Το επιβλητικό σπίτι στην οδό Στίλπωνος στο Μετς. Παρτιτούρες, υπολογιστές, ηλεκτρονικές συσκευές, αλλά μην νομίσει κανείς ότι έχουμε να κάνουμε με έναν στυγνό και δογματικό αβανγκαρντίστα και φανατικό της τεχνολογίας: σκορπισμένα ολόγυρα κείνται παραδοσιακά όργανα, πολλές φορές ιδιοκατασκευές, απόδειξη του ασίγαστου ενδιαφέροντος του δημιουργού για κάθε μορφή του ήχου, τεχνητού ή φυσικού.
«Αυτό το σπίτι το έφτιαξα με νότες», έλεγε υπερήφανος ο Νίκος Μαμαγκάκης έχοντας εισπράξει επί τέλους ένα αξιοπρεπές ποσό από τις γερμανικές σειρές Heimat και Zweite Heimat, και με αυτή του την έκφραση αντιπαράβαλε τον αιθέριο κόσμο των φθόγγων και των ήχων με τα υλικά ντουβάρια του κτιρίου, το πως δηλαδή η πνοή του δημιουργού πραγματώνεται σε ανθρώπινο ενδιαίτημα.
Ο
Νίκος πάλεψε συνειδητά με το θηρίο. Ποιο θηρίο; Το θηρίο του μερικού,
του διαχωρισμού, αυτό που κρατάει σε απόσταση το έντεχνο από το λαϊκό,
την Υψηλή Τέχνη από τη «Χαμηλή», τη δυτική μουσική από την ανατολική.
Δεν έχει σημασία ο βαθμός επιτυχίας, αλλά σίγουρα συγκαταλέγεται σε
αυτούς που ο Γιώργος Σεφέρης (Μέρες Γ΄) αποκαλεί «κολυμπητάδες», όχι
βέβαια στους αναζητητές της άλλης Ελλάδας στην οποία αναφέρεται ο
ποιητής, αλλά σ’ αυτούς που αναζητούν την άλλη μουσική, σ’ αυτούς που
υπερβαίνουν τα όρια όχι από αβανγκαρντίστικη κεκτημένη ταχύτητα, αλλά
γιατί πιστεύουν βαθιά, όπως ο ίδιος ο Νίκος, στον ενιαίο ήχο, στο κοινό
ρίζωμα της μουσικής. Είδε το θεριό μα δεν το φοβήθηκε, καθώς ήταν βαθιά
και από τη φύση του ταγμένος σε αυτήν την λαοκόντια και ερωτική
ταυτόχρονα διαπάλη με το φαινόμενο του ήχου (την ηχολαγνεία, του όπως
έλεγε ο ίδιος).
Όσον αφορά τη μουσική κληρονομιά που αφήνει
(κληρονομείται όμως το ταλέντο, η ατομική ευρετικότητα;) θα σταθώ στην
εποποιΐα του Heimat. Δεν υπάρχει κατά τη γνώμη μου στενότερη και πιο
αντιστικτική σχέση εικόνας – ήχου. Εδώ, δύο σπουδαίοι καλλιτέχνες (ο
Νίκος Μαμαγκάκης και ο Έντγαρ Ράιτζ) τηρώντας πάντα τις συμβάσεις μιας
τηλεοπτικής σειράς (τη συνέχεια, την πλοκή, το στόρι, την εξέλιξη των
χαρακτήρων) δημιούργησαν ένα άνευ προηγουμένου αισθητικό αποτέλεσμα. Οι
ήχοι, οι μελωδίες, οι υποκρούσεις του Νίκου σχολιάζουν ανατρέπουν,
ειρωνεύονται, ενδυναμώνουν τους χαρακτήρες και τις καταστάσεις, δεν
απλώνονται σαν χρώμα στον πίνακα, αλλά αντίθετα η μουσική, σαν βελόνα
κεντήματος, τρυπά τον επίπεδο κινηματογραφικό καμβά εισέρχεται και
εξέρχεται από απρόσμενα σημεία, κάθε είσοδος του ήχου χρωματίζει και
μεταλλάσσει ριζικά το δραματικό τοπίο. Από το αεικίνητο και υπαινικτικό
κλαρινέτο κυρίως στο πρώτο Heimat, στην επική «μουσική τίτλων», στο
χορωδιακό της αποφοίτησης του Χέρμαν ή στις διάφορες μουσικές που
προσδιορίζουν τους χαρακτήρες, η μουσική κινείται αυτόνομα αλλά σε πόσο
βαθιά σχέση με τα επί της οθόνης τεκταινόμενα! Αυτόνομα μουσικά κομμάτια
συντίθενται για να καλύψουν τις «συναυλιακές» ανάγκες μιας ταινίας με
επίκεντρο τη μουσική, όπως το Connection no 1 για φλάουτο, πιάνο,
βιολοντσέλο και μαγνητοταινία στο Heimat και το μουσικοθεατρικό έργο
Hexenpassion στο Zweite Heimat. Δεν υπάρχει λοιπόν –να το επαναλάβουμε–
κατά τη γνώμη μας καλύτερη εργασία που αφορά τη μουσική κινηματογράφου.
Εδώ δεν πρόκειται απλά για soundtrack, δηλαδή τη λωρίδα της ηχητικής
μπάντας που ακολουθεί συναισθηματικά ή εναγώνια τη δράση, αλλά για
soundtracking, δηλαδή την αναζήτηση του ήχου που προσιδιάζει σε κάθε
δραματική μετάπτωση.
Μια άλλη πτυχή του Νίκου είναι η σχέση του με
τον λόγο. Δεν θα σταθώ εδώ στις μελοποιήσεις που με ακατάβλητο πάθος
πραγματοποίησε αλλά για τη χρήση που έκανε –αυτός ο βαθιά αντιθεωρητικός
άνθρωπος– της ελληνικής γλώσσας για να προσδιορίσει και να ορίσει το
μουσικό φαινόμενο όσο και την προσωπική του σχέση με αυτό. Έννοιες και
τίτλοι όπως «μικρή βιοτεχνία της μουσικής», «ηχολαγνεία», «άχραντοι
ήχοι», «ηχούργημα», «πένθημα», «μαγωδία», στόχευαν ακριβώς στο ουσιώδες
περιεχόμενο των λέξεων, αποδίδοντας τόσο μια διαδικασία όσο και μια
ιδεολογία.
Να σταθώ τέλος στα προσωπικά μαθήματα που έλαβα – παρών ως
βοηθός του τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’90: μάθημα πρώτο, η
εμπειρία, η μεγάλη ευκαιρία, να συναντήσει κανείς έναν εκπρόσωπο αυτής
της μεγάλης γενιάς που διαδέχτηκε διαλεκτικά τη γενιά του ’30, όλο το
πολιτιστικό και ανθρώπινο φορτίο αυτής της γενιάς, να εργαστεί με έναν
άνθρωπο πολλές φορές αντιφατικό ή καλύτερα γνησίως Κρητικό με όλο το
εκρηκτικό πάθος και την ακατάβλητη εμμονή όσον αφορά τους στόχους του
και, δεύτερο και πλέον καίριο, το μάθημα της τέχνης, ότι δηλαδή η τέχνη
και ιδιαίτερα η μουσική τέχνη που βρίθει κανόνων, συνταγών, δομών,
ωδειακών γνώσεων (και από ωδεία κι αν ήξερε ο Νίκος) είναι πάνω απ’ όλα
προσωπική αυτουργία, μια αιφνίδια και μυστική μετάβαση σε άλλον τόπο,
καθώς για κάποιο ανεπίγνωστο λόγο (εδώ είναι η χάρις) ξεστρατίζουμε από
τη συνηθισμένη και τακτική «καθημερινή» μας διαδρομή. Κάθε φθόγγος τότε,
κάθε συγχορδία, κάθε μουσικό μέσο όσο κι αν είναι –και είναι–
πολυχρησιμοποιημένο λάμπει ξανά για πρώτη φορά μοναδικά και μόνος αίτιος
και υπεύθυνος γι’ αυτό είναι ο καλλιτέχνης. Αυτής της μυστικής εισόδου
στο τοπίο της δημιουργίας ήταν βαθύς γνώστης ο Νίκος, ίσως και γι’ αυτό
βαριόταν τις θεωρητικούρες και τις αναλύσεις επί του έργου του και των
έργων γενικώς. Ο Νίκος ήταν πάντοτε έμπλεος δαίμονος δημιουργικού.
*Ο Αιμίλιος Πολίτης γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Γαλλική Φιλολογία στην Αθήνα και το Παρίσι. Ανώτερα θεωρητικά της μουσικής με το Μιχάλη Τραυλό. Για δύο χρόνια υπήρξε συνεργάτης του Νίκου Μαμαγκάκη. To 1993 εκδόθηκε από τις Εκδόσεις Antinea Verlag, München, η «Μικρή σουίτα» για πιάνο (Kleine suite für clavier). Από το 1997 εργάζεται στη Μέση Εκπαίδευση. Έχει συνθέσει μουσική για το θέατρο καθώς και μελοποιήσεις ποιημάτων. Έχει πραγματοποιήσει παρουσιάσεις της δουλειάς του στην Αθήνα, στον Πολιτιστικό Σύλλογο «Εύμαρος» και στο «Τριανόν».
Εμβληματικά έργα του Νίκου Μαμαγκάκη (playlist )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου