Ο άνθρωπος που ήθελε να σώσει τη λογοτεχνία
Με αφορμή την κυκλοφορία του νέου μυθιστορήματος του Ενρίκε
Βίλα Μάτας στα ελληνικά,
αδράξαμε την ευκαιρία μιας συνέντευξης
για να περιηγηθούμε στον μαγικό κόσμο του σπουδαίου Καταλανού
συγγραφέα
kathimerini.gr
Αυτή δεν είναι μια συνηθισμένη συνέντευξη, δεν θα μπορούσε να είναι, αφού είναι μια συνέντευξη με τον Ενρίκε Βίλα Μάτας,
[Enrique Vila - Matas: Όλα τα βιβλία του στα ελληνικά]
μια περίπτωση
καθόλου συνηθισμένη. Ο Καταλανός συγγραφέας είναι, όπως έλεγε κάποτε
ένας ήρωάς του, «άρρωστος με τη λογοτεχνία». Εδώ και μισό αιώνα (το
πρώτο του μυθιστόρημα κυκλοφόρησε το 1973) υπηρετεί εμμονικά ένα
ιδιαίτερο είδος: γράφει λογοτεχνία για τη λογοτεχνία. Και ζει για τη
λογοτεχνία. Ένα παράδειγμα: Είναι ο ιδρυτής του Τάγματος των Φίνεγκαν,
μιας λέσχης, ας πούμε, τα μέλη της οποίας ταξιδεύουν κάθε 16 Ιουνίου στο
Δουβλίνο για να τιμήσουν τον Οδυσσέα του Τζόις. Δεύτερο παράδειγμα: Το
2012 μετέβη στο Κάσελ και συμμετείχε στην documenta ως μια ανθρώπινη
εγκατάσταση, παίζοντας τον ρόλο του συγγραφέα που κάθεται σε ένα καφέ
και γράφει.
Το λατινοαμερικανικό περιοδικό Literal τον χαρακτήρισε ως «τον τελευταίο συγγραφέα». Περισσότερο από μια συνέντευξη μαζί του, λοιπόν, αυτό είναι ένα κείμενο για την αγάπη για τη λογοτεχνία. Τον ρωτάω αν ο ίδιος νιώθει «άρρωστος», όπως εκείνος ο ήρωάς του. «Όχι», μου λέει. «Στην πραγματικότητα οι αγαπημένες μου συζητήσεις αφορούν το ποδόσφαιρο». Αλλά συνεχίζει: «Είναι αλήθεια όμως ότι η λογοτεχνία μού έσωσε τη ζωή, ξύπνησε μέσα μου ένα πάθος που με διευκόλυνε να μη βαριέμαι, να μην αισθάνομαι ένα υπερβολικό κενό».
Η συζήτησή μας έγινε αφού διάβασα το πιο πρόσφατο μυθιστόρημά του, που κυκλοφόρησε μέσα στο καλοκαίρι στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ίκαρος. Λέγεται Μοντεβιδέο, γράφτηκε στην πανδημία και ενώ ο συγγραφέας ανάρρωνε από μια σοβαρή περιπέτεια με την υγεία του. Το μυθιστόρημα είναι –όπως όλα τα βιβλία του– ένα πανηγύρι διακειμενικότητας. Στιγμές και πρόσωπα της λογοτεχνικής ιστορίας μπλέκονται με την πλοκή δημιουργώντας έναν μεταμυθοπλαστικό λαβύρινθο, στο κέντρο του οποίου βρίσκεται εν προκειμένω ένας αφηγητής που ταξιδεύει σε πόλεις του κόσμου αναζητώντας το συγγραφικό του στιλ. Ο Βίλα Μάτας λέει ότι πρόκειται για τη βιογραφία ενός ύφους.
Εν μέρει, πάντως, αυτοβιογραφείται. Ή παραθέτει την αυτοβιογραφία των διαβασμάτων του. «Σε όλα του τα βιβλία μοιάζει να μιλάει για τον εαυτό του ως αναγνώστη», μου λέει η Λίσμπεθ Σάλας, δημιουργός ενός φωτογραφικού λευκώματος (Infinitamente Serio) για τη ζωή του Βίλα Μάτας. «Ο στόχος μου ήταν να αφηγηθώ την ιστορία της ζωής του μέσα από τις αναγνώσεις και τα αντικείμενά του. Επικεντρώθηκα στις λεπτομέρειες, στη ζωή των αντικειμένων, στις φωτογραφίες αρχείου: παιδική ηλικία, εκλεκτικές συγγένειες, φετίχ, καθημερινότητα κ.ο.κ.». Ένα μικρό δείγμα της δουλειάς της βλέπετε σε αυτές τις σελίδες.
Η γάτα του Σρέντινγκερ
«Διαβάζοντας ένα μυθιστόρημα του Βίλα Μάτας είναι σαν να βλέπεις
κάποιον να υφαίνει μια πανέμορφη ταπισερί με το ένα χέρι και εξίσου
επιδέξια να την ξηλώνει με το άλλο», είχε γράψει σε ένα προ δεκαετίας
προφίλ του στο New Yorker η Τζοάνα Καβένα. Και είναι ακριβώς έτσι. Μια
συνεχής αυτοαναίρεση της φύσης των πραγμάτων. Δεν είναι εύκολα τα βιβλία
του, παρά τον άψογο ρυθμό τους. Είναι μυθιστορήματα ιδεών, όπως λέμε,
μυθιστορήματα γεμάτα πληροφορίες. Η μεταφράστριά του στα ελληνικά, Νάννα
Παπανικολάου, μου λέει ότι απευθύνεται σε κάπως διαβασμένους
αναγνώστες. «Στο πρώτο του βιβλίο που μετέφρασα, είχα προτείνει 400
σημειώσεις», σχολιάζει χαρακτηριστικά και προσθέτει ότι ο Βίλα Μάτας
αποτελεί μια μεταφραστική πρόκληση.
Σε ένα σημείο του Μοντεβιδέο ο αφηγητής/συγγραφέας σημειώνει ότι
«οποιαδήποτε αφηγηματική εκδοχή μιας αληθινής ιστορίας είναι πάντα μια
μορφή μυθοπλασίας». Του λέω ότι αυτή η φράση θα μπορούσε να αποτελεί το
μότο ολόκληρου του έργου του. «Συμφωνώ», μου λέει, «αλλά ο βαθμός
μυθοπλασίας ποικίλλει από βιβλίο σε βιβλίο. Μερικές φορές, οι ιστορίες
που σχεδόν όλοι νομίζουν ότι είναι επινοημένες είναι ακριβώς οι πιο
αληθινές, αυτές που συνέβησαν πραγματικά και ακριβώς όπως τις
αφηγούμαι». Και όταν σκέφτεστε τη δική σας ζωή, τον ρωτάω, πώς την
αντιμετωπίζετε; Κι αυτήν σαν να είναι μυθοπλαστική; «Κάπως σαν τη γάτα
του Σρέντινγκερ», λέει, «που ήταν ταυτόχρονα νεκρή και ζωντανή». Η κ.
Παπανικολάου τον θυμάται πριν από μερικά χρόνια σε ένα δείπνο στην
Αθήνα. «Είναι ένας ντροπαλός άνθρωπος, κλειστός, κρατάει αποστάσεις
μέχρι να νιώσει οικειότητα».

Η κηδεία του Γουτεμβέργιου
Το Μοντεβιδέο ξεκινάει με μια ευθεία παραπομπή στη δική του ζωή. Ο αφηγητής φτάνει στο Παρίσι το 1974 για να «γίνει συγγραφέας», όπως συνέβη και στην πραγματικότητα με τον 26χρονο τότε Βίλα Μάτας, ο οποίος άφησε πίσω του τη φρανκική Ισπανία και εγκαταστάθηκε στη γαλλική πρωτεύουσα, επιθυμώντας να ζήσει μεταχρονολογημένα όσα αφηγείται ο Χεμινγουέι στο Μια κινητή γιορτή, με τις παρέες των καλλιτεχνών στα χρόνια του Μεσοπολέμου.
Νωρίτερα είχε σπουδάσει Νομική και δημοσιογραφία, είχε ασχοληθεί λίγο με το σινεμά και είχε εργαστεί σε ένα περιοδικό (κάποιες επινοημένες συνεντεύξεις με διάσημα πρόσωπα έχουν ακόμα κάποια φήμη). Στο Παρίσι γνώρισε τη Μαργκερίτ Ντιράς και ήταν εκείνη που τον βοήθησε να νοικιάσει ένα δωμάτιο υπηρεσίας («όλα αυτά τα ξέρετε», μου λέει – τα έχει αφηγηθεί αναλυτικά σε ένα παλιότερο βιβλίο του με τίτλο Το Παρίσι δεν τελειώνει ποτέ). Επέστρεψε στη Βαρκελώνη λίγα χρόνια αργότερα.
Σήμερα, 75 ετών, έχει μια μεγάλη καριέρα πίσω του, πολλά βραβεία, ατέλειωτες ιστορίες και μια αυτοπεποίθηση που ξεχειλίζει απ’ τις σελίδες. Στις πρώτες σελίδες του Μοντεβιδέο, ο αφηγητής/συγγραφέας παρατηρεί γύρω του πέντε αφηγηματικές τάσεις, τις οποίες αντιγράφω κατά σειρά: «Η τάση όσων δεν έχουν τίποτα να διηγηθούν. / Η τάση όσων επίτηδες δεν αφηγούνται τίποτα. / Η τάση εκείνων που διηγούνται τα πάντα. / Η τάση όσων περιμένουν κάποια μέρα τα πάντα να τα πει ο Θεός, ακόμα και το γιατί είναι τόσο ατελής. / Η τάση αυτών που έχουν παραδοθεί στην εξουσία της τεχνολογίας, η οποία φαίνεται να μεταγράφει και να καταγράφει τα πάντα, με αποτέλεσμα να αχρηστεύει τη δουλειά του συγγραφέα». Στέκομαι στην πέμπτη τάση, αυτή με την τεχνολογία, και τον ρωτάω αν τον ενοχλεί η ανάπτυξη της γραφής μέσω τεχνητής νοημοσύνης. «Είναι ένα ακόμη επεισόδιο αυτών των σύγχρονων κατασκευών (το κράτος, ο κόσμος της οικονομίας και του εγκλήματος κ.ο.κ.) που τελειοποιούν και επεκτείνουν αμείλικτα το εύρος της εξουσίας τους πάνω στο άτομο. Το ότι η άνοδος της “οργάνωσης” (για την οποία μιλούσε ο Κάφκα) θα ήταν ασταμάτητη το αντιλήφθηκε ο συγγραφέας της Πράγας από πολύ νωρίς, αλλά δεν το προφήτευσε με οργουελικό ύφος, επειδή οι συγγραφείς είναι συνήθως “διορατικοί” και όχι προφήτες».
Ο ίδιος δεν παριστάνει τον προφήτη και σίγουρα έχει υπάρξει διορατικός. Πολλά χρόνια νωρίτερα είχε γράψει ένα μυθιστόρημα (Δουβλινιάδα), στο οποίο ένας ρομαντικός εκδότης οργανώνει (συμβολικά) την κηδεία της εποχής του Γουτεμβέργιου, τρομοκρατημένος από την εισβολή της τεχνολογίας στη λογοτεχνική ζωή. Τώρα, στο Μοντεβιδέο, ο αφηγητής σχολιάζει ότι «[…] οδεύαμε προς ένα μέλλον στο οποίο θα έπρεπε να συμβιώνουμε με κάθε λογής συγγραφείς συνεπαρμένους από οτιδήποτε το ψηφιακό, από τις δυνατότητες που θα πρόσφερε η τεχνολογία για ν’ αλλάξει τον τρόπο που διαβάζουμε». Παρ’ όλα αυτά, όταν τον ρωτάω αν ανησυχεί για το μέλλον της λογοτεχνίας, μου απαντάει αρνητικά: «Αν ανησυχούσα, δεν θα μπορούσα να γράψω», λέει και μετά προσθέτει κάτι άλλο, οριακά σχετικό, αλλά πολύ σημαντικό και ακόμα πιο συγκινητικό: «Με γοητεύουν κάποια λόγια του Ρομπέρτο Μπολάνιο σχετικά με τη γραφή και την ανάγκη να την αισθανόμαστε ως κάτι που μας βοηθάει να επιβιώσουμε. Τα έγραψε στο σπίτι του στην Μπλάνες, έχοντας τον γιο του Λαουτάρο στα γόνατά του: “Γράφω μέχρι να πέσει η νύχτα / με τον βρυχηθμό χιλιάδων δαιμόνων / τους δαίμονες που θα με πάνε στην κόλαση, / αλλά γράφω”. Αυτό το “αλλά γράφω” θα μπορούσε να βρίσκεται στο οικόσημό μου». Σ’ αυτό το σημείο, όμως, θα χρειαστεί μια μεγάλη παρένθεση.

Μια κομβική γνωριμία
Στα μέσα της δεκαετίας του ’90, ο Βίλα Μάτας βρέθηκε σε ένα καφέ στην παραθαλάσσια καταλανική κωμόπολη Μπλάνες και γνώρισε τυχαία τον Ρομπέρτο Μπολάνιο, ο οποίος είχε αποτραβηχτεί εκεί με την οικογένειά του έπειτα από την επεισοδιακή του αποχώρηση από τη Χιλή του Πινοσέτ. Σε μια σχετικά πρόσφατη συνέντευξή του στο Paris Review, ο Βίλας Μάτας είπε ότι «η γνωριμία μου με τον Μπολάνιο ήταν κομβική. Υπάρχει κάτι που πραγματικά μας ένωσε και που δεν βρίσκω εύκολα με άλλους συγγραφείς: ένα πάθος για τη λογοτεχνία». Μοιράστηκαν τα χειρόγραφά τους, ο Μπολάνιο του έχει αφιερώσει κι ένα διήγημα. Υπάρχουν και ορισμένες φωτογραφίες τους μαζί, σε φιλικά τραπέζια, σε γιορτές ή σε μπαρ, αλλά και μία σε μια χειμωνιάτικη παραλία, όπου φορούν μπουφάν, είναι μαζί με τις συζύγους τους και ο Μπολάνιο τρώει παγωτό. Είναι κι οι δύο ανεπιτήδευτοι, απλοί, χωρίς καμία κουλτουριάρικη πόζα. Δύο απ’ τους πιο ευφυείς συγγραφείς της γενιάς τους που μοιράζονται το «πάθος για τη λογοτεχνία». Είναι και κάπως μελαγχολική αυτή η φωτογραφία, ή έτσι μου φαίνεται, πιθανόν επειδή ο Μπολάνιο λίγο αργότερα πέθανε.
Τον αναφέρει στο Μοντεβιδέο με τα πιο κολακευτικά λόγια και λέει και κάτι προσωπικό, μια παραξενιά. Λέει ότι πάνω στην κουβέντα ο Μπολάνιο ήθελε πάντα να διαφωνεί. Τον ρωτάω αν ήταν όντως έτσι.
[.........................................]
Ο άνθρωπος που ήθελε να σώσει τη λογοτεχνία


Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου