Τρίτη, Δεκεμβρίου 27, 2022

Η γοητεία της Ιλιάδας

 


Ο άνεμος όταν φυσά, οι καλαμιές γεμίζουν αυλητρίδες (Εμπειρίκος)

Κωστής Καζαμιάκης. 1*, 2*


Ιλιάς. Ραψωδία Η` 1-190.

Βρέθηκαν στον πόλεμο ο ΄Έκτωρ και ο Πάρης και θύμιζαν τους αποκαμωμένους από κούραση κωπηλάτες που ξαφνικά σταματούν την εξαντλητική κωπηλασία γιατί έφτασε στα πανιά τους ένας άνεμος θεϊκός που τους κινεί το σκάφος γεμίζοντας τα πανιά και ταυτόχρονα τους ξεκουράζει και τους δροσίζει. Έτσι ένιωσαν τα δυο αδέλφια όταν έφτασαν στο πεδίο της μάχης. Τους κατέκλυσε ο αέρας της μάχης που δοξάζει τους πολεμιστές και τους κάνει αθάνατους. Οι Τρώες αναθάρρησαν που είδαν τους αρχηγούς να είναι μαζί τους.  Ο Πάρης σκότωσε τον Μενέσθιο  από την Άρνη, τον γιο του Αρίθοου και της μεγαλομάτας Φιλομέδουσας . Ο Έκτωρ κτύπησε με το κοντάρι του τον Ηονέα στο σβέρκο και τον άφησε χωρίς ζωή. Κι ο Γλαύκος, ο γιος του Ιππόλοχου του βασιλιά της Λυκίας  σημάδεψε στον ώμο τον Ιφίνοο Δεξιάδη  και τον πέτυχε μες στην ολέθρια μάχη και άψυχο τον άφησε την ώρα που πηδούσε στο γρήγορο το άρμα του.

Η Αθηνά απ` την κορφή του Όλυμπου του μέγα, αμέσως  αντιλήφθηκε των αδελφών τα έργα. Μοιάζανε ασταμάτητοι ο Έκτορας κι ο Πάρις γι` αυτό αμέσως πέταξε και βρέθηκε στη μάχη το φοβερό θανατικό αυτή να ανακόψει. Όμως το ίδιο έπραξε και ο θεός Απόλλων που έσπευσε και στάθηκε λαμπρός απέναντι της τους Τρώες τους ηρωικούς αυτός να βοηθήσει. Πρώτος εκείνος μίλησε και είπε στην Παλλάδα: « Ω Αθηνά μου σεβαστή του Δία θυγατέρα κι αγαπημένη αδελφή τι θέλεις εδώ κάτω; Οι αιμοβόρες συμπλοκές δεν πρέπουν στις γυναίκες. Τι σκέφτεσαι θεά σοφή να κάνεις εδώ τώρα; Ξέρω, θέλεις το θάνατο να φέρεις για τους Τρώες. Να με ακούσεις αδελφή, να φέρουμε ειρήνη, να σταματήσουν οι σφαγές που έθνη ξεκληρίζουν. Σήμερα άλλες συμπλοκές προτείνω να μη γίνουν και αύριο αρχίζουνε αν το θελήσουν πάλι».

Η Αθηνά συμφώνησε με όσα είπε ο Φοίβος ο λαμπερός Απόλλωνας ο γιος του μέγα Δία.

« Πες μου Απόλλωνα αδελφέ έχεις κανένα τρόπο να σταματήσει ο πόλεμος κι όλα να ησυχάσουν;»

«Αμέσως γλαυκομάτα μου Παλλάδα Αθηνά μου έχω μια σκέψη  να σου πω για να δοθεί μια λύση: Ο Έκτορας να βγει μπροστά και να αντροκαλέσει έναν Αργείο δυνατό, όποιον αυτοί διαλέξουν, και να μονομαχήσουνε, να δώσουνε τη μάχη, κι όποιος κερδίσει από τους δυο θα βάλει και τους όρους».

Η Αθηνά συμφώνησε με την πρόταση του Απόλλωνα. Ο μάντης Έλενος ένιωσε με το θεϊκό του χάρισμα αυτά που είπαν οι δυο θεοί και έσπευσε στον αδελφό του Έκτορα και του είπε: « Αδελφέ μου Έκτορα οι θεοί προτείνουν να καλέσεις σε μονομαχία έναν Αργείο,

όποιον επιλέξουν εκείνοι, και να κτυπηθείς μαζί του. Εσύ θα είσαι ο νικητής γιατί δεν είναι γραφτό να πεθάνεις ακόμα. Αυτά κατάλαβα από τη συνομιλία ανάμεσα στους δυο θεούς». Ο Έκτορας χάρηκε με όσα άκουσε και έσπευσε να σταματήσει την επέλαση των Τρώων. Το ίδιο έπραξε και ο Αγαμέμνων  στο δικό του στρατό. Οι θεοί πέταξαν και κάθισαν σαν μεγάλα πτηνά στην ιερή δρυ του Δία. Από εκεί ψηλά έβλεπαν τα δύο στρατεύματα που καθότανε σε πυκνές αράδες σείοντας τα κοντάρια και τις ασπίδες τους. Έμοιαζαν σαν ήρεμη θάλασσα που οι πρώτες πνοές του Ζεφύρου την ρυτιδώνουν  σκουραίνοντας  την και σιγά σιγά σηκώνεται κύμα και βοή.

Ο Έκτορας σταμάτησε ανάμεσα στις αντιμαχόμενες παρατάξεις και είπε δυνατά:

« Ακούστε τι θα σας πω Τρώες κι εσείς Αργείοι.  Μεγάλη ανάγκη με ωθεί σε όλους να μιλήσω μέσα από τα τρίσβαθα της σκέψης και του λόγου, μέσα απ` τα βάθη της καρδιάς π` έχω στο μπέτη μέσα. Αυτά που πριν ομόσαμε δεν έστερξε ο Δίας, όλα να τα τηρήσουμε στη συμπλοκή του Πάρη με τον ξανθό Μενέλαο και έληξε αδόξως η συμφωνία μας αυτή και να μας πάλι δώθε, τρόπο να ψάχνουμε εμείς με τη βουλή του Δία. Ας κρίνουν όλοι οι θεοί εσείς να νικηθείτε και όλοι στα καράβια σας δίπλα ν` αφανιστείτε ή να χαθούμε όλοι εμείς κι η πόλη μας να σβήσει και σκλάβους να μας σύρετε στις πόλεις τις δικές σας. Ποιος θέλει άντρας από σας μ` εμέ να δώσει μάχη τον πόλεμο να λήξουμε που όλους μας τσακίζει; Μάρτυρα βάζω τον θεό τον μέγιστο τον Δία πως αν εγώ θα νικηθώ να πάρετε τα ρούχα και τα λαμπρά τα όπλα μου λάφυρα να κρατάτε. Όμως το άψυχο κορμί στους συγγενείς μου δώστε κι εκείνοι να το κάψουνε όπως ορίζει η τάξη. Αν όμως τον αντίπαλο εγώ θα εξοντώσω και ο λαμπρός Απόλλωνας μου κάνει τέτοια χάρη, τότε θα πάρω τ` άρματα αυτού που θα σκοτώσω και στην ωραία πόλη μου στην Τροία θα τα πάω στον πάνσεπτο, ιερό ναό του Φοίβου Απόλλωνα μας. Το άψυχο κορμί αυτού που θα `χω εγώ σκοτώσει θα παραδώσω άμεσα στους συμπολεμιστές του κι εκείνοι να τον θάψουνε και μνήμα να του κάνουν, μνημείο μνήμης άσβεστο όλοι να τον θυμούνται. Όσοι το μνήμα θα θωρούν στο μακρινό το μέλλον με σεβασμό να ομιλούν κι όλοι να γνωρίζουν πως κάποιος κείτεται εδώ που πριν καιρούς και χρόνια τον σκότωσε ο Έκτορας κι ας ήτανε γενναίος και δυνατός πολεμιστής. Έτσι θα μείνει αθάνατο τ` όνομα το δικό μου μα και του αντιπάλου μου που ακόμα δεν γνωρίζω».

Μετά τα λόγια του Έκτορα επικράτησε σιγή. Ποιος θα τολμήσει να μονομαχήσει με τον ανίκητο και ατρόμητο Έκτορα; Πετάχτηκε ο Μενέλαος ουρλιάζοντας σχεδόν προς τους Αχαιούς: «Αχαιοί είστε εσείς ή μήπως Αχαιές, άντρες είσαστε στη μάχη ή ακάτεχες γυναίκες; Ντροπή μωρά, ντροπή για όλους μας που κανείς δεν θέλει να μονομαχήσει με τον Έκτορα. Εγώ λοιπόν θα ξεπλύνω την ντροπή, εγώ θ` αντιπαλέψω τον Έκτορα. Ας αποφασίσουν οι θεοί ποιος θα νικήσει».

Ο Αγαμέμνων σκιάχτηκε με την απόφαση του αδελφού του αφού γνώριζε ότι ο Έκτορας είναι ανίκητος, πολύ γενναίος και έξυπνος, σίγουρα πιο καλός πολεμιστής από τον Μενέλαο. Γνωρίζει καλά ότι ακόμα και ο θεϊκός Αχιλλέας τον υπολογίζει ιδιαίτερα όταν τον έχει αντίπαλο. Πρότεινε να επιλέξουν άλλον μαχητή και όχι τον Μενέλαο ο οποίος πείσθηκε,  άλλαξε γνώμη και κάλεσε τους βοηθούς του να του βγάλουν τα άρματα.

Ο  Νέστορας σηκώθηκε και στους Αργίτες είπε: «Κακό βαρύ μας πλάκωσε σύντροφοι αγαπημένοι. Ντροπή θα ένιωθε για μας ο βασιλιάς Πηλέας, του Αχιλλέα ο γονιός, που όλοι φοβηθήκαν και δεν ευρέθηκε κανείς  να τρέξει να παλέψει με τον τρανό τον Έκτορα τον κούρο του Πριάμου. Μακάρι νέος να `μουνα να τρέξω να παλέψω με τον γενναίο Έκτορα τον αρχηγό των Τρώων»

Μετά  τα λόγια του σοφού Νέστορα ζήτησαν να κτυπηθούν με τον Έκτορα, πολλοί αρχηγοί από το ελληνικό στράτευμα με πρώτο τον Αγαμέμνονα. Επίσης ζήτησαν να μονομαχήσουν οι: Διομήδης, οι δυο Αίαντες, ο Ιδομενέας, ο Μηριόνης, ο Ευρύπυλος, ο Θόας και ο Οδυσσέας. Ο Νέστορας χάρηκε πολύ για την προθυμία

των Αχαιών αρχηγών και πρότεινε να ρίξουν κλήρο και ας αποφασίσουν οι θεοί ποιος θα σταθεί απέναντι στον Έκτορα. Έριξαν τους κλήρους μέσα στο κράνος του Αγαμέμνονα. Πολλοί με σηκωμένα τα χέρια έκαναν δέησε στο Δία να επιλέξει τους καλλίτερους: Τον Αίαντα ή τον Διομήδη ή τον Αγαμέμνονα.

Ο γερό-Νέστορας πήρε να κουνήσει το κράνος. Καθώς το ταρακουνούσε με δύναμη πετάχτηκε ένας κλήρος έξω. Ήταν ο κλήρος  του Αίαντα. Αυτό ικανοποίησε σχεδόν όλο το στράτευμα και μια ιαχή ικανοποίησης ακούστηκε.

Σχόλια.

Μια λογοτεχνική ομηρική παρομοίωση.

( Ο Έκτωρ και ο Πάρης) θύμιζαν  αποκαμωμένους από κούραση κωπηλάτες που ξαφνικά σταματούν την εξαντλητική κωπηλασία γιατί έφτασε στα πανιά τους ένας άνεμος θεϊκός που τους κινεί το σκάφος γεμίζοντας τα πανιά και ταυτόχρονα τους ξεκουράζει και τους δροσίζει. Έτσι ένιωσαν τα δυο αδέλφια όταν έφτασαν στο πεδίο της μάχης. Τους κατέκλυσε ο αέρας της μάχης που δοξάζει τους πολεμιστές και τους κάνει αθάνατους. στ. 4-7.

…κορυνήτης,στ. 9. Κορύνη = ρόπαλο. Κορυνήτης = ροπαλοφόρος.

Γλαῦκος δ' Ἱππολόχοιο πάϊς Λυκίων ἀγὸς ἀνδρῶν, στ. 13.

 Ο Γλαύκος,  γιος του Ιππόλοχου,  αφέντης των Λυκίων.

Ο Γλαύκος γιος του Ιππόλοχου και εγγονός του Βελλερεφόντη βρέθηκε στη μάχη αντιμέτωπος  του Διομήδη. Πριν κτυπηθούν ο Διομήδης απόρησε με το θάρρος του νεαρού να στέκει απέναντι του και θέλησε να μάθει για κείνον και τη γενιά του. Από την απάντηση του νεαρού Γλαύκου έγινε φανερό ότι οι οικογένειες τους είχαν παλιούς δεσμούς φιλίας και επίσης προέκυψε μια φιλοσοφική διάθεση του νεαρού Γλαύκου για τη ζωή και τον θάνατο: «Αφού ρωτάς για τη γενιά μου, ανίκητε Διομήδη, μάθε πως η γενιά μου είναι σαν τη γενιά των φύλλων. Γεννιούνται την Άνοιξη, όμορφα, δυνατά, καταπράσινα και το φθινόπωρο πέφτουν κιτρινισμένα στη γη, αδύνατα, ελαφριά και τα παρασύρει ο άνεμος. Η γενιά μου Διομήδη είναι μια ανθρώπινη γενιά». Ανανέωσαν την οικογενειακή φιλία και αντί να μονομαχήσουν, εκεί έξω από τα άπαρτα τείχη της Τροίας αντάλλαξαν τα όπλα τους σαν ενθύμιο παντοτινής φιλίας. Ο Διομήδης έδωσε στον Γλαύκο τα ορειχάλκινα όπλα του και ο Γλαύκος τού χάρισε τα χρυσά δικά του. βλ. Ζ 119 – 236..

1*. Αρχιτέκτων. Ιστορικός Αρχιτεκτονικής. Ιστορικός Τέχνης.

2*. Αφιερωμένο στον Λουδοβίκο των Ανωγείων που συνεχίζει την αρχαία παράδοση των Ραψωδών.

Δεν υπάρχουν σχόλια: