Πέμπτη, Ιανουαρίου 19, 2023

Ο Johnny πήρε το όπλο του

Ο Τζόνι πήρε τ’ όπλο του (απόσπασμα, σε μετάφραση Γιάννη Πολύζου)

Posted by sarant /7 Μαρτίου, 2022

.

Ο φίλος μας ο Missing Ink, κατά κόσμον Γιάννης Πολύζος, μου έστειλε ένα απόσπασμα, συγκεκριμένα το δέκατο κεφάλαιο, από το γνωστό αντιπολεμικό μυθιστόρημα Ο Τζόνι πήρε τ’ όπλο του, Johnny got his gun, του μεγάλου Αμερικανού συγγραφέα Ντάλτον Τράμπο (1905-1976).

Ο Τράμπο ήταν σεναριογράφος στο Χόλιγουντ, ήταν όμως και μέλος του ΚΚ ΗΠΑ και την περίοδο του μακαρθισμού μπήκε στη μαύρη λίστα κι έτσι δεν μπορούσε να δουλέψει παρά μόνο χρησιμοποιώντας ψευδώνυμο ή ονόματα άλλων ως βιτρίνα. Mάλιστα κέρδισε δυο Όσκαρ με αυτόν τον τρόπο.

Tο μυθιστόρημα «Ο Τζόνι πήρε τ’ όπλο του» κυκλοφόρησε το 1939 και έχει ως θέμα έναν Αμερικανό στρατιώτη του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου, τον Τζο Μπόναμ, που είναι καθηλωμένος στο κρεβάτι του νοσοκομείου, τραυματισμένος βαρύτατα: έχει χάσει χέρια, πόδια, το πρόσωπό του. Όμως το μυαλό του λειτουργεί κανονικά. Ο τίτλος παίζει με το συνθημα Johnny get your gun, που το χρησιμοποιούσε το αμερικανικό κράτος για να πείθει νέους να καταταγούν στον στρατό. 

To 1971, o Ντάλτον Τράμπο γύρισε την ταινία Johnny got his gun, σε δικό του σενάριο, βασισμένο στο βιβλίο του. Η ταινία απέσπασε διακρίσεις στο φεστιβάλ των Καννών, ενώ το 1989 το συγκρότημα Metallica κυκλοφόρησε το τραγούδι One, επηρεασμένο από την ταινία, αποσπάσματα από την οποία εμφανίζονται στο βιντεο κλιπ, που έγινε πολύ μεγάλη επιτυχία. Μάλιστα, οι Μετάλικα αγόρασαν τα δικαιώματα της ταινίας, για να συνεχίσουν να προβάλλουν το βίντεο κλιπ. 

Το βιβλίο κυκλοφόρησε στα ελληνικά το 2006 από τη Σύγχρονη Εποχή (σε μετάφραση της φίλης Έλλης Φιλοκύπρου). Η έκδοση αυτή είναι εξαντλημένη. Ο φίλος μας ο Missing Ink είχε κάνει νωρίτερα τη μετάφραση για δικό του λογαριασμό, επειδή του άρεσε πολύ το βιβλίο. 

Να διαβάσουμε λοιπόν το 10ο κεφάλαιο από το βιβλίο.

 ΠΗΓΗ Ανάρτησης :sarantakos.wordpress.comΟ Τζόνι πήρε το όπλο του

Ξαπλωμένος σ’ ένα κρεβάτι, δίχως τίποτα να κάνεις και πουθενά να πας, ήταν σαν να βρισκόσουν σ’ έναν ψηλό λόφο, μακριά απ’ το θόρυβο και τους ανθρώπους. Σαν νά ’χες πάει για κάμπινγκ ολομόναχος. Είχες όλο το χρόνο στη διάθεσή σου να σκεφτείς. Είχες χρόνο να ξεκαθαρίσεις κάποια πράγματα. Πράγματα που δεν είχαν περάσει πρωτύτερα απ’ το μυαλό σου. Όπως για παράδειγμα το να ξεκινάς για το μέτωπο. Ήσουν τόσο απομονωμένος εκεί στο λόφο σου που ο θόρυβος κι οι άνθρωποι δε σ’ ενοχλούσαν καθόλου σ’ αυτό το ξεκαθάρισμα. Σκεφτόσουν τώρα μόνο για τον εαυτό σου, χωρίς να λογαριάζεις το παραμικρό έξω απ’ αυτόν. Θαρρείς πως το μυαλό σου ήταν διαυγέστερο και οι απαντήσεις σου πιο λογικές. Μ’ ακόμη κι αν δεν ήταν λογικές δεν είχε σημασία, αφού έτσι κι αλλιώς δε θά ’χες ποτέ τη δυνατότητα να κάνεις κάτι σχετικά.

Σκεφτόταν, εδώ είμαστε Τζο Μπόναμ, ένας σωρός, ένα κομμάτι κρέας για την υπόλοιπη ζωή σου και για ποιο λόγο; Κάποιος σε χτύπησε φιλικά στον ώμο και σού ’πε έλα γιε μου, πάμε για πόλεμο. Κι εσύ πήγες. Αλλά γιατί; Σ’ οποιοδήποτε πάρε-δώσε, ακόμη κι όταν αγοράζεις ένα αμάξι ή κάνεις κάποιο θέλημα, έχεις το δικαίωμα να ρωτήσεις εγώ τι θα κερδίσω; Διαφορετικά, θ’ αγόραζες άχρηστα αμάξια για μια περιουσία ή θά ’κανες χαζά θελήματα αλλωνών και θα πέθαινες της πείνας. Ήταν κάποιου είδους υποχρέωση απέναντι στον εαυτό σου, κάθε φορά που κάποιος σου έλεγε έλα γιε μου, κάνε αυτό ή κάνε κείνο, να του πεις για στάσου ρε φίλε, γιατί να το κάνω, για ποιον, και τι θα κερδίσω εγώ σε τελική ανάλυση; Κι όμως όταν κάποιος έρχεται και σου λέει έλα μαζί μου και ρίσκαρε τη ζωή σου ή πέθανε κιόλας ή μείνε ανάπηρος, τότε δεν έχεις δικαιώματα. Δεν έχεις καν το δικαίωμα να πεις ναι ή όχι ή θα το σκεφτώ. Υπάρχουν πολλοί νόμοι που προστατεύουν την περιουσία ακόμα και σε περίοδο πολέμου, μα πουθενά δεν είναι γραμμένο πως η ζωή ενός ανθρώπου του ανήκει.

Βέβαια, πολλά παλικάρια ντραπήκαν ν’ αρνηθούν. Κάποιος είπε πάμε να υπερασπιστούμε την ελευθερία, κι εκείνοι πήγαν και σκοτώθηκαν δίχως να σκεφτούν την ελευθερία ούτε μια στιγμή. Και για τι είδους ελευθερία πολεμούσαν στο κάτω κάτω; Πόση ελευθερία και ποιανού την αντίληψη περί ελευθερίας; Πολεμούσαν για την ελευθερία να τρώνε τζάμπα παγωτό χωνάκι όλη τους τη ζωή ή για την ελευθερία να ληστεύουν όποιον γουστάρουν κι όποτε θέλουν ή για ποιο πράγμα τέλος πάντων; Όταν λες σε κάποιον ότι δεν μπορεί να κλέβει, του στερείς ένα μέρος της ελευθερίας του. Είσαι υποχρεωμένος να το κάνεις. Και τι διάολο πάει να πει ελευθερία έτσι κι αλλιώς; Είναι απλώς μια λέξη, όπως σπίτι ή τραπέζι ή οποιαδήποτε λέξη. Μόνο που είναι μια λέξη ιδιαίτερη. Όταν ένας τύπος λέει σπίτι, μπορεί να σ’ το δείξει για να σε πείσει. Μα όταν κάποιος λέει ελάτε, πάμε να πολεμήσουμε για την ελευθερία, δεν μπορεί να σου δείξει τίποτα. Δεν μπορεί να φέρει αποδείξεις για ό,τι λέει, οπότε πώς σου ζητάει να πολεμήσεις για δαύτο που να πάρει;

Όχι κύριος, όποιος πήγε στο μέτωπο και χώθηκε στα χαρακώματα για να πολεμήσει για την ελευθερία ήταν ένας βλάκας και μισός, κι ο τύπος που τον έστειλε εκεί ήταν ψεύτης. Την επόμενη φορά που θα ’ρχόταν κάποιος και θα τον ζάλιζε στο μπλα μπλα για την ελευθερία –τι εννοούσε επόμενη φορά; Δε θα υπήρχε επόμενη φορά για κείνον. Μα ας πάει στο διάολο. Αν ήταν δυνατό να υπάρξει επόμενη φορά και κάποιος του έλεγε έλα να πολεμήσουμε για την ελευθερία, θα του απαντούσε κύριος η ζωή μου είναι σημαντική. Δεν είμαι κάνας ηλίθιος κι αν είναι ν’ ανταλλάξω τη ζωή μου για την ελευθερία, θα πρέπει να ξέρω από πριν τι είναι η ελευθερία και για ποια ελευθερία μιλάμε και πόση ακριβώς απ’ αυτή την ελευθερία θ’ αποκτήσουμε. Κι επιπλέον ρε φίλε, εσύ ο ίδιος νοιάζεσαι γι’ αυτή την ελευθερία όπως ζητάς να κάνω εγώ; Κι ίσως αν έχουμε πάρα πολλή ελευθερία να είναι το ίδιο άσχημα με το να έχουμε πάρα πολύ λίγη, και σαν να μου φαίνεται πως είσαι ένας παπατζής του κερατά και μου λες ό,τι σου κατεβαίνει. Έχω ήδη αποφασίσει ότι μου αρκεί η ελευθερία μου εδώ πέρα, η ελευθερία να περπατώ και να βλέπω και ν’ ακούω και να μιλώ και να τρώω και να κοιμάμαι με το κορίτσι μου. Θαρρώ πως προτιμώ κάτι τέτοιο απ’ το να πολεμήσω για όλ’ αυτά που δε θα κερδίσουμε ποτέ, και να βρεθώ τελικά δίχως δράμι ελευθερία. Να σκοτωθώ και να σαπίσω προτού καλά καλά η ζωή μου αρχίσει ή να γίνω ένα κομμάτι κρέας. Δε θα πάρω φίλε. Εσύ πολέμα για την ελευθερία σου. Εγώ δε θέλω μερτικό.

Που ανάθεμά τους τούς ανθρώπους, και πότε δεν αγωνίζονταν για την ελευθερία; Η Αμερική πολέμησε για την ελευθερία το 1776. Πολλοί πεθάναν τότε. Και τελικά η Αμερική είναι πιο ελεύθερη απ’ τον Καναδά ή την Αυστραλία που δεν πολέμησαν ποτέ; Ίσως και νά ’ναι, δε διαφωνώ, απλώς ρωτάω. Μπορείς να πάρεις κάποιον αμερικανό που αγωνίστηκε για την ελευθερία και να πεις ορίστε, οποιοσδήποτε μπορεί να δει τη διαφορά από έναν καναδό που δεν πολέμησε; Όχι, μα το θεό δε γίνεται, και δε χωράει κουβέντα. Ίσως λοιπόν πολλοί άντρες με γυναίκες και παιδιά να πέθαναν το 1776, ενώ δεν υπήρχε καμιά απολύτως ανάγκη να πεθάνουν. Όπως και νά ’χει, τώρα είναι νεκροί. Ναι, βέβαια, όμως δεν είναι παρηγοριά κάτι τέτοιο. Ένας άνθρωπος μπορεί να σκεφτεί ότι θα έχει πεθάνει σ’ εκατό χρόνια και να μην τον νοιάζει. Μα να σκεφτείς ότι μπορεί να πεθάνεις αύριο και νά ’σαι παντοτινά νεκρός, να μην είσαι τίποτα πέρα από σκόνη και χώμα και βρωμιά, είναι αυτό το πράγμα ελευθερία;

Μπάσταρδοι, ποτέ τους δε σταμάτησαν να πολεμούν για κάτι, κι αν τολμήσει κανείς να πει στο διάολο ο πόλεμος, κάθε πόλεμος είναι ίδιος με τον προηγούμενο, δεν ωφελεί κανέναν, ε τότε όλοι μαζί θα ουρλιάξουν πως είναι δειλός. Αν δεν πολεμούσαν για την ελευθερία, τότε θα πολεμούσαν για την ανεξαρτησία ή τη δημοκρατία ή την αυτονομία ή την αξιοπρέπεια ή την τιμή ή τα πάτρια εδάφη ή κάτι άλλο που δε σήμαινε τίποτα. Ο πόλεμος υποτίθεται πως θα έφτιαχνε έναν κόσμο ασφαλή, για τη δημοκρατία, για τις μικρές χώρες, για τον καθένα. Αν ο πόλεμος είχε τελειώσει πια, ο κόσμος θά ’πρεπε να είναι έτοιμος για τη δημοκρατία. Ήταν όμως; Και ποιου είδους δημοκρατία; Και πόση; Και ποιανού;

Υπήρχε βέβαια κι αυτή η ελευθερία, για την οποία σκοτώνονταν ανέκαθεν τ’ ανθρωπάκια. Ήταν ελευθερία από ξένο ζυγό; Ελευθερία από εργασία ή ασθένεια ή θάνατο; Ελευθερία από την πεθερά σου; Κύριε, αν έχετε την καλοσύνη, δώστε μας ένα τιμολόγιο γι’ αυτή την ελευθερία προτού ξεκινήσουμε να σκοτωθούμε. Δώστε μας ένα τιμολόγιο γραμμένο απλά ώστε να ξέρουμε από πριν για ποιο λόγο σκοτωνόμαστε, και δώστε μας και μια πρώτη υποθήκη, κάποια εξασφάλιση, να είμαστε σίγουροι όταν νικήσουμε στον πόλεμό σας ότι κερδίσαμε αυτή ακριβώς την ελευθερία που μας είχατε τάξει.

Πάρτε για παράδειγμα την αξιοπρέπεια. Όλοι έλεγαν πως η Αμερική πολεμούσε για να θριαμβεύσει η αξιοπρέπεια. Όμως ποιανού η αντίληψη περί αξιοπρέπειας; Και αξιοπρέπεια για ποιον; Εμπρός, μιλήστε καθαρά και πείτε μας τι είναι αξιοπρέπεια. Πείτε μας πόσο καλύτερα νιώθει ένας αξιοπρεπής νεκρός από έναν αναξιοπρεπή ζωντανό. Κάντε μια σύγκριση με χειροπιαστές αποδείξεις, όπως σπίτια και τραπέζια. Με λέξεις που να καταλαβαίνουμε. Και μη μιλάτε για τιμή. Η τιμή ενός κινέζου ή ενός άγγλου ή ενός αφρικάνου ή ενός αμερικάνου ή ενός μεξικάνου; Σας παρακαλώ ρε μάγκες, όλους εσάς που κόπτεστε να πολεμήσετε για να υπερασπιστείτε την τιμή μας, πείτε και σε μας τι διάολο είναι τιμή. Είναι η τιμή όπως την αντιλαμβάνονται οι αμερικάνοι για όλο τον υπόλοιπο κόσμο; Ίσως ο κόσμος να μην τη βρίσκει τόσο του γούστου του. Ίσως οι νησιώτες στις Νότιες Θάλασσες να προτιμούν τη δικιά τους τιμή.

Για όνομα του θεού, ζητήστε να πολεμήσουμε για πράγματα που βλέπουμε και νιώθουμε, πράγματα απλά και κατανοητά. Όχι άλλες πομπώδεις λέξεις χωρίς νόημα, όπως πατρίδα. Μαμά-πατρίδα, γενέτειρα, γη των πατέρων, πάτρια εδάφη. Το ίδιο κάνει. Σε τι σ’ ωφελεί η πατρίδα όταν έχεις πεθάνει; Ποιανού πατρίδα είναι όταν έχεις πεθάνει; Αν σκοτωθείς πολεμώντας για την πατρίδα, αγόρασες γουρούνι στο σακί. Πλήρωσες για κάτι που δε θ’ αποκτήσεις ποτέ.

Κι όταν δεν μπορούσαν να ψαρώσουν τ’ ανθρωπάκια να πάνε να πολεμήσουν για την ελευθερία ή τη δημοκρατία ή την ανεξαρτησία ή την αυτονομία ή την αξιοπρέπεια ή την τιμή, χρησιμοποιούσαν για επιχείρημα τις γυναίκες. Κοιτάξτε τους βρωμο-Ούννους έλεγαν, κοιτάξτε τους που βιάζουν τα όμορφα κορίτσια στη Γαλλία και το Βέλγιο. Κάποιος πρέπει να σταματήσει όλο αυτό το κακό. Έλα λοιπόν φιλαράκι, έλα να καταταγείς και να σώσεις τα κορίτσια στη Γαλλία και το Βέλγιο. Και τ’ ανθρωπάκι μαγευόταν κι ακολουθούσε, και σε λιγάκι τον έβρισκε μια οβίδα, και η ζωή του σκόρπιζε τριγύρω σαν μια άμορφη κρεάτινη μάζα, κι ήταν νεκρός. Νεκρός για χάρη μιας ακόμα λέξης κι όλες οι αιμοδιψείς παλιόγριες, οι Κόρες της Αμερικανικής Επανάστασης, ζητωκραύγαζαν μέχρι να βραχνιάσουν πάνω απ’ τον τάφο του, γιατί πέθανε για την τιμή των γυναικών.

Βέβαια είναι πιθανό ένας τύπος να διακινδύνευε τη ζωή του, αν κάποιοι πήγαιναν να βιάσουν τη γυναίκα του. Μα αν έκανε κάτι τέτοιο έκλεινε απλώς μια συμφωνία. Έλεγε ότι έτσι όπως ένιωθε εκείνη την ώρα, η ασφάλεια της γυναίκας του ήταν πιο σπουδαία απ’ την ίδια του τη ζωή. Δεν υπήρχε ωστόσο κάτι ιδιαίτερα ευγενές ή ηρωικό στην πράξη του. Ήταν μια ξεκάθαρη συμφωνία, η ζωή του για κάτι που άξιζε περισσότερο. Έμοιαζε πάνω κάτω με οποιαδήποτε συμφωνία μπορούσε να κάνει ένας άντρας. Όμως αν ανταλλάξεις τη γυναίκα σου μ’ όλες τις γυναίκες του κόσμου, πας να μπλέξεις με χοντρεμπόριο. Κι αν είναι να τις υπερασπιστείς, πρέπει να μπεις χοντρά και στο παιχνίδι του πολέμου. Και τότε πλέον αγωνίζεσαι ξανά για μία λέξη.

Όταν παρατάσσονται οι στρατιές και οι σημαίες κυματίζουν και τα συνθήματα αντηχούν από παντού, πρόσεχε φιλαράκι, είν’ αλλουνού τα κάστανα που πας να βγάλεις απ’ τη φωτιά κι όχι δικά σου. Αγωνίζεσαι για λέξεις και η συμφωνία δεν είναι τίμια, η ζωή σου για κάτι καλύτερο. Φέρεσαι μεγαλόψυχα κι αφού σκοτωθείς, αυτό για το οποίο αντάλλαξες τη ζωή σου δε θα σ’ ωφελήσει σε τίποτα, και το πιθανότερο ούτε και κανέναν άλλο.

Ίσως αυτός να είναι λάθος τρόπος σκέψης. Είναι πολλοί οι ιδεαλιστές που θα πουν, μα έχουμε πέσει τόσο χαμηλά ώστε τίποτα να μην είναι πιο πολύτιμο απ’ τη ζωή; Σίγουρα υπάρχουν ιδανικά για τα οποία αξίζει να παλέψει, ακόμη και να πεθάνει κανείς. Αν όχι, τότε είμαστε χειρότεροι απ’ τα ζώα στους αγρούς, έχουμε βυθιστεί στη βαρβαρότητα. Τότε λες, δεν πειράζει, ας είμαστε βάρβαροι, αρκεί να μην έχουμε πόλεμο. Μείνετε πιστοί στα ιδανικά σας, αρκεί να μη μου κοστίσουν τη ζωή. Κι εκείνοι απαντούν, μα η ζωή ασφαλώς δεν είναι πιο σημαντική απ’ το να έχεις αρχές. Και συ τους λες, α ναι; Δεν ξέρω για τη δικιά σας τη ζωή, μα η δικιά μου είναι. Και τι διάολο είν’ αυτές οι αρχές; Δώστε μου έναν ορισμό και χάρισμά σας.

Μπορείς πάντα ν’ ακούσεις τους ανθρώπους που είναι πρόθυμοι να θυσιάσουν τη ζωή κάποιου άλλου. Μιλούνε διαρκώς και φωνακλάδικα. Μπορείς να τους βρεις σε εκκλησίες και σχολεία και εφημερίδες και νομοθετικά σώματα και κογκρέσα. Αυτή είναι η δουλειά τους. Και τα λένε θαυμάσια. Θάνατος παρά ατίμωση. Τούτο το χώμα που καθαγιάστηκε με αίμα. Τούτοι οι άντρες που πεθάναν τόσο τιμημένα. Δε θυσιάστηκαν εις μάτην. Οι ένδοξοι νεκροί μας.

Χμμμ.

Αλλά τι γνώμη έχουν οι νεκροί;

Επέστρεψε ποτέ κανείς από τον Άδη, έστω και ένας απ’ τα εκατομμύρια που σκοτωθήκαν, επέστρεψε ποτέ κανείς τους για να πει, μα το θεό χαίρομαι που πέθανα, γιατί ο θάνατος είναι πάντα προτιμότερος απ’ την ατίμωση; Είπανε μήπως, χαίρομαι που πέθανα φτιάχνοντας έναν κόσμο όπου θ’ ανθίσει η δημοκρατία; Είπανε πως προτιμούν το θάνατο απ’ το να στερηθούν την ελευθερία; Είπε ποτέ κανείς τους είναι ωραία να σκέφτομαι ότι τα σωθικά μου τινάχτηκαν στον αέρα για την τιμή της χώρας μου; Είπε ποτέ κανείς τους, κοιτάξτε είμαι νεκρός, όμως πέθανα για μια αξιοπρέπεια κι αυτό είναι προτιμότερο απ’ το να ζούσα; Είπε ποτέ κανείς τους, να με, σαπίζω δυο χρόνια θαμμένος σε ξένη γη, μα είναι υπέροχο να πεθαίνεις για τα πάτρια εδάφη; Είπε κανείς τους γιούπι, είμαι ευτυχισμένος που πέθανα για να υπερασπιστώ όλες τις γυναίκες του κόσμου, βλέπετε πώς τραγουδώ με το στόμα γεμάτο σκουλήκια;

Κανείς άλλος πέρα απ’ τους νεκρούς δεν ξέρει αν αξίζει ή όχι να πεθάνεις για όλ’ αυτά που λέει ο κόσμος. Και οι νεκροί δεν μπορούν να μιλήσουν. Οπότε οι κουβέντες για ένδοξους θανάτους και άγιο αίμα και τιμή κι όλα τα συναφή αποδίδονται σε νεκρά χείλη από τυμβωρύχους και κάλπηδες, που δεν έχουν κανένα δικαίωμα να μιλάνε στη θέση των νεκρών. Αν κάποιος λέει ότι προτιμάει να πεθάνει αντί ν’ ατιμαστεί είναι είτε βλάκας είτε ψεύτης, γιατί δεν ξέρει τι σημαίνει θάνατος. Δεν είναι σε θέση να κρίνει. Ξέρει μόνο από ζωή. Δεν ξέρει τίποτα από θάνατο. Αν είναι ηλίθιος και πιστεύει στο «Θάνατος παρά ατίμωση», άσ’ τον να πάει να πεθάνει. Όμως όλα τ’ ανθρωπάκια που έχουν άλλες δουλειές να κάνουν απ’ το να πολεμάνε θα πρέπει να τ’ αφήσουν στην ησυχία τους. Κι όλους τους τύπους που λένε ότι «Θάνατος παρά ατίμωση» είναι μια μαλακία, το σημαντικό είναι ζωή παρά θάνατος, θα πρέπει κι αυτούς να τους αφήσουν στις δουλειές τους. Γιατί όσοι λένε πως η ζωή δεν αξίζει να τη ζεις χωρίς αρχές, αρχές για τις οποίες θα ήσουν πρόθυμος και να θυσιαστείς ακόμη, είναι τρελοί για δέσιμο. Κι όσοι λένε θα το δεις, θά ’ρθει μια ώρα που δε θα γίνεται να τ’ αποφύγεις, θα πρέπει ν’ αγωνιστείς και να πεθάνεις γιατί θα κινδυνεύει η ζωή σου, είναι κι αυτοί το ίδιο θεοπάλαβοι. Λένε βλακείες. Λένε πως δύο και δύο κάνει μηδέν. Λένε πως ένας άνθρωπος πρέπει να πεθάνει για να προστατέψει τη ζωή του. Αν δεχτείς να πολεμήσεις, δέχεσαι και να πεθάνεις. Τώρα αν πεθάνεις για να υπερασπιστείς τη ζωή σου δεν είσαι πια ζωντανός, οπότε πώς μπορεί να έχει νόημα κάτι τέτοιο; Δε θα πει κάποιος, ας πεθάνω απ’ την πείνα ώστε να μην πεινάω. Δε θα πει ας ξοδέψω όλη μου την περιουσία ώστε να μην τη χάσω. Ούτε θα πει ας κάψω το σπίτι μου για να μην υπάρχει κίνδυνος να καεί. Γιατί λοιπόν να θέλει να πεθάνει προκειμένου να διατηρήσει το προνόμιο να ζει; Θα έπρεπε να έχουμε τουλάχιστον τόση κοινή λογική γύρω απ’ τη ζωή και το θάνατο, όση και για τα ψώνια που κάνουμε στον μπακάλη ή το φούρναρη.

Κι όλα τα παιδιά που πέθαναν, τα πέντε ή επτά ή δέκα εκατομμύρια που πήγαν και σκοτώθηκαν για να εξασφαλίσουν στον κόσμο τη δημοκρατία, που σκοτώθηκαν για λέξεις χωρίς νόημα, πώς ένιωσαν λίγο προτού πεθάνουν; Πώς ένιωσαν καθώς έβλεπαν το αίμα τους να ραντίζει τη λάσπη; Όταν τα αέρια γέμισαν τα πνευμόνια τους και άρχισαν να τους καίνε ζωντανούς; Πώς ένιωσαν όταν σφάδαζαν σε κάποιο κρεβάτι νοσοκομείου, κοιτώντας κατάφατσα το θάνατο, κι όταν τον είδαν τελικά να έρχεται να τους πάρει; Αν αυτό για το οποίο αγωνίστηκαν ήταν τόσο σημαντικό ώστε ν’ αξίζει να πεθάνουν, τότε θα πρέπει να το σκέφτονταν τα τελευταία λεπτά της ζωής τους. Φαίνεται λογικό. Η ζωή είναι εξαιρετικά σημαντική, οπότε αν τη θυσιάσεις, σε τούτες τις τελευταίες στιγμές σου θά ’πρεπε να συγκεντρωθείς μόνο σ’ αυτό που πήρες για αντάλλαγμα. Άρα όλ’ αυτά τα παιδιά ενώ πέθαιναν σκέφτονταν τη δημοκρατία και την ελευθερία και την αυτονομία και την τιμή και την παντοτινή ασφάλεια της πατρίδας και της αστερόεσσας;

Όχι που να πάρει, όχι, δεν κάναν κάτι τέτοιο.

Πέθαναν κλαίγοντας από μέσα τους, σαν μωρά παιδιά. Είχαν ξεχάσει το πράγμα για το οποίο αγωνίστηκαν, τα πράγματα για τα οποία πεθαίναν. Σκέφτονταν πράγματα που ένας άνθρωπος μπορεί να καταλάβει. Πέθαναν λαχταρώντας το πρόσωπο ενός φίλου. Πέθαναν κλαψουρίζοντας για τη φωνή μιας μάνας, ενός πατέρα, μιας γυναίκας, ενός παιδιού. Πέθαναν ενώ οι καρδιές τους σπάραζαν για μια ματιά ακόμα στο μέρος που γεννήθηκαν, θεέ μου βόηθα, μια ματιά μονάχα. Πέθαναν βογκώντας και στενάζοντας, ποθώντας τη ζωή. Ήξεραν τι ήταν σημαντικό. Ήξεραν πως η ζωή είναι το παν και πέθαναν με θρήνους κι οδυρμούς. Πέθαναν με μία μονάχα σκέψη στο μυαλό τους, και τούτη ήταν θέλω να ζήσω θέλω να ζήσω θέλω να ζήσω.

Αυτός κι αν ήξερε.

Ήταν ό,τι κοντινότερο υπήρχε στους νεκρούς, σε τούτο τον πλανήτη.

Ένας νεκρός με μυαλό, που μπορούσε ακόμη να σκέφτεται. Είχε όλες τις απαντήσεις που γνωρίζουν οι νεκροί, και δεν μπορούν να τις σκεφτούν. Μπορούσε να μιλήσει εκ μέρους τους, γιατί ήταν δικός τους. Ήταν ο πρώτος στρατιώτης από καταβολής κόσμου που είχε πεθάνει και το μυαλό του λειτουργούσε ακόμα. Κανείς δεν μπορούσε να το αμφισβητήσει αυτό. Κανείς δεν μπορούσε να τον βγάλει ψεύτη. Γιατί κανείς δεν ήξερε, πέρα απ’ τον ίδιο.

Μπορούσε να πει σ’ όλα αυτά τα ξιπασμένα καθίκια, σ’ αυτούς τους φονιάδες που ουρλιάζαν για αίμα, πόσο λάθος είχαν. Μπορούσε να τους πει κύριος, δεν αξίζει να πεθάνεις για τίποτα, το ξέρω γιατί είμαι νεκρός. Δεν υπάρχει λέξη που ν’ αξίζει τη ζωή σου. Θα προτιμούσα να δουλεύω σ’ ένα μεταλλείο βαθιά μέσα στη γη, να μην ξαναδώ τον ήλιο, να τη βγάζω με παξιμάδια και νερό και να δουλεύω είκοσι ώρες τη μέρα. Θα προτιμούσα να κάνω αυτό παρά να πεθάνω. Θα αντάλλαζα τη δημοκρατία με τη ζωή. Θα αντάλλαζα την ανεξαρτησία και την τιμή και την ελευθερία και την αξιοπρέπεια με τη ζωή. Θα σας τα δώσω όλ’ αυτά, κι εσείς δώστε μου τη δύναμη να περπατώ, τη δύναμη να βλέπω και ν’ ακούω, τη δύναμη ν’ αναπνέω τον αέρα και να γεύομαι το φαγητό μου. Κρατήστε εσείς τις λέξεις. Δώστε μου πίσω τη ζωή μου. Και δε ζητάω καμιά χαρούμενη ζωή. Δε ζητάω μια αξιοπρεπή ζωή, μια ζωή τιμημένη ή μια ζωή ελεύθερη. Είμαι υπεράνω όλων αυτών. Είμαι νεκρός, οπότε ζητάω ζωή. Να ζήσω. Να νιώσω. Να είμαι κάτι που κινείται πάνω στη γη και δεν έχει πεθάνει. Ξέρω τι σημαίνει θάνατος κι όλοι εσείς που λέτε πως αξίζει να πεθάνεις για λέξεις, δεν ξέρετε καν τι σημαίνει ζωή.

Δεν υπάρχει μεγαλείο στο θάνατο. Ακόμη κι αν πεθάνεις για την τιμή. Ακόμη κι αν πεθάνεις με τον ηρωικότερο τρόπο που γνώρισε ο κόσμος. Ακόμη κι αν είσαι τόσο σπουδαίος που τ’ όνομά σου δε θα ξεχαστεί ποτέ, και ποιος γνωρίζει τέτοια δόξα; Το σημαντικότερο πράγμα είναι η ζωή σας, φιλαράκια. Νεκροί δεν ωφελείτε κανέναν, πέρα από κείνους που βγάζουν λόγους. Μην τους αφήνετε να σας κοροϊδεύουν άλλο. Μη δίνετε σημασία όταν σας χτυπούν φιλικά στον ώμο και σας λένε έλα, πρέπει να πολεμήσουμε για την ελευθερία ή για όποια άλλη λέξη, πάντα κάποια θα βρεθεί.

Απλώς πείτε τους συγγνώμη κύριε, δεν έχω χρόνο να πεθάνω, είμαι πολύ απασχολημένος, κι ύστερα κάντε μεταβολή και τρέξτε σαν τρελοί. Αν σας πουν δειλούς μη δώστε σημασία, γιατί δουλειά σας είναι να ζήσετε, κι όχι να πεθάνετε. Αν σας πουν να πεθάνετε για αξίες που υπερβαίνουν τη ζωή, πείτε τους φίλε μου είσαι ψεύτης. Τίποτα δεν είναι πάνω απ’ τη ζωή. Δεν υπάρχει μεγαλείο στο θάνατο. Πού είναι το μεγαλείο όταν βρίσκεσαι στο χώμα και σαπίζεις; Πού είναι το μεγαλείο όταν δεν πρόκειται να ξαναδείς τον ήλιο; Πού είναι το μεγαλείο όταν τα πόδια και τα χέρια σου έχουν τιναχτεί στον αέρα; Πού είναι το μεγαλείο όταν είσαι ηλίθιος; Πού είναι το μεγαλείο όταν είσαι τυφλός και κουφός και βουβός; Πού είναι το μεγαλείο όταν είσαι νεκρός; Γιατί όταν είσαι νεκρός φίλε, δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο. Είναι το τέρμα. Είσαι πιο ασήμαντος κι από ένα σκύλο, πιο ασήμαντος κι από ένα ποντίκι, πιο ασήμαντος κι από μια μύγα ή ένα μυρμήγκι, πιο ασήμαντος κι από ένα λευκό σκουλήκι που σέρνεται στην κοπριά. Είσαι νεκρός φίλε, και πέθανες για το τίποτα.

Είσαι νεκρός φίλε.

Νεκρός.

____________________________

Ο Τζόνι πήρε τ' όπλο του - IMAGINESTORES.GR  Ο Johnny πήρε το όπλο τουΟ Τζόνι πήρε τ' όπλο του (Johnny Got His… - € 6,00 - Vendora.gr

Ο Τζο Μπόναμ, ένας νεαρός Αμερικανός στρατιώτης, τραυματίζεται σοβαρά κατά τη διάρκεια του Α` Παγκοσμίου Πολέμου από μια οβίδα. Έχοντας χάσει στον πόλεμο τα άκρα του, την όραση και την ακοή του ο Τζο μεταφέρεται στο νοσοκομείο και οι γιατροί εκτιμούν ότι δεν έχει καμία επαφή με το περιβάλλον.

Τους φαίνεται ιδιαίτερα χρήσιμος για πειραματόζωο για αυτό και τον διατηρούν ζωντανό σε μια σκοτεινή γωνιά του νοσοκομείου.

Εκείνος αρχίζει ξαφνικά να αισθάνεται, να ονειρεύεται και να θυμάται, διαψεύδοντας τις εκτιμήσεις της επιστήμης. Ο μοναδικός σκοπός που του έχει απομείνει, αυτός των αναμνήσεων και των οραμάτων, κυριαρχείται από στιγμές που έζησε και την αγωνιώδη προσπάθεια να συνειδητοποιήσει την κατάστασή του και να ζητήσει βοήθεια από εκείνους που τον φροντίζουν.

Η ταινία είναι εξαιρετικά δυνατή, επιβλητική και ταυτόχρονα ψύχραιμη και ρεαλιστική. Ο Dalton Trumbo επέλεξε, όχι τυχαία, να διασκευάσει την ομώνυμη νουβέλα του τα χρόνια του Βιετνάμ και να γίνει έτσι ένα από τα πιο κλασικά φιλμ, που αν τα έχεις δει τα ξαναβλέπεις κι αν όχι επιβάλλεται να τα δεις.

Δείτε τη εδώ:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Duy Huynh: δημιουργός αιθέριων χαρακτήρων που λικνίζονται μέσα σε ένα σουρεαλιστικό ή ονειρικό σύμπαν

Ο Philippe Entremont είναι ο βιρτουόζος του πιάνου που παίζει Satie και  Debussy. Η τέχνη είναι του Βιετναμέζου Duy Huynh, του οποίου οι ...