R A Y MOND CHANDLER
Ο μεγάλος ύπνος
METAΦPAΣH
ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΧΡΥΣΟΠΟΥΛΟΣ
Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ
1
Ήταν γύρω στις έντεκα το πρωί, μέσα Οκτωβρίου, ο
ήλιος ήταν κρυμμένος από τα σύννεφα και φαινόταν
πεντακάθαρα ότι θα ξεσπούσε δυνατή βροχή στους πρόπο-
δες των λόφων. Φορούσα το απαλό γαλάζιο κοστούμι μου, με
σκούρο μπλε πουκάμισο, γραβάτα και μαντίλι στο πέτο, μαύ-
ρα χοντρά παπούτσια περιπάτου, μαύρες μάλλινες κάλτσες
με σχέδια σκούρων ρολογιών. Ήμουν περιποιημένος, μπα-
νιαρισμένος, ξυρισμένος και νηφάλιος, και δεν έδινα δεκάρα
αν το πρόσεχε κάποιος ή όχι. Ήμουν όπως ακριβώς έπρε-
πε να είναι ένας καλοντυμένος ιδιωτικός ντετέκτιβ. Ήμουν
έτοιμος να επισκεφθώ τέσσερα εκατομμύρια δολάρια.
Το κυρίως χολ της οικίας Στέρνγουντ ήταν ψηλό, με εξώ-
στη. Πάνω από την είσοδο, που ήταν αρκετά μεγάλη ώστε
να μπορεί να περάσει ένα κοπάδι από ινδικούς ελέφαντες,
υπήρχε ένα μεγάλο βιτρό· έδειχνε έναν ιππότη με μαύρη πα-
νοπλία που προσπαθούσε να σώσει μια λαίδη η οποία ήταν
δεμένη σε ένα δέντρο και δε φορούσε ρούχα, αλλά είχε πολύ
βολικά μακριά μαλλιά για να την καλύπτουν. Ο ιππότης
είχε σηκωμένη την προσωπίδα του κράνους του από ευγέ-
νεια και έπαιζε με τους κόμπους των σκοινιών που έδεναν
τη γυναίκα στο δέντρο, χωρίς να καταφέρνει να τους λύσει
Κοντοστάθηκα και σκέφτηκα ότι, αν έμενα σε αυτό το σπίτι,
αργά ή γρήγορα θα ανέβαινα εκεί πάνω και θα του έδινα ένα
χεράκι. Δεν έδειχνε να προσπαθεί πραγματικά.
Στο πίσω μέρος του χολ υπήρχε μια μπαλκονόπορτα,
και στο βάθος φαινόταν μια μεγάλη άπλα από σμαραγδένιο
γκαζόν και ένα άσπρο γκαράζ, μπροστά στο οποίο ένας λε-
πτός, μελαψός νεαρός, σοφέρ με μαύρες γυαλιστερές γκέτες
ξεσκόνιζε ένα καστανοκόκκινο Πάκαρντ καμπριολέ. Πέρα
από το γκαράζ υπήρχαν μερικά διακοσμητικά δέντρα που
ήταν τόσο προσεκτικά κουρεμένα, λες και ήταν σκυλάκια
κανίς. Πίσω από αυτά βρισκόταν ένα μεγάλο θερμοκήπιο
με θολωτή σκεπή. Ύστερα έβλεπες κι άλλα δέντρα και από
πίσω οι πρόποδες των λόφων σχημάτιζαν μια στιβαρή, ανι-
σόπεδη, πλούσια γραμμή.
Στην ανατολική μεριά του χολ βρισκόταν μια σκάλα,
στρωμένη με πλακάκια, που οδηγούσε σε έναν εξώστη με σι-
δερένιο κιγκλίδωμα και σε ένα άλλο βιτρό. Μεγάλες ξύλινες
καρέκλες με στρογγυλεμένα κόκκινα βελούδινα μαξιλάρια
ήταν τοποθετημένες στα άδεια σημεία του τοίχου. Δεν έδει-
χναν σαν να μην είχαν χρησιμοποιηθεί ποτέ. Στη μέση του
δυτικού τοίχου βρισκόταν ένα μεγάλο άδειο τζάκι με μπρού-
ντζινο κάλυμμα αποτελούμενο από τέσσερα φύλλα συνδεδε-
μένα με μεντεσέδες· πάνω από το τζάκι υπήρχε ένα μαρμά-
ρινο γείσο με φτερωτούς έρωτες στις γωνίες. Πάνω από το
γείσο κρεμόταν ένα μεγάλο πορτρέτο ζωγραφισμένο με λάδι,
και πάνω από το πορτρέτο, μέσα σε μια γυάλινη κορνίζα,
βρίσκονταν δύο διασταυρωμένα σημαιάκια του ιππικού τρυ-
πημένα από σφαίρες ή φαγωμένα από σκόρο. Το πορτρέτο
απεικόνιζε έναν αυστηρό συνταγματάρχη με πλήρη στολή
της εποχής του Μεξικανικού Πολέμου. Ο αξιωματικός είχε
ένα περιποιημένο μαύρο τριγωνικό μουσάκι, μαύρο τσιγκε-
λωτό μουστάκι, φλογερά, μαύρα σαν κάρβουνο, μάτια, και
γενικότερα την εμφάνιση ενός άντρα που θα σε ωφελούσε
να τα έχεις καλά μαζί του. Σκέφτηκα ότι θα πρέπει να ήταν
ο παππούς του στρατηγού Στέρνγουντ. Δεν μπορεί να ήταν
ο ίδιος ο στρατηγός, μολονότι είχα ακούσει ότι ήταν πολύ
προχωρημένης ηλικίας για να έχει δύο κόρες που ήταν ακό-
μη στην επικίνδυνη ηλικία των είκοσι.
Είχα ακόμη προσηλωμένο το βλέμμα μου στα φλογερά
μαύρα μάτια, όταν άνοιξε μια πόρτα κάτω από τη σκάλα.
Δεν ήταν ο μπάτλερ πάλι. Ήταν μια κοπέλα.
Ήταν γύρω στα είκοσι, μικροκαμωμένη και λεπτεπίλε-
πτη, άλλα έδειχνε σφριγηλή. Φορούσε ανοιχτόχρωμο μπλε
παντελόνι που έδειχνε όμορφο πάνω της. Περπατούσε σαν
να πετούσε. Τα όμορφα, καστανόξανθα, σπαστά μαλλιά της
ήταν κομμένα πιο κοντά από όσο απαιτούσε η μόδα, με τις
γυριστές αγορίστικες μπούκλες. Τα μάτια της είχαν το γκρί-
ζο χρώμα του σχιστόλιθου και το βλέμμα της ήταν σχεδόν
ανέκφραστο. Με πλησίασε και μου χαμογέλασε πλατιά, φα-
νερώνοντας μικρά, κοφτερά δόντια αρπακτικού, λευκά σαν
ψίχα φρέσκου πορτοκαλιού και γυαλιστερά σαν πορσελάνη.
Έλαμπαν ανάμεσα από τα λεπτά, πολύ σφιγμένα χείλη της.
Το πρόσωπό της ήταν χλομό και δεν έδειχνε πολύ υγιές.
«Είσαι ψηλός, έτσι δεν είναι;» είπε.
«Δεν το ζήτησα εγώ».
Τα μάτια της στρογγύλεψαν. Έδειξε απορημένη. Σκε-
φτόταν. Κατάλαβα, παρότι την είχα μόλις γνωρίσει, ότι το
να σκέφτεται ήταν κάτι που πάντα τη δυσκόλευε.
«Και γοητευτικός επίσης», είπε. «Και βάζω στοίχημα ότι
το ξέρεις».
Γρύλισα.
«Πώς σε λένε;»
«Ράιλι», είπα. «Ντόγκχαουζ* (=σκυλόσπιτο) Ράιλι».
«Πολύ αστείο όνομα». Δάγκωσε το χείλος της, έγειρε λίγο
το κεφάλι και με κοίταξε στα μάτια. Ύστερα χαμήλωσε τις
βλεφαρίδες, ώσπου χάιδεψαν σχεδόν τα μάγουλά της, και
τις σήκωσε πάλι αργά, σαν θεατρική αυλαία. Αργότερα θα
μάθαινα τι σήμαινε αυτό το κόλπο. Αυτό υποτίθεται ότι θα
με έκανε να πέσω ανάσκελα και να κουνάω και τα τέσσερα
πόδια στον αέρα.
«Είσαι μποξέρ;» ρώτησε, όταν είδε ότι δεν έκανα σαν σκύ-
λος.
«Όχι ακριβώς. Είμαι μυστικός αστυνομικός».
«Α-α-α...» Τίναξε θυμωμένα το κεφάλι της, και το πλού-
σιο χρώμα των μαλλιών της έλαμψε στο ημίφως του μεγάλου
χολ. «Με κοροϊδεύεις».
«Ναι».
«Τι;»
«Άντε, καλέ», είπα. «Με άκουσες».
«Δεν είπες τίποτα. Είσαι μεγάλο πειραχτήρι». Σήκωσε
τον αντίχειρά της και τον δάγκωσε. Ήταν ένας παράξενος
αντίχειρας, λεπτός και μακρύς σαν επιπλέον δάχτυλο, χωρίς
καμπύλη στην πρώτη άρθρωση. Τον δάγκωσε και τον πιπί-
λισε αργά, στριφογυρίζοντάς τον στο στόμα της σαν μωρό
με πιπίλα.
«Είσαι φοβερά ψηλός», είπε. Ύστερα χαζογέλασε με κρυ-
φή χαρά. Στη συνέχεια έστρεψε το κορμί της αργά και λυγε-
ρά, χωρίς να σηκώσει τα πόδια της από το πάτωμα. Τα χέρια της έπεσαν στα πλάγια. Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών,
έγειρε προς το μέρος μου κι έπεσε απευθείας στην αγκαλιά
μου. Αναγκάστηκα να την πιάσω για να μην πέσει και σπάσει
το κεφάλι της στο μωσαϊκό. Την έπιασα από τις μασχάλες,
και τα πόδια της παρέλυσαν αμέσως. Αναγκάστηκα να την
αγκαλιάσω σφιχτά για να τη σηκώσω. Όταν το κεφάλι της
ακούμπησε στο στήθος μου, το σήκωσε και μου χαζογέλασε.
«Είσαι γλυκούλης», χαχάνισε. «Κι εγώ είμαι γλυκούλα».
Δεν είπα τίποτα. Έτσι λοιπόν ο μπάτλερ διάλεξε εκείνη
τη βολική στιγμή για να επιστρέψει από την μπαλκονόπορτα
και να με δει να την κρατάω στην αγκαλιά μου.
Δε φάνηκε να ενοχλείται. Ήταν ένας ψηλός, λεπτός
άντρας με άσπρα μαλλιά, κοντά στα εξήντα ή λίγο μετά τα
εξήντα. Είχε γαλανά μάτια και το βλέμμα του ήταν αφηρη-
μένο – όσο πιο αφηρημένο μπορούσε να είναι το βλέμμα
κάποιου. Το δέρμα του ήταν λείο και ζωηρό και είχε την
κίνηση άντρα με δυνατούς μυς. Περπάτησε αργά προς το
μέρος μας και η κοπέλα ξεκόλλησε απότομα από πάνω μου.
Την είδα να διασχίζει τρέχοντας το χολ και ν’ ανεβαίνει τα
σκαλοπάτια σαν ελάφι. Εξαφανίστηκε προτού καν πάρω μια
βαθιά ανάσα και ξεφυσήξω.
Ο μπάτλερ είπε με άχρωμη φωνή: «Ο στρατηγός θα σας
δει τώρα, κύριε Μάρλοου».
Ξεκόλλησα το σαγόνι μου από το στήθος μου και του
έγνεψα καταφατικά. «Ποια ήταν αυτή;»
«Η δεσποινίς Κάρμεν Στέρνγουντ, κύριε».
«Πρέπει να απογαλακτιστεί. Φαίνεται αρκετά μεγάλη».
Εκείνος με κοίταξε με ευγενική σοβαρότητα και επανέλα-
βε αυτό που είχε πει.
[...........................]
ΔΙΑΒΑΣΤΕ
Ο Μεγάλος ύπνος
Μετάφραση : Δανάη Ξενίδου
Εκδόσεις: Τα Νέα
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΥΠΝΟΣ - Raymond Chandler.pdf - KUPDF
ΔΕΙΤΕ ΤΗΝ ΤΑΙΝΙΑ
του Χάουαρντ Χοκς
με τους Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, Λορίν Μπακόλ
[επανέκδοση 1946]
Υπόθεση: Ο Μάρλοου, προσλαμβάνεται από τον στρατηγό Στέρνγουντ για να διαλευκάνει την υπόθεση εκβιασμού της άτακτης κόρης του Κάρμεν (Μάρθα Βίκερς), ενός επιπόλαιου υπερσεξουαλικού νυμφιδίου. Στην αναζήτηση της αλήθεια, ο Μάρλοου θα γνωρίσει την διαφθορά και την παρακμή της τάξης των αργόσχολων πλούσιων του Λ.Α., θα προσπαθήσει να ξεδιαλύνει έναν κυκεώνα δολοφονιών, δωροδοκιών, εξαφανίσεων, θα γνωρίσει την Βίβιαν Στέρνγουντ (Λωρήν Μπακώλ), μεγάλη αδελφή της Κάρμεν, μαζί θα φτάσουν στην πιο σκοτεινή άκρη του μυστηρίου, αλλά θα ζήσουν κι έναν σκληρό όσο και παθιασμένο έρωτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου