
Ανδρέας Κούρκουλας: «Η μεγάλη απειλή είναι να γίνει η πόλη ένα μεγάλο ξενοδοχείο»
Γεννήθηκα στο Χαλάνδρι το 1953. Οι γονείς μου ήταν από εκείνους που ακολούθησαν την τυπική διαδικασία ανάπτυξης στα προάστια μεταπολεμικά: ανάλογα με την εξέλιξη της οικογένειας έχτιζαν ένα δωμάτιο, δύο δωμάτια. Αργότερα το σπίτι απέκτησε και έναν δεύτερο όροφο.
• Είμαστε μια θρησκευόμενη οικογένεια. Oι γονείς μου είχαν καταγωγή από την Πάτρα και βρέθηκαν στην Αθήνα όταν σπούδαζαν. Ο πατέρας μου ήταν θεολόγος στο Κολλέγιο και η μητέρα μου δασκάλα στο δημοτικό της Φιλοθέης, μέχρι που έκανε το τέταρτο παιδί και σταμάτησε για να ασχοληθεί με την οικογένεια. Είμαστε τρία αγόρια και ένα κορίτσι. Ο μεγάλος, ο Άλκης, είναι δημοσιογράφος και έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην Κωνσταντινούπολη, ο δεύτερος έκανε καριέρα ως διπλωμάτης στην Ευρωπαϊκή Ένωση και η μικρή μας αδελφή έγινε ηθοποιός.
• Πέρασα ευτυχισμένα παιδικά χρόνια σε ένα Χαλάνδρι που ήταν «Αίγυπτος», μια πόλη-χώμα που σκαβόταν διαρκώς, με ορύγματα, σαν να γίνεται πόλεμος για να περάσουν υποδομές. Θυμάμαι, η μητέρα μου μού έδινε νερό και το πήγαινα στους εργάτες που ήταν μέσα στα ορύγματα και περνούσαν σωλήνες αποχέτευσης και ύδρευσης. Έχω δει την Κηφισίας με χώμα, και να επιταχύνονται τα έργα για να φτιαχτεί γιατί «θα έρθει ο Κένεντι». Έχω ζήσει μια κατάσταση της πόλης που ήταν εν εξελίξει, από το μηδέν, και μάλιστα σε μια περιοχή του Χαλανδρίου που είχε ρέματα στα οποία κανείς δεν αγόραζε γιατί λόγω κακών συνθηκών θέριζε η ελονοσία – το κράτος έριξε εκεί τους πρόσφυγες. Αυτά τα ρέματα φτάνουν μέχρι τη Φιλοθέη κι εμείς, οι έποικοι, ζούσαμε ανάμεσα σε αυτά. Μετά από χρόνια ανακάλυψα ότι «Χαλάνδρι» στα τουρκικά σημαίνει «το ρέμα τη θείτσας».
«Ήμουνα νιος και γέρασα, ακόμα συζητάμε για τα πεζοδρόμια και την καθαριότητα της πόλης. Είμαστε μαμελούκοι σε αυτό το ζήτημα, δεν μας αφορά τίποτα έξω από την πόρτα μας. Αυτή είναι μια αδιανόητα βαθιά πληγή της κουλτούρας μας, και πάνω εκεί οικοδομούνται οι διοικήσεις των δήμων».
• Στο Χαλάνδρι ζούσε ένα κράμα ανθρώπων ‒πρόσφυγες, Αρβανίτες και έποικοι‒ χωρίς εντάσεις, και ο ένας είχε να μάθει πολλά από τον άλλο.
• Σκέφτομαι ότι μετά τον Εμφύλιο, σε μια χώρα διχασμένη, διαλυμένη, στο Χαλάνδρι έζησα ένα θαύμα, αυτό που λέμε «προάστια» σήμερα, που φτιάχτηκε με έναν μηχανισμό αντιπαροχής, τον οποίο πρώτοι εμείς οι αρχιτέκτονες βρίζαμε, λέγοντας ότι η κατοικία είναι προσφορά και όχι εμπόρευμα. Έφτασε η Ελλάδα να είναι δεύτερη ή τρίτη σε ιδιοκατοίκηση χώρα στην Ευρώπη ‒ αν δεν υπήρχε αυτό, στην κρίση θα βλέπαμε νεκρούς από πείνα στον δρόμο. Αυτή η ελληνική πατέντα που δεν υπάρχει πουθενά στον κόσμο μάς έσωσε. Κάποτε προσπαθούσα να το εξηγήσω σε έναν καθηγητή μου στην Αγγλία και δεν το καταλάβαινε ‒κανένας δεν το καταλάβαινε, δεν υπήρχε όρος στα αγγλικά. Αυτό το σύστημα το οφείλουμε σε πολύ συγκεκριμένους ανθρώπους που εισέπραξαν τη χλεύη της ελληνικής διανόησης και της αρχιτεκτονικής ‒ τους λέγαμε «πολυκατοικιτζήδες». Ακόμα και σήμερα βγάζουν γλώσσα οι αρχιτέκτονες, λένε «εμείς δεν κάναμε τίποτα, οι πολιτικοί μηχανικοί έφτιαξαν αυτήν τη πόλη». Μπούρδες.

• Πρόκειται για ένα θαύμα. Δεν λέω ότι αισθητικά ότι είναι ένα λατρεμένο πράγμα· το αισθητικό έχει να κάνει με το ποιοι είμαστε, και είμαστε αγορά, αν πάω και ζητήσω αυτό, αυτό θα πάρω.
• Στο Χαλάνδρι γνώρισα μαγικούς ανθρώπους. Ένας από αυτούς ήταν ο Κωστής Παπαγιώργης. Τον είδα πρώτη φορά ένα βράδυ με ένα ποδήλατο δισκέλετο, αυτά τα «μπακάλικα» που λέγαμε, και γίναμε φίλοι. Αργότερα πήγε να σπουδάσει στο Παρίσι και ζούσε κλέβοντας βιβλία και πουλώντας τα σε άλλους. Έχω φτιάξει βιβλιοθήκη αρχιτεκτονικής με βιβλία που μου έφερνε. Όταν η γυναίκα μου μού είπε να πάμε στο Λονδίνο, το δικό μου επιχείρημα, επειδή δεν ήθελα να φύγω, ήταν ότι όπου βρίσκεσαι μπορείς να μορφωθείς και της έδειχνα τη βιβλιοθήκη που είχα φτιάξει από τον Παπαγιώργη. Τον λάτρευα και τον εκτιμούσα.
• Γυμνάσιο πήγα στο Πειραματικό. Ήμουν ένας μέτριος μαθητής και επειδή ήμουν ο μόνος που σχεδίαζε στην οικογένεια βρέθηκα να κάνω αρχιτεκτονική ως κάτι που θα με βοηθούσε να βρω τον εαυτό μου. Είχα σκεφτεί να κάνω γλυπτική στην Καλών Τεχνών, αλλά ως άντρας έφερα και το βάρος του γαμπρού ‒οι επιτυχημένοι στις ελληνικές ταινίες ήταν πολιτικοί μηχανικοί ή δικηγόροι‒, έτσι τα κατάφερα να μπω στο Πολυτεχνείο. Διάβαζα ό,τι μου έδινε ο αδελφός μου ο Άλκης, που ήταν διαβαστερός και διανοούμενο άτομο. Μέσα από εκείνον άρχισα να διαβάζω ποίηση και βιβλία που με ενδιέφεραν. Και οι φίλοι μου ήταν κυρίως της παρέας του Άλκη, αυτοί με διαμόρφωσαν ως προσωπικότητα.
• Στο Πολυτεχνείο, την περίοδο της χούντας μπήκα, όπως τα περισσότερα παιδιά στα αντιχουντικά. Η οικογένειά μου ήταν από τους νικητές του Εμφυλίου, αλλά αφενός η αντίδραση σε ένα σχολείο που μας ήθελε κουρεμένους γουλί ‒πήρα διαγωγή κοσμία επειδή την τελευταία μέρα του σχολείου δεν πήγα να κουρευτώ‒ και τα χίπικα κινήματα της δυτικής Ευρώπης που σήμαιναν ελευθερία μάς οδήγησαν στην ανανεωτική αριστερά που δεν ήταν δογματική. Ήταν ένα όραμα της αριστεράς με δημοκρατία και αποτελούνταν από ανθρώπους με κουλτούρα, αγωγή, από προσωπικότητες που με επηρέασαν πολύ.
• Ο Άλκης ήταν στον παράνομο Ρήγα, στο Κ.Σ. Εγώ είχα καταλάβει ότι κάτι έκανε, αλλά δεν μου έλεγε κουβέντα. Βρίσκω, λοιπόν, τον Δημήτρη Ψαρρά και τον Χρύσανθο Λαζαρίδη στο Πολυτεχνείο και τους λέω «θα φτιάξουμε εμείς οργάνωση» και αρχίσαμε να γράφουμε συνθήματα σε σχολεία κατά της χούντας και να υπογράφουμε «Ρήγας Φεραίος», γιατί αυτό είχα ακούσει ότι υπήρχε. Αρχίσαμε να χτυπάμε σχολεία της περιοχής και, τελικά, κάνοντας αυτές τις κινήσεις, λύγισε ο Άλκης και το τρίο μπήκαμε στον Ρήγα.
• Όταν η χούντα σε μια νύχτα αποφάσισε την επιστράτευση των φοιτητών ο Άλκης κρύφτηκε και πήρε την απόφαση να φύγει στο εξωτερικό. Η Βιργινία Τσουδερού τού βρήκε ένα πλαστό διαβατήριο και ο Τέλης Σαμαντάς, που ήταν στην ομάδα του Σύγχρονου Κινηματογράφου και είχε άκρες, του βρήκε γυαλιά και μουστάκι, μέχρι και σώβρακα αγγλικά, και τον μεταμόρφωσε πολύ επιτυχημένα σε Εγγλέζο. Ούτε ο Δημήτρης Ψαρράς που του έβγαλε φωτογραφίες δεν τον αναγνώρισε. Έφυγε ο Άλκης, εγώ έμεινα εδώ περιμένοντας να με στρατεύσουν – στο Πολυτεχνείο δεν μπορούσα να πάω, μη με πιάσουν. Αποφάσισα όμως να πάμε με τον Δημήτρη Κορρέ, που ήταν ένα φοβερό παιδί και κυκλοφορούσε με ένα μηχανάκι που είχε φτιάξει μόνος του, να κόψουμε κίνηση, να δούμε αν υπάρχουν χαφιέδες. Κάποια στιγμή που μας πήραν χαμπάρι εγώ κατάφερα να εξαφανιστώ, αλλά έπιασαν τον Κορρέ ‒ ευτυχώς τον άφησαν γρήγορα.
• Δεν θα ξεχάσω ποτέ, όταν έγινε συμφωνία και βγήκαμε από τη Νομική ‒μας έβγαζε σε ομάδες η αστυνομία από την κεντρική πόρτα στη Σόλωνος‒, τον κόσμο στα πεζοδρόμια που μας αποθέωνε, το θυμάμαι ακόμα και ανατριχιάζω. Ήταν τόση η λάμψη και η λαϊκή αποδοχή που εύκολα μπορούσες να την ψωνίσεις, να καταστραφείς, ο κίνδυνος ήταν μεγάλος. Και με έναν τρόπο εγκλωβιστήκαμε, γίναμε δρόμοι και πλατείες ηρώων του Πολυτεχνείου. Εγώ ποτέ δεν θέλησα να πω στα παιδιά μου αυτές τις ιστορίες, να τις χρησιμοποιήσω, και δεν το έκανα ποτέ.

• Πήγα στην Αεροπορία τελικά. Μου είχαν πει να κρατάω χαμηλό προφίλ μη με κάνουν κιμά. Είχα ειδικότητα λιπαντής αυτοκινήτων, την είχα εξασφαλίσει με μια γνωριμία του πατέρα μου, αλλά είχα φάκελο και βρέθηκα στη Λάρισα, στη μέση του κάμπου. Δεν είχε φτάσει εντολή να επιστρέψω στην Αθήνα, αν και είχε λήξει η επιστράτευση, και παρακολουθούσα τα επεισόδια από την οθόνη της χουντικής τηλεόρασης. Την επομένη του Πολυτεχνείου πήρα το χαρτί και μπήκα σε ένα φορτηγό, πήγα στη Λάρισα με οτοστόπ, πήρα το λεωφορείο και κατέβηκα στην Αθήνα. Είχαν μπουκάρει στο σπίτι μου ‒με έψαχναν‒ και συνέλαβαν τον αδελφό μου τον μικρό, που δεν είχε εμπλοκή. Τον πήγαν στο ΕΑΤ-ΕΣΑ και έμεινε εκεί πέντε μήνες. Εκείνη ήταν η πιο σκληρή περίοδος της χούντας, τα βασανιστήρια ήταν εκδικητικά, εκτός ελέγχου. Εγώ κρύφτηκα σε ένα σπίτι στην Καισαριανή, σε μια γιαγιά, και βγήκα από την κρυψώνα όταν ήρθε ο Καραμανλής.[...............................................] ΣΥΝΕΧΙΣΤΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου