Μόνο ο θάνατος μπορεί να σταματήσει έναν καλό συγγραφέα»: 18 συγγραφικές συμβουλές από τον Oυίλιαμ Φόκνερ
Ο βραβευμένος με Νόμπελ Λογοτεχνίας Oυίλιαμ Φόκνερ [William Faulkner] συγκαταλέγεται στους σημαντικότερους Αμερικανούς πεζογράφους του 20ου αιώνα. Οι ιστορίες του, που συχνά εκτυλίσσονται στη φανταστική κομητεία Γιοκναπατάουφα, μιλούν για την παρακμή του Αμερικανικού Νότου, για τις οικογενειακές συγκρούσεις, για τη ροπή του ανθρώπου προς το κακό, για τη σχέση του ανθρώπου με τη φύση. Τα πιο γνωστά του έργα είναι τα μυθιστορήματα «Η βουή και η μανία», «Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ», «Καθώς ψυχορραγώ».
Επιμέλεια: Book Press
Ακολουθούν δεκαοκτώ συγγραφικές συμβουλές από τον Ουίλιαμ Φώκνερ, αλιευμένες από διάφορες συνεντεύξεις του, καθώς και από μια συζήτησή του με τους φοιτητές του Πανεπιστημίου της Βιρτζίνια.
Μην προσπαθείτε να γίνετε «συγγραφείς»:
«Μην προσπαθείτε να γίνετε συγγραφείς, προσπαθήστε να γράψετε. Αν είσαι ‘’συγγραφέας’’, αυτό σημαίνει πως παραμένεις στάσιμος. Συγγραφή σημαίνει κίνηση, προσπάθεια, ζωή. Μόλις πάψεις να κινείσαι, είσαι νεκρός. Ποτέ δεν είναι νωρίς για να αρχίσεις να γράφεις, αφού πρώτα μάθεις να διαβάζεις».
- από μια συνέντευξή του στο The Daily Princetonian, το 1958
Να παραμείνετε ερασιτέχνες:
«Να παραμείνετε ερασιτέχνες. Δεν πρέπει να γράφετε για τα χρήματα, αλλά για την ικανοποίησή σας. Θα πρέπει να είναι διασκεδαστικό. Θα πρέπει να σας συναρπάζει. Ακόμα κι αν δεν απολαμβάνετε την ίδια τη συγγραφική διαδικασία, μόλις τελειώσετε το γράψιμο θα πρέπει να νιώθετε ενθουσιασμένοι. Αυτό δεν σημαίνει πως θα πρέπει να είστε γεμάτοι περηφάνια, να κάθεστε και να θαυμάζετε όσα έχετε γράψει. Το σημαντικότερο είναι να ξέρεις πως έχεις δώσει τον καλύτερο εαυτό σου. Την επόμενη φορά θα τα πας ακόμα καλύτερα».
- από μια συνέντευξή του στο The Daily Princetonian, το 1958
Δεν υπάρχουν σωστοί και λάθος τρόποι για να γράψετε:
«Οι λογοτέχνες μπορεί να ισχυρίζονται πως η συγγραφή είναι σαν τις χειρουργικές επεμβάσεις ή σαν το χτίσιμο ενός σπιτιού. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει κάποιος σωστός τρόπος για να γράψεις, όπως επίσης δεν υπάρχουν παρακάμψεις. Ο νεαρός συγγραφέας θα είναι ανόητος αν ακολουθήσει κατά γράμμα μια συγκεκριμένη θεωρία. Να κάνετε τα δικά σας λάθη• οι άνθρωποι μαθαίνουμε μόνο από τα λάθη μας. Ο καλός καλλιτέχνης πιστεύει ότι κανείς δεν είναι αρκετά καλός για να του δώσει συμβουλές. Είναι ματαιόδοξος. Ακόμα κι αν θαυμάζει έναν παλαιότερο συγγραφέα, θέλει να γίνει καλύτερος από αυτόν».
– από μια συνέντευξή του, το 1956, στο The Paris Review
Το πιο σημαντικό κομμάτι μιας ιστορίας είναι ο πρωταγωνιστής:
«Σκεφτείτε προσεκτικά ποιος είναι ο πρωταγωνιστής σας. Μόλις βεβαιωθείτε για την ταυτότητά του, μόλις ο χαρακτήρας σας είναι αληθινός, τότε όλα θα πάρουν τον δρόμο τους. Ύστερα, το μόνο που θα χρειαστεί να κάνετε είναι να περπατήσετε πλάι του και να καταγράψετε όσα κάνει και όσα λέει. Πρώτα η κατάποση και μετά η κύηση. Πρέπει να γνωρίσετε τον χαρακτήρα σας. Πρέπει να πιστέψετε πως είναι αληθινός. Πρέπει να νιώσετε πως είναι ζωντανός και μετά, φυσικά, θα πρέπει να επιλέξετε ανάμεσα στις διάφορες πιθανές δράσεις του, έτσι ώστε οι πράξεις του να συνάδουν με την προσωπικότητά του. Μετά από αυτό, θα χρειαστούν μονάχα κάποιες μηχανικές κινήσεις, δηλαδή το γράψιμο στο χαρτί. Το μεγαλύτερο μέρος της γραφής πρέπει να γίνεται στο κεφάλι σας, και θα πρέπει να γίνεται προτού ακουμπήσετε το χαρτί με το μολύβι σας. Όμως, ο χαρακτήρας σας θα πρέπει να μοιάζει αληθινός, με βάση τις σκέψεις και τις εμπειρίες σας, και αυτές περιλαμβάνουν, όπως είπαμε, όσα έχετε διαβάσει, όσα έχετε φανταστεί, όσα έχετε ακούσει, όλα αυτά που θα σας δώσουν τα κατάλληλα όργανα για να αξιολογήσετε τον πρωταγωνιστή σας, και μόλις γίνει ζωντανός, αληθινός, σημαντικός και ικανός να συγκινήσει, τότε δεν θα χρειαστεί πολλή δουλειά ακόμα».
- από ένα q&a του με τους φοιτητές του Πανεπιστημίου της Βιρτζίνια, το 1958
Θα χρειαστεί να θυσιάσετε την τιμή, την περηφάνια, την ευτυχία σας:
«Ενενήντα εννέα τοις εκατό ταλέντο… ενενήντα εννέα τοις εκατό πειθαρχία… ενενήντα εννέα τοις εκατό δουλειά. [Ένας καλός μυθιστοριογράφος] δεν πρέπει ποτέ να είναι ικανοποιημένος με όσα έχει γράψει. Πάντα μπορεί και καλύτερα. Πάντα να ονειρεύεστε και να θέτετε στόχους που υπερβαίνουν τα όριά σας. Δεν αρκεί απλώς να είστε καλύτεροι από τους συγχρόνους ή από τους παλαιότερους ομοτέχνους σας. Προσπαθήστε να βελτιώνεστε συνεχώς. Ο καλλιτέχνης είναι ένα πλάσμα που καθοδηγείται από τους δαίμονές του. Δεν ξέρει γιατί τον επιλέγουν, και συνήθως είναι πολύ απασχολημένος για να αναρωτηθεί σχετικά με αυτό. Είναι εντελώς αδίστακτος, καθώς θα ληστέψει, θα δανειστεί, θα ζητιανέψει ή θα κλέψει από οποιονδήποτε, από όλους τους άλλους, προκειμένου να ολοκληρώσει τη δουλειά του... Η μόνη ευθύνη που έχει ένα συγγραφέας είναι η ευθύνη απέναντι στην τέχνη του. Ένας καλός συγγραφέας είναι εντελώς αδίστακτος. Έχει ένα όραμα. Τον βαραίνει τόσο πολύ που θα πρέπει να πετύχει τους στόχους του. Ειδάλλως, δεν βρίσκει ησυχία. Η τιμή του, η περηφάνια του, η αξιοπρέπειά του, η ασφάλειά του, η ευτυχία του, όλα αυτά δεν τα υπολογίζει. Εάν ένας συγγραφέας πρέπει να ληστέψει την ίδια τη μητέρα του για να γράψει, δεν θα διστάσει να το κάνει. Αν είναι να γράψεις το Ωδή σε μια ελληνική υδρία [ποίημα του Τζον Κητς], λήστεψε όσες γριές θες».
– από μια συνέντευξή του, το 1956, στο The Paris Review
Να σταματάτε όσο έχετε ακόμα δυνάμεις:
«Συνηθίζω να σταματώ όσο έχω ακόμα δυνάμεις. Δεν είναι καλό να γράφεις μέχρι να εξαντλείσαι. Πάντα να τα παρατάς όσο όλα πάνε καλά. Έτσι θα σου είναι ευκολότερο να συνεχίσεις την επόμενη φορά».
– από μια συνέντευξή του, το 1956, στο The Paris Review
Σχετικά με τους ιδιωματισμούς:
«Νομίζω πως είναι προτιμότερο να χρησιμοποιούμε όσο το δυνατόν λιγότερους ιδιωματισμούς, γιατί μπερδεύουν τους ανθρώπους που δεν είναι εξοικειωμένοι με το ιδίωμα. Κανένας χαρακτήρας δεν πρέπει να μιλά χρησιμοποιώντας μόνο ιδιωματισμούς. Καλύτερα να υποβάλλουμε, χρησιμοποιώντας αραιά και πού μερικές απλές, μα χαρακτηριστικές λέξεις.»
- από μια συνέντευξή του, το 1958, για το What’s the Good Word
Δημιουργήστε χαρακτήρες:
«Οι πραγματικές αλήθειες προέρχονται από τις ανθρώπινες καρδιές. Μην προσπαθείτε να παρουσιάσετε τις ιδέες σας στον αναγνώστη. Αντιθέτως, προσπαθήστε να περιγράψετε τους χαρακτήρες σας όπως τους βλέπετε. Πάρτε κάτι από ένα άτομο που γνωρίζετε, κάτι από ένα άλλο, και δημιουργήστε ένα τρίτο πρόσωπο, το οποίο θα κοιτούν οι άνθρωποι και θα ανιχνεύουν κάτι γνώριμο».
- από μια συνέντευξή του στο The Daily Princetonian, το 1958
Θα χρειαστείτε ωριμότητα, αλλά και ενέργεια:
«Η καλύτερη ηλικία για να γράψεις μυθοπλασία είναι από τα τριάντα πέντε ως τα σαράντα πέντε. Η φωτιά σας δεν έχει σβήσει ακόμα και ξέρετε ήδη πολλά. Η μυθοπλασία θέλει χρόνο. Για την ποίηση, η καλύτερη ηλικία είναι από τα δεκαεπτά ως τα είκοσι έξι. Η συγγραφή ποίησης μοιάζει με την εκτόξευση ενός πυραύλου, χρησιμοποιείς όση ενέργεια διαθέτεις για να εκτοξεύσεις έναν μόνο πύραυλο».
- από μια συνέντευξή του, το 1947, στο The Western Review
«Δεν ανέπτυξα ποτέ [κάποιο χαρακτηριστικό ύφος]. Νομίζω πως το συγγραφικό ύφος είναι ένα εργαλείο, και νομίζω πως όποιος αφιερώνει πολύ χρόνο σε αυτό, δουλεύοντας το ύφος του, ή προσπαθώντας να αποκτήσει ένα συγκεκριμένο ύφος, κατά πάσα πιθανότητα δεν έχει πολλά να πει, και το γνωρίζει, και φοβάται, και έτσι γράφει με αυτόν τον τρόπο, χρησιμοποιώντας ευρήματα».
- από ένα q&a του με τους φοιτητές του Πανεπιστημίου της Βιρτζίνια, το 1958
Τα σημαντικά προβλήματα είναι τα προβλήματα της καρδιάς – για αυτά να γράφετε:
«Μια από τις τραγωδίες της σημερινής εποχής είναι πως πλέον επικρατεί ένας γενικός, παγκόσμιος φόβος που έχει να κάνει με το ανθρώπινο σώμα, και είναι ένας φόβος που μας βασανίζει τόσο πολύ καιρό που ίσα που αντέχουμε πλέον. Δεν υπάρχουν προβλήματα που έχουν να κάνουν με το πνεύμα μας. Υπάρχει μόνο το εξής ερώτημα: Πότε θα με ανατινάξουν; Εξαιτίας αυτού, ο νεαρός άνδρας ή η νεαρή γυναίκα που γράφει σήμερα έχει ξεχάσει τα προβλήματα της ανθρώπινης καρδιάς, τα προβλήματα που δημιουργούνται όταν ο άνθρωπος συγκρούεται με τον εαυτό του, που από μόνα τους οδηγούν στην καλή γραφή, καθώς μόνο για αυτά αξίζει να γράφουμε, μόνο αυτά αξίζουν την αγωνία και τον ιδρώτα μας».
- από την ομιλία του Φώκνερ κατά την απονομή του Βραβείου Νόμπελ, το 1949
Πρέπει να μάθετε πώς να διαχειρίζεστε την αποτυχία:
«Κανείς δεν κατάφερε να εκπληρώσει με απόλυτη επιτυχία τα όνειρά του. Για αυτό τον λόγο, λοιπόν, μας αξιολογώ με βάση το πόσο θαυμαστές ήταν οι αποτυχίες μας. Κατά τη γνώμη μου, αν είχα τη δυνατότητα να ξαναγράψω όλα μου τα έργα, είμαι βέβαιος πως θα τα έγραφα καλύτερα πλέον, κάτι που είναι απολύτως φυσιολογικό για έναν καλλιτέχνη. Γι' αυτό συνεχίζει να εργάζεται, γι’ αυτό προσπαθεί ξανά και ξανά. Κάθε φορά πιστεύει πως θα πετύχει. Εννοείται πως αυτό δεν θα συμβεί, και γι' αυτό τον λόγο η συγκεκριμένη συνθήκη είναι υγιής. Αν τα κατάφερνε, αν το έργο ανταποκρινόταν πλήρως στο όραμά του, τότε δεν θα του έμενε τίποτε άλλο παρά να κόψει το λαιμό του, να πηδήξει στο κενό από την κορυφή της τελειότητας. Είμαι ένας αποτυχημένος ποιητής. Ίσως κάθε συγγραφέας να θέλησε αρχικά να γράψει ποίηση, μόνο και μόνο για να ανακαλύψει πως δεν μπορεί να τα καταφέρει, για να δοκιμάσει ύστερα την τύχη του με το διήγημα, που είναι το αμέσως επόμενο πιο απαιτητικό είδος μετά από την ποίηση. Και, αν αποτύχει και σε αυτό, μόνο τότε αρχίζει να γράφει μυθιστορήματα».
- από το μια συνέντευξή του στο The Paris Review, το 1956
Μην σπαταλάτε χρόνο, στρωθείτε στη δουλειά:
«Πάντα υπάρχει χρόνος για να γράψεις. Όποιος ισχυρίζεται πως δεν μπορεί να βρει χρόνο, καταφεύγει σε δικαιολογίες. Περιμένει την έμπνευση. Μην περιμένεις. Και όταν έχεις έμπνευση, γράψε αμέσως. Μην περιμένεις μέχρι να βρεις περισσότερο χρόνο, μην προσπαθείς να ανακαλέσεις όσα αισθάνθηκες παλαιότερα, γιατί θα καταλήξεις να γράφεις κείμενα γεμάτα φιοριτούρες. Δεν μπορείς ποτέ να ξαναζήσεις πλήρως τη ζωντάνια ενός παλαιότερου συναισθήματος».
- από μια συνέντευξή του, το 1947, στο The Western Review
Μόνο ο θάνατος μπορεί να σταματήσει έναν καλό συγγραφέα:
«Το μόνο που χρειάζεται ένας καλλιτέχνης είναι γαλήνη, μοναξιά και όποια άλλη ευχαρίστηση μπορεί να αποκτήσει σε σχετικά χαμηλό κόστος. Αν δεν μπορεί να τα βρει όλα αυτά στο περιβάλλον εργασίας του, θα του ανεβεί η πίεση• θα χάσει χρόνο, όντας απογοητευμένος ή αγανακτισμένος. Όσο για εμένα, τα μόνα εργαλεία που χρειάζομαι είναι χαρτί, ταμπάκο, φαγητό και λίγο ουίσκι… Δεν είναι απαραίτητο ο συγγραφέας να έχει οικονομική άνεση. Το μόνο που χρειάζεται είναι ένα μολύβι και λίγο χαρτί. Κανένας συγγραφέας δεν ωφελήθηκε πραγματικά από την αποδοχή κάποιου δώρου ή μιας χρηματικής αμοιβής. Ο καλός συγγραφέας δεν δουλεύει για τα ιδρύματα. Είναι πολύ απασχολημένος γράφοντας. Αν δεν είναι εξαιρετικός, κοροϊδεύει τον εαυτό του λέγοντας πως δεν έχει αρκετό χρόνο ή οικονομική άνεση. Η καλή τέχνη μπορεί να προκύψει από κλέφτες, λαθρεμπόρους ή από ανθρώπους που φροντίζουν άλογα. Οι περισσότεροι άνθρωποι φοβούνται να ανακαλύψουν πόσες κακουχίες και πόση φτώχεια μπορούν να αντέξουν. Φοβούνται να μάθουν πόσο σκληροί είναι. Τίποτα δεν μπορεί να καταστρέψει έναν καλό συγγραφέα. Μόνο ο θάνατος».
- από το μια συνέντευξή του στο The Paris Review, το 1956
Οι διορθώσεις είναι απαραίτητες:
«Κατά πάσα πιθανότητα, μια ιστορία την οποία δεν μπορούμε να συνοψίσουμε σε μια γραμμή, ή έστω σε μια παράγραφο, δεν αξίζει να γραφτεί. Όσο για τις αναθεωρήσεις και τις διορθώσεις: είμαι τεμπέλης. Δεν μου αρέσει να δουλεύω, και έτσι κάνω όση περισσότερη δουλειά γίνεται στο μυαλό μου, στις σκέψεις μου, προτού ξεκινήσω την επίπονη, κουραστική δουλειά που είναι η γραφή στο χαρτί. Νομίζω πως οι διορθώσεις είναι πάντα απαραίτητες γιατί, ακόμα κι όταν έχεις την ιστορία στο χαρτί, δεν είναι ακριβώς όπως θα έπρεπε να είναι, και έτσι την αλλάζεις, την αναθεωρείς, την επεξεργάζεσαι, προσπαθείς να τη φέρεις όσο πιο κοντά γίνεται στην ιδανική, τέλεια μορφή της, κάτι που φυσικά είναι αδύνατο να συμβεί πλήρως. Νομίζω πως οι διορθώσεις που κάνει ένας συγγραφέας γίνονται για τον ίδιο τον συγγραφέα, ενώ οι διορθώσεις που κάνει ένας εκδότης γίνονται για τον αναγνώστη».
- από ένα q&a του με τους φοιτητές του Πανεπιστημίου της Βιρτζίνια, το 1958
Θα χρειαστείτε τρία πράγματα:
«Ένας συγγραφέας χρειάζεται τρία πράγματα: εμπειρία, παρατήρηση και φαντασία – αν δυο από αυτά είναι ενισχυμένα, τότε καλύπτονται τυχόν ελλείψεις που αφορούν στο τρίτο. Κάποιες φορές, αυτό ισχύει ακόμα και αν ένα από αυτά είναι ενισχυμένο. Πάντως, για εμένα, μια ιστορία συνήθως ξεκινά από μια συγκεκριμένη ιδέα ή από μια ανάμνηση ή από μια εικόνα που έχω στο μυαλό μου».
- από το μια συνέντευξή του στο The Paris Review, το 1956
Πάνω από όλα, πρέπει να είστε καλοί αναγνώστες:
«Διαβάστε, διαβάστε, διαβάστε. Διαβάστε τα πάντα – σκουπίδια, κλασικά, καλά και κακά. Δείτε πώς γίνεται. Ένας ξυλουργός μαθαίνει το επάγγελμά του παρατηρώντας. Ανάγνωση! Θα απορροφήσετε πολλά. Και μετά θα γράψετε. Αν ένα βιβλίο είναι καλό, μελετήστε το. Αν δεν είναι, πετάξτε το από το παράθυρο».
- από μια συνέντευξή του, το 1947, στο The Western Review
Μην βιοπορίζεστε από τη συγγραφή:
«Δεν πρέπει να βιοπορίζεστε από τη συγγραφή. Βρείτε κάποια άλλη δουλειά ώστε να έχετε χρήματα για να αγοράσετε τα πράγματα που θέλετε. Δεν έχει σημασία τι θα κάνετε, αρκεί να μην αποτελούν εμπόδιο τα χρήματα και οι προθεσμίες. Έτσι, θα έχετε άφθονο χρόνο για να γράψετε, ανεξάρτητα από το πόσο χρόνο απαιτεί η δουλειά σας. Δεν έχω γνωρίσει ποτέ κάποιον που δεν μπόρεσε να βρει αρκετό χρόνο για να γράψει αυτά που ήθελε».
- από μια συνέντευξή στο The Daily Princetonian, το 1958
Βρείτε τα βιβλία του συγγραφέα εδώ.
______________________
ΔΙΑΒΑΣΤΕ
ΟΥΙΛΙΑΜ ΦΟΚΝΕΡ
Καπνός
Το διήγημα προέρχεται από την
έκδοση Αστυνομικές ιστορίες από νομπελίστες συγγραφείς των Εκδόσεων
«Παρατηρητής», Θεσσαλονίκη 1995, σε μετάφραση της Άντζελα Φεριτσεάν
Ειδική έκδοση του Ε , καλοκαίρι 2002
Σχεδιασμός-επιμέλεια έκδοσης: Κώστας Σάρρος
Ουίλιαμ Φόκνερ. Ένας επιφανής γιος του αμερικανικού Νότου κι ένας από
τους σπουδαιότερους συγγραφείς, που με τη γραφή και το ύφος του ανανέωσε
τη μυθιστορηματική τεχνική του 20ού αιώνα. Γεννήθηκε στο Νιου Όλμπανι
του Μισισιπή το 1897, αλλά από νήπιο σχεδόν έζησε σε μια άλλη περιοχή
του μεγάλου ποταμού, την κωμόπολη Οξφόρδη της κομητείας Λαφαγέτ, την
οποία χρησιμοποίησε ως μοντέλο για τη φανταστική πόλη που αναφέρεται σε
όλο το έργο του.
Ο Φόκνερ εγκατέλειψε νωρίς τις σπουδές του και επιδόθηκε στη συγγραφή στίχων, μικρών πεζών, στο πιλοτάρισμα αεροπλάνου και σε περιπλανήσεις στο Νότο. Κατατάχθηκε στην καναδική αεροπορία την περίοδο του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ για μικρά διαστήματα γνώρισε την καλλιτεχνική μποεμία στη Νέα Υόρκη και το Παρίσι. Ο μεγάλος αμερικανός μυθιστοριογράφος Σέργουντ Αντερσον τον έπεισε ν' αξιοποιήσει το πλούσιο υλικό του για το Νότο και να το εντάξει στο λογοτεχνικό έργο του. Έγραψε μυθιστορήματα και διηγήματα εμπνευσμένα από τα μοτίβα και τις καταστάσεις της ζωής στο Νότο, καταγράφοντας και ψυχογραφώντας με μοναδικό και πλήρως διεισδυτικό τρόπο τις ανθρώπινες υπάρξεις, τα πάθη, τις διαστροφές και τα βασανιστικά αδιέξοδα τους, σε συνθήκες ηθικού και υλικού ξεπεσμού, παράλληλα με την τυφλή και τραγική προσκόλληση τους σ' ένα μεγαλειώδες παρελθόν αμετάκλητα χαμένο. Κέρδισε μεγάλα βραβεία και διακρίσεις, ενώ το 1949 τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Πέθανε από καρδιακή προσβολή το 1962. Μερικά από τα πιο σπουδαία έργα του: Σαρτόρις (1929), Ο ήχος και η μανία (1929), Καθώς ψυχορραγώ (1930), Το ιερό (1931), Αυγουστιάτικο φως (1932), Δ ρ Μαρτίνο κι άλλες ιστορίες (1934), Αβασσαλώμ, Αβεσσαλώμ (1936), Κατέβα, Μωυσή (1942), Ρέκβιεμ για μια μοναχή (1951) κ.ά.
___________________
Ο ΑΝΣΕΛΜ ΧΟΛΑΝΤ είχε έρθει στο Τζέφερσον πριν
πολλά χρόνια. Κανείς δεν ήξερε από πού. Αλλά τότε ήταν νέος και ικανός
άνθρωπος, ή τουλάχιστον με επιβλητικό παράστημα, αφού μέσα σε τρία
χρόνια είχε παντρευτεί τη μοναχοκόρη ενός ανθρώπου που είχε οκτώ
χιλιάδες στρέμματα της καλύτερης γης στην περιοχή και πήγε να ζήσει στο
σπίτι του πεθερού του, όπου δύο χρόνια αργότερα η γυναίκα του γέννησε
δίδυμα αγόρια και όπου λίγα ακόμη χρόνια μετά πέθανε ο πεθερός του και
άφησε στον Χόλαντ όλη την περιουσία, που ήταν στο όνομα της γυναίκας
του.
Αλλά ακόμη και πριν συμβεί αυτό το γεγονός, εμείς στο Τζέφερσον τον είχαμε ακούσει να μιλά λιγάκι πιο δυνατά για «τη γη μου και τα σπαρτά μου» και όσων από μας που οι πατεράδες και οι παππούδες είχαν μεγαλώσει στην περιοχή, τον κοιτούσαμε κάπως λοξά και μ' ένα κάπως κρύο βλέμμα, έχοντας ακούσει γι' αυτόν (από λευκούς και νέγρους με τους οποίους είχε κάνει κατά καιρούς δουλειές) ότι είναι αδίστακτος και βίαιος. Αλλά, από σεβασμό στη γυναίκα του και στον πεθερό του, του συμπεριφερόμασταν με ευγένεια.
Όταν πέθανε και η γυναίκα του, τα δίδυμα ήταν ακόμη μικρά, νομίζαμε όλοι πως αυτός ήταν υπεύθυνος και πως η ζωή της εξαντλήθηκε λόγω της βίαιης συμπεριφοράς του βάναυσου αυτού ξενόφερτου. Και όταν μια μέρα, πριν από έξι μήνες, τον βρήκαν νεκρό, με το πόδι πιασμένο στον αναβολέα της σέλας του αλόγου που καβαλούσε και με πολλά κατάγματα στο σώμα, γιατί το άλογο προφανώς τον είχε σύρει πάνω στις σιδηροδρομικές γραμμές (το άλογο είχε ακόμη στην πλάτη και στις λαγόνες του τα σημάδια των χτυπημάτων από μια έκρηξη βίας του αφεντικού του), κανείς μας δεν τον λυπήθηκε, γιατί λίγο καιρό πριν είχε κάνει μια πράξη που για ανθρώπους αυτής της περιοχής, με τη συγκεκριμένη νοοτροπία, εκείνον τον συγκεκριμένο καιρό, αποτελούσε ασυγχώρητο έγκλημα.
Τη μέρα που πέθανε μαθεύτηκε ότι είχε ανασκάψει τους τάφους στο οικογενειακό νεκροταφείο, όπου υπήρχαν οι σοροί των συγγενών της γυναίκας του, και ανάμεσα τους και τον τάφο όπου βρισκόταν για τριάντα χρόνια τώρα η γυναίκα του. Έτσι, ο τρελαμένος, γεμάτος μίσος, γέρος θάφτηκε ανάμεσα στους τάφους που είχε επιχειρήσει να συλήσει και μερικές μέρες αργότερα έγινε το άνοιγμα της διαθήκης του. Και, χωρίς καμιά έκπληξη, μάθαμε το περιεχόμενο της διαθήκης. Δεν μας εξέπληξε να μάθουμε ότι ακόμη και απ' τον τάφο είχε δώσει το τελευταίο χτύπημα στους μοναδικούς που μπορούσε πια να προσβάλλει: αυτούς που ήταν σάρκα και αίμα του.
Τον καιρό του θανάτου του πατέρα τους οι δίδυμοι ήταν σαράντα χρόνων. Ο νεότερος, ο Άνσελμ τζούνιορ, υποτίθεται πως ήταν ο ευνοούμενος της μητέρας του -ίσως επειδή έμοιαζε πιο πολύ στον πατέρα του.
Πάντως, μετά το θάνατο της, όταν οι δίδυμοι ήταν ακόμη παιδιά, ακούγαμε για φασαρίες ανάμεσα στον γέρο Άνσελμ και τον Άνσελμ τζούνιορ, ενώ ο άλλος δίδυμος, ο Βιργίνιος, ανέλαβε το ρόλο του μεσολαβητή και άντεχε, τελικά, να τον βρίζουν οι άλλοι δύο. Ο Βιργίνιος ήταν περίεργος άνθρωπος. Και ο νέος Άνσελμ ήταν κάτι το ιδιαίτερο -στα είκοσι του έφυγε απ' το σπίτι και έλειψε δέκα χρόνια.
Όταν γύρισε, ήταν άντρας πλέον και ζήτησε απ' τον πατέρα του επίσημα να διαιρεθεί η γη, που τώρα ανακαλύψαμε ότι ο γέρος Άνσελμ τη διαχειριζόταν μόνο ως εκπρόσωπος των παιδιών του, και να του δοθεί το μερίδιο του. Ο γέρος Άνσελμ αρνήθηκε βίαια. Ο τρόπος που το ζήτησε ήταν αναμφίβολα εξίσου βίαιος, γιατί οι δυο τους, ο γέρος και ο νέος Άνσελμ, έμοιαζαν τόσο πολύ. Το παράξενο ήταν ότι ο Βιργίνιος πήρε το μέρος του πατέρα του. Έτσι ακούσαμε τότε.
Η γη, πάντως, παρέμεινε αδιαίρετη και, όπως μάθαμε εκ των υστέρων, στο μέσο μιας υπερβολικής βίαιης σκηνής, ακόμη και γι' αυτούς -μια τόσο βίαιη σκηνή που οι νέγροι υπηρέτες έφυγαν τρέχοντας απ' το σπίτι και κοιμήθηκαν αλλού εκείνο το βράδυ- ο νέος Άνσελμ έφυγε ξανά, παίρνοντας μαζί του ένα ζευγάρι μουλάρια που του ανήκε. Και από εκείνη την ημέρα μέχρι το θάνατο του πατέρα του, ακόμη και μετά που αναγκάστηκε και ο Βιργίνιος να εγκαταλείψει το σπίτι, ο Ανσελμ δεν ξαναμίλησε ποτέ, ούτε με τον πατέρα του ούτε με τον αδελφό του.
Αυτή τη φορά, όμως, δεν έφυγε από την περιοχή. Πήγε στους λόφους (απ' όπου μπορεί να παρακολουθεί τι κάνουν ο γέρος και ο Βιργίνιος», σκεφτήκαμε όλοι μας και μερικοί δεν δίστασαν να το πουν δημόσια) και για τα επόμενα δεκαπέντε χρόνια έζησε μόνος του σε μια καλύβα με δύο δωμάτια και βρόμικο πάτωμα, σαν ερημίτης, μαγειρεύοντας μόνος του και κατεβαίνοντας στην πόλη πίσω απ' τα μουλάρια του, όχι συχνότερα από τέσσερις φορές το χρόνο.
Λίγο νωρίτερα είχε συλληφθεί και δικαστεί για παραγωγή ουίσκι. Δεν υπερασπίστηκε καθόλου τον εαυτό του, αρνήθηκε να δηλώσει είτε αθώος είτε ένοχος, για την εν λόγω υπόθεση, αρνούμενος έστω και αυτή την ικανοποίηση του δικαστή. Του επιβλήθηκε πρόστιμο, και έγινε έξαλλος σαν τον πατέρα του όταν ο αδελφός του Βιργίνιος προσφέρθηκε να πληρώσει το πρόστιμο. Προσπάθησε να επιτεθεί στον Βιργίνιο μέσα στο δικαστήριο, ζήτησε ο ίδιος να πάει φυλακή και οκτώ μήνες αργότερα του δόθηκε χάρη λόγω καλής συμπεριφοράς. Έτσι γύρισε στην καλύβα του -ένας μελαψός, σιωπηλός άντρας, με σκαμμένο πρόσωπο, που τόσο οι γείτονες όσο και οι ξένοι τον απέφευγαν συστηματικά. Ο άλλος δίδυμος, ο Βιργίνιος, παρέμεινε σπίτι και δούλευε τη γη που ο πατέρας του δεν την τίμησε όσο ζούσε. Έλεγαν για τον γερο Άνσελμ: «Απ' όπου και να ήρθε κι όπως και να μεγάλωσε, σίγουρα δεν ήταν αγρότης».
[................................]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου