«Η κοιλάδα της αταξίας» του Φρήντριχ Ντύρρενματτ (προδημοσίευση)
- Πηγή:bookpress.gr

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Φρήντριχ Ντύρρενματτ [Friedrich Dürrenmatt] «Η κοιλάδα της αταξίας» (σε νέα μτφρ. του Βασίλη Πατέρα, με επίμετρο της Πελαγίας Τσινάρη), το οποίο θα κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Ροές.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Τον κοινοτάρχη τον έπιασε το πείσμα του. Έτρεχε από τον έναν δικηγόρο στον άλλο και απ’ τον έναν βουλευτή της Κάτω Βουλής του καντονιού στον επόμενο, απευθύνθηκε ακόμα και στους δύο βουλευτές της Άνω Βουλής, αλλά κανείς δεν ήθελε να βοηθήσει. Η μήνυση κάπου θα «παράπεσε», του έλεγαν· ας έμπαινε λίγο κι αυτός στη θέση του ανακριτή που πνιγόταν με τις τόσες μηνύσεις· άλλωστε δεν υπήρχε καμιά απόδειξη πέρα απ’ τα παραμύθια της Έλσης· μια νέα μήνυση θα χειροτέρευε τα πράγματα, κι έπρεπε τέλος πάντων να συμμορφωθεί με την εντολή να πυροβολήσει τον σκύλο. Ο κοινοτάρχης ούτε που σκεφτόταν κάτι τέτοιο. Έτσι, μετά την τρίτη προειδοποίηση, ο χωροφύλακας Λούστενβαϋλερ διατάχθηκε να προχωρήσει στην εκτέλεση του σκύλου. Πήρε το υπηρεσιακό του όπλο από τον τοίχο, πήγε με το τζιπ μέχρι τη διασταύρωση και ανηφόρισε με βαριά βήματα προς το χωριό. Στην είσοδο του χωριού βρισκόταν ο κοινοτάρχης, κρατώντας κι αυτός ένα τουφέκι παραμάσχαλα. Δίπλα του καθόταν ο Μάνι. Ο Λούστενβαϋλερ σταμάτησε για να σκεφτεί. Βασικά, έπρεπε να σημαδέψει τον σκύλο, αλλά ο κοινοτάρχης θα μπορούσε με τη σειρά του να σημαδέψει αυτόν. Ο Λούστενβαϋλερ συλλογίστηκε ξανά. Το ερώτημα ήταν αν μπορούσε να ρίξει στον σκύλο, αφού ο σκύλος καθόταν δίπλα στον κοινοτάρχη – κι αν πετύχαινε τον κοινοτάρχη αντί για τον σκύλο; Ο Λούστενβαϋλερ συλλογίστηκε. Υπήρχε άραγε κάποια αστυνομική διάταξη γι’ αυτές τις περιπτώσεις; Κάτι του έλεγε πως υπήρχε μια αστυνομική διάταξη για παρόμοιες περιπτώσεις. Αλλά ποιες ήταν αυτές οι περιπτώσεις; Ο Λούστενβαϋλερ δεν ήξερε. Τώρα στέκονταν μία ώρα ο ένας αντίκρυ στον άλλον, αυτός, ο κοινοτάρχης και ο σκύλος. Ο Λούστενβαϋλερ πείνασε. Έβγαλε ένα λουκάνικο από την τσέπη του και άρχισε να τρώει. Ο σκύλος κούνησε την ουρά του. Ο Λούστενβαϋλερ έβαλε πάλι το χέρι στην τσέπη του και πέταξε ένα λουκάνικο στον σκύλο, χειρονομία σωστή βέβαια, μια και έπρεπε να τον πυροβολήσει. Ο κοινοτάρχης έβαλε το χέρι στην τσέπη του και έβγαλε κι αυτός ένα λουκάνικο. Και οι τρεις έτρωγαν λουκάνικο. Ο κοινοτάρχης, ο σκύλος και ο χωροφύλακας. Ο σκύλος γρηγορότερα απ’ όλους. Ο Λούστενβαϋλερ εξακολουθούσε να μην ξέρει πώς να σκοτώσει τον σκύλο. Τώρα στέκονταν αντιμέτωποι εδώ και δύο ώρες. Ακόμα κι αν ζητούσε από τον κοινοτάρχη να κάνει στην άκρη, πάλι δεν θα γινόταν να σημαδέψει ταυτόχρονα τον σκύλο, γιατί αν σημάδευε ταυτόχρονα τον σκύλο, τότε ο κοινοτάρχης θα σημάδευε ταυτόχρονα αυτόν, και αν πυροβολούσαν ταυτόχρονα, τότε αυτός, ο Λούστενβαϋλερ δηλαδή, και ο σκύλος ίσως σκοτώνονταν ταυτόχρονα – αυτός βέβαια, ο Λούστενβαϋλερ, θα πέθαινε κατά την εκτέλεση του καθήκοντος, ουδέποτε όμως είχε ακούσει για τέτοιο καθήκον, να πεθαίνεις δηλαδή για την εκτέλεση ενός σκυλιού· άλλο πράγμα το σκυλί κι άλλο η πατρίδα. Αλλά αν ζητούσε από τον κοινοτάρχη να κάνει στην άκρη χωρίς να σημαδεύει τον σκύλο, και ο κοινοτάρχης έκανε στην άκρη χωρίς να σημαδεύει αυτόν, θα μπορούσε ίσως κατόπιν να σημαδέψει τον σκύλο· αλλά επειδή ο σκύλος ήταν γρήγορος, θα μπορούσε να τον αρπάξει πριν προλάβει να τον πυροβολήσει. Τώρα βρίσκονταν αντιμέτωποι τρεις ώρες. Ο Λούστενβαϋλερ επέστρεψε στο τζιπ.
Ο Λούστενβαϋλερ πείνασε. Έβγαλε ένα λουκάνικο από την τσέπη του και άρχισε να τρώει. Ο σκύλος κούνησε την ουρά του. Ο Λούστενβαϋλερ έβαλε πάλι το χέρι στην τσέπη του και πέταξε ένα λουκάνικο στον σκύλο, χειρονομία σωστή βέβαια, μια και έπρεπε να τον πυροβολήσει. Ο κοινοτάρχης έβαλε το χέρι στην τσέπη του και έβγαλε κι αυτός ένα λουκάνικο. Και οι τρεις έτρωγαν λουκάνικο. Ο κοινοτάρχης, ο σκύλος και ο χωροφύλακας. Ο σκύλος γρηγορότερα απ’ όλους.
Μόλις είχε κρεμάσει το υπηρεσιακό του όπλο στον τοίχο, όταν ο πρόεδρος του καντονιού τού τηλεφώνησε για να τον ρωτήσει αν είχε τουφεκίσει τον σκύλο. Ο Λούστενβαϋλερ κούνησε το κεφάλι του. Ο πρόεδρος του καντονιού τον ρώτησε αν ήταν ακόμα στη γραμμή. Μάλιστα, έκανε ο Λούστενβαϋλερ. Τότε έπρεπε να απαντήσει. Μα απάντησε ήδη, είπε ο Λούστενβαϋλερ, είχε κουνήσει το κεφάλι του. Ώστε δεν το έκανε, γάβγισε ο πρόεδρος του καντονιού. Ο κοινοτάρχης στεκόταν δίπλα στον σκύλο με μια καραμπίνα, εξήγησε ο Λούστενβαϋλερ. Ο πρόεδρος του καντονιού ρώτησε αν ο κοινοτάρχης είχε απειλήσει τον Λούστενβαϋλερ. Θα τον είχε απειλήσει αν επιχειρούσε να πυροβολήσει τον σκύλο, απάντησε ο χωροφύλακας. Είχε προσπαθήσει έστω να πυροβολήσει τον σκύλο; ούρλιαξε ο πρόεδρος του καντονιού τόσο δυνατά, ώστε ο Λούστενβαϋλερ απομάκρυνε το ακουστικό από τ’ αφτί του. Ο Λούστενβαϋλερ ρώτησε με τη σειρά του τι τον είχε ρωτήσει ο πρόεδρος του καντονιού· ήταν πολύ δυνατά, δεν είχε καταλάβει τίποτα, είπε. Ο πρόεδρος του καντονιού επανέλαβε την ερώτησή του με υπερβολικά φιλικό τρόπο. Όχι, δεν το είχε κάνει, γιατί θα μπορούσε να χτυπήσει τον κοινοτάρχη, απάντησε ο Λούστενβαϋλερ. Ο πρόεδρος του καντονιού έκλεισε το τηλέφωνο.
Δύο μέρες αργότερα, στις τρεις το πρωί, ο αρχιφύλακας Μπλάζερ από το γειτονικό χωριό εμφανίστηκε μπροστά στον σταθμό της χωροφυλακής μαζί με άλλους τρεις χωροφύλακες από την κοιλάδα, τον Έγγλερ, τον Στούκι και τον Χάιμαιττλερ. Καθένας με το υπηρεσιακό του όπλο. Ο Λούστενβαϋλερ είχε ετοιμάσει ρόστι με λαρδί και καφέ με γάλα. Τι ώρα ξημέρωνε, ρώτησε ο αρχιφύλακας. Μετά τις πέντε άρχιζε να χαράζει, είπε ο Λούστενβαϋλερ και έβαλε σ’ όλους από ένα τηγανητό αυγό. Ο αρχιφύλακας όρισε ότι θα ξεκινούσαν σε μια ώρα, με τα πόδια. «Έτσι δεν θα μας αντιληφθεί κανείς» είπε. «Ο σκύλος είναι στο σκυλόσπιτο μπροστά στο σπίτι του κοινοτάρχη. Απλώς θα πυροβολήσουμε όλοι μαζί προς το σκυλόσπιτο». Κι αν ο σκύλος δεν έβγαινε; ρώτησε ο Έγγλερ. Ίσως να μην ήταν καν στο σκυλόσπιτο, τους προειδοποίησε ο Στούκι, και ο Χάιμαιττλερ είπε ότι πήγαινε στοίχημα πως ο σκύλος κοιμόταν στην κουζίνα. Ο Λούστενβαϋλερ έβαλε κι άλλα ρόστι και ετοίμασε ακόμα ένα τηγανητό αυγό για τον καθένα. Θα δούμε, είπε ο αρχιφύλακας κι απόσωσε τον καφέ του. Μια γουλιά πιοτό θα ήταν ό,τι έπρεπε τώρα, είπε ο Στούκι. Εν ώρα υπηρεσίας δεν έπιναν, δήλωσε ο αρχιφύλακας Μπλάζερ. Έξω έκανε ψοφόκρυο, παρατήρησε ο Χάιμαιττλερ. Τι υπήρχε από πιοτό; ρώτησε ο αρχιφύλακας. Σναπς, απάντησε ο Λούστενβαϋλερ. Ένα σναπς δεν θα έβλαπτε. Όταν ξεκίνησαν, το μπουκάλι είχε αδειάσει. Ο αρχιφύλακας, που τώρα δυσκολευόταν κάπως στην ομιλία, είπε στον Λούστενβαϋλερ να πάρει μαζί του άλλο ένα μπουκάλι. Έξω δεν έβλεπαν ούτε τη μύτη τους, προχωρούσαν στον δρόμο ψηλαφιστά. Από κάπου χαμηλότερα ακουγόταν στο σκοτάδι το γαργάρισμα του ποταμού. Ψοφόκρυο, είπε ο Έγγλερ. Τους το είχε πει νωρίτερα αυτό, είπε ο Χάιμαιττλερ. Κι έπρεπε να σκοτώσουν ένα σκυλί, είπε ο Στούκι κακόκεφα. Πολύ απότομη είναι η ανηφοριά, παρατήρησε ο αρχιφύλακας. Για το χωριό είναι απότομη η ανηφοριά, διαβεβαίωσε ο Λούστενβαϋλερ, επομένως πήγαιναν σωστά. Μια γουλιά σναπς θα βοηθούσε τώρα. Μαζεύτηκαν κι έφεραν έναν γύρο το μπουκάλι. Κάτι ερχόταν καταπάνω τους μουγκρίζοντας…

Λίγα λόγια για το βιβλίο
Ο –ζάπλουτος– ερασιτέχνης θεολόγος Μωυσής Μέλκερ θέλει να σώσει τους πλούσιους από το βάρος του άθλιου Μαμωνά, προκειμένου να λάβουν τη χάρη του Θεού. Ένα συνδικάτο γκάνγκστερ, υπό τον «Μεγάλο Γέρο», υιοθετεί την ιδέα, αγοράζει στην ελβετική Κοιλάδα της Αταξίας ένα ξενοδοχείο ιαματικών λουτρών –πηγή εσόδων, έως τότε, για τους ντόπιους– και το μετατρέπει σε «Οίκο της Φτώχειας» για εκατομμυριούχους. Οι πλουσιότεροι άνθρωποι απ’ όλη την οικουμένη έρχονται να καταλύσουν εκεί, προκειμένου να ζήσουν σαν τους φτωχότερους των φτωχών. Στο κοντινό χωριό, ωστόσο, φουντώνει η αγανάκτηση, όταν γίνεται γνωστό ότι τη χειμερινή σεζόν η μαφία χρησιμοποιεί το ξενοδοχείο ως καταφύγιο για τους πλέον καταζητούμενους δολοφόνους της – καθώς ούτε από αυτούς η τοπική κοινωνία βλέπει κέρδος…
H Κοιλάδα της Αταξίας είναι το κύκνειο άσμα του Φρήντριχ Ντύρρενματτ. Σε τούτο το τελευταίο μυθιστόρημά του που εκδόθηκε όσο ο Ελβετός συγγραφέας ήταν εν ζωή, [.............]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου