε ἐμεῖς νά τούς τά πά­ρου­με. Ὕστε­ρα ὑπῆρ­χε μιά γριά, μιά ἐν­τε­λῶς ἀσυ­νή­θι­στη πε­ρί­πτω­ση. Τὄ­πα σ’ ἕναν για­τρό καί μοῦ εἶ­πε πώς ἔλε­γα ψέ­μα­τα. Ἐκεί­νη τήν ὥρα τούς ἀπο­μα­κρύ­να­με ἀπό τήν ἀπο­βά­θρα, ἔπρε­πε ν’ ἀπο­μα­κρύ­νου­με τά πτώ­μα­τα, κι αὐ­τή ἡ γριά ἦταν ξα­πλω­μέ­νη πά­νω σ’ ἕνα εἶ­δος φο­ρεί­ου. Μοῦ εἶ­παν, «Θά τῆς ρί­ξε­τε μιά μα­τιά, κύ­ριε;»

       Τήν κοί­τα­ξα λοι­πόν κι ἀκρι­βῶς ἐκεί­νη τή στιγ­μή πέ­θα­νε κι ἔγι­νε ἐν­τε­λῶς ἄκαμ­πτη. Τά πό­δια της μα­ζεύ­τη­καν κι ἀνα­ση­κώ­θη­κε ἀπό τή μέ­ση καί πά­νω κι ἔμει­νε ἐν­τε­λῶς ἄκαμ­πτη. Ἀκρι­βῶς σάν νἄ­ταν πε­θα­μέ­νη ὅλη νύ­χτα. Ἦταν τε­λεί­ως νε­κρή κι ἀπο­λύ­τως ἄκαμ­πτη. Τό εἶ­πα σ’ ἕναν για­τρό καί μοῦ εἶ­πε πώς ἦταν ἀδύ­να­τον.

       Ἦσαν ὅλοι ἐκεῖ ἔξω πά­νω στήν ἀπο­βά­θρα καί δέν ἔμοια­ζε κα­θό­λου μέ σει­σμό ἤ κά­τι πα­ρό­μοιο ἐπει­δή πο­τέ δέν ἤξε­ραν γιά τούς Τούρ­κους. Πο­τέ δέν γνώ­ρι­ζαν τί θἄ­κα­νε ὁ γε­ρο-Τοῦρ­κος. Θυ­μᾶ­σαι τό­τε πού μᾶς διέ­τα­ξαν νά μήν ξα­νάρ­θου­με νά πά­ρου­με ἄλ­λους; Εἶ­χα τρο­μο­κρα­τη­θεῖ ἐκεῖ­νο τό πρωί πού μπή­κα­με. Εἶ­χε ἕνα σω­ρό πυ­ρο­βο­λαρ­χί­ες καί μπο­ροῦ­σε νά μᾶς βου­λιά­ξει ἄνε­τα. Ἐπρό­κει­το νά μποῦ­με, θά περ­νού­σα­με κον­τά ἀπό τήν προ­κυ­μαία, θά ρί­χνα­με τίς ἐμ­πρός καί τίς πί­σω ἄγ­κυ­ρες καί με­τά θά βομ­βαρ­δί­ζα­με τήν Τουρ­κι­κή συ­νοι­κία τῆς πό­λης. Ἐκεῖ­νοι θά μᾶς βύ­θι­ζαν ἀλ­λά ἐμεῖς θά κά­να­με τήν πό­λη κό­λα­ση. Μᾶς ἔρι­ξαν μό­νο με­ρι­κές βο­λές ἄσφαι­ρες ἐνό­σῳ μπαί­να­με. Ὁ Κε­μάλ κα­τέ­βη­κε καί ἀπέ­λυ­σε τόν Τοῦρ­κο διοι­κη­τή. Γιά κα­τά­χρη­ση ἐξου­σί­ας ἤ κά­τι τέ­τοιο. Εἶ­χαν πά­ρει τά μυα­λά του ἀέ­ρα. Θά γι­νό­ταν κό­λα­ση.

       Θυ­μᾶ­σαι τό λι­μά­νι. Εἶ­χε πολ­λά ὡραῖα πράγ­μα­τα νά ἐπι­πλέ­ουν δῶ­θε-κεῖ­θε μέ­σα ἐκεῖ. Αὐ­τή ἦταν ἡ πρώ­τη φο­ρά στή ζωή μου πού ἄρ­χι­σα νά ὀνει­ρεύ­ο­μαι διά­φο­ρα. Δέν σέ πεί­ρα­ζαν οἱ γυ­ναῖ­κες πού γεν­νοῦ­σαν ὅπως κι ἐκεῖ­νες μέ τά νε­κρά μω­ρά. Πά­νω τους. Ἐκ­πλη­κτι­κό τό πό­σες λί­γες ἀπό κεῖ­νες πέ­θα­ναν. Τίς σκέ­πα­ζες μέ κά­τι καί τίς ἄφη­νες νά τό πε­ρά­σουν. Πάν­τα διά­λε­γαν τό πιό σκο­τει­νό μέ­ρος στό ἀμ­πά­ρι νά γεν­νή­σουν. Κα­μιά τους δέν νοια­ζό­τα­νε γιά τί­πο­τα μό­λις φεῦ­γαν ἀπό τήν προ­κυ­μαία.

       Κι οἱ Ἕλ­λη­νες κα­λοί τύ­ποι ἦσαν ἐπί­σης. Με­τά τήν ἀπο­χώ­ρη­ση εἶ­χαν κι ὅλα τά ὑπο­ζύ­για πού δέν μπο­ροῦ­σαν νά τά πά­ρου­νε μα­ζί, ὁπό­τε τούς ἔσπα­γαν τά μπρο­στι­νά πό­δια καί τἄ­σπρω­χναν στ’ ἀβα­θῆ. Ὅλα ἐκεῖ­να τά μου­λά­ρια μέ τά σπα­σμέ­να πό­δια σπρωγ­μέ­να καί ριγ­μέ­να στά ρη­χά. Ὅλα ἦταν μιά ὡραία δου­λειά. Στό λό­γο μου, ναί, ἦταν μιά ὡραία δου­λειά.


Πη­γή:

chrome-extension://efaidnbmnnnibpcajpcglclefindmkaj/https://bpb-us-w2.wpmucdn.com/blogs.cofc.edu/dist/8/830/files/2017/01/On-the-Quai-px3wcb.pdf

 

Ὁ Ἔρνεστ Χέμινγουέϊ τό 1923. Φωτογραφία διαβατηρίου.
Ἀμερικανικά Ἐθνικά Ἀρχεῖα.

Σχό­λιο τῆς με­τα­φρά­στριας Νατάσας Ζαχαροπούλου

γιά τό πε­ζό τοῦ Ἔ.Χ. «Στό Καί τῆς Σμύρ­νης»

βα­σι­σμέ­νο σέ με­γά­λο βαθ­μό στά ἑξῆς ἄρ­θρα:

  1. «Reality of the Magic of the East»: Hemingway on the Greco-Turkish War and the Refugee Procession in Eastern Thrace τοῦ Çiğdem Oğuz, ποὺ δη­μο­σιεύ­τη­κε στὸ N° 40, 4 | 2019 τῆς ἐπι­θε­ώ­ρη­σης Diacronie. Studi di Storia Conteporanea.

https://journals.openedition.org/diacronie/12459?lang=en#ftn5

  1. «Ernest Hemingway’s Experience During the Greek Genocide» πού δη­μο­σιεύ­θη­κε στό Greek Genocide—Resource Center.

https://www.greek-genocide.net/index.php/overview/other/ernest-hemingways-experience-during-the-greek-genocide?utm_source

  1. 20 Οκτω­βρί­ου 1922: «Ὁ Ἔρ­νεστ Χέ­μιν­γουέϊ γρά­φει γιά τή φρί­κη τῆς ἐκ­κέ­νω­σης τῆς Θρά­κης», πού δη­μο­σιεύ­θη­κε στό Pontos News

https://www.pontosnews.gr/426212/san-simera-ston-ponto-kai-allou/20-oktovriou-1922-o-ernest-chemingouei-grafe/

ΤΟ «OΝ ΤΗΕ QUAI AT SMYRNA» δη­μο­σιεύ­θη­κε πρώ­τη φο­ρά στήν ἔκ­δο­ση Scribner’s τοῦ 1930, στή συλ­λο­γή δι­η­γη­μά­των In Our Time, μέ τί­τλο «Εἰ­σα­γω­γή ἀπό τόν συγ­γρα­φέα». Ὅμως, κα­θώς θε­ω­ρή­θη­κε κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀπό ἕνα σύν­το­μο χρο­νο­γρά­φη­μα, στήν ἔκ­δο­ση τοῦ 1938 The Fifth Column and the First Forty-Nine Stories με­το­νο­μά­στη­σε «On the Quai at Smyrna», ἀν­τι­κα­θι­στών­τας τό «Indian Camp», τό ὁποῖο ἦταν ὥς τό­τε τό πρῶ­το δι­ή­γη­μα τῆς συλ­λο­γῆς.

       Τόν Αὔ­γου­στο καί ἕ­ως τά με­σα Σε­πτεμ­βρίου τοῦ 1922 ὁ Ἔρ­νεστ Χέ­μιν­γουέϊ δέν βρι­σκό­ταν στή Σμύρ­νη ἤ ὁπου­δή­πο­τε ἀλ­λοῦ στήν Ὀθω­μα­νι­κή Αὐ­το­κρα­το­ρία. Ἦταν στήν Εὐ­ρώ­πη (κυ­ρί­ως στό Πα­ρί­σι), ἐρ­γα­ζό­με­νος ὡς πο­λε­μι­κός ἀν­τα­πο­κρι­τής γιά τήν Κα­να­δι­κή ἐφη­με­ρί­δα Toronto Star Weekly.

       Ὡστό­σο, ἤδη ὁ Διε­θνής Τύ­πος ἀπό τήν 8η/9/1922 δη­μο­σί­ευε τη­λε­γρα­φή­μα­τα καί ἄρ­θρα γιά ὅσα συ­νέ­βαι­ναν στή Μι­κρά Ἀσία. Τήν 15η καί 16η /9/1922 φτά­νουν τη­λε­γρα­φή­μα­τα στόν Guardian, ἕνα ἀπό τά ὁποῖα ἀνα­φέ­ρει «τρό­μος με­γά­λος κυ­ριεύ­ει τίς ἐλ­λη­νι­κές καί ἀρ­με­νι­κές συ­νοι­κί­ες. Ανα­φέ­ρον­ται πε­ρισ­σό­τε­ροι ἀπό 1000 νε­κροί καί 60000 πρό­σφυ­γες στούς μώ­λους, πού πε­θαί­νουν ἀπό πεί­να καί δί­ψα». Ἀνα­φο­ρές στά γε­γο­νό­τα κά­νουν ἐκεῖ­νες τίς ἡμέ­ρες κι ἄλ­λες ἐφη­με­ρί­δες ὅπως οἱ New York Times, οἱ Washing­ton Times κ.λπ.

   Ὁ Χέ­μιν­γουέϊ με­τά τά μέ­σα Σε­πτεμ­βρί­ου 1922 βρί­σκε­ται στή Σό­φια, κα­θ’ ὁδόν πρός τήν Πό­λη, ἀπ’ ὅπου στέλ­νει τό πρῶ­το τη­λε­γρά­φη­μα στήν Toronto Star μέ τί­τλο «Οἱ Βρε­τα­νοί μπο­ροῦν νά σώ­σουν τήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη». Στην Κων­σταν­τι­νού­πο­λη, ἡ ὁποία βρι­σκό­ταν ὑπό κα­το­χή, φτά­νει τήν 29η/9/1922. Ἐκεῖ ὑπῆρ­χε με­γά­λη ἔν­τα­ση, κα­θώς οἱ Τοῦρ­κοι ἐθνι­κι­στές προ­ή­λαυ­ναν γιά ν’ ἀνα­κτή­σουν τήν πρω­τεύ­ου­σα ἀπό τίς δυ­νά­μεις κα­το­χῆς, με­τά τίς νι­κη­φό­ρες ἐπι­χει­ρή­σεις τους κα­τά τοῦ ἑλ­λη­νι­κοῦ στρα­τοῦ καί κυ­ρί­ως με­τά τήν κα­τά­λη­ψη τῆς Σμύρ­νης τήν 8η/9/1922. Ὁ Ἔ.Χ. γρά­φει γιά τήν Πό­λη:

«Ἀπ’ ὅλα ὅσα εἶ­χα δεῖ πο­τέ στόν κι­νη­μα­το­γρά­φο, ἡ Σταμ­πούλ θἄ­πρε­πε νἄ­ταν λευ­κή, λαμ­πε­ρή καί ἀπει­λη­τι­κή. Ἀν­τί γι’ αὐ­τό τά σπί­τια μοιά­ζουν μέ σκί­τσα τοῦ Χήθ Ρόμ­πιν­σον, ξε­ρά σάν προ­σά­ναμ­μα, στό χρῶ­μα τῶν πα­λιῶν, ξε­θω­ρια­σμέ­νων φρα­κτῶν, γε­μᾶ­τα μι­κρά πα­ρα­θυ­ρά­κια. Σκορ­πι­σμέ­νοι στήν πό­λη ὑψώ­νον­ται μι­να­ρέ­δες. Μοιά­ζουν μέ βρώ­μι­κα, λευ­κά κε­ριά πού πε­τά­γον­ται χω­ρίς φα­νε­ρό λό­γο. Τό τραῖ­νο περ­νά­ει μπρο­στά ἀπό τό πα­λιό, κοκ­κι­νω­πό βυ­ζαν­τι­νό τεῖ­χος καί μπαί­νει ξα­νά σέ μιά σή­ραγ­γα. Κα­θώς ξα­να­βγαί­νει δια­κρί­νεις σπο­ρα­δι­κά κά­τι τζα­μιά πού μοιά­ζουν μέ μα­νι­τά­ρια, πάν­τα μέ τούς μι­να­ρέ­δες στό ἴδιο βρώ­μι­κο λευ­κό. Ὅταν βλέ­πεις τί χρῶ­μα παίρ­νει ἕνα λευ­κό που­κά­μι­σο μέ­σα σέ δώ­δε­κα ὧρες, κα­τα­λα­βαί­νεις τί χρῶ­μα παίρ­νει ἕνας λευ­κός μι­να­ρές σέ τε­τρα­κό­σια χρό­νια.»[............................................................................................]

 ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΤΕ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ

103 Χρόνια πρίν (13.09.2022)

Ὁ Ἔρνεστ Χέμινγουαίη

καὶ Ἡ Καταστροφὴ τῆς Σμύρνης

  

στὴν μνήμη τῶν θυμάτων

τῆς τουρκικῆς γενοκτονίας

 

στὸ ἱστολόγιο Πλανόδιον - Ἱστορίες Μπονζάι:

https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/2025/09/13/ernest-hemingway-sto-quai-tis-smyrnis/     

 

* Μετάφραση - Ἐπίμετρο: Νατάσα Ζαχαροπούλου *

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: