Κυριακή, Ιουλίου 31, 2022

ΑΛΕΞΗΣ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ : «Είμαστε σίγουροι ότι η ξένη λογοτεχνία είναι καλύτερη;»

 


Συζήτηση: Είμαστε σίγουροι ότι η ξένη λογοτεχνία είναι καλύτερη;



Στη συζήτηση από τις στήλες του Αναγνώστη για την ελληνική πεζογραφία, με αφορμή το άρθρο του Νίκου Μάντη, έχουν ως τώρα κατατεθεί πολύ ενδιαφέρουσες απόψεις από την Λ.Κονομάρα, τον Κ.Καλφόπουλο και την Β.Αποστολίδου. Τις διάβασα – όπως και το αρχικό κείμενο του εξαιρετικού πεζογράφου που πυροδότησε τους προβληματισμούς των άλλων – με πολλή προσοχή. Χωρίς να πιστεύω πως έχω τις απαντήσεις για όλα τα θέματα που συζητήθηκαν, ας μου επιτραπεί να προσθέσω και τις δικές μου σκέψεις πάνω στο θέμα.

Όσο αφορά το αξιακό πρόταγμα της κριτικής του Μάντη για την πεζογραφία μας, η προσωπική μου άποψη είναι πως διαθέτουμε απολύτως ισότιμη και συχνά ανώτερης ποιότητας πεζογραφία από πολλών άλλων. Όταν λέω ισότιμη εννοώ πως στο μέτρο της αξιολογικής πλάστιγγας τα ελληνικά πεζογραφικά έργα δεν είναι χειρότερα από τα περισσότερα ξένα που με πολύ θόρυβο διαφημίζονται (λογικό) από τους εκδότες, ξένους και δικούς μας, αλλά επίσης μας έρχονται μέσω μιας πολύ καλά οργανωμένης προβολής τους. Πολλά υπουργεία πολιτισμού χρηματοδοτούν μεταφράσεις και προβάλλουν τα βιβλία τους στις εκθέσεις βιβλίου και μέσω των λογοτεχνικών σελίδων της χώρας τους με διαπρύσιες διαφημίσεις της αξίας τους. Το ενενήντα τοις εκατό από τα ξένα πεζογραφήματα που μεταφράζονται και κυκλοφορούν (και, ναι, αγοράζονται ολοπρόθυμα από το ελληνικό κοινό) είναι μέτρια και συχνά λιγότερο από μέτρια. Η διαφήμιση κερδίζει το παιχνίδι και στο βιβλίο όπως σε κάθε άλλο εμπορικό προϊόν. Ακόμα και κάποιων Νόμπελ τα πολυδιαφημισμένα έργα γρήγορα απογοητεύουν τον αναγνώστη, έστω και αν δύσκολα θα το παραδεχτεί και θα το δηλώσει : δεν ξέρουν άραγε καλύτερα τόσοι και τόσοι ξένοι λογοτεχνικοί κριτικοί, αποσπάσματα των οποίων συνοδεύουν τα δελτία τύπου και τα οπισθόφυλλα των ξένων μυθιστορημάτων ;

Ασφαλέστερο ίσως από το να δηλώσουμε πως η δική μας πεζογραφία (και  κυρίως το μυθιστόρημα για το οποίο γίνεται λόγος) είναι ισάξια της ξένης, ίσως θα ήταν να προβούμε – σε μια “υποχώρηση της άμυνας” – στην ομολογία πως στην πλειονότητά της είναι εξίσου μέτρια – και πάντως όχι χειρότερη.

Ειλικρινά, πόσα πραγματικά αριστουργήματα έχουμε διαβάσει προερχόμενα από το εξωτερικό τα τελευταία δέκα χρόνια ; Και πόσο σπουδαία λογοτεχνία γράφεται και διαβάζεται σήμερα στη Γαλλία, στη Γερμανία, στην Αγγλία, στην Αμερική (Βόρεια και Νότια) και στις λογοτεχνικά αναδυόμενες χώρες του Τρίτου Κόσμου ; Και γιατί είναι πιο σημαντική από την ελληνική ; Σαν αναγνώστης ειλικρινά δεν βλέπω γιατί.

Αν δεν μας διαβάζουν λοιπόν αυτό σημαίνει πως δεν πουλάμε και αν δεν πουλάμε είναι γιατί δεν μεταφραζόμαστε και αν δεν μεταφραζόμαστε είναι γιατί δεν υπάρχει πίσω από την ελληνική πεζογραφία ο μηχανισμός προώθησης και υποστήριξης από τις αρμόδιες κρατικές αρχές, όπως συμβαίνει στο εξωτερικό, σε  χώρες που και “μεγάλες” γλώσσες διαθέτουν και μέρος της επιρροής τους βασίζουν στην τέχνη την οποία εξάγουν. Τόσο απλά. Δεν βλέπω γιατί ο Άγγλος ή ο Γάλλος αναγνώστης θα έβρισκε πιο ενδιαφέρον ένα μυθιστόρημα μιας Νοτιοαφρικανής συγγραφέως απ’ όσο μιας Ελληνίδας. Η πεζογραφία ασχολείται κατεξοχήν με μια συγκεκριμένη κοινωνία και αρδεύεται, εμπνέεται και αναπτύσσεται γύρω από την εντοπιότητα της θεματικής της. Ο Τούρκος πεζογράφος θα γράψει για την τουρκική κοινωνία, ο Ισλανδός για την ισλανδική, ο Κορεάτης για την κορεάτικη. Και ο Έλληνας για την ελληνική – δεν υπάρχει εδώ τίποτα το στενόμυαλο, το “ηθογραφικό” ή το εμμονικό σ’ αυτή την επιλογή. Γράφουμε για τη δική μας κοινωνία και τη δική μας πραγματικότητα. Και στην τέχνη μας εναπόκειται το τοπικό να το αναγάγουμε σε οικουμενικό και να το κάνουμε να αφορά και τον ξένο αναγνώστη.

Το λογοτεχνικό έργο είναι άρρηκτα συνδεδεμένο και με την εθνική του γλώσσα, τις αναφορικότητές της, τις συνηχήσεις και τις ιστορικές συνάψεις της. Ισχύει για κάθε λογοτεχνία και καθιστά κάθε μετάφραση ένα ελλιπές στοίχημα ακόμα και όταν αυτό, στο μέτρο του εφικτού, κερδίζεται. Γιατί ο Έλληνας αναγνώστης ελάχιστα θα εισπράξει από τις συνδηλώσεις της γλώσσας, των αναφορών και των εκφράσεων του Αμερικάνου πεζογράφου, για να μην πούμε τίποτα και για την κοινωνική πραγματικότητα στην οποία ένα έργο αναφέρεται. Πόσο Δουβλίνο του Μεσοπολέμου εισρέει στην αντίληψή μας μέσω των δύο ηρωικών μεταφράσεων του Τζόις που κυκλοφορούν ; Πόση παρισινή κοινωνία της Μπελ Επόκ μέσω της πανάξιας μετάφρασης του Προυστ από τον Ζάννα ; Ελάχιστη. Γιατί η λογοτεχνία δεν είναι σενάριο ταινίας, αφήγηση περιπετειών και απεικόνιση χαρακτήρων. Κουβαλά πίσω της και μέσα της μια ολόκληρη κουλτούρα και την ιστορία της ανά τους αιώνες – πράγματα που αν δεν είσαι ομόαιμος του συγγραφέα και δεν μιλάς την ίδια γλώσσα μαζί του, δεν πρόκειται να αντιληφθείς ποτέ. Η λογοτεχνία απευθύνεται κατά κύριο λόγο στο κοινό του τόπου που τη γέννησε και σε όσους μιλούν τη γλώσσα του συγγραφέα. Οι μεταφράσεις συστήνουν τα έργα στον ξένο αναγνώστη – αλλά στις περισσότερες των περιπτώσεων πρόκειται για μια απλή κοινωνική γνωριμία περισσότερο και πολύ σπάνια για μια βαθιά αγάπη και μια σχέση ζωής.

Ό,τι μεταφράζεται και κυκλοφορεί εκτός της γλωσσικής και πολιτιστικής ή της κοινωνικής και ιστορικής επικράτειας του πρωτότυπου έργου, μεταφράζεται ως προώθηση εμπορεύσιμου προϊόντος. Κάθε λαός απολαμβάνει τη δική του λογοτεχνία – αυτή του μιλά και αυτή τον εκφράζει και τον ενδιαφέρει. Όταν θέλω να διαβάσω Φόστερ Ουάλας θα το κάνω γιατί η διαφήμιση κέντρισε την περιέργειά μου και όταν το κάνω θα έχω εισπράξει ένα μικρό ποσοστό από το πραγματικό περιεχόμενο του βιβλίου. Όσο καλά και αν είναι τα Αγγλικά μου, όσο βαθύς γνώστης της αμερικάνικης κοινωνίας και αν τυχαίνει να είμαι.

Καταλήγοντας.

Δεν μεταφραζόμαστε γιατί δεν υπάρχει ο μηχανισμός που προωθεί τα βιβλία μας στο εξωτερικό. Αυτοί που βρίσκουν πιο σπουδαία τη λογοτεχνία που έρχεται μεταφρασμένη στα ράφια των βιβλιοπωλείων από την ελληνική, έχουν και στις δύο περιπτώσεις πέσει θύματα της διαφήμισης. Για τα ξένα επειδή εισπράττουν αμάσητα τα διαφημιστικά σλόγκαν που τα συνοδεύουν. Για τα δικά μας επειδή βασίζουν τις επιλογές τους στα ευπώλητα ή στην αναγνωρισιμότητα των συγγραφέων – μέσω του τύπου, της τηλεόρασης ή της αρθρογραφίας τους στα περιοδικά.

Αν είπαμε όλα αυτά για την αξία της ελληνικής πεζογραφίας, καιρός να καταλογίσουμε και τις ευθύνες – όσες υπάρχουν – στους συγγραφείς της. Πολλοί από τους πολλούς που τελευταία ξεπροβάλλουν κάθε τόσο με ένα βιβλίο που συζητείται και κάνει εντύπωση, είναι άνθρωποι που θεωρούν την πεζογραφία εύκολη υπόθεση. Όποιος μπορεί να συντηρήσει το καλό κέφι μιας παρέας στο μπαρ με διηγήσεις ιστοριών από τη ζωή του, μπορεί, υποθέτουν, να γράψει και ένα μυθιστόρημα ή μια νουβέλα. Δεν είναι έτσι όμως. Πολλοί συγγραφείς φαίνεται να μην έχουν διαβάσει αρκετή λογοτεχνία, κυρίως ελληνική αλλά και ξένη. Φαίνεται από την έλλειψη κριτηρίου, φαίνεται από την έλλειψη πειθαρχίας και οργάνωσης των κειμένων τους, φαίνεται από τον ελλιπή επαγγελματισμό που διαθέτουν (κάτι το οποίο είναι όρος αδιαπραγμάτευτος για έκδοση στο εξωτερικό). Τσάτρα-πάτρα αρχινάμε να λέμε και δεν ξέρουμε ούτε μας ενδιαφέρει πού θα καταλήξει όλο αυτό και τι σημασία μπορεί να έχει. Δεν συνέβαινε παλιότερα όταν οι εκδόσεις πεζογραφημάτων ήταν δύσκολη και ακριβή υπόθεση και οι εκδότες περνούσαν από την ψιλή κρησάρα τα βιβλία που τους υπέβαλαν. Συμβαίνει τις τελευταίες δεκαετίες που η έκδοση είναι πολύ πιο εύκολη, όπως και η συγγραφή στο μυαλό κάποιων νέων που το κίνητρό τους μοιάζει πιο πολύ να είναι “αφού τόσοι άλλοι το κάνουν γιατί όχι κι εγώ ;” παρά η πραγματική ανάγκη να γράψουν λογοτεχνία. Ο επαγγελματισμός στο εξωτερικό είναι όρος απαράβατος για να γίνει δεκτό προς έκδοση ένα μυθιστόρημα. Έτσι όταν ένα ξένο βιβλίο μας απογοητεύει αυτό οφείλεται στην μέτρια τέχνη του συγγραφέα, στη μικρή αξία της σκέψης και της στόχευσής του. Όταν ένα ελληνικό μας απογοητεύει, αυτό συνήθως γίνεται επειδή είναι άτεχνα και άτσαλα γραμμένο – παρά τις αγαθές προθέσεις και την ένταση των βιωμάτων που ο συγγραφέας του θέλησε να καταθέσει.

Αλλά όταν μιλάμε για πραγματικά μεγάλη τέχνη πρέπει πάντα να θυμόμαστε αυτό : ότι ανεξάρτητα από την τοπικό της προέλευση, μεγάλη τέχνη δεν γεννιέται κάθε μήνα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: