Αντώνης Λιάκος: Πώς θα γίνει πολιτική Αλλαγή;
Δεν υπάρχουν μελανότερα χρώματα των μελανών για να περιγράψει κανείς την πολιτική αυτής της κυβέρνησης. Μια ακόμη περιγραφή, δεν θα προσφέρει πολλά. Πρέπει να σκεφτούμε την πολιτική αλλαγή. Πώς θα φύγουν.
Ας πιάσουμε το νήμα ιστορικά. Η Ελλάδα στη δεκαετή περίοδο της οικονομικής κρίσης μπήκε σε έναν κλίβανο αυτοκριτικής. Αυτή η αυτοκριτική καταδίκασε συλλήβδην το δικομματικό παρελθόν ΝΔ και ΠΑΣΟΚ και αναζήτησε ριζικά καινούργιους δρόμους. Από την κριτική αυτή δυο δυνάμεις κέρδισαν. Η μία ήταν ο Σύριζα. Η κριτική από αριστερά. Η άλλη ήταν ο Μητσοτάκης και ό,τι θα ονομάζαμε μητσοτακισμό, το πεδίο συναίρεσης μέρους της παλιάς Δεξιάς και μέρους του εκσυγχρονιστικού μπλοκ. Ο Σύριζα πήρε την κυβέρνηση το 2015, αλλά η κριτική του δυνατότητα σούρωσε μπροστά σε τρεις παράγοντες: α) τη συνεχιζόμενη κρίση, β) την τρόικα και την Ευρώπη που ήταν ακόμη πιστή στην αυστηρή τήρηση του συμφώνου σταθερότητας, και γ) στις δικές του αδυναμίες και ερασιτεχνισμούς. Τελικά τη λαχτάρα (ή και την αυταπάτη) να αλλάξει η Ελλάδα κατεύθυνση δεν την ικανοποίησε.
Έτσι οι ελπίδες μεγάλου μέρους της κοινωνίας στράφηκαν στον Μητσοτάκη, ο οποίος έκανε μια μεγάλη ρήξη, σε πρόσωπα, ιδέες, γλώσσα και μεθόδους, με την παραδοσιακή Δεξιά. Συσπείρωσε τις ελίτ και το μορφωμένο στρώμα της κοινωνίας και πράγματι έδειξε μια καταπληκτική προετοιμασία και ετοιμότητα διακυβέρνησης, με στόχο να ανταποκριθεί στο διάχυτο αίτημα της υπέρβασης του παρελθόντος. Υποσχέθηκε να αλλάξει το DNA της χώρας, και μπορούμε να πούμε ότι ήταν η μόνη δύναμη που μπορούσε να παρουσιάσει μια εικόνα μελλοντικής Ελλάδας. Η Ελλάδα της (νεο)φιλελεύθερης ουτοπίας, αυτή που ανταποκρινόταν στο φαντασιακό των δυναμικών και ανώτερων στρωμάτων. Με την απουσία κάθε άλλης αναγνωρίσιμης ουτοπίας στο σύγχρονο κόσμο, υπήρξε η μόνη ουτοπία που προσφέρει μια συνεκτική εικόνα του μέλλοντος. Όπως κάθε ουτοπία όμως δεν άργησε να μετατραπεί στο αντίθετό της, σε δυστοπία.
Ας πάμε τώρα στην Ευρώπη. Ο Σύριζα προσέκρουσε στο τείχος του Συμφώνου Σταθερότητας. Είχε την εντολή να αντιταχθεί στη λιτότητα, αλλά όχι την εντολή να διακινδυνέψει το μέλλον της χώρας εκτός ΕΕ. Αν το επιχειρούσε μετά από λίγο καιρό θα επερχόταν καταστροφή που θα ανάγκαζε την Αριστερά ή να κρυφτεί ή να μεταναστεύσει μαζικά. Ο Τσίπρας πράγματι στάθηκε άξιος των περιστάσεων, και προκηρύσσοντας το δημοψήφισμα και κάνοντας στροφή μετά το αποτέλεσμά του. Δεν μπορούσε και δεν έπρεπε να κάνει διαφορετικά. Υποχρεώθηκε να πιεί το πικρό ποτήρι του τρίτου μνημονίου αλλά η μελλοντική διευθέτηση σε χρόνο του χρέους ήταν ένα επίτευγμα χωρίς το οποίο δεν θα βρισκόταν εδώ που βρίσκεται η χώρα. Εντούτοις η δοκιμασία του Ιουλίου το 2015 μετασχημάτισε τον Σύριζα.
Δεν μπορούσε να είναι πλέον το αντισυστημικό κόμμα του 2012, όφειλε να γίνει Αριστερά που θα μπορούσε να κινείται, με δυσκολία είναι αλήθεια, αλλά εντός του ευρωπαϊκού κορσέ. Εκμεταλλεύτηκε όλες τις δυνατότητες; Όχι. Σε άλλα δεν μπορούσε λόγω τρόικας εξωτερικού που δρούσε σε συνεννόηση με την τρόικα εσωτερικού για ιδιοτελείς επιδιώξεις, σε άλλα αδράνησε, όπως στη μεταρρύθμιση του κράτους, και σε άλλα δεν άντεχε να ανοίξει καινούργια μέτωπα, όπως με την Εκκλησία. Η πλέον απογοητευτική αποτυχία σημειώθηκε στην παιδεία, όπου η Αριστερά παραδοσιακά ήταν πολλά υποσχόμενη. Τα πορίσματα του Εθνικού Διαλόγου που είχε κινητοποιήσει 100 επιστήμονες, πρόπλασμα μιας προοδευτικής συμμαχίας πετάχτηκαν. Ούτε καν τα σχολικά βιβλία ιστορίας τόλμησαν να αλλάξουν. Με λίγα λόγια ο Σύριζα δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στο μεγάλο αίτημα της αλλαγής σελίδας, και έχασε τις εκλογές.
Ο Μητσοτακισμός βρήκε ευνοϊκό κλίμα στην Ευρώπη. Το τελευταίο σκάνδαλο με το Κατάρ δείχνει το βαθμό εκφυλισμού μιας απόμακρης και καλοπληρωμένης πολιτικής ελίτ που αναγνωρίζει την ελληνική κυβέρνηση ως σάρκα εκ της σαρκός της. Εκείνο όμως που κυρίως ευνόησε τη ΝΔ ήταν η χαλάρωση του συμφώνου σταθερότητος και η αδρά χρηματοδότηση των οικονομιών, λόγω πανδημίας. Αν τα ίδια μέτρα και σταθμά εφαρμόζονταν στην Ελλάδα της κρίσης, η κατάσταση της χώρας θα ήταν εντελώς διαφορετική. Άλλωστε, τη δημοσιονομική πολιτική που εφαρμόστηκε στην πανδημία την είχαν υποστηρίξει την προηγούμενη δεκαετία όλοι οι προοδευτικοί οικονομολόγοι.
Τους ευνόησε εξαιρετικά επίσης η κατάσταση με την Τουρκία. Ενόψει των εκλογών και στις δυο χώρες, Ερντογάν και Μητσοτάκης επιδίδονται σε ένα κρεσέντο δημαγωγικής αντιπαράθεσης, μεταβάλλοντας τα εσωτερικά τους διακυβεύματα σε εθνικά και τους πολιτικούς αντιπάλους σε εθνικούς εχθρούς. Οι υποκλοπές, οι μεθοδεύσεις τους από την έναρξη της θητείας της σημερινής κυβέρνησης, η συγκάλυψη, οι αποσιωπήσεις, τα ψέματα, οι απειλές με κάθε μέσο θέτουν πλέον σε κίνδυνο το κράτος δικαίου και τα δικαιώματα των πολιτών, εξαντλώντας τα όρια της δημοκρατίας που εγκαθιδρύθηκε το 74. Έχουν ειπωθεί όλα αυτά και μάλιστα με πολύ καλύτερο τρόπο. Το ζήτημα είναι γιατί κρατάει η σημερινή κυβέρνηση; Σε οποιαδήποτε άλλη χώρα θα την είχαν εξαναγκάσει σε παραίτηση.
Οι τρεις λόγοι
Ο πρώτος αφορά το πρωθυπουργοκεντρικό σύστημα που έχει εγκαθιδρυθεί στη χώρα. Ο Πρωθυπουργός έχει υπερβολικές εξουσίες για μια δημοκρατία. Ορίζει τον χρόνο των εκλογών και επιλέγει εκλογικό σύστημα. Οταν εξαρτάται από τον πρωθυπουργό ο χρόνος λειτουργίας και, ως ένα βαθμό, σύνθεσης της Βουλής, η Βουλή χάνει την υπόστασή της ως ανεξάρτητο και κυρίαρχο σώμα. Το αξίωμα του βουλευτή γίνεται δοτό.
Οι βουλευτές από αντιπρόσωποι του έθνους μετατρέπονται σε κομματικούς υπαλλήλους που η επιβίωσή τους εξαρτάται από την εύνοια του πρωθυπουργού. Μπορούν να υποστούν την οποιαδήποτε ταπείνωση (όπως τώρα με τις παρακολουθήσεις) γιατί γνωρίζουν ότι δεν υφίστανται εκτός του πρωθυπουργοκεντρικού συστήματος. Ισχύει δεκαετίες αυτό, και πάνω του χτίστηκε το επιτελικό κράτος, πράγμα που δημιούργησε ένα καθεστώς το οποίο βαραίνει δυσανάλογα τη δημοκρατία. Είναι σαν ένα υπερμεγέθες σάρκωμα στο εσωτερικό του οργανισμού. Τα ζωτικά όργανα συνεχίζουν να δουλεύουν αλλά προβληματικά, συμπληρωματικά προς αυτό. Ο Μητσοτάκης θρονιάστηκε σε αυτό το σύστημα και το επέκτεινε, με τις παρακολουθήσεις, στο έπακρο.
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι δεν εμφανίζεται μια αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση με αξιώσεις εξουσίας. Εικασίες και ευχετικές σκέψεις, ναι. Αλλά εναλλακτική πρόταση εξουσίας όχι. Καταλαβαίνει κανείς τις δυσκολίες, αλλά χωρίς ένα δημοκρατικό μέτωπο δεν θα πειστούν οι διστακτικοί πολίτες, αυτοί που δίνουν με τη ψήφο τους το ελάχιστο για να γείρει η ζυγαριά. Εδώ ερχόμαστε στο πρόβλημα ΠΑΣΟΚ. Το κόμμα αυτό, που δεν χρειάζεται να επαναλάβουμε την ιστορία και τις σημερινές του αντιφάσεις, χρειάζεται για την πολιτική αλλαγή. Δεν πρέπει να διαλυθεί. Χρειάζεται επίθεση φιλίας, και στη βάση και στην κορυφή, και ταυτόχρονα εγγυήσεις ότι θα διαθέτει τον δικό του χώρο ανάπτυξης. Οι παρακολουθήσεις αλλά και άλλα ζητήματα ανέδειξαν μια σημαντική σύγκλιση. Αυτή πρέπει να διευρυνθεί με κοινές επιτροπές όπου είναι δυνατό, αλλά και με συνεννοήσεις κορυφής.
Τέλος ο τρίτος λόγος είναι ότι το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης αντί να πελαγοδρομεί ανάμεσα στα φαντάσματα του κομμουνισμού και την λειτουργία του κόμματος ως πασαρέλας υποψήφιων πολιτευτών, χρειάζεται να πάρει σοβαρά τον εαυτό του ως κόμμα που εκφράζει τις διαθέσεις της κοινωνία και γι’ αυτό διεκδικεί την εξουσία. Τίποτε δεν το δείχνει αυτό. Βλέπει κανείς ανθρώπους εφησυχασμένους στο ρόλο τους στην αντιπολίτευση, οκνηρία παραγωγής νέων ιδεών και προτάσεων, απροθυμία ανοίγματος στην κοινωνία με όρους ισοτιμίας.
Αλλά ούτε με την απέχθεια στον Μητσοτάκη και την ακρίβεια, ούτε με το χάρισμα του Τσίπρα θα κερδηθεί η εμπιστοσύνη του κοινού. Γιατί πάνω από όλα απουσιάζει μια συνεκτική εικόνα πώς θα θέλαμε να είναι η Ελλάδα, μια εικόνα που λογαριάζει την πραγματικότητα, αλλά μπορεί να αντιπαρατεθεί και να είναι ελκυστικότερη από τη ψευδή και παραπλανητική εικόνα που προβάλει ο Μητσοτάκης. Μια απάντηση στο ερώτημα: πού θέλουμε να πάει η κοινωνία; Ποιος είναι ο στόχος; Αλλά αυτή η εικόνα δεν θα φιλοτεχνηθεί εργαστηριακά. Πρέπει να προκύψει από το άνοιγμα της συζήτησης στους πολίτες, στην κοινωνία.
(Ο Αντώνης Λιάκος είναι ομότιμος καθηγητής νεώτερης ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών-Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από την εφημερίδα «Εποχή»)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου