Η ανάγκη του Ηγέτη-Πατέρα στην Αριστερά
ΤΑΤΙΑΝΑ ΜΠΟΛΑΡΗ/EUROKINISSI
Τι κρύβεται πίσω από τις διαδοχικές διασπάσεις της Αριστεράς και τη διαχρονική ανάγκη για έναν άτεγκτο Ηγέτη-Πατέρα;
Το ενδεχόμενο της επιστροφής του Αλέξη Τσίπρα στην πολιτική ζωή μετά τη διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ πυροδοτεί ατέρμονες συζητήσεις γύρω από το κατά πόσο είναι εφικτή η αναδιαμόρφωση ενός πολιτικού προφίλ, το περίφημο rebranding. Θα όφειλε ωστόσο να μας πυροδοτήσει έναν αναστοχασμό γύρω από την ψυχολογία της αριστερής πολιτικής οικογένειας και την ανάγκη του Ηγέτη-Πατέρα στην Αριστερά, ως ψυχικό σχήμα, που υπόσχεται συνοχή και νόημα μέσα σε έναν κόσμο που αποσυντίθεται. Για την ακρίβεια η φαντασίωση ενός ισχυρού Πατέρα που θα μας δείξει τον δρόμο μοιάζει να είναι πυρηνική για το αριστερό πολιτικό υποκείμενο του ασυνειδήτου που είναι εδώ και καιρό «υποκείµενο της σύγκρουσης και της ασυµφωνίας».
Αν ο Νίκος Ζαχαριάδης ενσάρκωσε το ίδιο το «Σώμα του Νόμου» με τη φροϊδική έννοια ως Πατέρας-Απαγόρευση, καθώς η πίστη σε εκείνον ξεπερνούσε ακόμα και την ιδεολογία, και ο Ανδρέας Παπανδρέου ενσάρκωσε τη λειτουργία του Πατέρα με τρόπο σχεδόν μητρικό, λόγω της προστατευτικότητας και του ισχυρού συναισθηματικού δεσμού που ενέπνευσε, ο Αλέξης Τσίπρας μοιάζει να ενσάρκωσε τον καλό Πατέρα-Αδελφό που καταργούσε την αυστηρότητα του καθοδηγητή. Η αθέτηση των πολιτικών δεσμεύσεών του σήμανε όμως και τη διάψευση της φαντασίωσης του καλού Πατέρα μετά τη συμφωνία του Ιουλίου που διαδέχτηκε το δημοψήφισμα.
Το ερώτημα συνεπώς που ανακύπτει αφορά την επανεφεύρεση ενός Πατέρα που θα εγγυηθεί μια Γραμμή και έναν Λόγο, ενός Πατέρα με τη λακανική έννοια, που θα έχει δηλαδή τη συμβολική λειτουργία. Μέσα από τις διαδοχικές διασπάσεις η Αριστερά μπήκε σε κρίση διαρκείας και σε ατέρμονη αναζήτηση ενός νέου Πατέρα, τον οποίο κανένας μέχρι τώρα –μετά τον Αλέξη Τσίπρα- δεν κατόρθωσε να ενσαρκώσει. Εγινε η αποτυχημένη απόπειρα εγκατάστασης του «φαινομένου Κασσελάκη» στη δημόσια ζωή και παράλληλα απόπειρες ανακατασκευής συλλογικοτήτων χωρίς την ύπαρξη ενός Πατέρα. Πώς να υπάρξει όμως πετυχημένη συλλογικότητα δίχως Πατέρα χωρίς να έχει προϋπάρξει πολιτική ενηλικίωση της αριστερής οικογένειας;
Η ελληνική Αριστερά μοιάζει να βρίσκεται διαχρονικά εγκλωβισμένη σε μια εφηβική στάση απέναντι στην εξουσία: να την απορρίπτει ηθικά, να την επιθυμεί ενοχικά και να την απομακρύνει όταν την αγγίζει, μη αποδεχόμενη ότι η πολιτική περιλαμβάνει συμβιβασμούς, προτεραιότητες και λάθη. Στις αριστερές ομάδες η καθαρότητα επιδιώκεται με θρησκευτική ευλάβεια και οι «σύντροφοι» αντλούν νόημα από τον Καθοδηγητή-Πατέρα. Οταν εμφανίζεται η διαφωνία, η διαχείριση συνήθως δεν πραγματοποιείται με όρους επίλυσης, αλλά με όρους αποκοπής στο όνομα της φαντασίωσης μιας «καθαρής, ηθικής ομάδας». Ετσι, κάθε φορά που το σύνολο έρχεται αντιμέτωπο με τη διαφωνία, επιλέγει τη διάσπαση αντί για τη διαπραγμάτευση.
«Η ελληνική Αριστερά μοιάζει να βρίσκεται διαχρονικά εγκλωβισμένη σε μια εφηβική στάση απέναντι στην εξουσία: να την απορρίπτει ηθικά, να την επιθυμεί ενοχικά και να την απομακρύνει όταν την αγγίζει, μη αποδεχόμενη ότι η πολιτική περιλαμβάνει συμβιβασμούς, προτεραιότητες και λάθη»
Το τραύμα της προδοσίας είναι πάντοτε εκεί, έτοιμο να ξανανοίξει, με αποτέλεσμα το διαχρονικό πρόβλημα της Αριστεράς να μοιάζει να είναι ο τρόπος ανάληψης και διατήρησης της εξουσίας. Η ελληνική Αριστερά δεν ηττάται μόνο από τους αντιπάλους της, αλλά από το ίδιο της το φαντασιακό, το σύμπτωμα μιας ασίγαστης διάσπασης, κληρονομιά των μετεμφυλιακών αισθημάτων. Εξαιτίας του ανεπεξέργαστου αυτού τραύματος έχει τεράστια ανάγκη από έναν Πατέρα που να ενώνει τα διάσπαρτα Εγώ. Γι’ αυτόν τον λόγο κάθε φορά που αναδύεται επιθυμία της διαφοροποίησης, η πολιτική διαφωνία λαμβάνει τη μορφή υπαρξιακής σύγκρουσης και εκλαμβάνεται ως προδοσία. Όσοι διαφοροποιούνται αποκαλούνται ρεφορμιστές και γίνονται εχθροί, έτσι ώστε η ομάδα να αυτοπροστατευτεί και να διατηρήσει την καθαρότητά της. Συνεπώς η Αριστερά μοιάζει να στρέφεται διαχρονικά ενάντια στον εαυτό της και παραδίδεται στην Απόλαυση της Διάσπασης, με την ψυχαναλυτική έννοια του όρου.
Οποιος παρεκκλίνει θεωρείται «δεξιός», «συμβιβασμένος», «υποταγμένος»... Το διαφορετικό εξοστρακίζεται, επειδή προκαλεί άγχος και η διάσπαση γίνεται αντιληπτή ως μια πράξη λύτρωσης.
Η Αριστερά συνεπώς δεν έχει ανάγκη τους άλλους πολιτικούς χώρους για να διχαστεί. Τα καταφέρνει και μόνη της. Από το ΚΚΕ και τον Ζαχαριάδη, στη διάσπαση του 1968 μεταξύ ΚΚΕ και ΚΚΕ Εσωτερικού, κι από εκεί στα χρόνια της Μεταπολίτευσης και τελικά στον ΣΥΡΙΖΑ και τη ΛΑΕ, η ελληνική Αριστερά φαίνεται παγιδευμένη σε μια διαρκή αναμέτρηση με τον εσωτερικό της εχθρό. Ετσι κάθε διάσπαση φέρει ένα είδος κάθαρσης. «Εμείς δεν ήμασταν εκείνοι. Είμαστε οι πιστοί». Πρόκειται για ένα είδος εξαγνισμού, μια ανάγκη να αποβληθεί το «κακό κομμάτι», το «ξένο σώμα» όπως συμβαίνει και στο ανοσοποιητικό μας σύστημα με τον ιό. Η φλεγμονή ωστόσο παραμένει.
Η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία το 2015 υπήρξε ένα πείραμα ενηλικίωσης της Αριστεράς που τελικά λειτούργησε ως αναβίωση του τραύματός της. Η διάσπαση του 2015 και η ίδρυση της ΛΑΕ δεν ήταν φυσικά μόνο ιδεολογική αλλά βαθιά ψυχική στο όνομα πάντα της φαντασίωσης μιας καθαρότητας. Πώς θα καταφέρει ο επόμενος ηγέτης να κρατήσει την ομάδα ενωμένη χωρίς να δαιμονοποιήσει τη διαφωνία;
Αν δεν ενηλικιωθεί ψυχικά η πολιτική ομάδα, δεν αναγνωρίσει τους μηχανισμούς που τη διέπουν από τη διχοτόμηση μέχρι την προβλητική ταύτιση και εάν τέλος δεν απεγκλωβιστεί από τον διπολισμό «Εμείς, οι καθαροί» και «οι Άλλοι, οι μιαροί», δεν θα αλλάξει τίποτα. Οπως δεν θα αλλάξει τίποτα εάν ο νέος (ή παλιός) ηγέτης δεν αποδεχτεί και δεν διαχειριστεί όλα τα συναισθήματα που διακινούνται στον χώρο έτσι ώστε να μπορέσει να τα εμπεριέχει, αν δεν αντιπαλέψει τις αντινομίες της Αριστεράς χωρίς να πυροδοτεί διχασμό και εντάσεις. Αυτό σημαίνει πως μια μεγάλη επιστροφή θα έχει πραγματικά πολιτικό νόημα και βάρος μόνο εάν συντελεστεί ταυτόχρονα μια κατάδυση στα βαθιά σκοτάδια της αριστερής πολιτικής οικογένειας- έτσι ώστε να επαναπροσδιοριστεί ο λόγος ύπαρξης της Αριστεράς και να αποκατασταθεί στην κοινή συνείδηση και στο συλλογικό ασυνείδητο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου