Σάββατο, Δεκεμβρίου 24, 2022

Μπορούν να σωθούν οι "ιστορικοί" κινηματογράφοι της Αθήνας;

 


Τοπόσημα της πόλης και της σινεφίλ συνείδησης

Κωνσταντίνος Βρεττός


Τοπόσημα της πόλης και της σινεφίλ συνείδησης

Οι διαβεβαιώσεις που δόθηκαν πρόσφατα από το υπουργείο Εργασίας, με ιδιαίτερα προσεκτική… διατύπωση, ωστόσο, για την τύχη των ακινήτων όπου στεγάζονται τα τρία σινεμά, έχοντας υπαχθεί στην ιδιοκτησία του Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης e-ΕΦΚΑ, δεν επιτρέπουν εφησυχασμό, ούτε σε εμάς ούτε και στον καλλιτεχνικό κόσμο.

Την περίοδο των εορτών, ο κόσμος βρίσκει πιο εύκολα τον δρόμο προς το σινεμά. Μέρες που ξεκινούν με ήλιο και κλείνουν στις αίθουσες. Αλλά μια βόλτα στο κέντρο της Αθήνας, σε λίγα χρόνια, ίσως να μην επιτρέπει μια τέτοια επιλογή... Ετσι κι αλλιώς, το κλίμα που επικρατεί στον καλλιτεχνικό χώρο μόνο γιορτινό δεν είναι.

Το σενάριο να κοπούν από τη ρίζα οι κεντρικές κινηματογραφικές αρτηρίες της πόλης φαντάζει πλέον μακρινό, αλλά σε μια χώρα που δεν διστάζει να θυσιάσει υπέρ των «επενδύσεων» ή των επιχειρηματικών συμφερόντων ακόμα και πολύτιμα αρχαία ευρήματα, κανένα θέμα δεν θεωρείται λήξαν και, ως εκ τούτου, δεν επιτρέπει εφησυχασμό. Η Εβδομη Τέχνη, δυστυχώς, έχει πληγεί ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια και αποτελεί πλέον πολυτέλεια για αρκετό κόσμο, γεγονός που αποτυπώνεται και στις εισπράξεις των εισιτηρίων.

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΙ «ΑΣΤΟΡ» - «ΙΝΤΕΑΛ» - «ΑΕΛΛΩ»

Ωστόσο, ένα καντηλάκι της κινηματογραφικής απόδρασης και εμπειρίας συνεχίζει να λάμπει, φωτίζοντας τις ανήσυχες ψυχές που ψάχνουν να βρουν διέξοδο στα σινεμά. Από την οδό Πανεπιστημίου και το «Ιντεάλ», το οποίο άνοιξε για πρώτη φορά τις πύλες του το 1921, στη στοά Κοραή, και το «Αστορ», το οποίο «ξαναγεννήθηκε» το 2015 υπό τη νέα διεύθυνση της εταιρείας διανομής Weird Wave. Μαζί και με το «Αελλώ» στην οδό Πατησίων, οι τρεις αυτοί κινηματογράφοι υπήρξαν τοπόσημα της πόλης, αλλά αποτελούν και επίσημα πλέον είδος προς εξαφάνιση.

Το Μέγαρο Σλήμαν, στη συμβολή των οδών Πανεπιστημίου - Χαρ. Τρικούπη και Φειδίου, όπου στεγάζεται ο κινηματογράφος «Ιντεάλ», σχεδιάστηκε από τον Γερμανό αρχιτέκτονα Ερνστ Τσίλλερ, έπειτα από παραγγελία του Ερρίκου Σλήμαν, και ανεγέρθηκε τη δεκαετία 1880-1890. Μετά τον θάνατο του Σλήμαν, το ακίνητο περιήλθε στην ιδιοκτησία της κόρης του και, το 1939, μεταβιβάστηκε στο Ταμείο Συντάξεων Προσωπικού της Εθνικής Κτηματικής και της Τράπεζας της Ελλάδος. Το «Ιντεάλ» άνοιξε για πρώτη φορά τις πύλες του το 1921, ως κινηματοθέατρο, με 2.000 θέσεις, πλατεία και μεγάλο εξώστη.

Το 1933, κόντεψε να καεί ολοσχερώς. Μια δεύτερη πυρκαγιά, τον Ιούνιο του 1990, κατέστρεψε όλη την επένδυση που είχε κάνει μία χρονιά νωρίτερα ο Αλέξανδρος Σπέντζος, που διαχειριζόταν (μέχρι και σήμερα) τον χώρο ως σινεμά. Το σινεμά ξαναφτιάχτηκε και ανακαινίστηκε: 750 τεράστιες αναπαυτικές θέσεις, τοιχογραφίες του ζωγράφου Αγγελου Αντωνόπουλου, πρωτοποριακό τότε σύστημα ήχου Dolby SR κ.λπ. Την περίοδο της οικονομικής κρίσης, ολόκληρο το συγκρότημα άρχισε όμως να παρακμάζει και, το 2014, έκλεισε και το ομώνυμο εστιατόριο - ήταν κι αυτό σημείο αναφοράς του αθηναϊκού κέντρου. Σε αντίθεση με την πρόσοψη του κτιρίου, όπως και με τη χρήση του εστιατορίου, το σινεμά που στεγάζεται στο ισόγειο δεν είναι διατηρητέο.

Την ιστορία του «άστορ» είχε επισημάνει, ήδη από το 2015, η αγαπημένη μας συνάδελφος Χαρά Τζαναβάρα: «Το “Αστορ” έχει ενδιαφέρουσα προϊστορία. Στον ίδιο χώρο προϋπήρχε ένα χαμηλό κτίριο, στο οποίο από το 1908 έως το 1920 στεγάστηκε το περίφημο “Παλλάς”, που ήταν ο πρώτος χειμερινός κινηματογράφος της Αθήνας.

»Κατεδαφίστηκε στον Μεσοπόλεμο, για να κατασκευαστεί το μέγαρο Εφεσίου, στα υπόγεια του οποίου, το 1940, λειτούργησε το “Σινέ Νιους”, που πρόβαλλε διεθνή επίκαιρα, όπως μας πληροφορεί ο Δημήτρης Φύσσας στο έργο του “Τα σινεμά της Αθήνας - Ιστορίες αστικού τοπίου”, στο οποίο αποτυπώνει με συστηματικό τρόπο την ταυτότητα των 550 κινηματογραφικών αιθουσών που λειτούργησαν στην πρωτεύουσα από το 1896 ώς το 2013.

»Ο κινηματογράφος οφείλει τη γνωστή ώς τις ημέρες μας ονομασία του στον εκκεντρικό πολυεκατομμυριούχο Τζον Τζέικοπ Αστορ (1763-1845), ο οποίος ήταν ο δημιουργός του πρώτου εμπορικού τραστ στις ΗΠΑ. Παρά την αμερικανικής επιρροής ονομασία του, ο νέος κινηματογράφος λειτουργούσε υπό την αιγίδα της βρετανικής πρεσβείας, που στεγαζόταν στους πάνω ορόφους του κτιρίου, και για χρόνια πρόβαλλε μόνον ταινίες της λονδρέζικης εταιρείας “Eagle Lion”.

»Ως “Σινέ Αστορ” εγκαινιάστηκε στις 24 Οκτωβρίου του 1947, με την προβολή της ιστορικής ταινίας “Μεγάλες προσδοκίες”, σε σκηνοθεσία του Ντέιβιντ Λιν, που βασίζεται στο γνωστό έργο του Κάρολου Ντίκενς. Ήταν υποψήφια για πέντε Όσκαρ και κέρδισε τελικώς δύο.

»Πολύ γρήγορα -και υπό τη διεύθυνση του επιχειρηματία Δ.Π. Σκούρα- απέκτησε μεγαλύτερο ρεπερτόριο και εντάχθηκε στις αίθουσες ταινιών πρώτης προβολής. Σε αυτό συνέβαλε η πολυτελής εξωτερική και κυρίως εσωτερική διακόσμηση, ενώ οι κινηματογραφικοί χώροι επεκτάθηκαν και έφτασαν να διαθέτουν 800 θέσεις, μαζί με τον εξώστη. Μάλιστα, ήταν η πρώτη αίθουσα που εγκαινίασε τις αριθμημένες θέσεις.

»Τα επιχειρηματικά προβλήματα είχαν ξεκινήσει από τις αρχές της δεκαετίας του 1980. Ο κινηματογράφος έκλεισε το 1986 και λίγο αργότερα μετατράπηκε σε θέατρο που φιλοξένησε κατά καιρούς τους θιάσους του Νίκου Ρίζου και του Θύμιου Καρακατσάνη. Το 1990, επιστρέφει στις κινηματογραφικές προβολές, για να κλείσει λίγα χρόνια μετά και να ανοίξει πάλι το 2000, αυτή τη φορά ως αίθουσα με τρισδιάστατη εικόνα, αλλά μόνο για μια πενταετία».

Ο κινηματογράφος «Αστορ» δεν είναι διατηρητέος ως προς τη χρήση, βρίσκεται όμως εντός διατηρητέου κτιρίου, συνεπώς «όποια αλλαγή είναι υπό την αίρεση του υπουργείου Πολιτισμού», όπως είχε τονίσει πρόσφατα ο δήμαρχος Αθηναίων, Κώστας Μπακογιάννης.

Οσο για το «Αελλώ», έχει κηρυχθεί διατηρητέο νεότερο μνημείο, βάσει ΦΕΚ του '95. Η χρήση της ταράτσας είναι επίσης διατηρητέα, ως θερινού κινηματογράφου, βάσει ΦΕΚ του '97.

Και οι τρεις χώροι όπου στεγάζονται οι ιστορικοί κινηματογράφοι είναι ακίνητα που ανήκουν στην ιδιοκτησία του Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης e-ΕΦΚΑ (υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων). Η διοίκηση έχει αποφασίσει την αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας του φορέα, χωρίς όμως να έρθει, όπως φαίνεται, σε συνεννόηση με τους επαγγελματίες που στεγάζονται στους χώρους: Ούτε με την οικογένεια Σπέντζου ούτε με τον Ανδρέα Κονταράκη, ιδιοκτήτη του «Αστορ» και διανομέα κινηματογραφικών ταινιών της εταιρείας Weird Wave.

Βέβαια, τον περασμένο Νοέμβριο και μετά τον ντόρο που έγινε για την τύχη των σινεμά, το υπουργείο Εργασίας είχε ανακοινώσει:

«Σχετικά με τον κινηματογράφο Αελλώ, στην Πατησίων, δεν υφίσταται κανένα θέμα αλλαγής χρήσης του. Στόχος είναι η σύμβαση μίσθωσης να ανανεωθεί και η χρήση του ακινήτου να μην αλλάξει.

Αναφορικά με τον κινηματογράφο Αστορ, στην οδό Σταδίου, ήδη υλοποιείται ο σχεδιασμός του φορέα, προκειμένου η αίθουσα κινηματογράφου να μην αλλάξει χρήση, το υπόλοιπο κτήριο να αξιοποιηθεί από επενδυτή και να λειτουργήσει και ένα κατάστημα στο ισόγειο. Οι πρώτες μελέτες που ήδη έχουν υλοποιήσει οι αρμόδιες διευθύνσεις του e-ΕΦΚΑ δείχνουν πως κάτι τέτοιο είναι εφικτό.

Τέλος, αναφορικά με τον κινηματογράφο Ιντεάλ, εντοπίστηκαν στατικά προβλήματα σε ολόκληρο το κτιριακό συγκρότημα επί της Οδού Πανεπιστημίου 46. Την κατάσταση του κτιρίου επιδείνωσε η πρόσφατη πτώση τοίχου στην πίσω πλευρά του κινηματογράφου, όπου γειτνιάζει με το κτίριο του Ελληνικού Ωδείου, επί της Οδού Φειδίου, η οποία ανέδειξε και μια σειρά από κτιριακές επεμβάσεις που έχουν γίνει και οι οποίες χρήζουν αντιμετώπισης. Τόσο για τη συνολική αποκατάσταση του κτιριακού συγκροτήματος όσο και για την εκμετάλλευσή του, βρίσκεται ανοικτή διαδικασία εξεύρεσης επενδυτή…».

Είναι ανακουφιστικές αυτές οι διαβεβαιώσεις; Κρατάμε μικρό καλάθι.

Είναι ιστορικοί κινηματογράφοι, στους οποίους θα βρει κανείς εκείνες τις ταινίες που δεν μοιάζουν με μια απλή βόλτα στο σινεμά. Πρωτοεμφανιζόμενοι σκηνοθέτες, ευρωπαϊκός κινηματογράφος και έργα επιλεγμένα από τα μεγαλύτερα φεστιβάλ διεθνώς έχουν δημιουργήσει εκεί σινεφίλ συνειδήσεις.

Και μπορεί το σινεφίλ κοινό να βρίσκει στις αίθουσες ένα περιβάλλον ελευθερίας και μια γλυκιά αίσθηση του «ανήκειν», αλλά στην κυνική πραγματικότητα και στα χαρτιά, οι παραπάνω χώροι αποτελούν απλώς ακίνητα που ανήκουν στην ιδιοκτησία του Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης e-ΕΦΚΑ (υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων).

Στα μέρη που μπορεί να έχεις δει ταινίες που σου άλλαξαν την ζωή, κάποιοι άλλοι ορέγονται μια εύπεπτη διασκέδαση, γεμάτη ξενοδοχειακές μονάδες και τουριστικά πολυκαταστήματα. Αραγε τι αντικρίζει πλέον κανείς όταν διασχίζει την οδό Σταδίου, στην οποία «Αττικόν» και «Απόλλων» παραμένουν κλειστοί εδώ και δέκα χρόνια;

Οι κινηματογράφοι «έμπασσυ», στην Πατριάρχου Ιωακείμ, «Πτι Παλαί», στο Παγκράτι, και «Όσκαρ», στην Αχαρνών, χάθηκαν στη λήθη και παραμένουν ζωντανοί μόνο στις ψυχές των ανθρώπων. Όπως και τα ακόμα παλιότερα σινεμά της Σταδίου, ο «Έσπερος» και το «Σπλέντιτ», που έχουν πάψει να λειτουργούν από δεκαετίες.

Το Δημοτικό Συμβούλιο της Αθήνας μπορεί να ενέκρινε ομόφωνα ψήφισμα της παράταξης «Ανοιχτή Πόλη» να κηρυχθούν διατηρητέοι οι ιστορικοί κινηματογράφοι «Ιντεάλ», «Αστορ» και «Αελλώ». Εκείνοι που οραματίστηκαν λουκέτα στα σινεμά όμως πόσο υψηλά ιστάμενοι είναι άραγε στα καλλιτεχνικά δρώμενα της χώρας;

«Ολόκληρη Αθήνα, να μην έχει κεντρικούς σινεμάδες;!.»

Ρωτήσαμε για το θέμα δύο σκηνοθέτες, τον Λευτέρη Χαρίτο και τον Γιάννη Οικονομίδη, έναν ηθοποιό ταυτισμένο (και) με σπουδαίες στιγμές του ελληνικού σινεμά, τον Δημήτρη Καταλειφό, τη δημιουργό της ελληνικής πλατφόρμας streaming ταινιών Cinobo, Δάφνη Μπεχτσή, τον άνθρωπο που συντηρεί με αγάπη τη διάσημη σινεφιλική του σελίδα στο facebook «O Χρήστος δεν μένει πια εδώ», Χρήστο Πολίτη, και την απόφοιτη της Σχολής Κινηματογράφου του Αριστοτέλειου Αλεξάνδρα Ρίμπα και μαντέψτε: όλοι με τον τρόπο τους διατύπωσαν την ίδια άποψη.

[...........................................]


 

 

Τοπόσημα της πόλης και της σινεφίλ συνείδησης - efsyn

Δεν υπάρχουν σχόλια: