Κωνσταντίνος Τζαμιώτης: συνέντευξη στη δημοσιογράφο Κωνσταντίνα Δρακουλάκου
Ο Κωνσταντίνος Τζαμιώτης γεννήθηκε το 1970 στη Λάρισα. Σπούδασε κινηματογράφο. Ζει στην Αθήνα. Βιβλία του: Η πόλη και η σιωπή (2013), Η εφεύρεση της σκιάς (2008), Παραβολή (2006), Ο βαθμός δυσκολίας (2005), Βαθύ πηγάδι (2003), Η συνάντηση (2002). Διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά, ανθολογίες και συλλογικές εκδόσεις. Το πρώτο του θεατρικό έργο, Ουδέτερη ζώνη, απέσπασε Κρατικό Βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου θεατρικού συγγραφέα. Το έργο του Μια εξαιρετικά απλή δουλειά περιλήφθηκε στην Ευρωπαϊκή Ανθολογία Θεάτρου. Κείμενά του, καθώς και άρθρα για θέματα πολιτισμού και σύγχρονης τέχνης, έχουν μεταφραστεί σε αρκετές γλώσσες. Από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο κυκλοφορούν τα βιβλία του: Το πέρασμα (2016 – Athens Prize for Literature), το οποίο μεταφράστηκε στη Γαλλία από τις εκδόσεις Actes Sud, Ίσως την επόμενη φορά (2017), Η πολιτεία των παπουτσιών και ο ξυπόλυτος Ιππόλυτος (παιδικό, 2019), Σε ποιον ανήκει η κόλαση (2019) και Θα πέσει η νύχτα (2025), το οποίο μας έδωσε την αφορμή για την ακόλουθη συνέντευξη.
Πώς γεννήθηκε η ιδέα για το νέο σας μυθιστόρημα, Θα πέσει η νύχτα; Υπήρξε κάποιο πραγματικό γεγονός που σας ενέπνευσε;
Δεν θα έλεγα πως υπήρξε κάποιο συγκεκριμένο γεγονός. Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα και ο τρόπος που τη «διαβάζω» κάθε φορά είναι η μήτρα των ιστοριών μου. Ζούμε σε μια ταραγμένη περίοδο, αυτό από μόνο του είναι ανησυχητικό.
Το βιβλίο εκτυλίσσεται σε μια εποχή κρίσης και ακραίας αστάθειας. Πόσο συνδέεται αυτή η συνθήκη με την ελληνική πραγματικότητα των τελευταίων ετών;
Η ελληνική πραγματικότητα των τελευταίων δεκαπέντε χρόνων (για να μην πάω ακόμα πιο πίσω) είναι ο ορισμός αυτού που λέμε «εποχή κρίσεων και ακραίας αστάθειας». Ως εκ τούτου, οι ήρωες του βιβλίου και όσα βιώνουν είναι απόρροια ενός εκμαυλισμένου, χρεοκοπημένου πνευματικά και ηθικά περιβάλλοντος, ιδανικού μόνο για ανθρώπους με περιορισμένες προσδοκίες και κοινότοπα όνειρα. Έλα όμως που μαζί με τα κοπάδια που πάνε πάντοτε με το ρεύμα υπάρχουν και οι σολομοί…
Οι ήρωες του βιβλίου μοιάζουν να ακροβατούν ανάμεσα στον ηρωισμό και την αυτοσυντήρηση. Ποια ήταν η πρόθεσή σας στη διαχείριση των χαρακτήρων;
Πρώτο μου μέλημα ήταν να καταφέρω να τους παρουσιάσω σάρκινους. Γεμάτους αντιφάσεις και ρωγμές, όπως είμαστε όλοι μας. Ακόμα και οι καλύτεροι, ικανότεροι και ευφυέστεροι από τους χαρακτήρες είναι λαβωμένοι και επιβαρυμένοι. Κάτι τέτοιο αυξάνει τον βαθμό δυσκολίας του εγχειρήματος, μα προσθέτει πολυπλοκότητα και αποτελεί πρώτης τάξης υλικό.
Η λογοτεχνία πάντοτε ξεσκέπαζε τους συλλογικούς παραλογισμούς.
Πιστεύετε ότι οι κοινωνίες μπορούν να προστατεύσουν την ανθρωπιά τους υπό ακραίες πιέσεις;
Όταν επικρατούν η σύνεση και η αλληλεγγύη, ασφαλώς και ναι. Έτσι καταφέραμε να φτάσουμε μέχρι εδώ. Φυσικά, υπάρχουν καταστάσεις –όπως ο πόλεμος ή κάποια τεράστια φυσική καταστροφή– που εξαρθρώνουν το κοινωνικό συμβόλαιο που κρατά έστω υποτυπωδώς σε ενότητα τις κοινωνίες μας.
Η γραφή σας είναι συμπαγής, σχεδόν κινηματογραφική. Σας έχει επηρεάσει ο κινηματογράφος συγγραφικά;
Δεν θα το έλεγα. Αν και ο κινηματογράφος σού μαθαίνει πως δεν πρέπει να περισσεύει ούτε μία λέξη.
Υπάρχει κάποια πολιτική ή φιλοσοφική τοποθέτηση που θέλατε να μεταφέρετε μέσα από το βιβλίο σας;
Το βιβλίο γράφτηκε γιατί είχα την ανάγκη να θέσω στον εαυτό μου κάποια ερωτήματα. Νομίζω πως έτσι γίνεται με κάθε βιβλίο μου.
Ο φόβος είναι διάχυτος στο μυθιστόρημα. Είναι κυρίως κινητήρια δύναμη ή παραλυτικό συναίσθημα;
Οι μισές από τις δεξιότητες που έχουμε ως είδος οφείλονται στο αίσθημα του φόβου. Δεν υπάρχει ωστόσο ένα είδος φόβου, ούτε επιδρά το ίδιο στον καθένα. Κάποιον τον κρατά σε δημιουργική επιφυλακή, κάποιον άλλον τον παραλύει. Ως εκ τούτου, οι χαρακτήρες του μυθιστορήματος κατατρύχονται από διαφορετικούς φόβους και αντιδρούν κατά περίσταση.
Οι μόνοι εχθροί του μυθιστοριογράφου είναι η ματαιοδοξία και η κλειστή κοινωνία.
Υπάρχει ελπίδα στο τέλος του μυθιστορήματος ή κυριαρχεί το σκοτάδι;
Ασφαλώς και υπάρχει ελπίδα. Ο κόσμος του μυθιστορήματος δεν είναι ένας κατεστραμμένος κόσμος. Λαβωμένος ναι, χαμένος όμως όχι. Αρκεί να παραδεχτεί κανείς πως η φθορά αποτελεί κάτι φυσικό.
Ποιο ήταν το πιο δύσκολο κομμάτι κατά τη συγγραφή του;
Νομίζω πως αφιέρωσα περισσότερο χρόνο και κόπο στον σχεδιασμό του παρά στη συγγραφή του. Δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς με ένα τόσο πολυπλόκαμο και πολυπρόσωπο μυθιστόρημα. Αλλά υπήρξε μια διαδικασία συναρπαστική.
Στο μυθιστόρημά σας μοιάζει να σας απασχολεί όχι απλώς η συνέπεια απέναντι σε μια ηθική στάση, αλλά η ίδια η αγωνία της ύπαρξης. Πόσο δύσκολο είναι να αγγίξει κανείς τέτοια θεμελιώδη ζητήματα χωρίς να καταφύγει σε διδακτισμό;
Ένας συγγραφέας δεν πρέπει να ανησυχεί μήπως γίνει δυσάρεστος. Η λογοτεχνία δεν πρέπει να γίνει μέρος της βιομηχανίας του θεάματος, ούτε προϊόν που ελέγχεται από την αγορά και τους κανόνες της. Η λογοτεχνία (τουλάχιστον η λογοτεχνία που εγώ αναγνωρίζω ως τέτοια) πάντοτε στηλίτευε και ήλεγχε την εξουσία, πάντοτε σήκωνε καθρέφτες που μαρτυρούν πως ο πολιτισμός πηγαίνει ανέκαθεν χέρι χέρι με τη βαρβαρότητα, η λογοτεχνία πάντοτε ξεσκέπαζε τους συλλογικούς παραλογισμούς. Αν την απογυμνώσεις από την κριτική της διάσταση, έχεις μόνο λεξούλες στη σειρά που σε βοηθούν να περάσεις την ώρα σου χωρίς προβληματισμό.
Πού τοποθετείτε τα όρια μεταξύ κοινωνικής ευαισθησίας και συγγραφικής ελευθερίας;
Δεν βλέπω πώς αυτά τα δύο μπορούν να λειτουργήσουν ανταγωνιστικά. Θα το καταλάβαινα αν έγραφα πολιτικά δοκίμια ή δημοσιολογούσα υπηρετώντας κάποιο συγκεκριμένο πολιτικό αφήγημα. Αλλά υπηρετώ τη λογοτεχνία. Γράφω μυθοπλασία. Οι μόνοι εχθροί του μυθιστοριογράφου είναι η ματαιοδοξία και η κλειστή κοινωνία.
Ο Νίκος, όπως και άλλοι ήρωές σας, έρχεται αντιμέτωπος με την ωμότητα της Ιστορίας. Πιστεύετε πως η μνήμη είναι απαραίτητο στοιχείο της αυτογνωσίας;
Εδώ θα ακουστώ κάπως πιο κατηγορηματικός. Όντως πιστεύω πως όποιος δεν ξέρει από πού έρχεται δεν ξέρει και πού πηγαίνει. Πράγμα απελευθερωτικό ίσως για τα εξαιρετικά πνεύματα, μα ολέθριο για τις μάζες.
Στις σελίδες του βιβλίου συνυπάρχουν βία, διαφθορά και φόνος, μαζί με τρυφερότητα, συγχώρεση και δημιουργία. Είναι η ζωή ένα διαρκές εκκρεμές μεταξύ αυτών των άκρων;
Έτσι είναι το πανηγύρι που ονομάζουμε ζωή: ένα συνεχές πηγαινέλα από το φως στο σκοτάδι.
Υπήρχε μια συνειδητή πρόθεση να συλλάβετε την «ανθρώπινη κωμωδία» της σύγχρονης Ελλάδας ή αυτό προέκυψε φυσικά;
Δεν πρόκειται για κάτι που προέκυψε συνειδητά. Ισχύει, ωστόσο. Είναι μια απόφαση που πάρθηκε σχεδόν ερήμην μου ήδη από το 2008 και την Εφεύρεση της σκιάς, ακολούθησε το 2013 το Η πόλη και η σιωπή, μετέπειτα το 2016 Το πέρασμα, τώρα έρχεται το Θα πέσει η νύχτα. Όλα τους έχουν ως φόντο τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Το βρίσκω φυσικό. Ζω εδώ, γράφω για ανθρώπους του καιρού μας, αυτοί είναι που με ενδιαφέρουν κυρίως, παρότι τολμώ να πω πως, μετά τα λογοτεχνικά βιβλία, τα πιο αγαπημένα αναγνώσματά μου σχετίζονται με την Ιστορία της νεότερης Ελλάδας.
Έχουν πει πως το έργο σας είναι ίσως το πιο «καθολικό» ελληνικό μυθιστόρημα των τελευταίων ετών. Πώς αντιμετωπίζετε τέτοιες κρίσεις;
Κάθε ανάγνωση είναι απλά μια ανάγνωση, τίποτα παραπάνω απ’ αυτό. Τα βιβλία ανήκουν στους αναγνώστες από τη στιγμή που φεύγουν από τα χέρια των συγγραφέων τους. Τα υπόλοιπα είναι δουλειά του χρόνου.
Ο τρόπος που αναπαριστάτε τις κοινωνικές ομάδες θυμίζει έντονα την Ανθρώπινη κωμωδία του Μπαλζάκ. Υπάρχει πίσω από αυτό κάποια συγγραφική πρόθεση ή συνομιλία με την ευρωπαϊκή παράδοση;
Ασφαλώς και υπάρχουν συγγένειες, ασφαλώς και υπάρχουν φωνές που αποτέλεσαν και αποτελούν παραδείγματα για μένα. Αγαπώ ιδιαίτερα κάποιους γερμανόφωνους συγγραφείς του μεσοπολέμου. Ο Μπροχ, ο Μούζιλ, ο Κανέτι, ο Φάλαντα υπήρξαν δάσκαλοί μου. Αλλά δεν είναι οι μόνοι. Για πολλούς και πολύ διαφορετικούς λόγους αγαπώ εξίσου τον Γιασάρ Κεμάλ, τον Θεοτόκη, τον Ντίκενς, τον Χάρντι, τον Πικρό, τον Φραγκιά. Ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου έχει επίσης ο Μπολάνιο.
Το μυθιστόρημά σας δεν κάνει θόρυβο με πειραματισμούς, αλλά εντυπωσιάζει με την καθαρότητά του. Αυτό είναι περισσότερο θέμα τεχνικής ή προσωπικής στάσης απέναντι στη γραφή;
Νεότερος υπήρξα πιο κρυπτικός, πιο «δύσκολος», πιο εξεζητημένος ίσως. Αναζητούσα φαίνεται στους νεωτερισμούς όσα έλειπαν από τη φωνή μέσα μου. Εδώ και πολύ καιρό αυτό έχει αλλάξει. Πια, το μόνο που επιθυμώ είναι να γράφω ιστορίες με απλό και συγκινητικό τρόπο.
Κλείνοντας, ποια θα ήταν η μία φράση που θα αφήνατε στους αναγνώστες ως πυξίδα για να μπουν στον κόσμο του Θα πέσει η νύχτα;
«Δεν υπάρχει μεγαλύτερη απόσταση από τον ξένο χρόνο». Ως ξένο χρόνο, αντιλαμβάνομαι την επιθυμία και την ανάγκη του άλλου. Είμαστε ήδη πάρα πολλοί. Και μιας και είμαστε αναγκασμένοι να ζούμε ο ένας δίπλα στον άλλον, πρέπει να μάθουμε πώς να συνεχίσουμε να συνυπάρχουμε.
**********************************
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου