Τρίτη, Δεκεμβρίου 07, 2021

Ένα πολύτιμο βιβλίο για το παρελθόν που θα μας κάνει να εκτιμήσουμε καλύτερα τις συνθήκες ζωής που ζούμε

 


«Στο σπίτι: Μια περιδιάβαση στην Ιστορία από δωμάτιο σε δωμάτιο», του Μπιλ Μπράισον (προδημοσίευση)


prodimosieysi bryson 2

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το βιβλίο του Bill Bryson «Στο σπίτι: Μια περιδιάβαση στην Ιστορία από δωμάτιο σε δωμάτιο» (μτφρ. Κωστής Πανσέληνος), το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 8 Δεκεμβρίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Ο ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΟΥ ΗΛΕΚΤΡΙΚΟΥ

Το φθινόπωρο του 1939, κατά τη διάρκεια της ελαφρώς υστερικής παραζάλης που συνοδεύει το ξέσπασμα ενός πολέμου, η Μεγάλη Βρετανία εισήγαγε αυστηρούς κανονισμούς συσκότισης για να αποθαρρύνει τυχόν δολοφονικές φιλοδοξίες της Λουφτβάφε. Για τρεις μήνες, ουσιαστικά απαγορευόταν να ανάψεις οποιοδήποτε φως τη νύχτα, όσο αδύναμο κι αν ήταν αυτό. Οι παραβάτες μπορούσαν να συλληφθούν επειδή άναψαν ένα τσιγάρο στο κατώφλι της πόρτας τους, ή ένα σπίρτο για να φωτίσουν την πινακίδα ενός δρόμου. Κάποιος συνελήφθη επειδή δεν κάλυψε το φως που έβγαζε το ενυδρείο του. Ξενοδοχεία και γραφεία ξόδευαν ατελείωτες ώρες ανεβάζοντας και κατεβάζοντας ειδικά καλύμματα συσκότισης. Οι οδηγοί αναγκάζονταν να πορεύονται ουσιαστικά τυφλοί –δεν επιτρεπόταν να έχουν αναμμένο ούτε το φως στο καντράν τους– κι έπρεπε να μαντεύουν όχι μόνο πού βρίσκονταν στον δρόμο, αλλά και πόσο γρήγορα πήγαιναν.The timeless wonder of candlelight, a glimmer of love in our dark world |  Art and design | The Guardian

Η Βρετανία είχε να υπάρξει τόσο σκοτεινή από τον Μεσαίωνα, και οι συνέπειες ήταν θορυβώδεις και βαθιές. Για να αποφύγουν το πεζοδρόμιο και καθετί που βρισκόταν παρκαρισμένο δίπλα του, οι οδηγοί απέκτησαν τη συνήθεια να οδηγούν πάνω στη λευκή διαχωριστική γραμμή, κάτι που τους κρατούσε ασφαλείς όσο δεν συναντούσαν κάποιο αυτοκίνητο με την αντίθετη πορεία που έκανε ακριβώς το ίδιο πράγμα. Οι πεζοί βρίσκονταν συνεχώς σε κίνδυνο, καθώς τα πεζοδρόμια μετατράπηκαν σε πίστες με εμπόδια αποτελούμενα από αόρατους φανοστάτες, δέντρα, παγκάκια και καθετί άλλο. Τα τραμ, γνωστά με την ονομασία «ο σιωπηλός θάνατος», αποδείχτηκαν ιδιαίτερα τρομακτικά. «Κατά τη διάρκεια των πρώτων τεσσάρων μηνών του πολέμου» διηγείται η Τζούλιετ Γκάρντινερ στο Wartime [Η εποχή του πολέμου], «σκοτώθηκαν συνολικά 4.133 άνθρωποι στους δρόμους της Βρετανίας» – οι διπλάσιοι σε σχέση με τον προηγούμενο χρόνο. Σχεδόν τα τρία τέταρτα των θυμάτων ήταν πεζοί. Χωρίς να έχει ρίξει ακόμη ούτε μια βόμβα, η Λουφτβάφε σκότωνε ήδη εξακόσιους ανθρώπους τον μήνα, παρατηρούσε ξερά το British Medical Journal.

Ευτυχώς, σύντομα τα πράγματα ηρέμησαν και επιτράπηκε έστω ένας ελάχιστος φωτισμός στις ζωές των ανθρώπων –αρκετός ώστε να σταματήσει το μακελειό–, αλλά όλα αυτά υπενθύμιζαν πόσο πολύ είχε πια συνηθίσει ο κόσμος στο άπλετο φως.

Ξεχνάμε πόσο οδυνηρά σκοτεινός ήταν ο πλανήτης πριν από τον ηλεκτρισμό. Ένα κερί –καλής ποιότητας– παρέχει μετά βίας το ένα εκατοστό του φωτισμού μιας λάμπας των 100 βατ. Αν απλώς ανοίξουμε την πόρτα του ψυγείου μας, θα ξεχυθεί απ’ αυτό περισσότερο φως απ’ όσο διέθετε το μέσο νοικοκυριό τον 18ο αιώνα. Τη νύχτα, ο κόσμος ήταν ένα πραγματικά σκοτεινό μέρος.

Ένα κερί –καλής ποιότητας– παρέχει μετά βίας το ένα εκατοστό του φωτισμού μιας λάμπας των 100 βατ. Αν απλώς ανοίξουμε την πόρτα του ψυγείου μας, θα ξεχυθεί απ’ αυτό περισσότερο φως απ’ όσο διέθετε το μέσο νοικοκυριό τον 18ο αιώνα. Τη νύχτα, ο κόσμος ήταν ένα πραγματικά σκοτεινό μέρος.

Μπορούμε κάπως να διαλύσουμε το σκοτάδι που μας περιβάλλει, τρόπον τινά, σε ό,τι αφορά την εποχή εκείνη, αν διαβάσουμε περιγραφές του τι θεωρούνταν καλός φωτισμός: σε μια τέτοια περίπτωση, ο επισκέπτης μιας φυτείας στη Βιρτζίνια, της Νόμινι Χολ, θαυμάζει στο ημερολόγιό του το «πόσο λαμπρή και θαυμάσια» ήταν η τραπεζαρία κατά τη διάρκεια ενός συμποσίου, επειδή υπήρχαν επτά αναμμένα κεριά – τέσσερα στο τραπέζι και τρία στο υπόλοιπο δωμάτιο. Για εκείνον, αυτά αποτελούσαν πραγματική πανδαισία. Την ίδια περίπου εποχή, και στην αντίπερα όχθη, της Αγγλίας, ένας ταλαντούχος ερασιτέχνης καλλιτέχνης ονόματι Τζον Χάρντεν άφηνε πίσω του μια σειρά από χαριτωμένες απεικονίσεις της οικογενειακής ζωής στο σπίτι του, στο Μπράθι Χολ του Ουεστμόρλαντ. Αυτό που ξεχωρίζει αμέσως είναι το πόσο λίγο φως χρειαζόταν ή ήθελε η οικογένεια. Ένας πίνακας δείχνει τέσσερις ανθρώπους να κάνουν παρέα γύρω από ένα τραπέζι, ράβοντας, διαβάζοντας και συζητώντας υπό το φως ενός και μόνου κεριού: δεν υπάρχει καμία προφανής αίσθηση κακουχίας ή στέρησης, και σίγουρα κανένα σημάδι των αδέξιων κινήσεων που κάνουμε για να πέσει λίγο περισσότερο φως στη σελίδα που προσπαθούμε να διαβάσουμε ή στο εργόχειρο με το οποίο καταπιανόμαστε. Ένας πίνακας του Ρέμπραντ με τον τίτλο Μαθητής σε ένα τραπέζι στο φως ενός κεριού είναι πολύ πιο ρεαλιστικός. Δείχνει έναν νεαρό, καθισμένο σε ένα τραπέζι, που μετά βίας μπορούμε να τον διακρίνουμε μέσα στο σκοτάδι και τη μαυρίλα, την οποία πασχίζει μάταια να διαπεράσει το φως ενός και μόνου κεριού από τον τοίχο πίσω του. Παρ’ όλα αυτά, διαβάζει μια εφημερίδα. Η αλήθεια είναι ότι οι άνθρωποι ανέχονταν το σκοτάδι επειδή δεν είχαν άλλη επιλογή.Rembrandt van Rijn | Student at a table by candlelight (1642) | MutualArt

Η διαδεδομένη εικασία ότι οι άνθρωποι έπεφταν για ύπνο με τη δύση του ήλιου πριν από την έλευση του ηλεκτρικού μοιάζει να έχει βασιστεί εξ ολοκλήρου στην υπόθεση ότι όποιος δεν διέθετε άπλετο φως θα οδηγούνταν αναγκαστικά στο κρεβάτι, εξαιτίας της αγανάκτησής του. Στην πραγματικότητα, φαίνεται ότι οι άνθρωποι δεν έπεφταν για ύπνο όσο νωρίς υποθέτουμε – εννιά ή δέκα το βράδυ μοιάζει να είναι η συνηθέστερη ώρα για τους περισσότερους την εποχή πριν από τον ηλεκτρισμό, και ακόμα αργότερα για ορισμένους, ειδικά αυτούς που κατοικούσαν στις πόλεις. Για όσους είχαν έλεγχο των ωρών εργασίας τους, η ώρα που σηκώνονταν και κοιμούνταν ποίκιλλε τότε όσο και σήμερα, κι αυτό δεν φαίνεται να σχετίζεται με τη διαθέσιμη ποσότητα φωτός. Στο ημερολόγιό του, ο Σάμιουελ Πέπις γράφει πως ξυπνούσε στις τέσσερις το πρωί σε μια τοποθεσία, αλλά ότι πήγαινε για ύπνο στις τέσσερις το πρωί σε μια άλλη. Ο Σάμιουελ Τζόνσον είναι γνωστό ότι χουζούρευε στο κρεβάτι του μέχρι το μεσημέρι, αν μπορούσε∙ συνήθως μπορούσε. Ο συγγραφέας Τζόζεφ Άντισον σηκωνόταν τακτικά στις τρεις το πρωί τα καλοκαίρια (και ενίοτε ακόμα νωρίτερα), αλλά όχι πριν από τις έντεκα τον χειμώνα. Φαίνεται σίγουρο πως δεν υπήρχε καμία βιασύνη σε ό,τι αφορούσε τον ύπνο. Οι επισκέπτες του Λονδίνου, κατά τον 18ο αιώνα, παρατηρούσαν συχνά ότι τα καταστήματα έμεναν ανοιχτά μέχρι τις δέκα το βράδυ, και είναι ξεκάθαρο πως δεν θα υπήρχαν ανοιχτά καταστήματα αν δεν υπήρχαν και πελάτες για να εξυπηρετήσουν. Όταν οι άνθρωποι είχαν επισκέψεις, το δείπνο συνήθως σερβιρόταν στις δέκα, και έμεναν παρέα μέχρι περίπου τα μεσάνυχτα. Αν συμπεριλάβουμε και τις συζητήσεις πριν από το φαγητό και τη μουσική στη συνέχεια, μια μάζωξη για δείπνο μπορούσε να διαρκέσει επτά ώρες, ή και παραπάνω. Οι χοροί συχνά κρατούσαν ως τις δύο ή τις τρεις τα ξημερώματα, οπότε και σερβιρόταν ένα μικρό νυχτερινό γεύμα. Οι άνθρωποι αρέσκονταν τόσο να βγαίνουν και να μένουν έξω, που δεν άφηναν τίποτα να τους σταθεί εμπόδιο. Interior with a family playing cards by the candlelight by Carl Vilhelm  Holsøe on artnetΤο 1785, μια Λουίζα Στιούαρτ έγραφε στην αδελφή της ότι ο Γάλλος πρέσβης είχε υποστεί «μια κρίση παράλυσης εχτές», αλλά αυτό δεν εμπόδισε τους επισκέπτες του να εμφανιστούν στο σπίτι του εκείνη τη νύχτα και «να παίζουν χαρτιά κ.λπ., αν και εκείνος πέθαινε στο διπλανό δωμάτιο. Είμαστε πραγματικά περίεργοι άνθρωποι».

bryson exΟι μετακινήσεις ήταν πολύ δυσκολότερες εξαιτίας του σκότους. Τις αφέγγαρες νύχτες, σκουντούφληδες πεζοί έπεφταν συχνά «με το κεφάλι πάνω σε μια κολόνα» ή γίνονταν θύματα κάποιας άλλης δυσάρεστης έκπληξης. Οι άνθρωποι έπρεπε να ψηλαφίζουν για να βρουν τον δρόμο τους μέσα στο σκοτάδι, αν και σε κάποιες περιπτώσεις εκμεταλλεύονταν το σκοτάδι προκειμένου να ψηλαφίσουν. Ο φωτισμός στο Λονδίνο ήταν τόσο χαμηλός το 1763, που ο Τζέιμς Μπόσγουελ κατάφερε να κάνει σεξ με μια ιερόδουλη πάνω στη Γέφυρα του Ουέστμινστερ – που δεν είναι και η πιο απόμερη γωνιά της πόλης. Το σκοτάδι δημιουργούσε επίσης και άλλους κινδύνους. Οι κλέφτες βρίσκονταν παντού, και, όπως παρατηρούσε ένας αξιωματούχος του Λονδίνου το 1718, οι άνθρωποι συχνά δίσταζαν να βγαίνουν το βράδυ, από τον φόβο τους μην «τους τυφλώσουν, τους ρίξουν κάτω, τους χαράξουν ή τους μαχαιρώσουν». Για να αποφύγουν τις συγκρούσεις τόσο με ακίνητα αντικείμενα όσο και με τους ληστές, πολλοί συνήθιζαν να προσλαμβάνουν παιδιά με πυρσούς ως οδηγούς [linkboys] –ονομάζονταν έτσι επειδή έφεραν μαζί τους πυρσούς γνωστούς ως links, φτιαγμένους από σκοινί και βουτηγμένους σε ρετσίνι ή άλλες εύφλεκτες ουσίες–, για να τους συνοδεύουν ως το σπίτι τους. Δυστυχώς, τα παιδιά αυτά δεν ήταν πάντα αξιόπιστα και μερικές φορές οδηγούσαν τους ανυποψίαστους πελάτες τους μέσα σε στενοσόκακα, όπου τους λήστευαν είτε τα ίδια είτε οι συνεργοί τους, και τους απάλλασσαν από τα χρήματα και τα μαντίλια τους.

Ακόμα και αφού διαδόθηκε ο φωτισμός των δρόμων με γκάζι, ο κόσμος της εποχής παρέμεινε βουτηγμένος στο σκοτάδι, αν τον συγκρίνουμε με το σήμερα. Ακόμα και οι φωτεινότεροι λαμπτήρες γκαζιού έδιναν λιγότερο φως απ’ ό,τι μια σύγχρονη λάμπα των 25 βατ. Επιπλέον, η απόσταση μεταξύ των φανών ήταν αρκετά μεγάλη. Απείχαν τουλάχιστον τριάντα μέτρα σκότους ο ένας από τον άλλο, αλλά σε μερικούς δρόμους –στην Κινγκς Ρόουντ στο Τσέλσι του Λονδίνου, για παράδειγμα– απείχαν περίπου εβδομήντα μέτρα, οπότε δεν κατάφερναν τόσο να φωτίζουν τον δρόμο όσο να δίνουν φωτεινά σημεία πάνω του, προς τα οποία μπορούσες να κατευθυνθείς. Παρ’ όλα αυτά, οι λάμπες γκαζιού χρησιμοποιήθηκαν για πολύ ακόμα καιρό. Ακόμα και το 1930, σχεδόν οι μισοί δρόμοι του Λονδίνου φωτίζονταν με γκάζι.

Αν υπήρχε κάτι που έστελνε τότε τον κόσμο νωρίτερα στα κρεβάτια, δεν ήταν η βαρεμάρα αλλά η εξάντληση. Πολλοί δούλευαν αμέτρητες ώρες κάθε μέρα. Ένα ελισαβετιανό διάταγμα για τους τεχνίτες, το 1563, όριζε πως όλοι, τεχνίτες και εργάτες, «οφείλουν να είναι παρόντες και να συνεχίζουν την εργασία τους στις πέντε το πρωί ή και νωρίτερα, και να εξακολουθούν να εργάζονται στη θέση τους έως ανάμεσα στις επτά και τις οκτώ το βράδυ» –εισάγοντας ουσιαστικά μια ογδοντατετράωρη εβδομάδα εργασίας. Την ίδια εποχή, αξίζει να κρατήσουμε υπόψη το γεγονός ότι ένα τυπικό λονδρέζικο θέατρο, όπως το Shakespeare’s Globe, χωρούσε έως και δύο χιλιάδες ανθρώπους –σχεδόν το 1% του πληθυσμού της πόλης–, των οποίων μεγάλο μέρος ανήκε στην εργατική τάξη, και επιπλέον ότι ταυτόχρονα λειτουργούσαν και πολλά άλλα θέατρα και εναλλακτικές μορφές ψυχαγωγίας, όπως κοκορομαχίες και αγώνες μεταξύ αρκούδας και σκύλων. Οπότε, ό,τι κι αν όριζε το κάθε διάταγμα, είναι προφανές ότι πολλοί Λονδρέζοι δεν περνούσαν κάθε μέρα αλυσοδεμένοι στη δουλειά, αλλά έβγαιναν και διασκέδαζαν.

Οι ατελείωτες ώρες εργασίας παγιώθηκαν με τη Βιομηχανική Επανάσταση και την εμφάνιση των εργοστασίων. Σε αυτά, οι εργάτες ήταν αναγκασμένοι να παραμένουν στις θέσεις τους από τις επτά το πρωί μέχρι τις επτά το βράδυ, τις καθημερινές, και από τις επτά μέχρι τις δύο τα Σάββατα, αλλά κατά τις πιο πολυάσχολες περιόδους του χρόνου –γνωστές τότε ως «ζωηρές περιόδους»– όφειλαν να παραμένουν στο πόστο τους από τις τρεις το πρωί μέχρι τις δέκα το βράδυ – δεκαεννιά ώρες την ημέρα. Μέχρι την εφαρμογή του Νόμου των Εργοστασίων το 1833, ακόμα και παιδιά ηλικίας επτά ετών είχαν το ίδιο ωράριο. Υπό παρόμοιες συνθήκες, δεν αποτελεί έκπληξη το ότι οι άνθρωποι κοιμούνταν και έτρωγαν όποτε μπορούσαν.

Το ωράριο των πλουσίων ήταν σαφώς χαλαρότερο. Περιγράφοντας τη ζωή στην ύπαιθρο το 1768, η Φάνι Μπέρνεϊ έγραφε: «Τρώμε πρωινό πάντα στις δέκα, και σηκωνόμαστε νωρίτερα όποτε θέλουμε∙ γευματίζουμε για μεσημεριανό ακριβώς στις δύο, πίνουμε τσάι γύρω στις έξι και δειπνούμε ακριβώς στις εννιά». Το ίδιο περίπου πρόγραμμα καταγράφεται και σε αμέτρητα άλλα ημερολόγια και γράμματα από την κοινωνική της τάξη. «Θα σου περιγράψω μία ημέρα και απ’ αυτή θα μάθεις και όλες τις άλλες» έγραφε μια νεαρή επιστολογράφος στον Έντουαρντ Γκίμπον γύρω στο 1780. Η ημέρα της ξεκινούσε στις εννιά και το πρωινό ήταν στις δέκα. «Κι έπειτα γύρω στις έντεκα παίζω τσέμπαλο, ή ζωγραφίζω∙ στη μία μεταφράζω και στις δύο βγαίνω πάλι για βόλτα, στις τρεις συνήθως διαβάζω, και στις τέσσερις είναι το δείπνο μας, μετά το δείπνο παίζουμε ντάμα, πίνουμε τσάι στις επτά, και εργάζομαι ή παίζω πιάνο μέχρι τις δέκα, όταν σερβίρεται ένα μικρό βραδινό, και στις έντεκα πέφτουμε για ύπνο».

Υπήρχαν αρκετοί τύποι φωτισμού, όλοι τους πολύ ανεπαρκείς με τα σημερινά κριτήρια. Η πιο βασική μορφή τους ήταν πυρσοί από καλάμια, που κόβονταν σε μήκος περίπου μισού μέτρου και αλείφονταν με ζωικό λίπος, συνήθως από πρόβατο. Έπειτα, τοποθετούνταν σε μεταλλικά στηρίγματα και καίγονταν σαν κεριά. Ένας τέτοιος πυρσός κρατούσε για δεκαπέντε με είκοσι λεπτά, οπότε χρειαζόταν να προμηθευτείς αρκετούς, καθώς και αστείρευτη υπομονή, για να βγάλεις μια νύχτα. Τα καλάμια μαζεύονταν μια φορά τον χρόνο, την άνοιξη, οπότε ήταν απαραίτητο να υπολογίσεις με μεγάλη ακρίβεια πόσο φωτισμό θα χρειαζόσουν τους ερχόμενους δώδεκα μήνες.

Σε ένα από τα μυθιστορήματά της, η Ελίζαμπεθ Γκάσκελ είχε έναν χαρακτήρα, την κυρία Τζένκινς, η οποία έβγαζε δύο κεριά αλλά άναβε μόνο το ένα και έσβηνε το άλλο, μόνιμα και σχολαστικά, ώστε να διατηρεί και τα δύο στο ίδιο ύψος. Έτσι, αν δεχόταν επισκέπτες, αυτοί δεν θα έβλεπαν κεριά σε διαφορετικά μεγέθη και δεν θα προδιδόταν η πραγματική της οικονομική κατάσταση.

Για τους πλουσιότερους, η κύρια μορφή φωτισμού ήταν τα κεριά. Υπήρχαν δύο τύποι – τα κανονικά και αυτά που κατασκευάζονταν από στεατίνη. Η στεατίνη, που παραγόταν από ζωικό λίπος, είχε το μεγάλο πλεονέκτημα πως μπορούσε να κατασκευαστεί σε κάθε σπίτι από το λίπος των σφαχτών, κι επομένως ήταν φτηνή – ή τουλάχιστον παρέμεινε φτηνή μέχρι το 1709, όταν το κοινοβούλιο, που βρέθηκε σε πίεση από τις συντεχνίες των κηροποιών, απαγόρευσε την κατ’ οίκον κατασκευή κεριών. Η απαγόρευση προκάλεσε μεγάλη δυσαρέσκεια στις επαρχίες, και κατά πάσα πιθανότητα παραβιαζόταν μονίμως, αλλά και αυτό ενείχε κάποιους κινδύνους. Επιτρεπόταν ακόμη η κατασκευή πυρσών, αν και αυτή η ελευθερία ήταν σε μεγάλο βαθμό θεωρητική. Τις χαλεπές εποχές, οι χωριάτες δεν διέθεταν ζώα για σφάξιμο και οι πυρσοί απαιτούσαν μεγάλες ποσότητες ζωικού λίπους, οπότε ήταν αναγκασμένοι να περνούν τα βράδια τους όχι μόνο πεινασμένοι, αλλά και βυθισμένοι στο σκοτάδι.

Η στεατίνη ήταν ένα εξοργιστικό υλικό. Επειδή έλιωνε γρήγορα, άνοιγαν συνεχώς ρωγμές στα κεριά, και χρειάζονταν κόψιμο μέχρι και σαράντα φορές την ώρα. Όταν καιγόταν, παρήγε ασταθές φως και μύριζε άσχημα. Κι επειδή η στεατίνη ήταν ουσιαστικά ένα κομμάτι αποσυντιθέμενης οργανικής ύλης, όσο παλιότερο ήταν ένα κερί από στεατίνη, τόσο πιο άσχημα μύριζε. Life before artificial light | Life and style | The GuardianΤα κεριά που κατασκευάζονταν από το κερί της μέλισσας ήταν σαφώς ανώτερα. Το φως τους ήταν πολύ σταθερότερο και χρειάζονταν λιγότερες επεμβάσεις, αλλά κόστιζαν ως και τέσσερις φορές πιο πολύ, και επομένως χρησιμοποιούνταν με μέτρο. Ο φωτισμός που διέθετε κάποιος αντανακλούσε την κοινωνική τάξη του. Σε ένα από τα μυθιστορήματά της, η Ελίζαμπεθ Γκάσκελ είχε έναν χαρακτήρα, την κυρία Τζένκινς, η οποία έβγαζε δύο κεριά αλλά άναβε μόνο το ένα και έσβηνε το άλλο, μόνιμα και σχολαστικά, ώστε να διατηρεί και τα δύο στο ίδιο ύψος. Έτσι, αν δεχόταν επισκέπτες, αυτοί δεν θα έβλεπαν κεριά σε διαφορετικά μεγέθη και δεν θα προδιδόταν η πραγματική της οικονομική κατάσταση.

Δεν υπάρχουν σχόλια: