Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 06, 2021

Το κέφι είχε ανάψει για τα καλά και όταν η Ρίτα μπήκε στα καγκέλια, το μεγάλο σουξέ της Γωγώς Τσαμπά κι ακούστηκε το φοβερό «πωπωπωπωπωπω-θα τρελαθώ», έγινε ο αναστεναγμός τρέλα

 

O Θύμιος ο κολγκέιτ και η Γωγώ Τσαμπά 


Διήγημα του Γιάννη Πάσχου*

Περιοδικό: Ο Αναγνώστης

 

oanagnostis.gr

 

Ανήμερα του δεκαπενταύγουστου πήγαμε με τον Γιάννη τον κουφό και τον Θύμιο τον ξεδοντιάρη ή αλλιώς τον Θύμιο τον κολγκέιτ,  στον Ευκάλυπτο, ένα καφενείο κοντά στον Μύτικα της Πρέβεζας, να ακούσουμε τη Ρίτα, μια νεαρή αοιδό που τραγουδούσε κατά προτίμηση Γωγώ Τσαμπά.  Το «πήγαμε» βέβαια,  μια κουβέντα είναι γιατί ο Θύμιος ο ξεδοντιάρης μας έσυρε με το στανιό,  με το έτσι θέλω, όχι ρε, θα πάμε στη Ρίτα, στο αγγελούδι μου θα πάμε, τέρμα, κλείνω το μαγαζί και φύγαμε. Πράγματι, έκλεισε το χασάπικο, μπήκαμε στριμωχτά στο σαραβαλιασμένο αγροτικό  και με μισό φανάρι να φωτίζει σαν καντηλάκι τον δρόμο, φτάσαμε μετά από κανα δυο ώρες ταλαιπωρίας στο υπαίθριο, γεμάτο λακκούβες και αγριόχορτα, πάρκινγκ του Ευκαλύπτου.

Ολόκληροι δεν φτάσαμε, τις μισές αισθήσεις μας τις είχαμε σκορπίσει στο δρόμο, γιατί την ακοή τη θυσιάσαμε για την χάρη του Γιάννη που δεν άκουγε καλά  κι ο Θύμιος είχε βρει μια καλή δικαιολογία να βάζει τραγούδια της  Γωγώς Τσαμπά στη διαπασών, ενώ η  όσφρηση -η δική μου τουλάχιστον- είχε πάθει μεγάλη ζημιά από τον ιδρώτα, την τσιγαρίλα και τη μπόχα από τα  ξεραμένα αίματα και τα λίπη που τάγκιζαν, ποιος ξέρει πόσο καιρό, στην καρότσα του αγροτικού. Όσο για την όραση δεν γεννάται θέμα, μας είχαν βγει τα μάτια να κοιτάμε με αγωνία τον υποφωτισμένο δρόμο, μην τυχόν και διαβούμε  σε καμιά ρεματιά. Για να μην πω για πόδια, χέρια και μέσες που κακοποιήθηκαν βάναυσα έτσι που ήμασταν στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλον πάνω στα ξεχαρβαλωμένα καθίσματα.

Σαν φτάσαμε στον Ευκάλυπτο,  τεντωθήκαμε να συνέλθουμε, ισιώσαμε τα κορμιά μας, φτιάξαμε τα παντελόνια, κατουρήσαμε πίσω από ένα άσπρο πολυτελές τζιπ με γερμανικές πινακίδες και μπήκαμε στο χώρο του πανηγυριού. Καλώς τον Θύμιο τον κολγκέιτ  και την παρέα του, φώναξε ένα από τα γκαρσόνια και ο μαγαζάτορας του Ευκαλύπτου, ο Βασίλης, πετάχτηκε από το πόστο του,  ασπάστηκε συγκινημένος δυο  φορές τον Θύμιο τον ξεδοντιάρη, μας έβαλε πρώτο τραπέζι πίστα και κάθισε  μαζί μας. Α ρε Θύμιο, του είπε, θυμάσαι τότε στο Toρνέιντο τι είχαμε φτιάξει, ρίξαμε το μαγαζί όλο κάτω, λοιπόν παιδιά -απευθύνεται σε μας- δεθήκαμε με τα χριστουγεννιάτικα φωτάκια και χορεύαμε, παραπατάγαμε, πέφταμε κάτω, τα φωτάκια  τσαφ-τσουφ  κι έσκαγαν και δώστου πάλι κι αυτή η άτιμη η Ρίτα να μην σταματά, θα καούμε για χάρη σου, της φωνάζαμε,  α ρε Θύμιο, πως δεν πάθαμε ηλεκτροπληξία να καούμε για πάρτη της… Ο Θύμιος ο κολγκέιτ τον μούντζωσε με αγάπη και γέλασε,  τρία δόντια είχε και τα τρία δεξιά. Ήρθαν και οι πρώτες μπύρες, κοκορέτσι στη λαδόκολλα και αρνάκι. Το γκαρσόν, ένας μουστακαλής με μια πρώην άσπρη ποδιά τίγκα στη λέρα,  που είχε ξεπατικώσει τα καμώματα ενός διάσημου τούρκου σεφ, άρχισε να ρίχνει αλάτι χοντρό με τον τρόπο που το κάνει ο τούρκος για να μας εντυπωσιάσει, εμείς τον χειροκροτήσαμε, αλλά ο Βασίλης ο μαγαζάτορας τον αποπήρε,  ουστ, γομάρι, που τα ‘μαθες αυτά τα πούστικα, ο μουστακαλής του πέταξε μια χούφτα αλάτι πάνω του κι έφυγε γελώντας, ενώ τα όργανα έκαναν ζέσταμα και μια χοντρούλα με κοντό στραφταλιζέ μπλουζάκι, μελλοντικό άστρο του πενταγράμμου,  με τη μέση έξω να ξεχειλίζει από όλες τις πλευρές,  δοκίμαζε τα μικρόφωνα, σιαχαχα, σιαχαχα, 1, 2,3 το, το, το , σιάχαχα, α,α,α και κοιτούσε ολόγυρα με νωχελικό, βαριεστημένο ύφος πρώιμης ντίβας.

Αυτά για προεόρτια. Στο κυρίως πιάτο περάσαμε κατά τις δώδεκα το βράδυ, όταν είχαμε πιει το πρώτο τελάρο μπύρες κι είχαμε μεσιάσει το δεύτερο (εκτός των κερασμένων αυτά), οι άνθρωποι γύρω μας,  φιγούρες διπλές, τριπλές,  χάνονταν  και ανασταίνονταν ως δια μαγείας. Με το που εμφανίζεται η Ρίτα, ο Γιάννης ο κουφός άρχισε να ανοίγει τις μπύρες τη μία πίσω από την άλλη, να τις κουνά με δύναμη και να μας λούζει με τον αφρό, ενώ ο Θύμιος ο ξεδοντιάρης  είχε πέσει κάτω στο χώμα, γονάτιζε και ξανασηκωνόταν  με τα χέρια ανοιχτά, απευθυνόμενος στο νυχτερινό ουρανό και φώναζε πάρε με Θεέ μου, πάρε με, «Θύμιο μου, για σένα αμάρτησα» ακούστηκε η φωνή της Ρίτας  και « ….δε σου κάνω τον άγιο  αχ ! αμάρτησα, για μια νύχτα παράνομα….»,  ο Θύμιος σύρθηκε στην πίστα κι έκανε μετάνοιες μπροστά της, [......................]

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ : O Θύμιος ο κολγκέιτ και η Γωγώ Τσαμπά 

_________________________________

*ΠΑΣΧΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣΓιάννης Πάσχος - ΠΡΟΣΩΠΟ – Βιβλιοnet

*****************************************

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: