Η «αλήθεια είναι επαναστατική»…
Με την ανασκευή του «θεωρητικού αντιουμανισμού» και της σύστοιχης άρνησης του «ενεργητικού» πυρήνα της ανθρώπινης γνώσης δεν υπερτιμάται η ανάγκη του εμπλουτισμού της επαναστατικής θεωρίας με τις κατακτήσεις των επιμέρους επιστημών κατά την γκραμσιανή υπόδειξη ότι «η αλήθεια είναι επαναστατική»
Πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο «Διαδρομές και διασταυρώσεις. Μελέτες και δοκίμια» (Αθήνα, Κίχλη 2025), στο οποίο ο Τίτος Πατρίκιος συνέλεξε κείμενα των ετών 1977-2023. Στο προσκήνιο ξανά η «Αριστερά», όπως κι αν μετονομάστηκε με τις διαιρέσεις και τις υποδιαιρέσεις της. Θα σταθώ σε ένα «σημείο» που εξακολουθεί να είναι «επίκαιρο».
Στην προβολή του «σοσιαλιστικού ουμανισμού» επιδίδονται οι διανοούμενοι της ΕΔΑ, με κάποια αυτοσυγκράτηση στην επισήμανση των μορφών πραγμάτωσής του στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και πάντως μέσα σε κλίμα ανατίμησης των αξιών της ελληνικής αρχαιότητας, κατά τη διεργασία οικοδόμησης του σοσιαλισμού. Οσοι όμως μετείχαν σ’ αυτό το εγχείρημα αντιμετωπίζουν, κατά τη δεκαετία του 1960, το ανθρώπινο ον ως «ολότητα του κόσμου» και ως συγκεκριμένη ύπαρξη που βιώνει τις αντιφάσεις από τη δημιουργία του νέου κόσμου.
Η «Επιθεώρηση Τέχνης» μετέφρασε το μεγαλύτερο μέρος της συζήτησης που προκάλεσε στη Nouvelle Critique η αναδημοσίευση της εργασίας του L. Althusser «Μαρξισμός και ουμανισμός» και της κριτικής της από τον J. Semprun. Ο τελευταίος αντιπαρατηρούσε ότι ο «σταλινικός πραγματισμός» υπονοεί τη «γραφειοκρατική αποσύνθεση» του μαρξισμού και τη μετατροπή του «γενικού επαναστατικού δρόμου» και των ιστορικών του εκδοχών σε απλά «μέσα». Συμφωνώντας με την αλτουσεριανή απόρριψη της «προσωπολατρίας», επιμένει στην αναλυτική προσπέλαση του «πραγματικού ουμανισμού» της σκέψης του Marx μέσα από την «οργανική της ολότητα». Δηλαδή, μιας σκέψης που στις παρούσες συνθήκες συνιστά οπλοστάσιο στην «ιδεολογική και πολιτική μάχη για το μέλλον του σοσιαλισμού». Η «ιδεολογικοποίηση» του ουμανισμού σε κάθε περίπτωση συντελείται με την παραβίαση των αρχών της «σοσιαλιστικής νομιμότητας».
Ο ίδιος ο Πατρίκιος, που από το 1964 ανέλαβε την ευθύνη διεξαγωγής μιας έρευνας με αντικείμενο τη βιβλιογραφία για τον «νέο» Marx (για λογαριασμό των εκδόσεων Feltrinelli) στο Κέντρο Κοινωνικών Επιστημών Αθηνών, αντιπαρατίθεται στον Πουλαντζά για την αλτουσεριανής καταγωγής αποδοκιμασία του «νεαρού» Marx, στο όνομα της «τομής» που διαφοροποιεί την «ανθρωπιστική» από την «επιστημονική» σκέψη του. Με παράδειγμα την «περιγραφική έκφραση» της «αλλοτρίωσης» που μεταλλάσσεται στον «επιστημονικό όρο» του «φετιχισμού του εμπορεύματος» επιμένει ότι δεν πρόκειται να συναινέσει σε «σχηματικές δογματικές τομές» ούτε να απεμπολήσει την «αρνητική» σημασία της «ιδεολογίας» που εισήγαγε ο «νέος» Marx. Ως προς το τελευταίο σημείο αρκούσε η μνεία της «ιδεολογικοποίησης του ουμανισμού» κατά τη «σταλινική εποχή», όπου την «αντιουμανιστική πραγματικότητα» κάλυπτε η ιδεολογική κατασκευή του «ανθρωπισμού» με έναν «αντισταθμιστικό τρόπο». Πάντως, ο Πουλαντζάς, πριν ακόμη αποσείσει τη δέσμη των επιρροών που άσκησε και στη σκέψη του ο Althusser, θα προσθέσει με αμηχανία ότι η συζήτηση αυτή «πρέπει να συνεχιστεί».
Επιπλέον, τι θα σήμαινε η ίδρυση ενός «Κέντρου Μαρξιστικών Μελετών και Ερευνών»; Η άλλη πλευρά της 12ης Ολομέλειας του ΚΚΕ (Φεβρουάριος 1968), που συγκατατέθηκε απερίφραστα στην ίδρυση Κέντρου Μαρξιστικών Μελετών και Ερευνών στην Ελλάδα και επέδειξε μεγαλύτερη ευαισθησία στην «ανάπτυξη κλίματος διαλόγου» για την «επιστημονική θεμελίωση» των πολιτικών αναλύσεων με αντικείμενο «πολύπλοκα» προβλήματα, ζήτησε να διαλυθεί η «περίεργη σιωπή» για τους «πλούσιους προβληματισμούς» που συνεισφέρουν τα Κ.Κ. της Γαλλίας και της Ιταλίας σε πολιτιστικά θέματα. Κυρίως αξίωσε τον «επιστημονικό εκσυγχρονισμό» του κόμματος, χωρίς όμως να αμφισβητεί (αρχικά τουλάχιστον) την αναγκαιότητα της «μαρξιστικής-λενινιστικής» του δομής, παρακάμπτοντας την «προχειρότητα» και τον «υποκειμενισμό» και δραστηριοποιώντας τους κομμουνιστές διανοουμένους προς την «εξυγίανση» και την «ανανέωσή» του, στο «πνεύμα της σημερινής κοσμογονικής εποχής».
Στην επώδυνη και αντιφατική πορεία ουσιαστικής αυτοκριτικής των εκπροσώπων του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος, όπως την αποτολμούσε (Μάρτιος 1969) ομάδα στελεχών που κρατούνταν στις φυλακές Κορυδαλού και την κοινοποιούσε στην έκτακτη ολομέλεια του ΚΚΕ (εσωτ.), υπογραμμίζεται η ολοσχερής έλλειψη σοβαρών μελετών με αντικείμενο κάποια «νέα σύλληψη των σημερινών προβλημάτων της επαναστατικής πάλης», εφόσον η εξόριστη ηγεσία (παρά τη «χρονική άνεση» που διέθετε) εξαντλούνταν σε «γενικολογίες», απέκρυπτε τις «δημιουργικές» συζητήσεις και δεν άνοιγε νέους ορίζοντες – ούτε καν η ιστορία της Εθνικής Αντίστασης δεν είχε συντεθεί προκειμένου να αναδειχθεί η «αληθινή φυσιογνωμία» του κινήματος ως αιχμή στην «επαναστατική-κοινωνική μεταβολή» της χώρας.
Χωρίς πρόθεση «αυτοκριτικού μαζοχισμού», η βολή προς την «ιστορικά διαμορφωμένη τάση για αυτόματη πειθαρχία» διαπερνά την «αρτηριοσκλήρωση της πρωτοπορίας», που επέβαλε η (προ)αντιστασιακή γενιά των καθοδηγητικών οργάνων, και ιδίως τον «εμπειρισμό» και τον «εργατισμό» που εκτρέφει την «τσιτατολογία» και την καχυποψία για κάθε απόπειρα «δημιουργικής έρευνας συγχρόνων προβλημάτων». Αυτά εξηγούν την απουσία κοινωνιολογικών και φιλοσοφικών εργασιών που να ικανοποιούν το πρόταγμα του Λένιν για τη σύζευξη των επαναστατικών στοιχείων τα οποία αποφέρει η «εξέλιξη της επιστήμης και της δράσης». Τόσο για την εργατική τάξη όσο και για τους επαναστάτες διανοουμένους, ιδιαίτερα τώρα, όταν στο πεδίο της παραγωγής και της τεχνολογίας συνεχώς διευρύνεται το στρώμα των επιστημόνων και αναπτύσσονται νέες σχέσεις με το «κίνημα για τη δημοκρατία και την πρόοδο», συνιστά ύβρι η προσχηματική απόφανση ότι οι εργάτες «δεν καταλαβαίνουν από θεωρία» (τους αρκεί το «ταξικό τους ένστικτο») και ότι στους διανοουμένους βαραίνει η «μικροαστική» τους συνείδηση.
Αξιοπρόσεκτη για την τεκμηρίωση αυτής της επιχειρηματολογίας είναι η πρώιμη αντιμετώπιση του προβλήματος των σχέσεων «επιστήμης» και «ιδεολογίας», κυρίως μέσω των αντιλήψεων του Althusser για την οριστική «τομή» ανάμεσα στην «ιδεολογική» φάση του «νεαρού» Marx και την «επιστήμη» της ωριμότητάς του, που την εγκλείει το «Κεφάλαιο». Ετσι, με τη συνδρομή του Ragioneri, κατά την παρέμβασή του στη συνάντηση (1970) που οργάνωσε το περιοδικό «Προβλήματα ειρήνης και σοσιαλισμού», η πρόταση για την «αποϊδεολογικοποίηση» του μαρξισμού αποτιμάται ως «νόμιμη αντίδραση στις στρεβλωτικές υπερβασίες ενός “ιδεολογισμού” και ενός πολιτικού πραγματισμού», αλλά και ως υπόθαλψη μιας νέας «ιδεολογίας» που παραβλέπει τη «σύνθετη» διασύνδεση με την επιστήμη, εμπεδώνοντας μιαν «ακρωτηριασμένη μονομέρεια».
Με την ανασκευή του «θεωρητικού αντιουμανισμού» και της σύστοιχης άρνησης του «ενεργητικού» πυρήνα της ανθρώπινης γνώσης (που επιτελείται στο όνομα της «καθαρής» επιστήμης, μολονότι απολήγει σε μια νέα «φορμαλιστική αποστέωση» που καταπνίγει την «υλιστική διαλεκτική» ή το «ελιξίριο της αιώνιας νεότητας του μαρξισμού») δεν υπερτιμάται η ανάγκη του εμπλουτισμού της επαναστατικής θεωρίας με τις κατακτήσεις των επιμέρους επιστημών (Μικροφυσική, Μαθηματική Λογική, Κυβερνητική, Γενετική, Ψυχανάλυση, «Συγκεκριμένη Κοινωνιολογία»), κατά την γκραμσιανή υπόδειξη ότι «η αλήθεια είναι επαναστατική».
Ο Πατρίκιος δεν θα ακολουθήσει τον Πουλαντζά, που κατά το 1968 ερωτοτρόπησε με μαοϊκές ομάδες των Παρισίων, στην απόρριψη του «ιστορικισμού» του Gramsci, σύμφωνα με τη θέση του Althusser ότι η χεγκελιανή προβληματική του υποκειμένου έχει «μεταφυτευθεί» στον μαρξισμό με τη μορφή της «τάξης-υποκειμένου της ιστορίας που είναι μια γενεσιουργός και υλοποιός αρχή».
* Ομότιμος καθηγητής Κοινωνικής και Πολιτικής φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου