Ρωσία / Γιατί οι Ευρωπαίοι επιμένουν στη σκληρή γραμμή απέναντι στη Μόσχα
Αν υπάρχει κάτι που διατρέχει το ευρωπαϊκό οικοδόμημα από τα θεμέλια ως την κορυφή του είναι οι ίδιες οι αντιφάσεις του. Η πιο μεγάλη όλων, μία: Η ουτοπία- και το απωθημένο (;)- ότι το μπλοκ μπορεί να έχει ενιαία στάση και να μιλά με μια κοινή φωνή. Ουδέποτε υπήρξαν αυτά. Αντίθετα υπήρχαν οι συμβιβασμοί, το μόνο ουσιαστικά λειτουργικό στοιχείο που γεφύρωνε τα χάσματα διαιωνίζοντας ένα σύστημα πολιτικής και ιδεολογικής “βαβυλωνίας”.
Κι όμως τελευταία, η ΕΕ εμφανίζεται παραδόξως ενωμένη σ' ένα σημείο: Τη σκληρή γραμμή απέναντι στη Ρωσία.
Δεν χρειάζονταν η βιτριολική δήλωση του Μακρόν ότι ο Πούτιν είναι ένα “αρπακτικό” που η παρουσία του δεν επιτρέπει εφησυχασμό στους Ευρωπαίους, ούτε η δέσμευση του καγκελάριου Μερτζ να ξανακάνει τον γερμανικό στρατό τον ισχυρότερο στην Ευρώπη, για να συνειδητοποιήσει κάποιος ότι η αντιπαλότητα Δύσης-Ανατολής στο ευρωπαϊκό τερέν έχει ξεπεράσει, τουλάχιστον σε επίπεδο ρητορικής οξύτητας, εκείνη του Ψυχρού Πολέμου.
Οι Ευρωπαίοι δεν είχαν και δεν έχουν ομοιόμορφη στάση στα περισσότερα κεφαλαιώδη ζητήματα. Αλλά τώρα οι κυβερνήσεις στην ΕΕ, ιδίως στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, έχουν υιοθετήσει σκληρή αντιρωσική γραμμή. Από την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014 και ιδιαίτερα μετά την εισβολή στην Ουκρανία το 2022, η Ρωσία και οι επίμονες μεταψυχροπολεμικές γεωπολιτικές φιλοδοξίες της, φαίνεται πως έχουν λειτουργήσει ως ο καταλύτης στη σφυρηλάτηση μιας- για πρώτη φορά ίσως- τόσο ενιαίας ευρωπαϊκής στάσης, παρά τις “παραφωνίες” ορισμένων, ειδικά της Ουγγαρίας και αργότερα της Σλοβακίας.
Οι παράγοντες
Αλλά ποιοι ακριβώς παράγοντες έπαιξαν ρόλο σ’ αυτή την άνευ προηγουμένου μετατόπιση;
Σίγουρα ο ένας είναι το ευρωπαϊκό αξιακό προφίλ. Φύσει αντίθετο με ό,τι ο σκληρός πυρήνας των ευρωπαϊκών ελίτ θεωρεί πως εκπροσωπεί σήμερα η Ρωσία του Πούτιν.
Η ΕΕ θεωρεί εαυτόν θιασώτη του διεθνούς δικαίου, της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας. Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία ασχέτως της γεωπολιτικής δυναμικής που την προκάλεσε, εκλαμβάνεται ως ευθεία επίθεση στην ίδια την ευρωπαϊκή γεωπολιτική τάξη, όχι μόνο προς την Ουκρανία. Ακόμη περισσότερο, για τους Ευρωπαίους, η παραχώρηση εδαφών στη Ρωσία ενέχει τον κίνδυνο ομαλοποίησης της πολιτικής της επιβολής στην Ευρώπη, υπονομεύοντας τις αρχές που διατήρησαν μεταπολεμικά την ειρήνη - έστω κι αν αυτή ταλανίστηκε στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου.
Ο πολιτικός χάρτης στο εσωτερικό των ευρωπαϊκών χωρών και οι διαθέσεις της κοινής γνώμης δίνουν επίσης το ρυθμό στο αντιρωσικό αίσθημα, τουλάχιστον ως ένα βαθμό. Σε χώρες όπως η Πολωνία, η Λιθουανία και η Φινλανδία, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πως η κοινή γνώμη υποστηρίζει με σθένος τη σκληρή στάση προς τη Ρωσία και το πολιτικό προσωπικό αφουγκράζεται αυτές τις διαθέσεις διαμορφώνοντας ανάλογα τη ρητορική του.
Αλλά αυτό δεν είναι απόλυτο. Η “αμφιθυμία” προς τη Μόσχα σε χώρες όπως η Ιταλία και η Ουγγαρία, παραμένει ευδιάκριτη Η ανάγκη να επιδειχθεί πνεύμα ενότητας και συναντίληψης φαίνεται πως είναι εκείνη που υπαγορεύει τη συνέχιση της σκληρής γραμμής. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες αντιλαμβάνονται πως μια τακτική κατευνασμού του Κρεμλίνου σε αυτή τη φάση θα ήταν ένα ισχυρό πλήγμα στην εμπιστοσύνη των ψηφοφόρων απέναντι σε ο,τιδήποτε εκπορεύεται από τις Βρυξέλλες.
Η Ιστορία και η συλλογική μνήμη έχουν παίξει επίσης ρόλο στην ενίσχυση του αντιρωσικού αισθήματος στους κόλπους της ΕΕ. Χώρες όπως η Πολωνία, τα κράτη της Βαλτικής (Εσθονία, Λετονία, Λιθουανία), η Τσεχική Δημοκρατία και άλλες που βρίσκονταν υπό την επιρροή της Σοβιετικής Ένωσης στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, συγκαταλέγονται στους πλέον επίμονους υποστηρικτές της σκληρής στάσης προς τη Μόσχα. Για την κοινή γνώμη και τις κυβερνήσεις αυτών των χωρών, ο στόχος του Πούτιν να αποκαταστήσει τη σφαίρα επιρροής της Ρωσίας στον πρώην σοβιετικό χώρο, αντηχεί δυσάρεστες εμπειρίες ηγεμονισμού και ποδηγέτησης του πρόσφατου παρελθόντος. Στις ανατολικοευρωπαϊκές κοινωνίες ο πόλεμος στην Ουκρανία φαντάζει ως “πρελούδιο” της δικής τους στοχοποίησης από αυτό που θεωρούν ως ρωσικό αναθεωρητισμό.
Η γερμανική μετατόπιση
Η μετατόπιση της Γερμανίας από μια σχέση ανεκτικής φιλίας με τον Πούτιν χάριν του φθηνού ρωσικού αερίου που κινούσε με χαμηλό κόστος τη γερμανική βιομηχανία συντηρώντας την υψηλή κερδοφορία της, σε μια σχέση ψυχρής αποστασιοποίησης και εν δυνάμει εχθρική, έπαιξε με τη σειρά της σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της σκληρής αντιρωσικής στάσης της ΕΕ. Το γερμανικό πολιτικό κατεστημένο, ιδιαίτερα η Μέρκελ, κατηγορήθηκαν εκ των υστέρων ότι εκοιμούντο τον ύπνο του δικαίου καθώς ο Πούτιν τους “παζάρευε” το αέριο και την ίδια ώρα κατάστρωνε τα πολεμικά σχέδια του.
Για μεγάλο μέρος των Γερμανών πολιτικών σήμερα, η πεποίθηση ότι η σύγχρονη εκδοχή της Ostpolitik και οι επικερδείς μπίζνες με τον Nord Stream και την GazProm θα κατόρθωναν να μετριάσουν τις γεωπολιτικές φιλοδοξίες της Ρωσίας, αποδείχθηκε τεράστια αφέλεια. Η ενεργειακή εξάρτηση από τον ρωσικό εφοδιασμό πριν από το 2022 ήταν ένα μεγάλο πάθημα -και μάθημα - για τους Ευρωπαίους και η αποφασιστικότητα να μην επαναληφθεί ποτέ αυτή η εξάρτηση συντελεί και συνεισφέρει στη σκληρή ευρωπαϊκή στάση προς τη Μόσχα.
Από το κάδρο των ευρύτερων αιτιών, δεν μπορούν φυσικά να λείψουν οι γενικοί φόβοι για την “απειλή” που αντιπροσωπεύει μια “πολεμική” Ρωσία απέναντι σε μια άπειρη πολεμικά Ευρώπη, καθώς η τελευταία μεγάλη πολεμική σύγκρουση που έζησαν οι δυτικοευρωπαϊκοί λαοί είναι εκείνη του Β’ΠΠ.
Η απειλή θεωρείται “άμεση και υπαρκτή” ιδιαίτερα στην ανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ.
Αν η Ρωσία πετύχει τους στόχους της στην Ουκρανία, χώρες όπως η Πολωνία ή εκείνες της Βαλτικής θα νιώσουν άμεσα απειλούμενες. Θεωρούν πως η σκληρή στάση σήμερα απέναντι στον Πούτιν θα τους κοστίσει “φθηνότερα” από το να αντιμετωπίσουν τη ρωσική πολεμική μηχανή στα σύνορά τους αύριο. Οι έμμεσες πυρηνικές απειλές και ο ενεργειακός εκφοβισμός του Κρεμλίνου, ενίσχυσαν την αίσθηση στις ευρωπαϊκές κοινωνίες και διευκόλυναν τη σχετική ρητορική περί μιας Ρωσίας που είναι αποσταθεροποιητική δύναμη και πρέπει να περιοριστεί.
Οι προκλήσεις
Αλλά πόσο πραγματικά ικανή είναι ν’ αντέξει στο χρόνο και να “αποδώσει” αυτή η σκληρή γραμμή των Ευρωπαίων; Αντικειμενικά, όχι πολύ, συμφωνούν οι αναλυτές. Οι κυρώσεις και η αποσύνδεση από το ρωσικό φυσικό αέριο προκάλεσαν πληθωρισμό, υψηλό ενεργειακό κόστος και μαρασμό της βιομηχανικής παραγωγής, ειδικά στη Γερμανία, την Ιταλία και την Κεντρική Ευρώπη.
Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι οι ατελείωτες κυρώσεις βλάπτουν την Ευρώπη περισσότερο από ότι τη Ρωσία μακροπρόθεσμα, ειδικά από τη στιγμή που η Μόσχα έχει βρει άλλες αγορές στην Ασία. Τα επιχειρηματικά λόμπι σε χώρες όπως η Ουγγαρία, η Σλοβακία ή η Αυστρία πιέζουν για αποκατάσταση των εμπορικών δεσμών με τη Ρωσία.
Από την άλλη ο στρατηγικός ρεαλισμός επιβάλλει αλλαγή οπτικής. Οι οπαδοί του υποστηρίζουν πως η Ρωσία δεν μπορεί να ηττηθεί στρατιωτικά χωρίς δυσβάστακτο κόστος για τη Δύση δεδομένου του μεγέθους, των πόρων και του πυρηνικού οπλοστασίου της. Μ’ αυτή τη συλλογιστική, μια συμβιβαστική ειρήνη - ακόμη και αν είναι άδικη - είναι πιο ρεαλιστική από το στόχο της πλήρους αποκατάστασης των συνόρων της Ουκρανίας στο στάτους του 1991.
Άλλοι θεωρούν ότι η υπερβολικά σκληρή απομόνωση της Ρωσίας την ωθεί πιο κοντά στην Κίνα δημιουργώντας έτσι ένα ισχυρό αντιδυτικό μπλοκ. Μια πιο ήπια στάση θα μπορούσε να στοχεύει στη μακροπρόθεσμη “αποστασιοποίηση” της Μόσχας από το Πεκίνο αναδιαμορφώνοντας την παγκόσμια δυναμική ισχύος.
Ίσως όμως η πιο απαιτητική πρόκληση να είναι πια η ίδια η κόπωση των ψηφοφόρων στο εσωτερικό του μπλοκ. Μπορεί οι Ανατολικοευρωπαίοι να παραμένουν θερμοί υποστηρικτές της Ουκρανίας όμως τα δυτικοευρωπαϊκά εκλογικά σώματα δεν μπορούν να κρύψουν την κόπωση τους ύστερα από χρόνια πολέμου, υψηλών αμυντικών δαπανών και αυξημένων προσφυγικών ροών. Και δεν είναι μόνο αυτό: Είναι η διάχυτη αίσθηση ότι η συντήρηση κλίματος επικείμενης πολεμικής αναμέτρησης με τη Ρωσία δεν είναι παρά μια ακόμη μέθοδος για να δικαιολογείται η επιβολή αντιδημοφιλών οικονομικών και κοινωνικών μέτρων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου