Σάββατο, Ιανουαρίου 28, 2023

Η έξαχρείωση της βερολινέζικης κοινωνίας στον Μεσοπόλεμο και στα χρόνια του Χίτλερ μέσα από έναν πίνακα και ένα βιβλίο


Βερολινέζικη κοινωνία και ναζιστικό έγκλημα. Η σκοτεινή ροζ Metropolis του Grosz και οι αισχροί ήρωες του Fallada

Βίβιαν Στεργίου
Πηγή: theartofcrime.grhttps://theartofcrime.gr/wp-content/uploads/2020/07/stergiou_cover.jpg

1. Ένα μυθιστόρημα κι ένας πίνακας για το Βερολίνο της φρίκης

Ανθρωπάκια πανέτοιμα για κάθε είδους παρανομία. Πρόθυμα για λίγα μάρκα να προδώσουν την οικογένεια τους, να κάνουν πλιάτσικο, να κλέψουν, να χτυπήσουν τους ανήμπορους. Η κοινωνία του Βερολίνου στα χρόνια της ναζιστικής φρίκης είναι μια κοινωνία τρομοκρατίας και ελέγχου. Κυριαρχεί η κακία. Οι άνθρωποι εθίζονται στη βία και την παρακολούθηση. Συμμετέχουν κι αυτοί όπως μπορούν. Βοηθούν το έργο της Γκεστάπο, των Ες-Α και των Ες-Ες. Χαιρετούν χιτλερικά, συμπεριφέρονται ναζιστικά. Όποιος δεν συμμετέχει στο θηριώδες έργο είναι αντιστασιακός προδότης κι επικίνδυνος. Οι απλοί άνθρωποι παροτρύνονται να συμμετέχουν σε εγκλήματα ή να τα τελούν, για να έχουν το κεφάλι τους ήσυχο. Αλλιώς, κινδυνεύουν.

Το δίκαιο είναι φτωχό μπροστά σε μια τέτοια συνθήκη, όντας προορισμένο να συλλαμβάνει συγκεκριμένες μόνον πράξεις και την κακότητά τους. Η τέχνη, όμως, και τότε και τώρα διέθετε και διαθέτει τα εργαλεία για να περιγράφει με ακρίβεια τη στιγμή που η ηθική καταρρέει κι η κοινωνία γίνεται κτηνώδης αγέλη όπου κανένας αθώος δεν αισθάνεται ασφαλής. Η κακότητα που ξεφεύγει απ’ τις νομικές περιγραφές οι οποίες συλλαμβάνουν υποχρεωτικά μόνο την ευθύνη συγκεκριμένων προσώπων για συγκεκριμένες πράξεις, στην τέχνη γίνεται καύσιμο και διοχετεύεται στο πλήρες «χτίσιμο» στιγμών που με υψηλή ακρίβεια αποτυπώνουν μια ολόκληρη κοινωνία σε κρίση. Οι συγκεκριμένες πράξεις συγκεκριμένων προσώπων φαίνονται τότε σαφείς εκδηλώσεις μιας γενικότερα σάπιας συλλογικότητας. Η τέχνη έχει τις ελευθερίες που απαιτούνται για τη σύλληψη της ευρύτερης εικόνας. Έτσι, μπορεί να αποτυπώσει τη συλλογική οντότητα σε αποσύνθεση, όπου οι ζωές των απλών ανθρώπων κινούνται γύρω απ’ το έγκλημα. Η θετικιστική επιστημονική άποψη, η οποία ταυτίζει το δίκαιο με τους νόμους που τίθενται, ξεγυμνώνεται σε όλη της την προβληματική έκταση όταν έρχεται αντιμέτωπη με τέτοιες σκληρά ρεαλιστικές θεάσεις του κόσμου. Νόμοι χωρίς ηθική βάση εφαρμόζονται καθημερινά στο Βερολίνο της φρίκης. Τύποι υπάρχουν δήθεν και τηρούνται, τυπικά λαμβάνουν χώρα διαδικασίες, συντάσσονται αναφορές, γίνονται δήθεν ανακρίσεις, υπάρχουν εγκληματολόγοι. Ουσιαστικά, επιβάλλεται η ωμή βία με ένα περίβλημα ψεύτικης νομιμότητας.

Αυτές της εικόνες βρίσκουμε στο έργο του Fallada Μόνος στο Βερολίνο (εκδόσεις Πόλις, μετάφραση Άντζη Σαλταμπάση). Και αυτήν την κοινωνία, νομίζω, απεικονίζει και το έργο του G. Grosz Metropolis (1916-1917, Thyssen Bornemisza, Museo Nacional, Μαδρίτη).

Μόνος στο Βερολίνο, Hans Fallada, Εκδόσεις «Πόλις»

2. Πολυκατοικία χαφιέδων, ξεπούλημα για λίγα μάρκα και ανθρωπάκια σε διαρκή εγκληματική ετοιμότητα

Βερολίνο. Οι ναζί είναι πάνω. Η προπαγάνδα, ο τρόμος, η βία ρυθμίζουν τις ζωές των ανθρώπων. Ακόμα κι όταν περπατάνε νιώθουν (ή μάλλον ξέρουν) ότι παρακολουθούνται. Η πονηριά έχει ποτίσει το κεφάλι όλων. Ακόμα και μια απλή ηλικιωμένη ιδιοκτήτρια pet shop ξέρει πώς να συνομιλεί μ’ εγκληματίες, για να μην την πιάσουν κορόιδο. Ακόμα κι ένα παιδάκι μπορεί να ζητήσει λίγα μάρκα για μια πληροφορία ή να κλωτσήσει μια γριά Εβραία. Ακόμα κι οι αθώοι, οι αφελείς, οι πράοι, οι μικρότατες εστίες αντίστασης στη ναζιστική φρίκη, γίνονται οργίλοι κι απόμακροι, για να μπορέσουν να γλιτώσουν απ’ τη συμμετοχή σε εγκλήματα, ενώ μια νέα κοπέλα που χάνει το παιδί της βρίσκει παρηγοριά στη σκέψη πως στέρησε απ’ τον Χίτλερ άλλον έναν στρατιώτη. Το κάλεσμα για συμμετοχή σε φρικαλεότητες είναι μόνιμο και παντού στην πόλη, όλοι το νιώθουν κι οι περισσότεροι πρόθυμα ανταποκρίνονται σ’ αυτό, για να εξασφαλίσουν κάθε είδους ωφέλειες, κάποιο παράσημο ή ένα πακέτο τσιγάρα. Έτσι, η κρίση βαθαίνει καθώς απλοί πολίτες αποκτηνώνονται διαρκώς. Ο Fallada πιάνει αυτήν ακριβώς τη στιγμή που η κοινωνία του Βερολίνου έχει παραδοθεί ηθικά, την ώρα όπου κανένα βασανιστήριο, κανένας φόνος και καμία ακρότητα δεν θα μπορούσε να προκαλέσει έκπληξη, και χτίζει το μυθιστόρημα Μόνος στο Βερολίνο. Αν προσπαθούσαμε να καταγράψουμε τα εγκλήματα που τελούνται στη διάρκεια της αφήγησης, θα καταλήγαμε σε μια υπερβολικά μακροσκελή λίστα.

Θα σταθώ στα πιο συνηθισμένα εγκλήματα που επανέρχονται διαρκώς στη ροή του έργου: Ο ένας γείτονας παρακολουθεί τον άλλον πίσω απ’ το ματάκι, «ανακρίνει» άτυπα και ενημερώνει με συστηματικό τρόπο τις αρχές. Ο φίλος εκβιάζει τη φίλη του, απειλώντας να την καταδώσει για προδοσία, αφού ως «προδοσία» μπορεί να χαρακτηριστεί λίγο-πολύ οποιαδήποτε ενέργεια. Ακόμα και η ελευθερία να σκέφτεται κανείς ό,τι θέλει και να το εκφράζει έχει χαθεί. Οι πολίτες αστυνομεύουν το ίδιο το μυαλό τους από φόβο μην κάνουν τη λάθος σκέψη, την πουν και βρεθούν σε κάποια επώδυνη ανάκριση. Οι λάθος σκέψεις απαγορεύονται – ιδίως αυτές. Οι ανακρίσεις είναι βασανιστήρια. Οι δίκες, φιάσκο. Η αστυνομία ανέλεγκτη, απόλυτος κυρίαρχος η βία. Τα Ες-Α, τα Ες-Ες και η Γκεστάπο είναι το όνειρο των χαφιέδων, και κάθε πολυκατοικία έχει κι από έναν. Οι άνθρωποι εξασκούνται να μιλούν μόνο για τον καιρό και το φαγητό, περιορίζουν τους εαυτούς τους στην πιο βλακώδη εκδοχή τους, ώστε να μην πουν τίποτε λάθος και συλληφθούν. Εκτελούν τις πιο μονότονες ενέργειες, για να μην προκαλέσουν τις αρχές, όμως τελικά όποιος αρνείται να συμμετάσχει ενεργά στην οικοδόμηση της φρίκης ρίχνεται στο μπουντρούμι και δολοφονείται «νόμιμα».

«Δίκαιο» είναι ό,τι ορίζεται ως τέτοιο από το καθεστώς. Οι ηθικές βάσεις στις οποίες αναγόμαστε για να ελέγχουμε τη δεσμευτικότητα του δικαίου έχουν κλονιστεί. Οι αρχές και οι αξίες έχουν χαθεί. Ελάχιστοι φαίνεται να θεωρούν ότι έχουν καθήκον ανυπακοής στους νόμους που έχουν τεθεί απ’ τους ναζί και συστηματικής υπονόμευσής τους μέχρι το θετικό δίκαιο να ξαναγίνει δίκαιο, δηλαδή νόμος με ηθική βάση. Και πώς να φτάσουν στο συμπέρασμα του καθήκοντος ανυπακοής οι χαρακτήρες του Fallada, όταν το ολοκληρωτικό κράτος έχει γίνει η σκέψη των πολιτών κι οι πολίτες οι αστυνόμοι με πολιτικά που επιβάλλουν την κρατική θέληση στους συμπολίτες τους, αυθόρμητα, αμισθί και διαρκώς;

3. Η απόλυτη επικράτηση του κακού χρειάζεται την ανοχή της κοινωνίας και τη συμμετοχή των πολιτών

Για να επικρατήσει αυτός ο φόβος που μπαίνει τόσο βαθιά μέσα στον οργανισμό του πολίτη ώστε να νιώθει ότι παρακολουθείται ακόμα και ο περίπατός του το πρωί, χρειάζονται μάτια, πίσω από τζάμια, καφετέριες και βιτρίνες, έτοιμα να ενημερώσουν «για κάθε ύποπτη κίνηση». Η συντριπτική νίκη του φόβου χρειάζεται την ανοχή και συμμόρφωση των πολιτών. Ανθρώπους που θα κάνουν τους συνανθρώπους τους να νιώθουν κίνδυνο και μόνο που ανασαίνουν. Ανθρώπους σε ετοιμότητα να καταγγείλουν και να εκβιάσουν. Χρειάζονται οι γείτονες, οι χαφιέδες, οι αισχροί, σιχαμεροί τύποι που για μια χούφτα χαρτονομίσματα θα ξεπουλήσουν την ανθρώπινη ουσία τους. Η ανοχή των πολιτών κάνει τα πάντα δυνατά για το ολοκληρωτικό κράτος. Αποσύρει τον έλεγχο απ’ τους ώμους των αρχών και τον τοποθετεί στους πολίτες. Αδυνατίζει τους ηθικούς φραγμούς. Αφήνει τη λέξη «έγκλημα» ν’ αδειάσει απ’ το νόημα της και μετά να πάρει νέες σημασίες, αυτές που βολεύουν τους φορείς της εξουσίας. Έτσι, τα βασανιστήρια δεν είναι πια «έγκλημα», η αμφισβήτηση όμως είναι. Η αστυνομική βία δεν είναι πια «έγκλημα», η διανομή καρτών με φιλειρηνικό περιεχόμενο όμως είναι.

Μετά την ανοχή, όμως, έρχεται και η συμμετοχή, η επιθυμία να βλάψει κανείς με ενεργητικό τρόπο. Μέσα σε κλίμα γενικής αποχαλίνωσης δομείται και σταδιακά επιβάλλεται ένα πλαίσιο νομιμοποίησης της βίας. Γενικεύεται η ιδέα ότι κάποιους ανθρώπους, ναι, μπορούμε και να τους δέρνουμε, τους Εβραίους, τους «σακάτηδες», τους κομμουνιστές ή απλά αυτούς που δεν γουστάρουμε και που μπορούμε εκ των υστέρων, ακολουθώντας τους κατάλληλους γραφειοκρατικούς δρόμους, να τους χαρακτηρίσουμε «εχθρούς» ή «προδότες». Κάμπτει ο απλός άνθρωπος σιγά-σιγά τις αντιστάσεις που τον εμποδίζουν να ληστέψει, αφού έχει ήδη φτάσει σε κάποιο επίπεδο εξαθλίωσης, βρωμιάς και ανοσίας στη σαπίλα. Η πτώση ενός ανθρώπου από ένα παράθυρο κάνει τους γείτονες να αντιδρούν όπως θα αντιδρούσαν αν έπεφτε σπουργίτι ή μανταλάκι, κανείς δεν κυνηγά τον υπαίτιο, ψάχνουν όμως για κανένα βραχιόλι ή άλλο πολύτιμο κόσμημα που θα μπορούσαν ν’ αρπάξουν απ’ την πεθαμένη. Η ανηθικότητα επικρατεί, και καθώς εξελίσσεται η αφήγηση βαθαίνει όλο και περισσότερο.

Το Βερολίνο του Fallada είναι αυτό της πλήρους επικράτησης του ναζιστικού τρόμου. Στην πολυκατοικία επί της οδού Γιαμπλόνσκι συμβαίνουν όλων των ειδών οι φρίκες. Στο σύμπαν του βιβλίου και της Γερμανίας της εποχής, δεν είναι οι ένοικοι που χαφιεδίζουν: καταγγέλλουν και κλωτσάνε φορώντας τη στολή του Φύρερ οι καταζητούμενοι. Το (θετικό) δίκαιο είναι με το μέρος τους. Καταζητούμενος είναι ένας απλός εργάτης εργοστασίου που ξεκινάει μια γελοιωδώς ρομαντική αντίσταση κατά του καθεστώτος πετώντας κάρτες με αντιναζιστικά μηνύματα σε πολυκατοικίες και πολυσύχναστα μέρη, κι ένας δικαστής που διαβάζει σιωπηλός, αποσυρμένος κι αξιοπρεπής στο δωματιάκι του, αρνούμενος να συμμετάσχει στην κτηνωδία.

Το μυθιστόρημα του Fallada έχει πολλά πρόσωπα. Η εστίαση του συγγραφέα αλλάζει διαρκώς. Έτσι, διαβάζουμε πότε πώς σκέφτεται ο δικαστής, πότε πώς σκέφτεται η Εβραία και πότε πώς μιλάει ο επιθεωρητής της Γκεστάπο Τσοτ ή ο μικροαπατεώνας Κλούγκε. Μάλλον έβαλε όλα αυτά τα πρόσωπα για να μάς κεντρίσει το ενδιαφέρον. Και, πράγματι, το αποτέλεσμα είναι συγκλονιστικό. Το βιβλίο είναι απολαυστικά γρήγορο. Ωστόσο, με τη χρήση πολλών προσώπων ο Fallada καταφέρνει και κάτι άλλο εκτός απ’ το να μάς κρατήσει σε αναγνωστική εγρήγορση.

Καταφέρνει να αποτυπώσει μια κοινωνία ολόκληρη. Δεν είναι κακοί μόνον ο Επιθεωρητής Έσεριχ, που ανέχεται να τον ξεφτιλίζουν οι ανώτεροί του και που για την ασφάλεια που δίνει η υπακοή και η εκτέλεση εντολών θα ξεφτιλίσει έναν απ’ τους λίγους αξιοπρεπείς ανθρώπους που έχουν ξεμείνει σ’ ολόκληρο το Βερολίνο, ούτε είναι κακός μόνον ο Ομπεργκρουπενφύρερ Πραλ, που θα σπάσει μεθυσμένος ποτήρια στο κεφάλι ενός κρατούμενου εργάτη-αντιστασιακού μέχρι να ηδονιστεί απ’ το βασανιστήριο και ημιλιπόθυμος να γυρίσει στο γκεσταπίτικο γραφειάκι του. Η κοινωνία σάπισε συνολικά. Κι είναι απλά εκδηλώσεις αυτής της γενικής σαπίλας οι συγκεκριμένες φρικώδεις πράξεις που τελούνται απ’ τους ήρωες.

Ο Fallada αφιερώνει τις πιο πολλές σελίδες του στους κακούς. Σε προσωπικότητες τελειωμένες, παρακμασμένες, εμετικά ανήθικες, μικρές. Φιγούρες που για μια χούφτα μάρκα είναι έτοιμες να προδώσουν και να γλείψουν, να κυλιστούν κάτω απ’ τις κλωτσιές και τελικά να ξεφτιλιστούν εντελώς, ώστε εξαθλιωμένοι να αναζητήσουν κάποιον πιο αδύναμο απ’ τους ίδιους, το παιδί τους, κάποια Εβραία, για να τούς επιβληθούν ή να διατάξουν κι αυτοί λίγο. Κι έτσι ο Fallada αποδίδει τη γενική επικράτηση του κακού. Και, λέει, έμμεσα πάλι, κάτι που δε θα μπορούσαμε να αρθρώσουμε νομικά: ότι φταίνε κι οι ανώνυμοι ήσυχοι συμπολίτες που βουβοί κοιτάνε πίσω απ’ τα ματάκια, αυτοί που δρουν νόμιμα πλην ανήθικα κάνοντας τα στραβά μάτια. Ελάχιστες αξιοπρεπείς μορφές έχει το έργο. Αγωνίζονται μόνες σ’ ένα ατέλειωτο Βερολίνο παρακολούθησης, ανακρίσεων και φόβου, για να χαθούν μες στο μπουντρούμι ή πεταμένες από κάποιο παράθυρο. Όταν ο πολύς κόσμος κάνει πως δεν βλέπει ή συνεργάζεται, ή ακόμα και παίρνει εγκληματικές πρωτοβουλίες βλάβης των συμπολιτών του (κατακλέβοντας Εβραίους, κλωτσώντας ανήμπορους, κλπ.), τότε όλα επιτρέπονται. Η πιο φριχτή ενέργεια γίνεται ο κανόνας.

4. Ροή κακών στον Fallada και ρεύμα αδιάφορων συμπολιτών στον πίνακα Metropolis

 [.....................................]

ΣΥΝΕΧΙΣΤΕ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ=> Βερολινέζικη κοινωνία και ναζιστικό έγκλημα. Η σκοτεινή ροζ .

Αποτέλεσμα εικόνας για Βίβιαν ΣτεργίουΒίβιαν Στεργίου - ΠΡΟΣΩΠΟ – Βιβλιοnet

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Τα εθνικά μας χούγια

  ...