Η ευαισθησία* του φιλολόγου και ο ναζισμός
Γιος ραβίνου, ο Βίκτορ Κλέμπερερ θεωρούσε τον εαυτό του αφομοιωμένο Εβραίο, θαύμαζε τον Βολταίρο και τον Μοντεσκιέ και δίδασκε ρωμανικές γλώσσες και γαλλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Δρέσδης. Υπέστη τις ναζιστικές διακρίσεις, την περιθωριοποίηση και την καταστολή ως Εβραίος, διέφυγε την εκτόπιση αρχικά χάρη στην «άρια» σύζυγό του και στο τέλος του πολέμου χάρη στους συμμαχικούς βομβαρδισμούς. Κρατούσε ημερολόγια επί πολλά χρόνια, καταγράφοντας, μέσα σε καθεστώτα που άλλαζαν, την αυτοκρατορική, τη δημοκρατική, την εθνικοσοσιαλιστική και την κομμουνιστική καθημερινότητα στη Γερμανία. Στις σημειώσεις του, από το 1933 έως το 1945, γίνεται χρονικογράφος και γλωσσολόγος ταυτόχρονα, παρατηρητής και εμπλεκόμενος, αγωνίζεται για τη διανοητική του επιβίωση αναλαμβάνει, με την τήρηση του ημερολογίου, μια ριψοκίνδυνη χειρονομία αντίστασης στην τυραννία και την απελπισία.
Με τα λόγια της Βίκυς Ιακώβου, στο εξαιρετικό της επίμετρο στην ελληνική έκδοση της Γλώσσας του Τρίτου Ράιχ, «αλλάζει τους όρους μιας ριζικά ασύμμετρης εξουσιαστικής σχέσης». Αμείλικτος παρατηρητής, κατέγραφε με κάθε λεπτομέρεια ένα λεξιλόγιο που διαδιδόταν και γινόταν κυρίαρχο στη γλώσσα που γραφόταν στις εφημερίδες, σε φυλλάδια, σε πινακίδες, τη γλώσσα που μιλιόταν στις συζητήσεις στον δρόμο, στο εργοστάσιο, παντού. Επρόκειτο για τη νέα γλώσσα που ανεπαίσθητα, ύπουλα και καταιγιστικά, επέβαλλε ο ναζισμός. Μια ολοκληρωτική γλώσσα, υπό την έννοια μιας γλώσσας που εμποδίζει τη σκέψη, περιλαμβάνει μόνον ό,τι επιτρέπεται να ειπωθεί, αποκλείει και εντέλει καλεί στον φόνο της ετερότητας.
Η Lingua Tertii Imperii, που πρωτοεκδόθηκε το 1947, προέκυψε από την επεξεργασία του ημερολογίου των χρόνων του ναζισμού, και γράφτηκε αμέσως μετά το τέλος του πολέμου, το 1945 και το 1946, στην περιοχή της Γερμανίας που βρισκόταν υπό σοβιετικό έλεγχο. Το βιβλίο αποτελείται από 36 σύντομα δοκίμια στα οποία ο Κλέμπερερ παρατηρεί, στοχάζεται, διερωτάται και αναλύει όψεις της διαστρέβλωσης της γλώσσας από τον εθνικοσοσιαλισμό. Ως φιλόλογος πιστεύει ότι η γλώσσα αποκαλύπτει: υφίσταται και εκφράζει τον ναζισμό, τη συλλογική σκέψη της εποχής. Οι ναζί διέστρεψαν τη χρήση των λέξεων με αποτέλεσμα να παραλύσει η κριτική ικανότητα των ομιλητών, οι οποίοι πρόθυμα υποτάχθηκαν, παύοντας να ορίζουν πλέον ελεύθερα τη βούλησή τους. Η εσωτερική ζωή των ανθρώπων, η ψυχική τους ύπαρξη και τα συναισθήματα καθορίζονταν από τη νέα γερμανική γλώσσα του Γ’ Ράιχ, που αναδύθηκε μέσα από μια μορφή του ρομαντισμού του 19ου αιώνα που εξυμνούσε την ιδέα της δύναμης και του πάθους σε βάρος της ορθολογικής σκέψης. Τα κλισέ, τα συνθήματα, οι εκφράσεις που υιοθετήθηκαν είχαν τη δύναμη να διαστρεβλώνουν την αντίληψη της πραγματικότητας. Η νέα γλώσσα μιλούσε όσους υπάκουαν στο νέο καθεστώς.
Οι πτυχές της γλώσσας και της συνομιλίας που αναλύει ο Κλέμπερερ αποκαλύπτουν πώς, παρά την πενία της, η γλώσσα έγινε παντοδύναμο εργαλείο άσκησης βίας και κυριαρχίας, επιβάλλοντας μια τρομακτική ομοιομορφία, διαδίδοντας μηνύματα και εντολές που εξάλειφαν κάθε αντίσταση. Λίγα παραδείγματα που φέρνουν στην επιφάνεια η παρατηρητικότητα και η ευαισθησία του φιλολόγου:
Η αριθμητική υπερβολή που κάλυπτε ξεδιάντροπα ψέματα, στις πολεμικές αναφορές για παράδειγμα, και η αδιάκοπη και καταχρηστική επίκληση υπερθετικών στόχευαν στην απονομιμοποίηση κάθε αμφιβολίας. Οτιδήποτε αφορούσε τον εθνικοσοσιαλισμό όφειλε να είναι «μοναδικό» ή να έχει «ιστορική σημασία», είτε επρόκειτο για μια ασήμαντη διπλωματική συνάντηση είτε για το άνοιγμα ενός αυτοκινητόδρομου.
Μηχανικές έννοιες, λέξεις από το πεδίο της τεχνολογίας εξαπλώθηκαν: η τεχνολογική μεταφορά αναφερόταν όχι σε καταστάσεις και πραγματικότητες αλλά απευθείας στα άτομα, στους ανθρώπους που «ευθυγραμμίζονταν» με την απόλυτη ομοιομορφία που επιφέρει η χρήση ενός διακόπτη.
Αρνητικοί άλλοτε όροι και επίθετα, όπως το «φανατικός», έλαβαν θετικό πρόσημο και χρησίμευαν για να καμφθούν οι ηθικές αναστολές. Κάποιος μπορούσε να είναι «φανατικός καλλιτέχνης» και να έχει «φανατική πίστη» στον φίρερ. Και ενώ θα περίμενε κανείς τα θαυμαστικά να υπερτερούν στα σημεία στίξης, κυριάρχησαν τα εισαγωγικά της ειρωνείας και της αμφισβήτησης.
Το θρησκευτικό λεξιλόγιο και η μυστικιστική έκσταση περιέβαλλαν με αίγλη τον Χίτλερ ως «Σωτήρα», την ίδρυση ενός «αιώνιου» γερμανικού Ράιχ, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα «διαβολικές δυνάμεις» στον «πανταχού παρόντα» παγκόσμιο εβραϊσμό που συνένωνε Εβραίους καπιταλιστές και κομμουνιστές.
Ο Κλέμπερερ, τα ημερολόγια και η πραγματεία του για τη γλώσσα του Γ’ Ράιχ δεν έχουν πάψει να μπολιάζουν ιστορικές έρευνες (όπως η κλασική πλέον του Σαούλ Φρίντλαντερ, Η ναζιστική Γερμανία και οι Εβραίοι, εκδ. Πόλις, 2013), αλλά και φιλοσοφικά δοκίμια όπως το πρόσφατο του Ζορζ Ντιντί Ουμπερμάν (Ο μάρτυρας μέχρι το τέλος, εκδ. Minuit, 2022), στο οποίο ο συγγραφέας συζητά πώς ο Κλέμπερερ, με την ευαισθησία του, έγινε απόλυτος μάρτυρας της τυραννίας μιας γλώσσας που συνέθλιβε όχι μονάχα κάθε δυνατότητα διαφωνίας αλλά και κάθε δυνατότητα του συμπάσχειν, καταργούσε την ικανότητα συναίσθησης, ακυρώνοντας εντέλει την πολυπλοκότητα των συναισθημάτων και ευνοώντας μια αντιπαλότητα που ασυγκίνητη σκοτώνει.
Δεν είναι τυχαίο ότι μολονότι οι εκδόσεις και οι μεταφράσεις της Γλώσσας του Γ’ Ράιχ μετά το 1947 καθυστέρησαν, το βιβλίο δεν έπαψε να διαβάζεται και να εμπνέει. Η ωραία μετάφραση της Μ. Ζαχαριάδου και η άρτια ελληνική έκδοση μας προσκαλούν να σκεφτούμε κόντρα σε γλώσσες που επιδιώκουν να μας υποτάξουν. Γλώσσες νικητών (και δεν έχει μονάχα ο πόλεμος νικητές) που ποτέ δεν τις μιλάς χωρίς επιπτώσεις: «Τις ανασαίνεις και σύμφωνα μ’ αυτές ζεις» (σ. 325).
*«Ευαισθησία» είναι η ικανότητα ενός ζωντανού οργανισμού να αισθάνεται έντονα ορισμένες καταστάσεις ή επιδράσεις. Αντίθετο: αναισθησία (βλ. και Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής του Ιδρύματος Μανόλης Τριανταφυλλίδης).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου