Τετάρτη, Αυγούστου 27, 2025

Με δύναμη από την εικαστική Φλώρινα


  

Κώστας Λούστας, Solo exhibition at Gallery Techni, Thessaloniki, 1963. 

Solo exhibition at Gallery Techni, Thessaloniki, 1963. Διαβάστε περισσότερα εδώ: https://parallaximag.gr/agenda-parallaxi/ektheseis/aksechastos-kostas-loustas-se-mia-ekthesi-pou-prepei-na-prolaveis-na-deis

Με δύναμη από την εικαστική Φλώρινα


Κώστας Λούστας

της Κατερίνας Δ. Σχοινά (*)

 

Γιατί η Φλώρινα;

Η ιδιαιτερότητα της Φλώρινας στον καλλιτεχνικό χάρτη της Ελλάδας είναι ευδιάκριτη: η σχέση των κατοίκων της με τις εικαστικές τέχνες είναι ξεχωριστή, εντυπωσιακή για μια μικρή πόλη της ελληνικής μεθορίου, που για πολλά χρόνια βίωσε την απομόνωση, θλιβερό κανόνα για την ελληνική επαρχία ακόμα και μέχρι τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Πολλοί καλλιτέχνες με καταγωγή από τη Φλώρινα, είτε ζουν και δραστηριοποιούνται στη γενέτειρά τους είτε δημιουργούν σε άλλους τόπους, αποδεικνύουν ότι στην πόλη αυτή παραδοσιακά ευδοκιμούν οι συνθήκες για πλούσια καλλιτεχνική δημιουργία και αξιοσημείωτη εκθεσιακή δραστηριότητα. Απότοκο της σπουδαίας εικαστικής κίνησης της περιοχής είναι, εξάλλου, το Τμήμα Εικαστικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας, που από το έτος ίδρυσής του (2006) τροφοδοτεί την καλλιτεχνική ζωή της πόλης με νέο αίμα, παραγωγικές ζυμώσεις, εμπνευσμένες συνέργειες με τοπικούς φορείς (όπως είναι το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Φλώρινας), δημιουργική ώσμωση σε από καιρό γόνιμα εδάφη.

Η καλλιτεχνική γονιμότητα της Φλώρινας είναι εμφανής τουλάχιστον από την ένταξή της στο ελληνικό κράτος το 1912, αν και ήδη από τον 18ο και τον 19ο αιώνα ο μεγάλος αριθμός ζωγράφων στην ευρύτερη περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας μαρτυρεί την αξιοποίηση της ζωγραφικής, συμπεριλαμβανομένης και της αγιογραφίας, ως μέσου βιοπορισμού. Σε όλες τις περιόδους της ταραγμένης ιστορίας της Φλώρινας, ειδικότερα τα μεταπολεμικά χρόνια, όταν ιδρύεται ο Φιλεκπαιδευτικός σύλλογος Φλωρίνης «Ο Αριστοτέλης» (1941) και το εικαστικό του εργαστήριο (1945), η εικαστική παραγωγή εμπλουτίζει τις εκάστοτε πολιτισμικές μορφές και παρακολουθεί τις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις. Σημαντική σχετική βιβλιογραφία καταγράφει αναλυτικά το ενδημικό καλλιτεχνικό φαινόμενο αυτής της πόλης που επιμένει να διαθέτει εικαστική ζωή με μεγέθη αντιστρόφως ανάλογα αυτών του πληθυσμού, της έκτασης και της γεωγραφικής της θέσης στον ελληνικό χάρτη, διαθέτοντας μάλιστα πολλά καλλιτεχνικά εργαστήρια σε αναλογία με τον πληθυσμό της. Στην προσφερόμενη αυτή βιβλιογραφία εξέχουσα θέση κατέχει αφενός το μελέτημα του Τάκη Μπέσσα (1993) Η εικαστική Φλώρινα (1941-1976) και αφετέρου η άτυπη συνέχειά του Οι εικαστικές τέχνες στη Φλώρινα την εποχή της Μεταπολίτευσης της Ζωής Γοδόση (2018), εκδόσεις και οι δύο της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Φλώρινας «Βασιλικής Πιτόσκα».https://libflorina.gr/sites/default/files/%CE%95%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CE%BD%CE%B5%CF%82/%CE%92%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%B9%CE%BF%CE%B8%CE%AE%CE%BA%CE%B7/Home_Page_1_IMG_1042.jpg Το ότι στο εκδοτικό έργο της τοπικής Βιβλιοθήκης  σημαντική θέση κατέχει η θεματική των εικαστικών τεχνών πιστοποιεί την εκτίμηση της τοπικής κοινωνίας για την καλλιτεχνική παραγωγή της πόλης. Έτσι, η πόλη αναγνωρίζει και οι καλλιτέχνες της εμπνέονται συχνά από αυτήν, με απτή στο έργο τους την παράμετρο της τοπικότητας, διαλεγόμενοι ή και αναμετρώμενοι με τον βίο και την πολιτεία της. Με τη δεύτερη από τις προαναφερθείσες εκδόσεις της Βιβλιοθήκης «Βασιλικής Πιτόσκα» θα ασχοληθούμε λίγο περισσότερο στη συνέχεια.

Μεταπολίτευση και ελληνική επαρχία με όχημα την εικαστική Φλώρινα.

Ζωή Γοδόση, Οι εικαστικές τέχνες στη Φλώρινα την εποχή της Μεταπολίτευσης ( 2018)


Η Ζωή Γοδόση, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια στο Τμήμα Εικαστικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας στο αντικείμενο «Ιστορία της Νεότερης Ελληνικής Τέχνης», παρουσιάζει στον αναγνώστη λεπτομερή χάρτη της εικαστικής Φλώρινας από την αρχή σχεδόν της Μεταπολίτευσης (1977) μέχρι το 2006, κομβικό έτος για την τοπική καλλιτεχνική ζωή, αφού τότε ιδρύεται το παραπάνω πανεπιστημιακό τμήμα. Μετερχόμενη τις ερευνητικές μεθόδους της  Ιστορία της Τέχνης, με αναφορές στην Κοινωνιολογία της Τέχνης και με τον τρόπο του έμπειρου και επαρκούς ερευνητή, η συγγραφέας με το συγκεκριμένο βιβλίο της προσφέρει σε κάθε ενδιαφερόμενο μια ολοκληρωμένη περιδιάβαση στη νεότερη εικαστική Φλώρινα. Η πλούσια βιβλιογραφική και αρχειακή έρευνά της, η εξονυχιστική μελέτη μετά την αποδελτίωση του τοπικού τύπου για την εικαστική κίνηση στη Φλώρινα και οι ημιδομημένες συνεντεύξεις όχι μόνο με καλλιτέχνες, αλλά και με φορείς που εμπλέκονται στον τομέα του πολιτισμού, συνδιαμορφώνουν ένα κείμενο που ενδιαφέρει ειδικούς και μη, εμποτισμένο καθώς είναι και με τη δύναμη της μαρτυρίας και του βιώματος.

Στην ανασκόπησή της η Γοδόση ερευνά την τοπική εικαστική παραγωγή, διερευνά τους όρους παραγωγής και διανομής της, καθώς και τον τρόπο πρόσληψής της από την τοπική κοινωνία, διευρύνοντας, όμως, την οπτική της πέρα από τα όρια της τοπικότητας, εφόσον όλα εντάσσονται στο πλαίσιο της ελληνικής (αλλά και της διεθνούς) τέχνης υπό το πρίσμα κέντρου/περιφέρειας. Το δίπολο αυτό στη ματιά του βιβλίου επιτρέπει στον αναγνώστη να μεταφέρει τις αναλογίες και σε άλλα περιβάλλοντα, ώστε το παράδειγμα της Φλώρινας να χρησιμεύσει στη μελέτη του πολιτισμικού τομέα κι αλλού, ειδικά στην ελληνική επαρχία από την εποχή της Μεταπολίτευσης ως –λίγο πολύ- τις μέρες μας. Κομβική περίοδος σε αυτό το χρονικό διάστημα είναι κυρίως οι αρχές της δεκαετίας του ’80, όταν η πολιτιστική πολιτική του ΠΑΣΟΚ επιδιώκει να αποκεντρώσει τον πολιτισμό (ακόμα και τα προϊόντα υψηλής κουλτούρας) στην ελληνική επαρχία και σε όλες τις κοινωνικές τάξεις μέσω νέων θεσμών (π.χ. επιμορφωτικές δράσεις της ΝΕΛΕ, πολιτιστικές εκδηλώσεις κά). Με άλλα λόγια, μπορεί κανείς να δει -μέσω του παραδείγματος της Φλώρινας- πώς βίωσαν οι τόποι της ελληνικής περιφέρειας την πολιτική αλλαγή στον τομέα του πολιτισμού, πώς οι παλαιοί πολιτισμικοί φορείς «συνομίλησαν» με νεότευκτους (συχνότατα μάλιστα με διχογνωμίες, αντεγκλήσεις και έντονες ιδεολογικές διαφοροποιήσεις που απασχόλησαν και τα τοπικά δημοτικά συμβούλια), πώς υπήρξαν υποψίες για πιθανούς αποκλεισμούς καλλιτεχνών από κύκλους «ειδικών» της τέχνης, πώς η υποχρηματοδότηση και η αναζήτηση στέγης ταλάνισε συλλόγους και λέσχες και ανέδειξε τον εθελοντισμό των μελών τους, πώς η έλλειψη συντονιστικού οργάνου των καλλιτεχνών δυσχέρανε την προβολή του έργου τους, πώς ο τοπικός τύπος τροφοδότησε τις πολιτισμικές εξελίξεις. Μπορεί ακόμα να δει κανείς πώς διαμορφώθηκε ο κατά τόπους διάλογος για τα έργα τέχνης και την ιδεολογική τους λειτουργία[1], ιδίως όταν αυτά εντάσσονται στον δημόσιο χώρο, και, επομένως, συνιστούν μνημεία, δηλαδή φορείς δημόσιας ιστορίας, λειτουργώντας επιτελεστικά και συμμετέχοντας στον διάλογο για το παρελθόν, συχνά τραυματικό (βλ. π.χ. Εμφύλιος, εθνοτικά ζητήματα κλπ) σε τοπικά περιβάλλοντα διαιρεμένης μνήμης. Τέτοιες αναλογίες και προβληματισμοί είναι πολύ χρήσιμες προεκτάσεις της προβληματικής που θέτει το βιβλίο, ειδικά σήμερα όπου οι τοπολογίες της μνήμης φυτοζωούν σε α-μνημονικά (και έτσι ανιστόρητα) περιβάλλοντα.

Ζωγραφίζοντας τον τόπο

Εξάλλου η ζωή της τοπικής κοινωνίας δεν αφήνει αδιάφορους τους εκάστοτε καλλιτέχνες της Φλώρινας που, όπως διατυπώνει η συγγραφέας, «δεν είναι αποσυρμένοι στον ιδιωτικό χώρο ούτε και αποτελούν περιθωριακές μορφές» (σ. 133), απεναντίας συμμετέχουν ενεργά σε αυτήν με ποικίλους τρόπους και πολύ συχνά με γενναίο κριτικό λόγο. Η Γοδόση εγκύπτει με γνώση και αγάπη στο έργο τους, αποφεύγει τους επιλεκτικούς αποκλεισμούς, αναδεικνύοντας παράλληλα στο μελέτημά της τις ταξινομικές δυσκολίες και την εξ αυτών ταξινομική αμηχανία που μπορεί να συναντά κανείς στην ετερογένεια και τον μεγάλο αριθμό των καλλιτεχνών (π.χ. καλλιτέχνες με ακαδημαϊκές σπουδές ή μη, «ελάσσονες» ή «μείζονες», «λαϊκοί» ή «έντεχνοι», βιοποριζόμενοι ή μη από την τέχνη τους κά). Στην έρευνα της Γοδόση εξετάζεται και η σχέση των καλλιτεχνών μεταξύ τους, εκφρασμένη συχνά με αμοιβαία εκτίμηση, δεδομένης της έμπνευσης του ενός από τον άλλον, απτής και αποτυπωμένης στο έργο τους. Εξετάζεται, επιπλέον, και η σχέση των παλαιότερων με τους νεότερους δημιουργούς, ζητήματα γόνιμης μαθητείας, καλλιτεχνικής συνέχειας και ισχυρής τοπικής παράδοσης που καθόλου σπάνια μάλιστα είναι και οικογενειακή.

Η αποτύπωση του τόπου -με την έννοια του βιωμένου χώρου- δείχνει να αποτελεί κοινό παρονομαστή της θεματικής των περισσότερων ζωγράφων, που συνήθως ζωγραφίζουν με μετιμπρεσιονιστικό ή μοντερνιστικό ύφος, είτε αυτοί επιλέγουν την τοπιογραφία, εμπνευσμένη από το φυσικό περιβάλλον της περιοχής, είτε την απεικόνιση αγροτικών οικισμών ή αστικών περιοχών, με πρωταγωνιστή τον εμβληματικό ποταμό Σακουλέβα και την εικαστική απόδοση του νοσταλγικού παρελθοντικού ίχνους που έχει απομείνει σε παλιές γειτονιές του και σπίτια. Κατά την Γοδόση, «η πραγμάτευση του οικείου φυσικού και δομημένου χώρου κυμαίνεται από την εξιδανίκευση ως τον ρεαλισμό και την ποιητική απόδοση, απαλλαγμένη όμως από το βάρος της αποτύπωσης της πρόσφατης τραυματικής ιστορικής μνήμης» (σ. 142). Όπως φαίνεται, στην αντίληψή τους για τον τόπο τους αρκετοί ζωγράφοι σχολιάζουν με το έργο τους περισσότερο τον κοινωνικό και χωρικό μετασχηματισμό που συνέβη και στη δική τους πόλη τον προηγούμενο αιώνα διαμορφώνοντας εν πολλοίς το σύγχρονο πρόσωπό της: η ανοικοδόμηση από τη δεκαετία του 1970 (που μάλιστα εντάθηκε το 1995 λόγω του σεισμού) άλλαξε τελείως την όψη της Φλώρινας, που επανέρχεται ως μνήμη στα εικαστικά έργα- μνημονικούς τόπους (κατά τον P. Nora), ένα διαγενεακό κληροδότημα προς εκείνους που ποτέ δεν γνώρισαν αυτή την Φλώρινα. Το τρίτο μέρος του πλούσιου παραρτήματος στο βιβλίο της Γοδόση, με μια ενδεικτική επιλογή έργων φλωρινιωτών ζωγράφων κατά την εξεταζόμενη χρονική περίοδο, αυτήν ακριβώς τη μνήμη της πόλης ανασύρει, μέσω μιας εικαστικής περιδιάβασης στην ανθρωπογεωγραφία της. Με διαφορετικές ατομικές βιωμένες διαδρομές οι καλλιτέχνες της νεότερης εποχής, μέσω μιας άτυπης συμμετοχικής διαδικασίας, ανακατασκευάζουν μια Φλώρινα πλούσια σε χωρικά και ψυχικά τοπία, που αίρουν τη στατικότητά της, καθώς η πόλη μετασχηματίζεται διαρκώς σε μια πληθώρα βιωμένων τόπων. Και όσο υπάρχει το Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας, ιδίως το Τμήμα  Εικαστικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών, οι νέοι καλλιτέχνες θα συνεχίζουν αυτή τη δυναμική που ανάγλυφα αποτυπώνεται στο βιβλίο της Γοδόση[2].

 

Η μνήμη του τόπου

Κώστα Λούστας, Ποίηση και ζωγραφική. Παράλληλες αναγνώσεις (Κατερίνα Κουλουκάτση, 2023)

Το Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας διαθέτει, επιπλέον, ένα Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών που μπορεί να συνομιλεί με το Τμήμα Εικαστικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών: πρόκειται για το πρόγραμμα Δημιουργική Γραφή της Σχολής Κοινωνικών και Ανθρωπιστικών Επιστημών, που επιτρέπει εκλεκτικές συγγένειες και διακαλλιτεχνικές συναντήσεις μεταξύ λογοτεχνικής και εικαστικής γλώσσας και γραφής. Σε ένα τέτοιο πνεύμα κινείται, λοιπόν, η διπλωματική εργασία που εκπονήθηκε στο πλαίσιο του παραπάνω μεταπτυχιακού προγράμματος από τη φιλόλογο Κατερίνα Κουλουκάτση και προσέφερε υλικό για το βιβλίο της ίδιας Κώστα Λούστας, Ποίηση και ζωγραφική. Παράλληλες αναγνώσεις, έκδοση και πάλι της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Φλώρινας «Βασιλικής Πιτόσκα». Το βιβλίο εκρέει κατά κάποιον τρόπο από εκείνο της Ζωής Γοδόση που εξετάσθηκε παραπάνω, αφενός μελετώντας το έργο ενός εκ των σημαντικών ζωγράφων της Φλώρινας και αφετέρου συνεχίζοντας την πραγμάτευση ζητημάτων που τέθηκαν από τη Γοδόση όπως είναι, για παράδειγμα, αυτό της τοπικότητας στην τέχνη, όπου το καλλιτεχνικό έργο συνιστά κιβωτό μνήμης και όπου ο τόπος γίνεται τοπίο, αντικείμενο θέασης συναρτημένο με την υποκειμενικότητα του παρατηρητή του (με όρους φαινομενολογίας).

Το τοπίο της Φλώρινας που εξετάζει η εργασία της Κουλουκάτση είναι κυρίως τοπίο ψυχικό του ευαίσθητου, πολυσχιδούς και παραγωγικότατου καλλιτέχνη και συγγραφέα Κώστα Λούστα (1933-2014), που μαθήτευσε στον Γιάννη Μόραλη και μεγάλωσε στη Φλώρινα, ενώ έζησε περιπλανώμενος από τη Νέα Υόρκη ως τη Θεσσαλονίκη. Η Φλώρινα επιμένει, όμως, στο έργο του ως μνήμη, είτε ο Λούστας ζωγραφίζει είτε γράφει ποίηση ή πεζογραφία είτε αρθρογραφεί, μεταπλάθοντας τα βιώματά του σε πολύπλευρη δημιουργία. Με το έργο του δείχνει να αντλεί από τα κοιτάσματα του παρελθόντος του, αυτοβιογραφούμενος εμμέσως ακόμα και με την ίδια την υπογραφή του: «Ο εκ Νεβέσκης Λυγκηστίδος Κωστάκης Λούστας ο ΙΙΙ, Θεοδώρου του ΙΙ ο της Πελαγονίας και της Άνω Δυτικής Μακεδονίας Έξαρχος»[3]. Ενδεικτικό αυτού είναι ένα απόσπασμα δημοσιεύματος του Λούστα στην τοπική εφημερίδα Κοινή Γνώμη που παραθέτει η Κουλουκάτση (σ. 79). Αν και μεγαλωμένος σε μια Φλώρινα που, στα χρόνια του ’50 την σκέπαζε «ένα μαύρο σύννεφο», ενώ «η φυγή και ο τρόμος παλινδρομούσαν στα κράσπεδα του Σακουλέβα», ο Λούστας σημειώνει: «Τα ελληνικά που μιλάω είναι φλωρινιώτικα. Η ζωγραφική μου ματιά είναι φλωρινιώτικη», παραδεχόμενος μάλιστα πως, όταν ζωγράφιζε τη Φλώρινα, χρησιμοποιούσε «την απλούστερη ματιέρα» του, για να κληροδοτήσει στους νεότερους εύληπτα αρχεία μνήμης, τώρα που πλέον τα μνημονικά περιβάλλοντα εκλείπουν. Με άλλα λόγια, ο Λούστας παραδίδει δια του έργου του στους νεότερους μια μορφή μεταμνήμης (ο όρος της M. Hirsch), εφόσον η συνέχεια της μνήμης έχει πλέον διαταραχθεί. Αυτή η κληροδοτημένη μνήμη δια χειρός Λούστα είναι η «ζωγραφισμένη μνήμη» (ο χαρακτηρισμός του Α. Ακριτόπουλου) μιας μελαγχολικής και όμορφης Φλώρινας που έχει χαθεί δια παντός. Η Φλώρινα του Λούστα δείχνει υδάτινη, αφού, όπως διαπιστώνει η συγγραφέας του βιβλίου, κύριο σημαίνον της στο έργο του είναι ο ποταμός Σακουλέβας, που διαρρέει την καλλιτεχνική και μνημονική χώρα του δημιουργού. Χρονοτοπικό σημείο των εικόνων του, δραματική σκηνή όπου παίζεται το θέατρο της μνήμης του η Φλώρινα του Κώστα Λούστα, νοσταλγική, δυστοπική, όμορφη ή σκληρή, προσεταιρίζεται ανθρώπινα γνωρίσματα, εγκιβωτίζει τον χρόνο του δημιουργού της από την παιδική ηλικία ως την ενηλικίωσή του, εμπεριέχει τη μοναξιά του και προσωποποιείται δανειζόμενη τα χαρακτηριστικά του.

Ut pictura poesis

Η Φλώρινα του Λούστα, ως φυσικό ή αστικό τοπίο, απαντά και στα γραπτά του, όπως συμβαίνει και με άλλες κυρίαρχες θεματικές του έργου του (π.χ. με το υγρό στοιχείο- θάλασσα, ποτάμι- και με τον θάνατο). Η Κατερίνα Κουλουκάτση διερευνά, μεταξύ άλλων, στο βιβλίο της κοινά θεματικά μοτίβα στη ζωγραφική και την ποίηση του Λούστα, επιχειρώντας συναναγνώσεις των δύο εκδοχών της τέχνης του που συνομιλούν μεταξύ τους και μοιράζονται εξ ίσου τη δημιουργική του πνοή, αποδεικνύοντας εν τέλει ότι πρόκειται για ένα συνεχές, με «αδελφές» τις δύο τέχνες, «άλλοτε πιασμένες χέρι-χέρι κι άλλοτε πιο απομακρυσμένες» (σ. 96). Πρόκειται για ένα απαιτητικό εγχείρημα, ειδικά αν ληφθεί υπ’ όψιν ο μεγάλος αριθμός των εξεταζομένων στο μελέτημα έργων: 74 ποιήματα (μεταξύ αυτών και κάποια ανέκδοτα) και 300 πίνακες. Η Κουλουκάτση αξιοποιεί στην εργασία της τα επιστημονικά εργαλεία της σημειωτικής ανάλυσης και της πολιτισμικής προσέγγισης, μετέρχεται την ιστορία της τέχνης, γνωρίζει τις αναγνωστικές θεωρίες, εμπνέεται από τις σπουδές μνήμης και εντρυφεί στο τεράστιο έργο του Λούστα με ευαισθησία στην ανάγνωσή του μπροστά και πίσω από τις γραμμές, λογοτεχνικές και εικαστικές. Με ευαισθησία περιβάλλει, επίσης, και τη Φλώρινα του δημιουργού στη μεταπολεμική της μοίρα ως τόπο (βιωμένο).

Η σημειολογική ανάλυση της Κουλουκάτση στη συνανάγνωση των κειμένων με τους πίνακες του Λούστα αναδεικνύει αμφότερες τις εκφραστικές του διόδους, συνεξετάζει την αρθρογραφία και την αυτοβιογραφία του χωρίς, όμως, ο επιστημονικός λόγος της συγγραφέως να αποστεγνώνει τον καλλιτεχνικό, ώστε οι πλούσιοι χυμοί της διπλής τέχνης του δημιουργού να διαποτίζουν όλο το βιβλίο. Είναι μάλιστα ενδιαφέρουσα και η μικρή γεύση δημιουργικής γραφής εμπνευσμένη από το έργο του Λούστα, η οποία συμπληρώνει διακριτικά το μελέτημα. Δεκαπέντε ποιήματα-σχόλια της Κουλουκάτση σε λέξεις από τυχαία επιλεγμένους στίχους του Λούστα αποτελούσαν το δεύτερο μέρος της αρχικής μεταπτυχιακής εργασίας της, δίνοντάς τους έτσι, όπως αισθάνεται η ίδια, «μια δεύτερη ζωή, μεταχειρισμένη, ζωή από δεύτερο χέρι» (σ. 13). Μόνον ένα από αυτά τα κείμενα φιλοξενείται στο βιβλίο της, συγκεκριμένα στην αρχή του[4], διόλου τυχαία αναφερόμενο στη Φλώρινα της μνήμης, εισαγωγή ιδανική στο σύμπαν της τέχνης του Κώστα (Κωστάκη στην Φλώρινά του) Λούστα.

Για αυτό η Φλώρινα

Στον φάκελο που κατέθεσε η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Φλώρινας το 2003 για τη διεκδίκηση της ίδρυσης στην πόλη του Τμήματος Καλών και Εφαρμοσμένων Τεχνών περιλαμβανόταν, όπως μας πληροφορεί στο βιβλίο της η Ζωή Γοδόση (σ. 137), και μια ιδιόχειρη επιστολή του Θόδωρου Αγγελόπουλου, με εγνωσμένη τη σχέση του με την Φλώρινα, αποτυπωμένη βέβαια σε πολλές ταινίες του: «Αν αναζητούσα τον λόγο επιλογής αυτής της μικρής αλλά σημαντικής βόρειας πόλης, θα έλεγα ότι είναι εκτός των άλλων και εικαστική […] Το φυσικό περιβάλλον της περιοχής με τα σαφή φθινόπωρα και τους σαφέστερους χειμώνες, τα μελαγχολικά κτηριακά συγκροτήματα της πόλης, με τη βουή του Σακουλέβα να τη διασχίζει στο μήκος της, το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης καθώς και τη μεγάλη εικαστική δραστηριότητα, προοιωνίζονται το καλύτερο δυνατό μέλλον στην ίδρυση και λειτουργία μιας τέτοιας Σχολής».

Η Σχολή ευτυχώς ιδρύθηκε και η παρουσία της στην Φλώρινα, ορατή στα δύο βιβλία που παρουσιάσθηκαν παραπάνω, είναι ευεργετική για την πόλη σε μια σχέση δημιουργικής αλληλεπίδρασης με την τοπική κοινωνία, που διευρύνει τα όρια της ακριτικής πόλης, ώστε να δημιουργούνται «προοπτικές για την ενίσχυση της εικαστικής κίνησης και περισσότερες ευκαιρίες για τη σύνδεσή της με το ευρωπαϊκό περιβάλλον», όπως εκτιμά η Ζωή Γοδόση (σ. 149). Ταυτοχρόνως το παράδειγμα της Φλώρινας είναι μια αδιάσειστη απόδειξη για το πώς το πανεπιστήμιο μπορεί να αξιοποιήσει την πολλαπλή δυναμική της ελληνικής επαρχίας, πολλώ μάλλον σε εποχές όπου η συρρίκνωση των περιφερειακών πανεπιστημιακών ιδρυμάτων με επιχείρημα τη μείωση του κόστους υπονομεύει κάθε μορφή αποκέντρωσης και διαιωνίζει την πολιτισμική ηγεμονία του κέντρου, μετατρέποντας τους τόπους σε τοπία έλξης κι απώθησης, σαν εκείνη τη νοσταλγική μα και δυστοπική Φλώρινα του Κώστα Λούστα.

 

 

[1] Αφορμή στο βιβλίο προσφέρει η αναφορά στη μεγάλη συζήτηση της τοπικής κοινωνίας για τον έφιππο ανδριάντα του Μεγάλου Αλεξάνδρου (1992), έργο του γλύπτη Δημήτρη Καλαμάρα, καθώς και για το γλυπτό του Μέμου Μακρή, φιλοτεχνημένο για το Μαουτχάουζεν, αντίγραφο του οποίου τοποθετήθηκε το 2016 ως μνημείο στον ομαδικό τάφο των μαχητών του Δημοκρατικού Στρατού που σκοτώθηκαν στη μάχη της Φλώρινας το 1949.

[2] Σημαντικό συμπλήρωμα της όλης ανάγλυφης εικόνας με την εικαστική ζωή στη Φλώρινα μετά τη Μεταπολίτευση αποτελούν και τα άλλα δύο μέρη του Παραρτήματος, που περιλαμβάνουν βιογραφικά σημειώματα των καλλιτεχνών, καθώς και το εκθεσιακό τους ημερολόγιο.

[3] Όπως πληροφορεί η Κουλουκάτση (σ. 50), ο Λούστας υπογράφει έτσι το αυτοβιογραφικό του βιβλίο Εκατό και Πλέον Δαχτυλίδια για Πρίγκιπες, τονίζοντας εκ προοιμίου το καταγωγικό του στίγμα (Νέβεσκα, Λυγκηστίδα και Πελαγονία είναι παλαιές ονομασίες του Νυμφαίου Φλώρινας η πρώτη, της αρχαίας «χώρας» της Άνω Μακεδονίας η δεύτερη και επαρχίας της αρχαίας Μακεδονίας η τρίτη).

[4] Πρόκειται για το ποίημα της Κουλουκάτση «Έτσι» (σ. 14).

 

(*) Ένα κείμενο για την εικαστική Φλώρινα  από τις εκδόσεις της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Φλώρινας «Βασιλικής Πιτόσκα»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

«Καταργητές» :το ένοπλο κίνημα των Αμερικανών που αντιδρούσαν στη δουλεία

  Δαγκεροτυπία του Μπράουν που τραβήχτηκε από τον αφροαμερικανό φωτογράφο Augustus Washington στο Σπρίνγκφιλντ της Μασαχουσέτης, γύρω στα...